Και εκεί που όλοι νόμιζαν ότι ξεμπλόκαραν οι διαβουλεύσεις ανάμεσα στην κυβέρνηση και το Eurogroup και θα άρχιζαν οι συνομιλίες για τη συγκεκριμενοποίηση και την κοστολόγηση των προτάσεων της κυβέρνησης, αλλά και όσων προτάσεων θα κατέθεταν οι «θεσμοί», διακινδύνευσαν να ξαναμπλοκάρουν, γιατί παρουσιάστηκε «διαφορά» στην ερμηνεία της συμφωνίας, που συμφώνησαν ο Μάριο Ντράγκι και ο Γιάννης Βαρουφάκης στη σύντομη συνομιλία, που είχαν μεταξύ τους και έτσι έλυσαν την «παρεξήγηση», που υπήρχε για την κυβέρνηση από την πλευρά των λεγόμενων εταίρων, ότι δεν αποδέχεται επισκέψεις των «θεσμών» στη χώρα μας. Αυτό το εμπόδιο ξεπεράστηκε και οι συνομιλίες άρχισαν.
Προφανώς, όπως διευκρινίστηκε και από την κυβέρνηση, το πρόβλημα παρουσιάστηκε από την απαίτησή της οι επισκέψεις των «θεσμών» να μην έχουν οργανωμένο χαρακτήρα, να μην παρουσιαστεί κάποια τριάδα εκπροσώπων τους, γεγονός που θα παρέπεμπε στην επιστροφή της τρόικα «στον τόπο του εγκλήματος», και από μία άποψη θα την επιβεβαίωνε, στραπατζάροντας όλο το επικοινωνιακό προφίλ της κυβέρνησης.
Η κυβέρνηση υποστήριζε ότι οι συνομιλίες θα πρέπει να διεξάγονται στις Βρυξέλλες μεταξύ της αντιπροσωπείας των «θεσμών» και της ελληνικής αντιπροσωπείας και εάν οι «θεσμοί» χρειαστούν στοιχεία, τότε, αυτά θα στέλνονται στις Βρυξέλλες ή «κάποιοι» από τα τεχνικά κλιμάκια θα μπορούσαν να επισκέπτονται τη χώρα μας, αλλά όχι με τον τρόπο που την επισκεπτόταν η τρόικα. Οι συναντήσεις που θα κάνουν θα είναι με τους αντίστοιχους ομοιόβαθμούς τους. Δε θα τους επιτραπεί δε να μπουν καν στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους.
Απ’ ότι φαίνεται μέχρι τώρα, παρά το γεγονός ότι οι συνομιλίες άρχισαν στις Βρυξέλλες, σε αίθουσα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπου εκεί η Ελληνική αντιπροσωπεία θα διαβουλεύεται με τα στελέχη των «θεσμών» και άλλους υπηρεσιακούς παράγοντες, οι λεγόμενοι εταίροι μας δεν έχουν παραιτηθεί από το στόχο τους και το βάζουν το θέμα σε κάθε περίπτωση.
Το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι: τι προκύπτει σε σχέση με τις μέχρι τώρα κινήσεις της κυβέρνησης και των λεγόμενων εταίρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
Η κυβέρνηση υπέγραψε μια συμφωνία. Προκειμένου να υπογραφεί η συμφωνία οι λεγόμενοι εταίροι μας κινήθηκαν και αυτοί, όπως και η κυβέρνηση, στο πλαίσιο της «δημιουργικής ασάφειας». Μέχρι να πάρουν την υπογραφή της.
Μετά την υπογραφή της συμφωνίας οι εταίροι, με ομαδικά πυρά, υποστηρίζουν ότι η συμφωνία αυτή αφορά στην παράταση του υπάρχοντος μνημονίου, στην αξιολόγηση για να κλείσουν οι εκκρεμότητές του για να ξεμπλοκάρουν τα κονδύλια προς τη χώρα μας. Μιλούν για ολοκλήρωση του υπάρχοντος μνημονίου. Δεν κρύβουν, επίσης, την ανάγκη νέας συμφωνίας – μνημονίου, γιατί η «Ελλάδα έχει ακόμη να κάνει πολλά».
