Οι εξελίξεις, που ακολούθησαν τη συνάντηση του Βερολίνου μεταξύ του Έλληνα πρωθυπουργού και της Γερμανίδας καγκελαρίου, είναι καταιγιστικές και φέρνουν για ακόμα μια φορά στην επιφάνεια το οικονομικό και πολιτικό πρόβλημα της χώρας. Θέτουν επί τάπητος και με πρακτικό τρόπο το ιδεολογικοπολιτικό και οικονομικό αδιέξοδο της αστικής τάξης της χώρας μας αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον αντιδραστικό τους ρόλο και χαρακτήρα.
Το γεγονός αυτό εκφράζεται με την ιδεολογικοπολιτική χρεοκοπία της στρατηγικής σύλληψης του ΣΥΡΙΖΑ. Αν η κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά «έσκιζε» προεκλογικά το μνημόνιο «σελίδα – σελίδα» για να υπογράψει στο τέλος τη δίμηνη παράταση της Δανειακής Σύμβασης, που σήμαινε και αντίστοιχη παράταση του μνημονίου, ο ΣΥΡΙΖΑ «έσκισε» το μνημόνιο «μια και καλή» για έρθει, ως κυβέρνηση, να υπογράψει μια τετράμηνη παράταση της Δανειακής Σύμβασης, που σημαίνει και αντίστοιχη παράταση του μνημονίου.
Πιο συγκεκριμένα. Σ’ αυτήν την πολιτική φάση, που διέρχεται η χώρα μας, αυτό που χρεοκοπεί είναι η διακηρυγμένη προεκλογικά αλλά και μετεκλογικά άποψη του ΣΥΡΙΖΑ, ότι μπορεί να γίνει σεβαστή από την Ευρωπαϊκή Ένωση η λαϊκή ετυμηγορία για το τέλος των μνημονίων και της λιτότητας στο πλαίσιο μιας σκληρής πολιτικής διαπραγμάτευσης με τους λεγόμενους εταίρους. Είναι η άποψη, που έχει εκφράσει ο Αλέξης Τσίπρας κατ’ επανάληψη, για το διπλό σεβασμό στους «κανόνες» της Ευρωζώνης και το εκλογικό αποτέλεσμα της 25ης του Γενάρη.
Αντ’ αυτού η Ελλάδα απειλείται με την εμβάθυνση της «οικονομικής καταστροφής», για την οποία έκανε λόγο προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ, κατηγορώντας την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ. Oι εξελίξεις βάζουν με χειροπιαστό τρόπο μπροστά στις λαϊκές μάζες το δίλημμα για την αντιμετώπιση αυτής της καταστροφής: υποταγή και νέα δεσμά ή ρήξη; Μνημόνιο, λιτότητα και νέα αντεργατικά μέτρα εντός του ευρώ ή αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση;
Αυτό είναι το πραγματικό πρόβλημα, που τροφοδοτεί την πολιτική κρίση, που εξακολουθεί να βρίσκεται σε εξέλιξη. Πολύ γρήγορα η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ «παρέδωσε» τόσο σ’ ό,τι αφορά το «πνεύμα» της όσο και το «γράμμα» της.
Ασφαλώς, οι αναγνώστες της «Νέας Σποράς» θα θυμούνται, ότι από τις στήλες της είχε κατατεθεί η θέση, ότι και η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ είναι μέρος της πολιτικής κρίσης. Υπενθυμίζουμε, επίσης, ότι ως πολιτική κρίση καθορίσαμε την αδυναμία των πολιτικών σχηματισμών της αστικής τάξης να σταθεροποιήσουν το πολιτικό της σύστημα, μπροστά στην αντίσταση που δείχνουν οι λαϊκές μάζες, έστω και εάν το Εργατικό Κίνημα δεν αναπτύσσει τη δράση, που θα αντιστοιχούσε στις σημερινές ανάγκες. Η «Νέα Σπορά» εξακολουθεί να έχει την εκτίμηση ότι η αστική τάξη δεν έχει ακόμη σταθεροποιήσει το πολιτικό της σύστημα. Αυτό προσπαθεί να κάνει και με τη συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ.
