Η διαπραγμάτευση στο στρογγυλό τραπέζι

Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας μετά τη «mini Συνάντηση Κορυφής, όπως ονομάσθηκε, δήλωσε ότι: «η Ελλάδα δεν έχει υποχρέωση να υλοποιήσει υφεσιακά μέτρα και ότι δεν έχει υποχρέωση να υλοποιήσει το mail Χαρδούβελη. Η Ελλάδα θα καταθέσει τις δικές της μεταρρυθμίσεις». Τόνισε δε με έμφαση ότι: «ξαναβάλαμε τη διαδικασία στις ράγες», ενώ δεν έκρυψε την αισιοδοξία του για τη συνέχεια.

Παρ’ όλα αυτά, όμως, η ανακοίνωση που βγήκε μετά το τέλος της συνάντησης δεν αναφέρεται  παρά μόνο στην υποχρέωση της χώρας μας να καταθέσει το συντομότερο δυνατό – αυτό μεταφράζεται σε μια εβδομάδα, ένα πλήρες κείμενο μεταρρυθμίσεων. Οι δε δηλώσεις της Άγκελα Μέρκελ και του Φρανσουά Ολάντ δεν απέχουν απ’ όσα δήλωναν πριν τη συνάντηση. Η μεν Άγκελα Μέρκελ ξαναμίλησε για την ολοκλήρωση του προγράμματος και την αξιολόγηση, ο δε Φρανσουά Ολάντ ξαναέκανε λόγο για το χρόνο που πιέζει.

Παραθέτουμε το κοινό ανακοινωθέν από τη συνάντηση, το οποίο, βέβαια, κινείται στην κατεύθυνση επιβεβαίωσης και αποδοχής της συμφωνίας της 20ης του Φλεβάρη:

«Αποδεχόμαστε απόλυτα τη συμφωνία του Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου 2015. Σε πνεύμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης, δεσμευόμαστε να επιταχύνουμε το έργο μας και να το ολοκληρώσουμε το ταχύτερο δυνατόν.

Στο πλαίσιο της συμφωνίας του Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου 2015, οι ελληνικές αρχές θα έχουν την ευθύνη για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και θα παρουσιάσουν έναν πλήρη κατάλογο συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων τις επόμενες ημέρες.

Επιβεβαιώσαμε εκ νέου την πρακτική συμφωνία επί της διαδικασίας: Οι συνομιλίες για θέματα πολιτικής λαμβάνουν χώρα στις Βρυξέλλες. Οι αποστολές για τη συγκέντρωση πληροφοριών λαμβάνουν χώρα στην Αθήνα. Το Eurogroup είναι έτοιμο να συγκληθεί εκ νέου το συντομότερο δυνατόν».

Και από το ανακοινωθέν, λοιπόν, προκύπτει ότι η κυβέρνηση υποχρεώνεται να καταθέσει «έναν πλήρη κατάλογο μεταρρυθμίσεων», ο οποίος δε μπορεί παρά να κινείται στο πνεύμα της 20ης του Φλεβάρη. Μόνο που τώρα κανείς δε δικαιούται να έχει αμφιβολίες για την ερμηνεία της συμφωνίας της 20ης του Φλεβάρη, πολύ περισσότερο που η Άγκελα Μέρκελ ξαναμίλησε για «ολοκλήρωση του προγράμματος». Και ξέρει πάρα πολύ καλά για ποιο πράγμα μιλάει.

Σε μια συνάντηση «τετ α τετ» μεταξύ αρχηγών κρατών και κορυφαίων παραγόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως είναι οι: Άγκελα Μέρκελ, Φρανσουά Ολάντ, Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, Γερούν Ντάισελμπλουμ και Μάριο Ντράγκι, κανένας δε μπορεί να ισχυριστεί ότι «δεν κατάλαβε»! Αυτήν τη φορά κατάλαβαν όλοι, και πολύ καλά, επομένως και ο πρωθυπουργός. Από την άποψη αυτή από εδώ και εμπρός θα ξεκαθαρίσει το τοπίο πλήρως, και πάνω απ’ όλα θα ξεκαθαρίσει το παιχνίδι των εντυπώσεων.

Έτσι κι αλλιώς αυτό το παιχνίδι θα είχε ένα τέλος. Δε μπορούσε να τραβήξει για πολύ ακόμη, γιατί το κλείσιμο της στρόφιγγας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έφερε τη χώρα μας μπροστά στην ασφυξία της ρευστότητας και στη φυγή κεφαλαίων, γεγονός που αποδεικνύει την οικονομική εξάρτηση της χώρας μας. Ανά πάσα στιγμή οι λεγόμενοι εταίροι μας μπορούν να μας σφίγγουν τη θηλιά, που μας έχουν περάσει και να δημιουργούν συνθήκες χρεοκοπίας στην οικονομία της χώρας μας.

Αυτός ο φαύλος κύκλος της εξάρτησης δε μπορεί να αντιμετωπιστεί διαφορετικά από το να σπάσει η θηλιά. Και η θηλιά σπάει μόνο με την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι αυτή η θηλιά που γεννάει και την πολιτική εξάρτηση, την υποτέλεια.

