Το γεγονός ότι η ηγεσία του ΚΚΕ βάζει μπροστά για επίλυση μια κοινωνική αντίθεση, η οποία δεν είναι ώριμη να λυθεί – εξηγήσαμε τους λόγους στο δεύτερο μέρος του άρθρου μας, την φέρνει αντιμέτωπη με μια αντιφατική κατάσταση.
Η ηγεσία του Κόμματος, καταλαβαίνοντας και αυτή ότι η επίλυση αυτής της κοινωνικής αντίθεσης δε μπορεί να υλοποιηθεί άμεσα, δεν αναφέρεται ρητά σ’ αυτήν, την αποκρύπτει στον καθημερινό πολιτικό της λόγο. Δεν επιβεβαιώνει ότι προτείνει τη σοσιαλιστική επανάσταση ως το άμεσο καθήκον του Κόμματος και της εργατικής τάξης. Την περιγράφει, την εννοεί, την “προτείνει” ως συμπέρασμα.
Μ’ αυτόν τον τρόπο η διατύπωση του καθημερινού πολιτικού λόγου αιωρείται και ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο αντιθέσεις, που τη μεν μια δεν την προτείνει καθαρά τη δε άλλη την επικαλείται ορισμένες φορές. Αυτή η ταλάντευση γίνεται ανάμεσα στην επίλυση της βασικής αντίθεσης της κοινωνίας, κεφάλαιο – εργασία, και στην επίλυση της κυρίαρχης αντίθεσης, ιμπεριαλισμός – λαός, όπου «λαός» η εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα, κυρίως τα κατώτερα και μεσαία.
Αυτή η ταλάντευση “κλίνει” σταθερά προς τη βασική αντίθεση ενσωματώνοντας ορισμένα στοιχεία της δεύτερης και δε φαίνεται πιο καθαρά, παρά στη θέση για την οικονομική κρίση και την αποδέσμευση της χώρας μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ουσιαστικά η θέση: «αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση με μονομερή διαγραφή του χρέους, λαϊκή εξουσία και κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων» συνδυάζει την επίλυση της βασικής αντίθεσης, ως άμεσο καθήκον, αξιοποιώντας στοιχεία της κυρίαρχης αντίθεσης, “περνώντας” την αμεσότητα της σοσιαλιστικής επανάστασης μέσα από την οικονομική κρίση και την αποδέσμευση, σε αντίθεση με τη θέση: «η αμεσότητα της εξόδου από την οικονομική κρίση και η ανάγκη της αποδέσμευσης οδηγεί ή πρέπει να οδηγεί στη σοσιαλιστική επανάσταση». Και αυτό γιατί στις λαϊκές μάζες γίνονται άμεσα κατανοητές οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης και της ένταξης της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά η κατανόηση της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Δεν πρόκειται για παιχνίδι λέξεων. Πρόκειται για δύο διαφορετικές “σειρές” καθηκόντων, που καταλήγουν σε δύο διαφορετικές πολιτικές αντιλήψεις ως προς το πώς αντιμετωπίζεται η επίλυση αστικοδημοκρατικών, αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών αιτημάτων σε σχέση με την πορεία προς το σοσιαλισμό και την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης, σε σχέση με τη δράση των λαϊκών μαζών και σε σχέση με την ανάπτυξη της πολιτικής και ταξικής τους συνείδησης.
Στην πραγματικότητα η “σειρά”, με απλά λόγια, στη θέση αυτή που διατυπώνεται επίσημα στα ντοκουμέντα του Κόμματος, είναι: «το άμεσο καθήκον του Κόμματος είναι η σοσιαλιστική επανάσταση για να πετύχουμε το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης και ως χώρα να πετύχουμε την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση». Εδώ παραπέμπονται τα αστικοδημοκρατικά, αντιιμπεριαλιστικά, αντιμονοπωλιακά αιτήματα να επιλυθούν από τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Η άλλη “σειρά” αξιοποιεί τα αστικοδημοκρατικά, αντιιμπεριαλιστικά, αντιμονοπωλιακά αιτήματα, στο πλαίσιο μιας αδιάσπαστης επαναστατικής διαδικασίας, για να ωριμάσει τους υποκειμενικούς όρους προσέγγισης και πραγματοποίησης της σοσιαλιστικής επανάστασης. Όσα απ’ αυτά δεν επιλυθούν θα τα επιλύσει η σοσιαλιστική επανάσταση.
