Για να δούμε πολύ συγκεκριμένα πως συνδέονται η κυρίαρχη αντίθεση με τη βασική, και οι δύο μαζί με το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας, θα πρέπει προηγουμένως να ξεκαθαρίσουμε, με μεγαλύτερη ακρίβεια, το πώς προσδιορίζεται η κυρίαρχη αντίθεση, γιατί δεν παύει ένας προσδιορισμός της κυρίαρχης αντίθεσης μέσα από τη μορφή: «ιμπεριαλισμός – λαός» να είναι πολύ γενικός, πράγμα που σημαίνει ότι η κυρίαρχη αντίθεση, ως έκφραση της βασικής, πρέπει πάντα να συγκεκριμενοποιείται, γιατί πέρα από τα γενικά της χαρακτηριστικά κατασταλάζει πάντα με συγκεκριμένο τρόπο σε διαφορετικές χώρες.
Τα γενικά χαρακτηριστικά της κυρίαρχης αντίθεσης είναι αυτά που πηγάζουν από την ίδια τη φύση της ιμπεριαλιστικής εποχής και την ιστορική θέση του ιμπεριαλισμού ως «καπιταλισμού που πεθαίνει αλλά δεν πέθανε ακόμα». Σε δύο επίπεδα θα αντιμετωπίσουμε αυτά τα χαρακτηριστικά: στο οικονομικό και πολιτικό επίπεδο.
Στο οικονομικό επίπεδο το βασικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού στην ιμπεριαλιστική εποχή είναι η εμφάνιση του μονοπωλίου. Αυτό το γεγονός οφείλεται στη διαδικασία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης της παραγωγής και γενικότερα του κεφαλαίου. Η εμφάνιση του μονοπωλίου πιέζει ασφυκτικά τα ευρύτερα μικροαστικά στρώματα αλλά και τμήματα της μη μονοπωλιακής αστικής τάξης. Ιδιαίτερα τα μικροαστικά στρώματα με τις οικονομικές κρίσεις του καπιταλισμού εισέρχονται σε μια διαδικασία καταστροφής, καταστροφή η οποία υπερισχύει της τάσης της αναπαραγωγής τους. Το ίδιο συμβαίνει, επίσης, αν και σε μικρότερο βαθμό, και με τμήματα της μη μονοπωλιακής αστικής τάξης.
Το γεγονός αυτό είναι η βάση της απόσπασης των μικροαστικών στρωμάτων από την επιρροή της αστικής τάξης, πράγμα που ομολογείται και από αστούς σχολιαστές, όταν αυτοί μιλάνε για την καταστροφή και την απώλεια της «μεσαίας τάξης». Εννοούν, σαφώς, τα μικροαστικά στρώματα και τμήματα της μη μονοπωλιακής αστικής τάξης.
Αυτό σημαίνει ότι η ανάπτυξη του μονοπωλιακού καπιταλισμού διευρύνει την αντίθεσή του εκτός από την εργατική τάξη και με τα μικροαστικά στρώματα δημιουργώντας τις συνθήκες προσέγγισης των μικροαστικών στρωμάτων από την εργατική τάξη, ιδιαίτερα των κατώτερων και μεσαίων.
Όσα από τα μικροαστικά στρώματα δεν καταστρέφονται εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από την ταλάντευση ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη, με τάση προς την αστική τάξη, γιατί εξακολουθούν να θέλουν να εξελιχτούν από μικροαστικά στρώματα σε αστική τάξη. Το ίδιο περίπου συμβαίνει ακόμη και με τα κατεστραμμένα μικροαστικά στρώματα, χαρακτηρίζονται από ταλάντευση γι’ αυτό και πολιτικά είναι δυνατό να παγιδευτούν από πολιτικές δυνάμεις πέρα και έξω από το Κομμουνιστικό Κίνημα. Παραπέρα τα τμήματα που καταστρέφονται και υφίστανται τη βίαιη προλεταριοποίησή τους μεταφέρουν τις μικροαστικές συνήθειες μέσα στην εργατική τάξη.