Η πολιτική κρίση μπορεί να εκδηλωθεί με τη μορφή του διλήμματος για νέες εκλογές ή την αναδιάταξη της κυβερνητικής πλειοψηφίας μέσα στη βουλή, αν πάρουμε υπόψη μας την αρθρογραφία, που αναπτύσσεται από αστούς δημοσιολόγους τις τελευταίες μέρες, τόσο εντός όσο και εκτός της χώρας μας, αλλά και τις κινήσεις που αρχίζουν να διαφαίνονται στο πολιτικό σκηνικό. Ορισμένοι αναλυτές τοποθετούν το χρονικό ορίζοντα των εξελίξεων αυτών μέχρι τον Ιούνη. Προς το παρόν τις διαφαινόμενες αυτές εξελίξεις τις συγκαλύπτει η στήριξη, που παρέχουν τα τηλεοπτικά ΜΜΕ στο ΣΥΡΙΖΑ και πιο συγκεκριμένα στον Αλέξη Τσίπρα, ελέω της έλλειψης μιας άλλης άμεσης εναλλακτικής πολιτικής λύσης στο ζήτημα της διακυβέρνησης για λογαριασμό της αστικής τάξης.
Ποιες είναι αυτές οι εξελίξεις στον απόηχο της συνάντησης Μέρκελ-Τσίπρα; Θα τις καταγράψουμε στη διαδοχή τους, γιατί θα μας βοηθήσουν να τεκμηριώσουμε τους παραπάνω ισχυρισμούς μας, αλλά θα ξεκινήσουμε από την τελευταία εξέλιξη, που θα μας οδηγήσει στο να ξετυλίξουμε το κουβάρι των εξελίξεων των τριών προηγούμενων ημερών.
Το μεσημέρι της Πέμπτης (26/03/2015) ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας έδωσε στη δημοσιότητα το κείμενο της συμφωνίας του Eurogroup της 20ης του Φλεβάρη (αυτό έτσι και αλλιώς είχε κυκλοφορήσει στο διαδίκτυο, όχι όμως από την κυβέρνηση) και κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι ψεύδεται όταν μιλάει για κατάργηση του μνημονίου. Ταυτόχρονα υποστήριξε ότι η παρούσα κυβέρνηση συνυπέγραψε το Μνημόνιο στο οποίο η τετράμηνη παράταση αναφέρεται ρητά (εδώ έγκειται η «αποκάλυψη» του Αντώνη Σαμαρά) κατά τον ίδιο τρόπο,που η προηγούμενη κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ υπέγραψε το Δεκέμβρη τη δίμηνη παράταση.
Η στάση αυτή της Νέας Δημοκρατίας και του Αντώνη Σαμαρά προκάλεσε μια σχετική αμηχανία, όπως φάνηκε και από την πρώτη αντίδραση της κυβέρνησης, η οποία λίγο νωρίτερα μέσω του Νίκου Παππά, ίσως του στενότερου συνεργάτη του πρωθυπουργού, είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να τεθεί προς έγκριση από τη βουλή αυτή η συμφωνία του Eurogroup, παρά μόνο θα γίνει μια συζήτηση-ενημέρωση των βουλευτών, χωρίς πάντως να ξεκαθαρίζει το χρονικό σημείο αυτής της κυβερνητικής πρωτοβουλίας.
Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να σταθούμε περισσότερο. Η «αποκάλυψη» του Αντώνη Σαμαρά αφορά και στον ίδιο, γιατί τόσο προεκλογικά όσο και μετεκλογικά υποστήριζε και εξακολουθεί να υποστηρίζει τη θέση, ότι η χώρα μας θα «εγκατέλειπε πίσω της το μνημόνιο» και ότι με το email – Χαρδούβελη θα έμπαινε στη «γραμμή της πιστωτικής στήριξης», η οποία δεν ήταν ένα νέο μνημόνιο!
