Ως στροφή προς το ρεαλισμό του Αλέξη Τσίπρα παρουσίασαν τα αποτελέσματα των συνομιλιών, που είχε ο πρωθυπουργός με την καγκελάριο της Γερμανίας Άγκελα Μέρκελ, τα αστικά ΜΜΕ. Και από μια άποψη είχαν δίκιο, εάν δεν κακοποιούσαν την έννοια του ρεαλισμού, γιατί ο ρεαλισμός θα απαιτούσε μια διαφορετική πολιτική τόσο σε ό,τι αφορά τις σχέσεις ανάμεσα στη χώρα μας και τη Γερμανία – μια πολιτική που ξεπερνάει σαφώς την απλή αναφορά του πρωθυπουργού στο κάλεσμα προς την Άγκελα Μέρκελ για δικαστική συνδρομή για τις μίζες της Siemens όσο και σ’ ό,τι αναφορά τις σχέσεις της χώρας μας με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Παράλληλα, όμως, τα αστικά ΜΜΕ φρόντισαν να «διασώσουν» την επίσκεψη τονίζοντας ότι μπορεί ο πρωθυπουργός να γύρισε με άδεια χέρια αλλά αυτή καθεαυτή η επίσκεψη αποτέλεσε μια επιτυχία για την Ελλάδα, μια και οι δύο χώρες απομακρύνουν την περίοδο των «σκληρών αντιπαραθέσεων» και εγκαινιάζουν μια νέα περίοδο «αλληλοκατανόησης».
Ως προσωπική, επίσης, επιτυχία του ίδιου του πρωθυπουργού παρουσιάστηκε το γεγονός, ότι μπήκαν τα ζητήματα του κατοχικού δανείου και των πολεμικών αποζημιώσεων αλλά και η αναφορά στο ζήτημα της Siemens. Μάλιστα ορισμένοι, ακόμη και πρώην στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, όπως ο Ευάγγελος Αντώναρος, πρώην κυβερνητικός εκπρόσωπος της κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή, όχι χωρίς σημασία, έγραψε σe tweet ότι: «Ο Αλέξης Τσίπρας έδωσε χθες την καλύτερη συνέντευξη Έλληνα πρωθυπουργού τα τελευταία 5 χρόνια σε διεθνές περιβάλλον»! Φυσικά δεν απευθυνόταν στον Αλέξη Τσίπρα μόνο.
Την ίδια στιγμή, αν παρακολουθήσουμε τα σχόλια των διεθνών ΜΜΕ, ιδιαίτερα των Γερμανικών ΜΜΕ, θα παρατηρήσουμε ότι υπάρχει μια ομοφωνία, ως προς την αποτίμηση της επίσκεψης του Έλληνα πρωθυπουργού στη Γερμανία: συμπεραίνουν ότι δε σημειώθηκε κάποια ουσιαστική προσέγγιση στις σχέσεις των δύο πλευρών, πέρα από το γεγονός ότι η επίσκεψη Τσίπρα δίνει τη δυνατότητα να συζητηθούν τα διμερή θέματα και να καλυτερέψουν οι σχέσεις των δύο χωρών.
Φυσικά η τέτοια αντιμετώπιση της επίσκεψης Τσίπρα κρύβει μια σκοπιμότητα. Αφορά συγκεκριμένα σε δύο ζητήματα:
Το πρώτο είναι η στάση της Γερμανίας απέναντι στα ουσιαστικά οικονομικά προβλήματα της Ελλάδας ως προς τη ρευστότητα και τους δανειστές της, μεταξύ αυτών και οι Γερμανικές τράπεζες. Η Γερμανία παρουσιάστηκε ότι δεν εξαρτάται από αυτήν η επίλυση αυτών των προβλημάτων, γιατί αυτή κινείται στο πλαίσιο των αποφάσεων του Eurogroup και της συμφωνίας της 20ης του Φλεβάρη. Το βασικό επιχείρημα της Άγκελα Μέρκελ ήταν ότι η Γερμανία διαθέτει μία ψήφο και μόνο μέσα στην ευρωζώνη και ότι η Ελλάδα πρέπει να εφαρμόσει τη συμφωνία της 20ης του Φλεβάρη.