Καταλαβαίνουμε ότι η αξιολόγηση με κριτήριο τις εκκρεμότητες του μνημονίου σχετίζεται και με τις δημοσιονομικές και χρηματοδοτικές τρύπες, που, πιθανώς, να υπάρξουν, πράγμα που σημαίνει ότι η νέα συμφωνία, που θα αφορά και τη μετά Ιούνη εποχή, θα πρέπει να τις αντιμετωπίσει. Το δημοσιονομικό πλεόνασμα π.χ., που προβλεπόταν για το 2015, απ’ ότι λέγεται, είναι όνειρο «θερινής νυκτός» και αυτό θα έχει συνέπειες τόσο για το τετράμηνο της παράτασης όσο και για τη συνέχεια. Ελλοχεύουν, επομένως, νέα μέτρα.
Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο οι λεγόμενοι εταίροι μας επισημαίνουν από τώρα, ότι η χώρα μας θα χρειαστεί ένα νέο πρόγραμμα, του οποίου η χρηματοδότηση θα κυμαίνεται μεταξύ 30 και 50δισ. ευρώ. Αυτό στην απλή νεοελληνική γλώσσα σημαίνει ότι η κυβέρνηση θα υπογράψει ένα νέο μνημόνιο, γεγονός που τινάζει στον αέρα όλη την επικοινωνιακή της πολιτική περί του τέλους των μνημονίων.
Η κυβέρνηση, αντίθετα, υποστηρίζει ότι η συμφωνία δεν έχει σχέση με το μνημόνιο, δίνοντας έτσι διαφορετικό χαρακτήρα στην παράταση. Δέχεται την αξιολόγηση αλλά θεωρεί ότι αυτή θα αφορά στη συμφωνία και στις προτάσεις που θα καταλήξουν στις συνομιλίες, γι’ αυτό το λόγο και ζητάει να ξεμπλοκάρει η χρηματοδότηση, ενώ τη νέα συμφωνία για τη μετά Ιούνη περίοδο την αποκαλεί «νέο συμβόλαιο».
Από τη στιγμή που υπήρξε η συμφωνία στο Eurogroup της 20ης του Φλεβάρη παρουσιάστηκε αυτή η πολιτική διελκυστίνδα ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους λεγόμενους εταίρους μας, που δεν πρόκειται για ένα γεγονός χωρίς πολιτική σημασία, ούτε για την κυβέρνηση και τις άλλες πολιτικές δυνάμεις του τόπου, ούτε και για τους εταίρους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι άλλες δυνάμεις της αντιπολίτευσης κατηγορούν την κυβέρνηση, ξεκινώντας από διαφορετικά ελατήρια, ότι η κυβέρνηση συνεχίζει την πολιτική του μνημονίου, γιατί η συμφωνία αφορά στην παράταση του μνημονίου.
Από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ αλλά και από το Ποτάμι υποστηρίζεται ότι η κυβέρνηση, παρ’ όλο που έχασε χρόνο, ήρθε να υιοθετήσει την πολιτική του μνημονίου. Στο πλαίσιο αυτό ξεκαθάρισαν ότι εάν η κυβέρνηση φέρει το κείμενο της συμφωνίας για κύρωση στη βουλή θα το υπερψηφίσουν.
Παίρνοντας υπόψη ότι έχει ξεσπάσει ένα κύμα δηλώσεων ενάντια στη κυβέρνηση, κυρίως από τη Γερμανική ηγεσία με πρωταγωνιστή τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος έφτασε να ζητήσει μέχρι και την αλλαγή του Γιάννη Βαρουφάκη, που ούτε λίγο ούτε πολύ τον παρουσίασε ως ανόητο, η κυβέρνηση αντιπαρατίθεται στη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ και δευτερευόντως στο Ποτάμι, ότι ακολουθούν και συμπαρατάσσονται με όσους επιτίθενται αυτήν τη στιγμή ενάντια στην κυβέρνηση.
Το ουσιαστικό σ’ αυτήν την αντιπαράθεση είναι ότι Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι προσπαθούν ξεσκεπάσουν την κυβέρνηση ότι αποδέχτηκε το μνημόνιο, αλλά, ταυτόχρονα, και να την σπρώξουν να εφαρμόσει τη συμφωνία της 20ης του Φλεβάρη όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και να προχωρήσει τις συνομιλίες.
Και αυτό το κάνουν αυτά τα κόμματα, γιατί θέλουν να παρουσιάσουν ότι η πολιτική που ακολούθησαν και ακολουθούν είναι μονόδρομος. Μ’ αυτόν τον τρόπο επιδιώκουν Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ, κατά πρώτο λόγο, να ξεπλύνουν την προηγούμενη πολιτική τους. Η κυβέρνηση, βέβαια, από τη στιγμή που υπηρετεί την αστική στρατηγική μοιραία ήταν επόμενο ότι θα ερχόταν σ’ αυτήν τη θέση.