Είναι φανερό ότι υπάρχει σύγχυση γύρω από την ανάγκη άμεσης αναφοράς στην επικαιρότητα του σοσιαλισμού σε σχέση με τους όρους πραγματοποίησης της σοσιαλιστικής επανάστασης ως άμεσο καθήκον. Η αμεσότητα, η αναγκαιότητα και η επικαιρότητα του σοσιαλισμού, από υλική άποψη, δεν ταυτίζονται με την αμεσότητα, την αναγκαιότητα και την επικαιρότητα της σοσιαλιστικής επανάστασης, από πολιτική άποψη. Υπακούουν σε διαφορετικούς όρους.
Και αυτή η σύγχυση διαχέεται στην καθημερινή πολιτική δράση του Κόμματος με αποτέλεσμα να μη μπορεί να παρακολουθήσει τις πολιτικές εξελίξεις και να παίρνει τις ανάλογες θέσεις. Ακόμη και εκεί, που η ίδια η ζωή με τον πιο κραυγαλέο τρόπο αναδεικνύει την ορθότητα της δεύτερης “σειράς” και βάζει επί τάπητος ζητήματα, όπως είναι η σχέση της χώρας μας με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ήδη στο προηγούμενο μέρος αυτού του άρθρου αναφερθήκαμε σ’ ένα συγκεκριμένο παράδειγμα. Στις διαπραγματεύσεις που πραγματοποίησε η κυβέρνηση μέχρι να φτάσει στη συμφωνία στο Eurogroup της 20ης του Φλεβάρη.
Η ηγεσία του Κόμματος δεν έριξε το σύνθημα της διακοπής των διαπραγματεύσεων μπροστά στον ομολογημένο από τους ιθύνοντες κύκλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και εκ των υστέρων επιβεβαιωμένο και από την ίδια την κυβέρνηση, εκβιασμό των λεγόμενων εταίρων μας να οδηγήσουν τη χώρα μας σε πλήρη οικονομική κατάρρευση, ζήτημα το οποίο εξακολουθεί να υπάρχει στην ημερήσια διάταξη.
Δεν το τόλμησε, γιατί η αποδέσμευση χωρίς σοσιαλιστική επανάσταση, που θα φέρει την εργατική εξουσία, εκτρέπει, κατά τη γνώμη της, την πάλη από τη σοσιαλιστική επανάσταση ως άμεσο καθήκον. Το σύνθημα της διακοπής των διαπραγματεύσεων ανατρέπει τη “σειρά” των καθηκόντων, τη σχέση αμεσότητας μεταξύ τους. Τοποθετεί την αποδέσμευση σχετικά «μπροστά» από τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Κατά την ηγεσία του Κόμματος αποδέσμευση χωρίς σοσιαλιστική επανάσταση μπορεί να συμβεί αλλά για την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα δεν θα παίξει κάποιο ουσιαστικό ρόλο, γιατί θα εξακολουθεί να υπάρχει ο καπιταλισμός ως κυρίαρχο σύστημα στις σχέσεις παραγωγής.
Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι την αποδέσμευση της χώρας μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή την έξοδο από το ευρώ τα αποδέχεται ως «αστικά ατυχήματα», π.χ. οι ίδιοι οι κυρίαρχοι κύκλοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εκδιώξουν την Ελλάδα από το ευρώ ή μια χρεοκοπία της χώρας μας να έχει ως αποτέλεσμα την έξοδο από το ευρώ ή οι αντιθέσεις μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση να φτάσουν σε τέτοιο σημείο, που να φέρουν τη διάσπαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με την ανακατανομή των αγορών και την ανακατανομή ισχύος των ιμπεριαλιστικών κέντρων και δυνάμεων, και αυτό το γεγονός να “σπρώξει” την Ελλάδα στην αποδέσμευση.
Με τον ίδιο τρόπο εξηγείται το γεγονός ότι η ηγεσία του Κόμματος δε μιλάει για επιστροφή στη δραχμή, στο επίπεδο της νομισματικής πολιτικής. Μιλάει γενικά για την ανάγκη ύπαρξης κάποιου νομίσματος. Η ανάγκη για κάποιο νόμισμα στην καπιταλιστική κοινωνία εξ αντικειμένου υπάρχει για να πραγματοποιείται η ανταλλαγή των εμπορευμάτων. Το ίδιο ισχύει και για τη σοσιαλιστική κοινωνία και για όσο καιρό θα υπάρχει νόμισμα. Η επιστροφή, όμως, στη δραχμή σηματοδοτεί συγκεκριμένα την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, την αναγκαιότητά της.