Φρόντισε, βέβαια, η Άγκελα Μέρκελ να διευκρινίσει και να υπενθυμίσει ότι η Ελλάδα υποχρεούται να καταθέσει πρόταση μεταρρυθμίσεων, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα «ξεκλείδωνε» και η ενίσχυση της χώρας μας με την αντίστοιχη ρευστότητα. Σ’ ό, τι αφορά τους δανειστές ήδη η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί ότι θα είναι συνεπής στην εξόφληση του χρέους.
Το δεύτερο είναι η στάση της Γερμανίας απέναντι σε ζητήματα που αφορούν στις δύο χώρες, όπως είναι το κατοχικό χρέος και οι πολεμικές αποζημιώσεις, αλλά και η ένταση που έχει δημιουργηθεί μεταξύ των δύο χωρών από τις αλλεπάλληλες δηλώσεις εκατέρωθεν. Σ’ αυτά τα θέματα η Άγκελα Μέρκελ επανέλαβε την πάγια θέση της Γερμανίας, ότι τα ζητήματα αυτά έχουν κλείσει πολιτικά.
Σημασία, όμως, έχει να παρουσιάσουμε την πραγματική διάσταση αυτής της επίσκεψης του πρωθυπουργού στη Γερμανία και της συνάντησης με την Άγκελα Μέρκελ. Και αυτό που πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα είναι ότι η επίσκεψη αυτή, ως συνέχεια και της mini συνάντησης Κορυφής, δεν έκανε τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από το να επισημοποιήσει τον ηγετικό ρόλο της Γερμανίας στη Ευρωπαϊκή Ένωση και την εφαρμογή της συμφωνίας της 20ης του Φλεβάρη.
Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο ο Αλέξης Τσίπρας πήρε μαζί του και το κείμενο του συνόλου των μεταρρυθμίσεων, που προτίθεται να καταθέσει στο Eurogroup η κυβέρνηση. Είναι αδύνατον να μη συζητήθηκαν τα μέτρα, τα οποία είναι υποχρεωμένη να πάρει η κυβέρνηση για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των λεγόμενων εταίρων μας και κύρια της Γερμανίας.
Αν έχει κάποια πολιτική σημασία η αντιπαράθεση, που πραγματοποιήθηκε ανάμεσα σε κυβερνητικά στελέχη και από τις δύο πλευρές, πριν από την επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στη Γερμανία, αυτή εντοπίζεται στο γεγονός ότι, ανεξάρτητα από την ένταση, που προκλήθηκε, η χώρα μας οφείλει να εφαρμόσει τα προβλεπόμενα της συμφωνίας της 20ης του Φλεβάρη, τα οποία, βέβαια κινούνται σε αντιλαϊκή κατεύθυνση και δε συνιστούν αυτά τα μέτρα τίποτα διαφορετικό, παρά τη συνέχεια του μνημονίου, για το οποίο η κυβέρνηση περηφανεύεται ότι το κατάργησε.
Ήταν σαφώς μια πίεση πάνω στην κυβέρνηση να εγκαταλείψει την οποιαδήποτε ελπίδα ότι θα μπορούσε να λύσει το πρόβλημα της χρηματοδότησης εάν δεν προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις. Και αυτό το γεγονός βεβαιώθηκε και στη συνάντηση των δύο ηγετών. Η μεθοδευμένη οικονομική ασφυξία είχε αποτέλεσμα.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, τώρα, μπορούμε να εξηγήσουμε και τη στάση των πολιτικών δυνάμεων, που χαιρέτησαν τη στάση της κυβέρνησης ως «στροφή στο ρεαλισμό». Η Νέα Δημοκρατία, μάλιστα, τοποθετήθηκε αμέσως και κάλεσε την κυβέρνηση να φέρει τη συμφωνία στη βουλή για ψήφιση, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν πρέπει να χαθεί άλλος χρόνος και ότι θα την ψηφίσει. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι δηλώσεις των άλλων κομμάτων, του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού.