Τώρα «αποκαλύπτει» και «αποκαλύπτεται» ο Αντώνης Σαμαράς, γιατί και η δίμηνη παράταση, που υπέγραψε, αφορούσε και στο μνημόνιο, και η είσοδος στη «γραμμή πιστωτικής στήριξης» θα απαιτούσε νέο μνημόνιο, και το email Χαρδούβελη ήταν συνέχεια της μνημονιακής πολιτικής, και η τετράμηνη παράταση, που υπέγραψε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ είναι συνέχεια του μνημονίου, έστω και εάν η σημερινή κυβέρνηση υποστηρίζει ότι δεν περιλαμβάνει νέα υφεσιακά μέτρα. Όλα, όμως, τα μέτρα, τα οποία θα πάρει η κυβέρνηση δε θα πρέπει να δημιουργούν δημοσιονομικά ελλείμματα, διαφορετικά θα απαιτούνται και τα αντίστοιχα ισοδύναμα μέτρα. Βρισκόμαστε, δηλαδή, στον ίδιο παρονομαστή.
Αυτή η ρητή αναφορά για τη σχέση μνημονίου –Δανειακής Σύμβασης, αν και δεν περιμέναμε τον Αντώνη Σαμαρά να μας το ξεκαθαρίσει, εξηγεί το είδος της σύγκλισης, που επιτεύχθηκε ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους λεγόμενους εταίρους ως προς την «κοινή ανάγνωση» της Συμφωνίας της 20ης Φλεβάρη την προηγούμενη εβδομάδα. Αυτήν την κοινή ανάγνωση και δέσμευση για την υλοποίηση των αντίστοιχων μεταρρυθμίσεων (βλέπε μνημονιακών μέτρων) επισφράγισε η επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στο Βερολίνο και η κατ’ ιδίαν πολύωρη συνάντησή του με την Άγκελα Μέρκελ.
Η «αποκάλυψη» αυτή, για την ταμπακέρα της οποίας η κυβέρνηση στην κυριολεξία δεν έβγαλε επί της ουσίας άχνα, εξηγεί τη δυστοκία της κυβέρνησης στη συμπλήρωση της λίστας των «ελληνικών μεταρρυθμίσεων», που, υποτίθεται, ότι κατάφερε από την διαπραγμάτευση, που έκανε ως τώρα. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η «δυστοκία» της κυβέρνησης είχαμε – και εξακολουθούμε να έχουμε – τη σκλήρυνση της στάσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του ΔΝΤ και της ΕΚΤ απέναντι στην κυβέρνηση, όπου επαναλαμβάνονται τα ίδια τελεσίγραφα, που γνωρίσαμε με τις προηγούμενες κυβερνήσεις από το 2010, όταν σε κάθε αξιολόγηση της τρόικας επαναλαμβανόταν ο ίδιος εκβιασμός: ή νέο πακέτο αντιλαϊκών μέτρων για να κλείσει η συμφωνία για την καταβολή της δόσης ή …χρεοκοπία.
Ακριβώς σ’ αυτή τη φάση βρισκόμαστε τώρα. Το Eurogroup και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα φρόντισαν τόσο από πριν όσο και από την επομένη της συνάντησης Τσίπρα-Μέρκελ, να καταστήσουν νομικά απαγορευτική τη μεγαλύτερη έκθεση των ελληνικών τραπεζών στο κρατικό χρέος, γεγονός που σημαίνει ότι το ελληνικό δημόσιο δε μπορεί να καλύψει τις δανειακές του ανάγκες με την έκδοση εντόκων γραμματίων, που όλο αυτό το διάστημα καταλήγουν στις ελληνικές τράπεζες, ελλείψει ξένων επενδυτών.
Παράλληλα στη συνεδρίαση του Euro Working Group,την Τετάρτη το πρωί, αλλά και τα μηνύματα του Eurogroup της ίδιας μέρας προς την κυβέρνηση ήταν «συμφωνείστε πρώτα με την τρόικα για τα μέτρα» και στη συνέχεια βλέπουμε για τη «σταδιακή εκταμίευση» χρημάτων προς την Ελλάδα. Αυτήν την τροπή των πραγμάτων επιβεβαιώνει με non paper το μέγαρο Μαξίμου σημειώνοντας λίγη ώρα αργότερα ότι «συμφωνήσαμε ότι η ελληνική κυβέρνηση θα παραδώσει στους θεσμούς μια ολοκληρωμένη λίστα μεταρρυθμίσεων».