Και όλα αυτά συμβαίνουν, γιατί δε γίνεται κατανοητό το γεγονός ότι στην πορεία προς το σοσιαλισμό η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση παίζει αντικειμενικά προοδευτικό ρόλο, γιατί ο σοσιαλισμός είναι αδύνατον να οικοδομηθεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ένας από τους λόγους που δημιουργήθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν να εμποδίσει την έλευση του σοσιαλισμού.
Συμπερασματικά, τώρα, μπορούμε να κατανοήσουμε για ποιο λόγο στην ηγεσία του Κόμματος δεν εμφανίζονται πολιτικές επεξεργασίες, που να συγκεκριμενοποιούνται σε πολιτικές πρωτοβουλίες, για τέτοιου είδους σημαντικά πολιτικά και οικονομικά γεγονότα, που επιβεβαιώνουν τον αντιδραστικό χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αποκαλύπτουν την ουτοπία της κυβερνητικής πολιτικής να αλλάξει την Ευρωπαϊκή Ένωση από «τα μέσα».
Γεγονότα που επιτρέπουν τη διατύπωση προτάσεων, που διευκολύνουν το πέρασμα της πολιτικής του Κόμματος στις πλατιές λαϊκές μάζες, ωθούν στην άνοδο της πολιτικής και ταξικής συνείδησης των λαϊκών μαζών, στην κατανόηση της άμεσης αποδέσμευσης από το «λάκκο των λεόντων», μια και ιστορικά και έμπρακτα το ΚΚΕ επιβεβαιώνεται για τις θέσεις του για την ΕΟΚ, χθες, και Ευρωπαϊκή Ένωση, σήμερα.
Ο δεύτερος, λοιπόν, ουσιαστικός παράγοντας για το χάσμα της πολιτικής του Κόμματος με την πολιτική πραγματικότητα, τα καθήκοντα του, την αυτοτελή του δράση και τη δράση του Εργατικού Κινήματος είναι η μη κατανόηση και ο ρόλος της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ της βασικής και της κυρίαρχης αντίθεσης στην Ελληνική κοινωνία, της δεύτερης ως έκφρασης της πρώτης, που μπορεί να αξιοποιηθεί για την επίλυση της βασικής αντίθεσης με την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Σ’ αυτό το σημείο οφείλουμε να καταθέσουμε μια διευκρίνιση καίριας, κατά τη γνώμη μας, σημασίας για να τονίσουμε ακόμη περισσότερο το προηγούμενο συμπέρασμα στο οποίο καταλήξαμε. Η επίλυση της κυρίαρχης αντίθεσης από μόνη της δεν οδηγεί στην επίλυση της βασικής αντίθεσης. Επομένως δεν οδηγεί νομοτελειακά στο σοσιαλισμό.
Η επίλυση της κυρίαρχης αντίθεσης συμβάλλει γενικά στην επίλυση της βασικής αντίθεσης, γι’ αυτό το λόγο δε χρειάζεται να υπερτιμηθεί αλλά ούτε και να υποτιμηθεί ως προς την προσφορά της στη γενική πορεία προς το σοσιαλισμό.
Στην περίπτωση π.χ. της αποδέσμευσης της χώρας μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν πρέπει να υποτιμηθεί ότι αποσπάται η χώρα μας από ένα οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο, το οποίο εμποδίζει την έλευση του σοσιαλισμού, στο οποίο κυριαρχεί ο ανισότιμος οικονομικός και πολιτικός καταμερισμός, που οδηγεί στην ένταση της εξάρτησης της χώρας μας με άμεσες συνέπειες πάνω στην υλική βάση της.
Η ένταξη της χώρας μας στην ΕΟΚ και την Ευρωπαϊκή Ένωση είχε ως συνέπεια τη συρρίκνωση των παραγωγικών της δυνάμεων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι παράγοντας που όξυνε την οικονομική κρίση στη χώρα μας, που την έφερε μπροστά στη χρεοκοπία, που την κρατάει σ’ ένα καθεστώς μακροχρόνιας ελεγχόμενης χρεοκοπίας, που οδηγεί στην αναπτυξιακή στασιμότητα.
Το να πάψει να είναι η χώρα μας μια τραβηγμένη και ενσωματωμένη χώρα πολιτικά και οικονομικά σ’ ένα ιμπεριαλιστικό κέντρο, που εξυπηρετεί τους γεωστρατηγικούς στόχους των κυρίαρχων δυνάμεων σ’ αυτό, στο πλαίσιο του παγκόσμιου ανταγωνισμού των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και του μοιράσματος των αγορών, είναι ένα γεγονός για το οποίο δεν πρέπει να αδιαφορήσει ένα Κομμουνιστικό Κόμμα, γιατί είναι σημαντικό γεγονός. Την ίδια, όμως, στιγμή δε μπορεί να παραμείνει μόνο σ’ αυτό, γιατί τότε διολισθαίνει σε δεξιά παρέκκλιση. Το αίτημα για το πέρασμα στο σοσιαλισμό δε μπορεί να παραμεριστεί ακόμη και στην περίπτωση της επίλυσης της κυρίαρχης αντίθεσης.