Η απόσπαση από την αστική τάξη όσο το δυνατό περισσότερων μικροαστικών στρωμάτων και οι όροι της ένταξης των κατεστραμμένων στην εργατική τάξη θα εξαρτηθεί από τη στάση της εργατικής τάξης απέναντί τους και τη στάση του επαναστατικού πολιτικού υποκειμένου, του Κομμουνιστικού Κινήματος. Διαφορετικά τα κατεστραμμένα μικροαστικά στρώματα και γενικότερα τα μικροαστικά στρώματα, ειδικά σε περιόδους οικονομικών κρίσεων, μπορούν να γίνουν το έδαφος για την ανάπτυξη και ενδυνάμωση της ακροδεξιάς και των φασιστικών κομμάτων.
Στη χώρα μας αυτό που διαπιστώνεται από τη στάση των μικροαστικών στρωμάτων, από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης το 2008 και μετά, είναι ότι αποσπάστηκαν και εγκατέλειψαν τα δύο βασικά αστικά κόμματα, τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, χωρίς να προσεγγίσουν το ΚΚΕ, γεγονός που οφείλεται στη στάση του ΚΚΕ, κυρίως την περίοδο του 2010 – 12, όπου η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και της χρεοκοπίας της χώρας μας γίνεται με τη μνημονιακή πολιτική και που το ΚΚΕ διαπράττει από τα σοβαρότερα λάθη στη χάραξη της πολιτικής του γραμμής.
Αυτήν την περίοδο, χωρίς να έχει συνέλθει το 19ο Συνέδριο, όπου καθίστατο σαφές ότι θα αλλάξει το Πρόγραμμα του Κόμματος, τα μικροαστικά στρώματα αντιμετωπίζονται με βάση τις πολιτικές θέσεις του …19ου Συνεδρίου. Τον άμεσο σοσιαλισμό. Στην πράξη, δηλαδή, έχει εγκαταλειφθεί η προγραμματική βάση του 15ου Συνεδρίου, η οποία ήταν η μόνη δυνατή, με τις όποιες αδυναμίες και αμφισημίες χαρακτηριζόταν αυτή, να συσπειρώσει τα μικροαστικά στρώματα στη βάση του Αντιιμπεριαλιστικού, Αντιμονοπωλιακού, Δημοκρατικού Μετώπου (ΑΑΔΜ). Τη συνέχεια τη γνωρίζουμε όλοι.
Ποιοι είναι οι οικονομικοί παράγοντες που οδηγούν στην πρωτοφανή καταστροφή των μικροαστικών στρωμάτων στη χώρα μας και τμήματος της ίδιας της αστικής τάξης; Αδιαμφισβήτητα ο πρώτος παράγοντας είναι η οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008. Ο δεύτερος παράγοντας είναι το ίδιο το γεγονός της ένταξης της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ. Ο παράγοντας αυτός για τη χώρα μας λειτούργησε αυξητικά στην ένταση της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας. Ο τρίτος οικονομικός παράγοντας είναι η μνημονιακή πολιτική, που ακολουθήθηκε για το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης και της χρεοκοπίας της χώρας μας. Όλες οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης και της χρεοκοπίας μεταβιβάστηκαν στην εργατική τάξη, κατά πρώτο και κυρίαρχο λόγο, και στα μικροαστικά στρώματα.
Εδώ διαπιστώνουμε ότι οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης, κορυφαίου γεγονότος στον οικονομικό καπιταλιστικό κύκλο, δεν περιορίζεται μόνο στην εργατική τάξη, που σε σχέση με την αστική τάξη, στοιχειοθετεί τη βασική αντίθεση της κοινωνίας, αλλά θίγει και καταστρέφει και τα μικροαστικά στρώματα, δηλαδή διευρύνεται, δηλαδή οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης κυριαρχούν πάνω σε περισσότερες κοινωνικές τάξεις και στρώματα.
