Για να κάνουμε πιο καθαρή την απάντηση στο ερώτημα που θέσαμε στο πρώτο μέρος αυτού του άρθρου, δηλαδή: «ποιοι παράγοντες οδηγούν το Κόμμα μας στο να κρατάει μια στάση αναμονής, που να καλεί συνέχεια τους εργαζόμενους να βγάλουν συμπεράσματα «από τα πάνω», να καταφεύγει στα πολλά «πρέπει» χωρίς να υπάρχουν ορατά αποτελέσματα από αυτά τα καλέσματα που σταθερά επιχειρεί», θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε προηγουμένως σ’ ένα άλλο, πολύ συγκεκριμένο, ερώτημα από την άμεση επικαιρότητα σε σχέση με την κυβέρνηση και που μπήκε στον ίδιο τον Ελληνικό λαό και που σχετίζεται με το κύριο ερώτημα που έχουμε να απαντήσουμε.
Ποια έπρεπε να είναι η θέση της κυβέρνησης απέναντι στις διαπραγματεύσεις που διεξήγαγε στο Eurogroup σε σχέση με το μνημόνιο;
Σ’ αυτό το ερώτημα οι λαϊκές μάζες απάντησαν και απαίτησαν από την κυβέρνηση όχι ένα νέο μνημόνιο. Απαίτησαν σκληρή διαπραγμάτευση και εάν δεν υποχωρήσουν οι λεγόμενοι εταίροι μας απαίτησαν τη ρήξη. Τι ακριβώς σήμαινε ρήξη από την πλευρά των λαϊκών μαζών; Σήμαινε, τουλάχιστον, έξοδο από το ευρώ. Εκ των πραγμάτων μια έξοδος από το ευρώ ήταν οπωσδήποτε μια πρώτη ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Για τις συγκεκριμένες συνθήκες, που βρίσκεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και για τις συγκεκριμένες συνθήκες, που βρίσκεται το επίπεδο της πολιτικής και ταξικής συνείδησης των λαϊκών μαζών, πάνω απ’ όλα, όμως, για την ίδια την πολιτική της κυβέρνησης, που τάσσεται υπέρ του ευρώ και της παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτή η ρήξη ήταν ουσιαστική. Γι’ αυτό άλλωστε όλες οι προσπάθειες, που κατέβαλαν οι λεγόμενοι εταίροι μας, ήταν να μην εξωθηθούν τα πράγματα στη ρήξη. Ακόμη και οι υπερατλαντικοί σύμμαχοι της κυβέρνησης δεν επιθυμούσαν μια τέτοια ρήξη.
Η κυβέρνηση, βέβαια, ενώ δεν απέκλειε φραστικά τη ρήξη (έκανε, όμως, λόγο για ρήξη, απροσδιόριστα, για να χαϊδεύει τα αυτιά των λαϊκών μαζών), στην πραγματικότητα, πήγε σ’ αυτές τις διαπραγματεύσεις με «δεμένα τα χέρια». Και τα χέρια της ήταν δεμένα από τα ίδια τα όρια της πολιτικής της. Άλλωστε ο ίδιος ο Γιάννης Βαρουφάκης, εκ των υστέρων και αφού είχε υπογράψει την παράταση του ισχύοντος μνημονίου δικαιολόγησε αυτήν την υπογραφή λέγοντας ότι «δεν είχα εντολή για ρήξη».
Με δεμένα τα χέρια της η κυβέρνηση έδινε τη δυνατότητα στα αφεντικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και τους άλλους, να φτάσουν μέχρι και την ανοιχτή απειλή για κλείσιμο των Ελληνικών τραπεζών. Γι αυτό και από την πλευρά μας, ως «Νέα Σπορά», γράφαμε, στο πρώτο μέρος αυτού του άρθρου, ότι το γενικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο διεξάγονταν οι διαπραγματεύσεις ήταν «η εκβιαστική στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η ενδοτική στάση της κυβέρνησης».