Γι’ αυτό το λόγο η κυβέρνηση προσπαθεί να δημιουργήσει έναν κουρνιαχτό γύρω από τις συνομιλίες, εάν υπάρχει ή δεν υπάρχει μνημόνιο, εάν υπάρχει ή δεν υπάρχει τρόικα, εάν συνομιλεί ή δε συνομιλεί με τους «θεσμούς» και κάτω από ποιους όρους, την ίδια στιγμή που ξεκαθαρίζει ότι παραδοσιακά συμμετέχει η χώρα μας σ’ αυτούς και η παρούσα κυβέρνηση επιθυμεί να συνεχίσει να συμμετέχει.
Στην κατεύθυνση αυτή γίνονται και οι αβαρίες από την πλευρά των λεγόμενων εταίρων, που κοιτώντας την ουσία των πραγμάτων, δέχτηκαν οι συνομιλίες να διεξαχθούν στις Βρυξέλλες και οι συνομιλητές να επονομασθούν Ομάδα των Βρυξελλών (Brussels Group).
Τόσο η κυβέρνηση όσο και η Νέα Δημοκρατία κυρίως, αλλά και το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι διαπράττουν ένα σοβαρό λάθος. Μάλλον δεν αντιλαμβάνονται, και εάν το αντιλαμβάνονται το αντιπαρέρχονται για να δημιουργήσουν τετελεσμένα, ότι ο εργαζόμενος λαός καταλαβαίνει τους ελιγμούς που γίνονται.
Μπορεί η κυβέρνηση να ονειρεύεται να αλλάξει την Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτό είναι το έσχατο επιχείρημά της, γιατί όλα τα άλλα έχουν καταπέσει, να επικαλείται και να διεκδικεί την ισοτιμία, αλλά από τη συνολική στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από την ίδια της την εμπειρία δεν προκύπτει τέτοιο θέμα.
Έπρεπε να έχει αποχωρήσει από τις συνομιλίες πριν την απόφαση της 20ης του Φλεβάρη. Αυτή η αποχώρηση, βέβαια, θα οδηγούσε τα πράγματα στη ρήξη. Αλλά είναι αυτή, που καταγγέλλει ότι οι «ισότιμοι εταίροι» της έβαλαν τη θηλιά στο λαιμό, είναι αυτή που γίνεται αποδέκτης προτάσεων, από το εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, να αποχωρήσει από τις συνομιλίες.
Οι ελιγμοί αυτοί οφείλονται στο γεγονός ότι ο εργαζόμενος λαός είναι πολύ πιο μπροστά από τα κόμματα – Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι, που στηρίζουν με τη στάση τους την επιθετικότητα των «ισότιμων εταίρων», είναι πιο μπροστά από την ίδια την κυβέρνηση και παρά το γεγονός ότι προσπαθούν να τον παρουσιάσουν κουρασμένο από όλον αυτόν τον αγώνα δρόμου για την καλλιέργεια των εντυπώσεων, που θα σώζουν τα προσχήματα, εξακολουθεί να αντιστέκεται. Επομένως η κυβέρνηση ας μην ελπίζει και πολύ στον εργαζόμενο λαό και στη στήριξη, που της παρέχει μέχρι τώρα, ότι θα τον χειραγωγήσει.
Ας μην προσδοκά ότι θα μπορέσει να τον εγκλωβίσει, γιατί και αυτή θα έρθει μπροστά στην πραγματικότητα των συνομιλιών και μέχρι την κατάληξή τους η κυβέρνηση θα έχει «προσφέρει» στον εργαζόμενο λαό της χώρας μας τη λύση στο έσχατο επιχείρημά της, που είναι και το τελευταίο οχυρό μιας συγκροτημένης πολιτική πρότασης, που θέλει τη χώρα μας «ισότιμο εταίρο» μιας από τη φύση της ανισότιμης, μεταξύ των μελών της, Ευρωπαϊκής Ένωσης, πράγμα που θα τον ωθήσει να κάνει πολλά βήματα μπροστά και να κατανοήσει ακόμη καλύτερα την ανάγκη για τη μονομερή διαγραφή του χρέους και την αποδέσμευση της χώρας μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
COMMENTS