Πρόκειται γι’ αυτήν την υποτέλεια, που χαρακτηρίζει και τη στάση των πρώην κυβερνητικών δυνάμεων, της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, αλλά και του Ποταμιού. Είναι, απ’ αυτήν την άποψη,  αποκαλυπτική της στάσης υποτέλειας και η δήλωση του Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος παρουσιάστηκε ουσιαστικά ως «μαθητής» των αφεντικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού έβαλε τον πρωθυπουργό να «δίνει εξετάσεις», με την κατάθεση του καταλόγου των μεταρρυθμίσεων, και να αναρωτιέται ο ίδιος αν ο πρωθυπουργός θα «τις περάσει»!

Αναγόρευσε μ’ αυτόν τον τρόπο ως επικυρίαρχο της χώρας μας τους άλλους πολιτικούς ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τους αναγνώρισε το «δικαίωμα» να «κόβουν» τον οποιοδήποτε πρωθυπουργό στις «εξετάσεις που θα τους δώσει». Ίσως γι’ αυτό ο Αντώνης Σαμαράς ψέλλισε εκείνο το «ουδείς αναμάρτητος» μπροστά στη «δασκάλα» του, την Άγκελα Μέρκελ, όταν έδινε αυτός εξετάσεις για τη στάση του ενάντια στο μνημόνιο, πριν αναλάβει πρωθυπουργός.

Αλλά και το Ποτάμι δεν «έμεινε πίσω». Ειδικά αυτό το τελευταίο έπαιξε το ρόλο του φερέφωνου της Γερμανίας, κατά τρόπο πολιτικά χυδαίο, σε όλη τη διάρκεια της υποτιθέμενης διαπραγμάτευσης.

Το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός διαπίστωσε ότι ξαναμπήκε «η διαδικασία στις ράγες» δε μπορεί να είναι μια ενθαρρυντική υπόθεση για τους εργαζόμενους της χώρας μας. Διαιωνίζεται το καθεστώς της υποτέλειας και της εξάρτησης, πράγμα που στην πράξη ισοδυναμεί και με τη συνέχεια της αντιλαϊκής πολιτικής. Τα περιθώρια να κάνει η κυβέρνηση φιλολαϊκή πολιτική στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ανύπαρκτα.

Από την άλλη μια και η κυβέρνηση επανέφερε τα πράγματα στη σωστή κατεύθυνση επιτρέπει σ’ αυτήν να φέρει στη βουλή τη συμφωνία που έχει υπογράψει στις 20 του Φλεβάρη για συζήτηση και κύρωση.

Έχουν εκπέσει πλέον τα οποιαδήποτε επιχειρήματα γι’ αυτήν μια και η συνάντηση που έγινε αποσαφήνισε πλήρως, υποτίθεται, το χαρακτήρα και το περιεχόμενο της συμφωνίας. Άλλωστε ο πρωθυπουργός από μόνος του στη συνέντευξη τύπου, που παραχώρησε μετά τη συνάντηση, αποκάλυψε ότι ρώτησε τους συνομιλητές του για το εάν του ζητούν να πραγματοποιήσει μια αξιολόγηση και ένα πρόγραμμα, που δεν έφερε σε πέρας η προηγούμενη κυβέρνηση. Και οι συνομιλητές του ήταν αρνητικοί σ’ αυτό το ερώτημά του, λέγοντας ένα καθαρό «όχι».

Δεν υπάρχει, λοιπόν, κανένας λόγος πλέον, που να εμποδίζει την κατάθεση της συμφωνίας στη βουλή, μια και – κατά τον πρωθυπουργό – δεν του ζητήθηκε να συνεχίσει τη μνημονιακή πολιτική ούτε αυτήν την πέμπτη αξιολόγηση.

Βέβαια από την πλευρά μας δεν πρόκειται να σταματήσουμε να μιλάμε για τη συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής, μια και ή ίδια η κυβέρνηση αναγνωρίζει το ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με την έννοια αυτή αναγνωρίζει και τα όρια, που της τίθενται από την πολιτική, που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Και αυτή η πολιτική δεν είναι άλλη από τη μνημονιακή πολιτική, που αφορά όλα τα κράτη – μέλη της, και μάλιστα δεν προβλέπεται να αλλάξει στο άμεσο μέλλον.

Πολύ περισσότερο δεν πρόκειται να σταματήσουμε να μιλάμε για τη συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής, γιατί μόλις πριν λίγες ημέρες ο Γιάννης Βαρουφάκης ξεκαθάρισε ότι δεν υποσχέθηκαν τίποτα παραπάνω από την αντιμετώπιση των ακραίων συνθηκών φτώχιας. Εμείς απλώς προσθέτουμε ότι αυτήν την ακραία φτώχια ήθελε να αντιμετωπίσει και η προηγούμενη κυβέρνηση, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να πείσει τον Ελληνικό λαό ότι δεν εφαρμόζει πολιτικές λιτότητας.

COMMENTS