Η απάντηση, λοιπόν, στο ερώτημα που θέσαμε για το ποια έπρεπε να είναι η θέση της κυβέρνησης στις διαπραγματεύσεις απέναντι στις απαιτήσεις των λεγόμενων εταίρων είχε δοθεί από τις ίδιες τις λαϊκές μάζες. Γι’ αυτό και η κυβέρνηση εξασφάλισε μια πλατιά λαϊκή στήριξη, η οποία απαιτούσε όχι υπογραφή σε συμφωνία που θα έφερνε (ή θα συνέχιζε) ένα νέο μνημόνιο. Η κυβέρνηση, στην ουσία, υπέγραψε τη συνέχεια της μνημονιακής πολιτικής και παραβίασε όχι μόνο τη λαϊκή εντολή, που πήρε στις εκλογές, αλλά παραβίασε και την πλατιά στήριξη, που εξασφάλισε μετά τις εκλογές.
Και έκανε και ένα άλλο ατόπημα πολύ σημαντικό. Προσπάθησε να αξιοποιήσει αυτήν τη λαϊκή στήριξη για να παρουσιάσει τη συμφωνία που υπέγραψε ως συμφωνία που καταργεί το μνημόνιο! Και εκεί βέβαια εισέπραξε την προσπάθεια γελοιοποίησής της από την πλευρά των λεγόμενων εταίρων, γιατί οι εταίροι ήξεραν πολύ καλά το τι είχε αποδεχθεί η κυβέρνηση (όπως πολύ καλά το ήξερε και η κυβέρνηση).
Το ίδιο ερώτημα που απάντησαν οι λαϊκές μάζες θα έπρεπε να απαντήσει και το ΚΚΕ. Που τι ακριβώς σήμαινε μια απάντηση στο ίδιο ερώτημα από την πλευρά του;
Το ΚΚΕ έπρεπε να είναι κατηγορηματικό και να προειδοποιήσει την κυβέρνηση ότι δε μπορεί να υπογράψει μια συμφωνία, που θα ήταν συνέχεια του υπάρχοντος μνημονίου, γιατί παραβίαζε τη λαϊκή εντολή, πολύ περισσότερο παραβίαζε τη λαϊκή στήριξη προς την κυβέρνηση, που είχε ως προϋπόθεση τη μη υπογραφή της συμφωνίας, εφόσον επρόκειτο για τη συνέχιση του μνημονίου. Η λαϊκή στήριξη απαιτούσε τη ρήξη. Και ρήξη στην περίπτωση αυτή ήταν να ρίξει το ΚΚΕ το σύνθημα της αποχώρησης της κυβέρνησης από τις διαπραγματεύσεις και να μην υπογράψει συμφωνία, αφού και ή ίδια άφηνε αυτό το ενδεχόμενο ανοιχτό στις προγραμματικές της δηλώσεις.
Ταυτόχρονα το ΚΚΕ έπρεπε να οργανώσει από την πρώτη στιγμή των διαπραγματεύσεων κινητοποιήσεις των εργαζομένων. Με διάφορες μορφές. Και αυτό έπρεπε να το κάνει, γιατί, ταυτόχρονα έπρεπε να «απαντάει» και στις λαϊκές μάζες, που μαζεύονταν στο Σύνταγμα και σε άλλες πόλεις. Όχι για να αντιπαρατεθεί μ’ αυτές αλλά για να αναπτύξει ακόμη περισσότερο την πολιτική και ταξική τους συνείδηση.
Η απάντηση του ΚΚΕ θα απευθυνόταν συνολικά στον Ελληνικό λαό, σε μια καίρια στιγμή, τόσο για τις εξελίξεις στις διαπραγματεύσεις όσο και για το γεγονός ότι οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις έφερναν τις λαϊκές μάζες να στηρίζουν την κυβέρνηση, και θα ικανοποιούσε τις λαϊκές μάζες με το σύνθημα της αποχώρησης από τις διαπραγματεύσεις μια και αυτές απαιτούσαν τη ρήξη.