Ειδικά αυτήν τη στιγμή η κυβέρνηση βρίσκεται σε ακόμα πιο δυσχερή θέση καθώς οι «εταίροι» πήραν πίσω τα 11δισ. του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, και μάλιστα, σύμφωνα με τις ισχύουσες συμφωνίες παρακρατούν, με νομικίστικες ερμηνείες, το 1,2 δισ. αυτού του ποσού. Απαντούν δε, στο Ελληνικό αίτημα για την επιστροφή του 1,2 δισ. ευρώ, ότι θα πρέπει πρώτα να υλοποιηθούν οι μεταρρυθμίσεις για να υπάρξει σταδιακή αποδέσμευσή του όπως, επίσης, και των 1,9 δισ., που οφείλει να επιστρέψει η ΕΚΤ από τα κέρδη των ομολόγων.
Με λίγα λόγια, η θηλιά στο λαιμό της χώρας σφίγγει όλο και περισσότερο στη βάση σχεδίου για την επιβολή νέων αντιλαϊκών μέτρων, που εκκρεμούν από το δεύτερο μνημόνιο, τη συνέχιση του οποίου συνυπέγραψε και η νέα κυβέρνηση. Το αποτέλεσμα είναι να βλέπουμε ειδήσεις ακόμα και στο διεθνή τύπο ότι η κυβέρνηση στην Αθήνα δεσμεύει ποσά από τα αποθεματικά δημοσίων οργανισμών και υπηρεσιών για να καλύψει τρέχουσες χρηματοδοτικές της ανάγκες, ενώ είναι έτοιμες προς αποχώρηση τόσο από το Χρηματιστήριο όσο και για να μεταφέρουν την έδρα τους στο εξωτερικό Ελληνικές επιχειρήσεις. Οι Financial Times πήγαν ένα βήμα παραπέρα και μίλησαν για «έλεγχο κεφαλαίων».
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, και παρά τα όσα θέλει να λέει δημόσια η κυβέρνηση, η βάση της συζήτησης από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραμένει το emailΧαρδούβελη, που, επί της ουσίας έχει γίνει αποδεκτή και από την κυβέρνηση. Αυτή η εξέλιξη τινάζει στον αέρα όλη τη ρητορεία της κυβέρνησης ότι τα «υφεσιακάμέτρα» αποτελούν παρελθόν και πλέον η κυβέρνησηβρίσκεται σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση, προκειμένου να πείσει την εκλογική της βάση, παρά την ευρεία, αλλά φθίνουσα, στήριξη, που ακόμα απολαμβάνει.
Στο διεθνή τύπο τα σενάρια Grexit έχουν επανέλθει για να αυξήσουν την πίεση προκειμένου η Ελληνική κυβέρνηση να επισημοποιήσει τη «στροφή στο ρεαλισμό» και να φέρει πακέτο μέτρων στη βουλή. Ακόμα και στελέχη της Κεντρικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (FED) σημείωσαν με νόημα σ’ αυτήν την κατεύθυνση ότι από ένα Grexit μόνο η Ελλάδα θα έχει πρόβλημα και πως οι ΗΠΑ θα κάνουν τα πάντα για να μην αντιμετωπίσει προβλήματα η ευρωζώνη. Σημειώνουμε δε ότι σε ανάλογο μήκος κύματος κινούνταν και το μηνιαίο δελτίο της Κεντρικής Τράπεζας της Γερμανίας (Bundesbank), που κυκλοφόρησε τη Δευτέρα και καλούσε να γίνουν βήματα για να αντέξει η ευρωζώνη μια χρεοκοπία ενός κράτους-μέλους της.
Ειδικότερα η στάση των Αμερικανών έχει ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον καθώς την Πέμπτη (26/3) το πρωί δημοσιεύτηκε άρθρο της Wall Street Journal με τίτλο: «μόνη λύση να γίνει ο Τσίπρας …καπιταλιστής»,και αυτό γιατί, όπως υποστηρίζει ο αρθρογράφος SimonNixon, ένα τρίτο μνημόνιο είναι «αναπόφευκτο». Ταυτόχρονα το πρακτορείο Bloomberg δημοσίευσε την ίδια μέρα το πρωί τρία βασικά σενάρια για την ελληνική οικονομία, τα οποία αναλύονται περαιτέρω σε πέντε πιθανά ενδεχόμενα με τον τίτλο «μια ζοφερή θολούρα: Πώς θα μπορούσε να συμβεί η έξοδος της Ελλάδας από το Ευρώ».