Η βασική αιτία που γεννάει την οικονομική κρίση στον καπιταλισμό οφείλεται στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγικής διαδικασίας, από τη μια, και στην ατομική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων αυτής της παραγωγικής διαδικασίας, από την άλλη. Αυτή η διατύπωση της αιτιολόγησης της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης είναι, με διαφορετικό διατυπωμένο τρόπο, η βασική αντίθεση της κοινωνίας μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας.
Όπως βλέπουμε η βασική αντίθεση της κοινωνίας μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου στον καπιταλιστικό οικονομικό κύκλο επιφέρει την οικονομική κρίση, που στην έκρηξή της προεκτείνεται και αφορά και κοινωνικά στρώματα πέραν της εργατικής τάξης, γεγονός που θεμελιώνει την αντικειμενική ύπαρξη μιας αντίθεσης που κυριαρχεί τόσο σε καιρό κρίσης όσο και όταν ξεπεραστεί αυτή. Από εδώ προκύπτει και η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στη βασική και κυρίαρχη αντίθεση.
Στο πολιτικό επίπεδο το βασικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού στην ιμπεριαλιστική εποχή, του μονοπωλιακού καπιταλισμού, είναι ότι το πολιτικό του εποικοδόμημα του σύγχρονου καπιταλισμού είναι η πολιτική αντίδραση, και όπως σημειώνει ο Β. Ι. Λένιν, «πολιτική αντίδραση σ’ όλη τη γραμμή».
Αυτό σημαίνει ότι η αστική τάξη δε σέβεται τα κοινωνικά δικαιώματα που καθιέρωσε η ίδια με την επανάστασή της. Οι δημοκρατικές ελευθερίες και οι κοινωνικές κατακτήσεις των εργαζομένων αμφισβητούνται, παίρνονται πίσω και η εργατική τάξη με το Κόμμα της αναλαμβάνει να υπερασπιστεί όλες τις δημοκρατικές ελευθερίες και τα δικαιώματα που έχει κατακτήσει με αιματηρούς αγώνες.
Παραπέρα κυριαρχεί ο ανορθολογισμός, η μεταφυσική, ο μυστικισμός, ο φορμαλισμός, ο θρησκευτικός φανατισμός, που υποδαυλίζεται συστηματικά από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και την αστική τάξη. Εντείνονται τα φαινόμενα εξαθλίωσης, του κοινωνικού αποκλεισμού, της ανεργίας, των πολεμικών αναμετρήσεων, της καταστολής και του αυταρχισμού, της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος, της αντιδραστικής στροφής στις επιστήμες, της αναβίωσης του φασισμού, ενώ σε χώρες με τη θέση στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα, όπως η Ελλάδα, εντείνεται η οικονομική και πολιτική εξάρτηση, οπότε αμφισβητούνται η εθνική ανεξαρτησία και τα κυριαρχικά δικαιώματά τους με την επαναχάραξη των συνόρων ή με την παραίτηση ή και την εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων σε διακρατικές συμμαχίες, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η εξέλιξη αυτή αφορά κατά πρώτο λόγο την εργατική τάξη. Είναι η πρώτη που υφίσταται τις συνέπειες της στροφής προς την πολιτική αντίδραση. Δεν είναι, όμως, μόνο αυτή. Η πολιτική αντίδραση περιλαμβάνει και τα μικροαστικά στρώματα, θα λέγαμε ότι αφορά στη συντριπτική πλειοψηφία του λαού, γιατί η άρνηση των αστικοδημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, η επαναφορά ζητημάτων εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας αφορούν στη συντριπτική πλειοψηφία του λαού.