Δεν περιορίστηκαν, βέβαια, τα κόμματα αυτά στο να καλέσουν την κυβέρνηση να φέρει στη βουλή τη συμφωνία της 20ης του Φλεβάρη. Προσπάθησαν, και είχαν κάθε λόγο να το κάνουν, να παρουσιάσουν την πολιτική της κυβέρνησης ως συνέχεια της δικής τους πολιτικής. Και δε στάθηκαν μόνο σ’ αυτήν την πλευρά της επίσκεψης του Αλέξη Τσίπρα στη Γερμανία.
Φρόντισαν παράλληλα να υπενθυμίσουν στην κυβέρνηση ότι ζωτικά ζητήματα της χώρας μας πήγαν πολύ πιο πίσω απ’ ότι τα παρέλαβε η κυβέρνηση από την αντίστοιχη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ. Και ως παράδειγμα έφεραν τόσο τη ρευστότητα όσο και το κατοχικό δάνειο, με δεδομένο ότι στη συνέντευξη τύπου, που παραχωρήθηκε μετά την πρώτη συνάντηση του Αλέξη Τσίπρα και της Άγκελα Μέρκελ, ο πρωθυπουργός παρουσίασε τα ζητήματα του κατοχικού δανείου και των πολεμικών επανορθώσεων ως κυρίαρχα «ηθικό ζήτημα». Έδωσε έτσι τη δυνατότητα να σπεκουλάρουν η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ για όσα δεν έκανα τόσα χρόνια τα δύο αυτά κόμματα, όταν βρίσκονταν στην κυβέρνηση.
ίναι φανερό ότι οι συνομιλίες που διεξήχθησαν στη Γερμανία θα έχουν άμεσο αντίκτυπο στις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας. Η επίσημη στάση της Νέας Δημοκρατίας, για να ξεκινήσουμε από την αξιωματική αντιπολίτευση, δεν είναι η ίδια μ’ αυτήν π.χ. του Ευάγγελου Αντώναρου, ο οποίος θεωρείται πολύ στενός συνεργάτης του Κώστα Καραμανλή.
Στα ΜΜΕ εμφανίζονται τοποθετήσεις, που σημειώνουν με έμφαση ότι η Καραμανλική πλευρά της Νέας Δημοκρατίας, που απ’ ότι λέγεται έχει ισχυρή παρουσία μέσα στη Νέα Δημοκρατία και ουσιαστικά την ελέγχει, στηρίζει την πολιτική της κυβέρνησης. Άλλωστε τι άλλο μπορεί να υποδηλώνει μια τέτοια τοποθέτηση του Ευάγγελου Αντώναρου παρά τη στήριξη της κυβέρνησης.
Αυτό ωστόσο το γεγονός δε μπορεί παρά να έχει επίδραση στην ίδια τη Νέα Δημοκρατία και σ’ όλο το πολιτικό σύστημα. Την ίδια στιγμή έχει πάρει ιδιαίτερες διαστάσεις η συζήτηση γύρω από τις αντίστοιχες εξελίξεις στο ΣΥΡΙΖΑ, στο εάν αυτός θα παραμείνει ενωμένος ή πρόκειται να υπάρξουν σοβαρές ανακατατάξεις στο εσωτερικό του, που μπορεί να φτάσουν μέχρι και τη διάσπαση.
Η συζήτηση αυτή όσο περνάει ο καιρός τόσο γίνεται και πιο έντονη και αφορά κυρίαρχα στα δύο κόμματα, το ΣΥΡΙΖΑ και στη Νέα Δημοκρατία. Είναι σαφές ότι σχετίζεται με τη διάταξη των κομμάτων, με τη διαμόρφωση του πολιτικού συστήματος, το οποίο δεν έχει κατασταλάξει ακόμη, με την εφαρμογή της συμφωνίας της 20ης του Φλεβάρη και την εφαρμογή μιας αντίστοιχης πολιτικής, η οποία θα είναι επώδυνη για τον εργαζόμενο λαό το ίδιο όπως και με την προηγούμενη κυβέρνηση.
Μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι οι εξελίξεις, και ίσως οι πιο σημαντικές, είναι μπροστά μας, γεγονός που βάζει ιδιαίτερα καθήκοντα στο επαναστατικό κίνημα και ειδικά στο ΚΚΕ.
COMMENTS