Κοινός παρονομαστής αυτών των αναλύσεων είναι η δραματική διάσταση, που δίνουν στο σενάριο της ρήξης με την Ευρωπαϊκή Ένωση, υποδεικνύοντας ουσιαστικά προς τον Αλέξη Τσίπρα να προχωρήσει στο σχηματισμό μιας νέας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, που θα εφαρμόσει ένα τρίτο μνημόνιο. Την προηγούμενη μέρα, την Τετάρτη, ο Αλέξης Τσίπρας και η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ είχαν πολύωρη τηλεφωνική επικοινωνία «εφ’ όλης της ύλης».
Από την άποψη αυτή, η κουβέντα του Γιάννη Βαρουφάκη στα Χανιά την 25η Μαρτίου «σας θέλουμε μαζί μας και μετά τη ρήξη», απευθυνόμενος στον κόσμο που τον χαιρετούσε, δείχνει ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει απόλυτη συνείδηση της κατάστασης αλλά και των επιλογών της, όχι βέβαια για να φτάσει στη ρήξη, αλλά για να συμβιβαστεί ολοκληρωτικά με τη μνημονιακή πολιτική.
Και για να αποκλειστεί το οποιοδήποτε ενδεχόμενο ρήξης η Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι έσπευσαν αμέσως να απευθύνουν το ερώτημα στον Αλέξη Τσίπρα αν καλύπτει πολιτικά μια τέτοια δήλωση. Και κάπως έτσι φτάνουμε στην πρωτοβουλία Σαμαρά να δώσει στη δημοσιότητα τη συμφωνία της 20ηςΦεβρουαρίου υποστηρίζοντας ότι η παρούσα κυβέρνηση έχει συνυπογράψει το μνημόνιο.
Είναι ολοφάνερο ότι τα αστικά κόμματα και η αστική τάξη «σπρώχνουν» το ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνηση, στηριζόμενοι στις στρατηγικές επιλογές της ηγεσίας του, σε έναν ολοκληρωτικό συμβιβασμό με την μνημονιακή πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ταυτόχρονα, όμως,μέσα απ’ αυτό το συμβιβασμό η αστική τάξη και τα κόμματά της επιχειρούν να «ξεπλυθούν» πολιτικά για το μνημονιακό τους παρελθόν και στο πλαίσιο αυτό γίνονται όλοι οι σχεδιασμοί για την αναδιάταξη και την επιχείρηση σταθεροποίησης του πολιτικού συστήματος, γνωρίζοντας τη δυσκολία του εγχειρήματος, που θα κριθεί από την τελική στάση των λαϊκών μαζών, καιαυτών που ακολουθούν το ΣΥΡΙΖΑ, γεγονός που εξαρτάται και από τη στάση, τις πολιτικές πρωτοβουλίες, που θα πάρει και το ΚΚΕ.
Σε πρώτη φάση πάντως γίνεται προσπάθεια να κλείσει το πακέτο των μέτρων του μνημονίου και έχουν αρχίσει οι πρώτες τροχιοδεικτικές βολές για την αναδιάταξη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας προς δύο κατευθύνσεις. Αφενός καλείται ο Αλέξης Τσίπρας να συγκρουστεί με την εσωκομματική του αντιπολίτευση και αφετέρου να εκδιώξει από την κυβέρνηση τους Ανεξάρτητους Έλληνες του Πάνου Καμμένου.