Με την έννοια αυτή η εργατική τάξη με τους συμμάχους της μέσα από την πάλη για την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση προετοιμάζονται και για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας, αλλά και για να μπορούν από καλύτερες θέσεις να αξιοποιήσουν τις εξελίξεις μετά την αποδέσμευση.
Αυτό που οδηγεί, τελικά, στο σοσιαλισμό είναι η διαλεκτική σχέση της κυρίαρχης με τη βασική αντίθεση. Και η σχέση αυτή «επιβάλλεται» από το γεγονός ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας μας, και γενικά στην Ευρώπη, για να περιοριστούμε σ’ αυτήν, οι υλικοί όροι για το πέρασμα στο σοσιαλισμό είναι ώριμοι. Αυτό το γεγονός αναδεικνύει την αναγκαιότητα, την επικαιρότητα και την αμεσότητα του σοσιαλισμού. Αυτό το γεγονός καθορίζει και την αναγκαιότητα της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Από την άλλη αστικοδημοκρατικά, αντιιμπεριαλιστικά, αντιμονοπωλιακά ζητήματα, που περιλαμβάνονται στην κυρίαρχη αντίθεση, τα οποία αφορούν τις πλατιές λαϊκές μάζες και που η αστική τάξη δε μπορεί να διεκπεραιώσει, γιατί έχει παραιτηθεί από αυτά, πρέπει να τα αναλάβει η εργατική τάξη να τα φέρει σε πέρας.
Αυτά, όμως, τα ζητήματα, τέτοιου χαρακτήρα, παίζουν καθοριστικό ρόλο στα τράβηγμα των λαϊκών μαζών στη δράση, στην άνοδο της πολιτικής και ταξικής τους συνείδησης, στο να προωθήσουν την αυτοτελή τους δράση, στο να εξουδετερώσουν τη θέληση της αστικής τάξης να τις ελέγχει, τελικά, να συνειδητοποιήσουν την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού, να φτάσουν να εξεγερθούν, να μπορούν και να θέλουν να διεκδικήσουν την πολιτική εξουσία.
Και εδώ μπαίνουμε σ’ ένα άλλο ζήτημα, στη σχέση της επαναστατικής διαδικασίας με την κατάληψη της εξουσίας. Αυτό το θέμα θα το αντιμετωπίσουμε στην επόμενη συνέχεια. Κλείνοντας, όμως, αυτό το άρθρο θα θέλαμε να κάνουμε δύο επισημάνσεις:
Η πρώτη: Αφορά στη διευκρίνιση ότι ίσως θεωρηθεί η επιμονή μας να αναφερόμαστε στη βασική και στην κυρίαρχη αντίθεση ως «μαρξισμός των εγχειριδίων» ή και «σοβιετικός μαρξισμός». Ότι η μόνη αντίθεση που υπάρχει είναι η βασική αντίθεση στην κοινωνία. Αυτή η αντίληψη δεν είναι σωστή και διαψεύδεται από την ίδια την επαναστατική Λενινιστική τακτική, από το πώς πραγματοποιήθηκε η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και όλες οι μέχρι τώρα επαναστάσεις, που οδήγησαν στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε.
Η δεύτερη: Η απολυτοποίηση στην πράξη της κυρίαρχης αντίθεσης δεν οδηγεί στο σοσιαλισμό και πολιτικά από την πλευρά μας χαρακτηρίζεται ως δεξιά παρέκκλιση. Δε συνιστά ένα «στάδιο» προς το σοσιαλισμό ούτε οδηγεί σε μια «ενδιάμεση» πολιτική εξουσία. Η απολυτοποίηση της βασικής αντίθεσης δεν οδηγεί το ίδιο στο σοσιαλισμό και πολιτικά χαρακτηρίζεται ως «αριστερή» παρέκκλιση, γιατί δε λαμβάνει υπόψη ότι η μετάβαση στο σοσιαλισμό δε γίνεται με δύο απολύτως ξεχωριστούς «στρατούς», από τη μια «τον καπιταλιστικό στρατό» και από την άλλη το «σοσιαλιστικό στρατό».
COMMENTS