Με την έννοια αυτή η κυρίαρχη αντίθεση μπορεί να αποδοθεί γενικά ως αντίθεση: «ιμπεριαλισμός – λαός», θέλοντας ακριβώς να υποδηλώσει την ιμπεριαλιστική εποχή από τη μια και το εύρος των συνεπειών της στροφής του καπιταλισμού προς την πολιτική αντίδραση πάνω σε τάξεις και κοινωνικά στρώματα.
Η κυρίαρχη αντίθεση δεν είναι μια επινόηση. Στηρίζεται, όπως παραπάνω αναλύσαμε, πάνω σε αντικειμενικά δεδομένα, τα οποία δεν αφορούν μόνο σε χώρες, όπως κακώς πιστεύεται, που χαρακτηρίζονται από την εξάρτηση από ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και κέντρα, τις αδύνατες και μικρότερες χώρες. Αφορά όλες τις χώρες με διαφορετικό τρόπο.
Το πιο σημαντικό ιστορικό παράδειγμα για τον τρόπο αντιμετώπισης της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ βασικής και κυρίαρχης αντίθεσης και του τρόπου επίλυσης και των δύο αντιθέσεων είναι η Ρωσία κυρίως μετά την αστικοδημοκρατική επανάσταση του Φλεβάρη του 1917.
Η Ρωσία, τότε, και μετά την επανάσταση του Φλεβάρη, εξακολουθεί να εμπλέκεται στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τις συνέπειες του οποίου υφίστανται όλοι οι λαοί που συγκατοικούσαν στο πλαίσιο της αυτοκρατορίας. Η Προσωρινή κυβέρνηση, που σχηματίζεται μετά το Φλεβάρη αρνείται να σταματήσει τον πόλεμο, όπως υποδεικνύεται από τους Μπολσεβίκους.
Το σύνθημα «ψωμί – ειρήνη – μοίρασμα της γης» έρχεται να εκφράσει τις καταλυτικές συνέπειες του πολέμου πάνω στην εργατική τάξη και την αγροτιά, που αποτελούσε τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού. Ενός πολέμου, που διεξάγεται από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και είναι το αποτέλεσμα των αντιθέσεων ανάμεσά τους για το ξαναμοίρασμα των αγορών.
Ο Β. Ι. Λένιν με τις «Θέσεις του Απρίλη» διαμορφώνει την τακτική των Μπολσεβίκων, που αποσκοπεί στη συσπείρωση της εργατικής τάξης και της φτωχής αγροτιάς, στην αντιμετώπιση της «ασύγγνωστης ευπιστίας» που δείχνουν οι λαϊκές μάζες προς την Προσωρινή κυβέρνηση. Γι’ αυτήν την ευπιστία των λαϊκών μαζών την κύρια ευθύνη τη φέρουν οι Μενσεβίκοι και οι Εσέροι, που αποτελούν την πλειοψηφία στα Σοβιέτ.
Οι Μπολσεβίκοι, με βάση την κυρίαρχη αντίθεση βαδίζουν στην πραγματοποίηση της προλεταριακής επανάστασης, σημειώνοντας ότι «η αστικοδημοκρατική επανάσταση τελείωσε», ότι «η εποχή των σοσιαλιστικών επαναστάσεων άνοιξε», αποσκοπώντας τα Σοβιέτ να αναδειχθούν στο κύριο και μοναδικό εκφραστή της εξουσίας των λαϊκών μαζών, εκδιώκοντας την αστική τάξη από την εξουσία και ταυτόχρονα κόβοντας κάθε προσπάθεια στο δρόμο επιστροφής στον τσαρισμό.
Πολιτικά οι Μπολσεβίκοι διαχωρίστηκαν πλήρως από την πολιτική που εφάρμοζαν οι Μενσεβίκοι και οι Εσέροι και ο βασικός τους στόχος ήταν να πείσουν τις λαϊκές μάζες, «με συγκεκριμένα βήματα», ότι εάν δεν αλλάξουν οι τάξεις στην εξουσία δε μπορούν να ελπίζουν ούτε ότι θα έχουν ψωμί, ούτε ότι θα εξασφαλίσουν την ειρήνη και θα απαλλαγούν από τα δεινά του πολέμου, πολύ περισσότερο δε θα μπορούσαν να ελπίζουν στο μοίρασμα της γης, κάτι που ενδιέφερε τη συντριπτική πλειοψηφία της αγροτιάς.