Μάλιστα αυτές οι παρεμβάσεις έρχονται και από το εξωτερικό. Εκτός του Μάρτιν Σουλτς, προέδρου του Ευρωκοινοβουλίου, που είχε ζητήσει την αποχώρηση Καμμένου από την κυβέρνηση και τη συμμαχία με το Ποτάμι, Αμερικανοί Γερουσιαστές μπλόκαραν το ετήσιο εθιμοτυπικό ψήφισμα του Κογκρέσου για την Ελληνική επανάσταση του 1821 προφασιζόμενοι τις δηλώσεις Καμμένου για τους τζιχαντιστές, γεγονός που προκαλεί απορία γιατί δεν απευθύνουν ανάλογο ερώτημα για παρόμοια δήλωση του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ο Αντώνης Σαμαράς επικρίθηκε την Πέμπτη το βράδυ από δημοσιεύματα που ουσιαστικά τον καλούσαν να αποχωρήσει από την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, γιατί με τη στάση του δεν διευκολύνει τη στροφή του Αλέξη Τσίπρα και το ξεκαθάρισμα στο εσωκομματικό τοπίο του ΣΥΡΙΖΑ από τους «ευρωσκεπτικιστές». Λίγες ώρες μετά ο Αντώνης Σαμαράς ανέβαλε τη συνεδρίαση του Πολιτικού Συμβουλίου της Νέας Δημοκρατίας και προχώρησε στις γνωστές ανακοινώσεις για τη Συμφωνία της 20ηςΦεβρουαρίου.
Θα προσθέσουμε στα όσα πολλά ήδη έχουμε πει και μια ακόμα λεπτομέρεια που λέει πολλά. Γράφεται την Πέμπτη στον Τύπο ότι ο Γιάνης Βαρουφάκης σκέφτεται να παραιτηθεί από υπουργός Οικονομικών τις επόμενες μέρες και αυτό για να προλάβει την αποπομπή του από τον Αλέξη Τσίπρα. Ορισμένοι δε αστοί δημοσιογράφοι υποστηρίζουν ότι μια τέτοια εξέλιξη είναι ουσιαστικά παραγγελία της Άγκελα Μέρκελ και ήταν από τα θέματα, που συζήτησε με τον Αλέξη Τσίπρα στο Βερολίνο, όπως και συνολικά τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα και κυρίως τις αναφορές του πρωθυπουργού, που άφηνε ανοιχτό το ενδεχόμενο άμεσης προσφυγής σε εκλογικές κάλπες ή δημοψήφισμα.
Οι επόμενες μέρες θα μας βοηθήσουν ακόμα περισσότερο να ξετυλίξουμε το κουβάρι για να εμβαθύνουμε στην ουσία των εξελίξεων, ώστε να καταλήξουμε σε πιο συγκεκριμένα συμπεράσματα για την πορεία των πολιτικών πραγμάτων.
Θα κλείσουμε λέγοντας ότι από τη «Νέα Σπορά»εκφράστηκε η μόνη πολιτική πρωτοβουλία, που κάλεσε την κυβέρνηση να αποχωρήσει από τις διαπραγματεύσεις, να έρθει σε ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση και να δρομολογήσει όλα εκείνα τα μέτρα που θα διασφαλίσουν τα λαϊκά συμφέροντα.
Δεν τρέφαμε αυταπάτες για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ,αλλά παίρναμε υπόψη τις προσδοκίες και το επίπεδο της πολιτικής και ταξικής συνείδησης των μαζών, ιδιαίτερα αυτών που ακολουθούν το ΣΥΡΙΖΑ και προβάλαμε μια θέση, που αναδείκνυε το ρόλο της εργατικής τάξης απέναντι στα μικροαστικά στρώματα και των τμημάτων της εργατικής τάξης, που έχουν παρασυρθεί από το μικροαστικό συμβιβασμό.
Οι εξελίξεις δικαιώνουν απόλυτα αυτήν τη θέση, γιατί αποδεικνύεται ότι δε μπορεί να υπάρξει έντιμος συμβιβασμός στο «λάκκο των λεόντων» και η χρησιμότητα της θέσης αυτής, που διατύπωσε η «ΝέαΣπορά» θα καταδειχτεί ακόμα περισσότερο, όταν θα αποδειχτεί έμπρακτα ο πλήρης ενταφιασμός των προεκλογικών συνθημάτων της κυβέρνησης για το τέλος του μνημονίου και της λιτότητας. Η ώρα της αλήθειας πλησιάζει όχι μόνο για το ΣΥΡΙΖΑ αλλά κυριολεκτικά για ΌΛΟΥΣ…
COMMENTS