Στο πλαίσιο αυτό το ΣΔΕΚΡ, με υπόδειξη του Β. Ι. Λένιν, τάσσεται ενάντια στις απόψεις των «παλαιών Μπολσεβίκων», που υποστήριζαν ότι πρέπει να αφήσουν να αναπτυχθεί πρώτα ο καπιταλισμός και μετά να μπει το ζήτημα της προλεταριακής επανάστασης, ταυτόχρονα τάσσεται ενάντια στον άμεσο σοσιαλισμό, μη χάνοντας ποτέ το βασικό στόχο, αυτόν της προλεταριακής επανάστασης. Στο ίδιο πλαίσιο οι Μπολσεβίκοι πέρα από τις κοινωνικές συμμαχίες δεν αρνούνται και τις πολιτικές συμμαχίες, απόδειξη ότι συμμαχούν με τους Αριστερούς Εσέρους, έστω και προσωρινά, και με μικρό αριθμό Μενσεβίκων.
Αυτό που πρέπει να σημειώσουμε είναι ότι στην πορεία των εξελίξεων χάθηκε το όριο ανάμεσα στην κυρίαρχη και βασική αντίθεση. Αυτό που συνέβη ήταν η ταυτόχρονη επίλυση της κυρίαρχης και της βασικής αντίθεσης με το ξέσπασμα της Επανάστασης του Οκτώβρη. Κυρίαρχο ρόλο για την πραγματοποίηση αυτής της λύσης έπαιξε το πώς χειρίστηκαν οι Μπολσεβίκοι το ζήτημα της κυρίαρχης αντίθεσης, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από το «Σχέδιο Προγράμματος», που διαμόρφωσε ο ίδιος ο Β. Ι. Λένιν και που οι Μπολσεβίκοι δεν το συζήτησαν, γιατί τους πρόλαβε το πιο χαρμόσυνο γεγονός. Η ίδια η προλεταριακή επανάσταση του Οκτώβρη.
Το παράδειγμα αυτό δεν αφορά μόνο στην επανάσταση στη Ρωσία, αφορά και σ’ όλες τις άλλες επαναστάσεις που ξέσπασαν εκείνη την περίοδο συμπεριλαμβανομένης και της Γερμανικής, που αν επικρατούσαν θα άλλαζαν συνολικά την πορεία της Ευρώπης.
Το ερώτημα είναι τι πρέπει να κρατήσουμε από την επαναστατική τακτική, που πρότεινε ο Β. Ι. Λένιν στο Μπολσεβίκικο Κόμμα και εάν υπάρχουν αντιστοιχίες με τη σημερινή κατάσταση στη χώρα μας, ώστε να αξιοποιηθεί αυτή η τακτική για τον τρόπο χειρισμού και επίλυσης τόσο της κυρίαρχης αντίθεσης όσο και της βασικής.
Κατά τη γνώμη μας αυτό που πρέπει να κρατήσουμε είναι η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην κυρίαρχη και τη βασική αντίθεση, το πώς η μία εξαρτάται από την άλλη, το πώς η κυρίαρχη αντίθεση έρχεται να τροφοδοτήσει την επίλυση και της βασικής αντίθεσης.
Σ’ ότι αφορά τη διαλεκτική σχέση και τις αντιστοιχίες του «τότε» και του «σήμερα», εντοπισμένες στη χώρα μας, θα επιχειρήσουμε να τοποθετηθούμε στην επόμενη και τελευταία συνέχεια αυτής της σειράς των άρθρων.
COMMENTS