Παράλληλα, θα τις διαπαιδαγωγούσε ότι δεν έπρεπε να δεχθούν μια υπογραφή συμφωνίας, που παραβίαζε τη λαϊκή εντολή – και αυτό ήταν ένα ζήτημα δημοκρατίας, που επικαλούταν η κυβέρνηση και παραβίαζε η Ευρωπαϊκή Ένωση και δεν είναι ήσσονος σημασίας ζήτημα (για να φτάσει τελικά να το παραβιάσει και η ίδια η κυβέρνηση). Κατά τρίτο θα διαπαιδαγωγούσε τις λαϊκές μάζες να απαιτήσουν τη μονομερή διαγραφή του χρέους και την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Θα εξηγούσε στις λαϊκές μάζες ότι η ρήξη έπρεπε να προχωρήσει ακόμη πιο πολύ, να μην περιοριστεί σε καμία περίπτωση σε μια συμφωνία, που στην καλύτερη περίπτωση θα περιείχε ψήγματα του κουτσουρεμένου προγράμματος της κυβέρνησης αλλά θα ήταν στην πραγματικότητα η συνέχεια του μνημονίου (που η συμφωνία που αποδέχτηκε η κυβέρνηση δεν περιέχει ούτε και αυτά), να μην περιοριστεί στην έξοδο από το ευρώ, γιατί ακόμη και με έξοδο από το ευρώ το βασικό πρόβλημα της Ελληνικής οικονομίας δε λύνεται, αλλά να φτάσει στη μονομερή διαγραφή του χρέους και στην αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σημειώνουμε, και αυτό έχει τη σημασία του, ότι οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις, πέρα από το γεγονός ότι αντανακλούσαν μια απαίτηση των λαϊκών μαζών για σκληρές διαπραγματεύσεις και για ρήξη στην περίπτωση που οι λεγόμενοι εταίροι μας επέμεναν στην υπογραφή συμφωνίας, που θα επέκτεινε το μνημόνιο, εμφάνιζαν και ένα σημαντικό ποσοστό, που απαιτούσε τη μονομερή διαγραφή του χρέους και την αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και αυτή είναι μια τάση που έχει εμφανιστεί όχι μόνο στη χώρα μας.
Και εδώ φτάνουμε στην καρδιά του πολιτικού προβλήματος που αντιμετωπίζει το Κόμμα μας. Οι λαϊκές μάζες δε διαπαιδαγωγούνται μόνο. «Ρωτάνε» κιόλας. Και ρωτάνε και το ΚΚΕ και πάντα σε σχέση με την αμεσότητα των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν. Η απάντηση που παίρνουν από την ηγεσία του Κόμματος είναι: «μονομερής διαγραφή του χρέους, αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση με λαϊκή εξουσία, κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων». Δηλαδή, άμεσος σοσιαλισμός.
ΠΡΩΤΟ Ερώτημα: Είναι λάθος η απάντηση; Το έχουμε ξαναγράψει. Η απάντηση γενικά δεν είναι λάθος. Η έξοδος από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία πρέπει να κατευθύνεται προς το σοσιαλισμό. Δεν είναι λάθος από την άποψη των αντικειμενικών συνθηκών, των υλικών συνθηκών της κοινωνίας, της αναγκαιότητας και της επικαιρότητας του σοσιαλισμού (και από αυτήν την πλευρά και από την άποψη της αμεσότητας, αλλά μόνο από αυτήν την πλευρά). Γι’ αυτό πρέπει να λέγεται εκ μέρους του Κόμματος ότι ο στόχος του είναι ο σοσιαλισμός και ότι αυτός θα είναι η πιο ουσιαστική έξοδος από την κρίση και τη χρεοκοπία.
ΔΕΥΤΕΡΟ Ερώτημα: Είναι λάθος η απάντηση; Το έχουμε ξαναγράψει. Η απάντηση συγκεκριμένα, δηλαδή, στις συγκεκριμένες συνθήκες, που προκύπτουν από τη συγκεκριμένη ανάλυση είναι λάθος, γιατί – θα αναφερθούμε σ’ έναν παράγοντα μόνο από τους πολλούς που υπάρχουν, δεν είναι ώριμες οι υποκειμενικές συνθήκες, η πολιτική και η ταξική συνείδηση των λαϊκών μαζών, γεγονός που αντανακλάται στη δύναμη του Κόμματος, στην πολιτική και ιδεολογική επιρροή του και στην κατάσταση του Εργατικού Κινήματος, στους διαταραγμένους δεσμούς του με τους εργαζόμενους. Αυτήν την πολιτική και ταξική συνείδηση πρέπει να αναπτύξει με τις παρεμβάσεις του το Κόμμα.
Με βάση αυτήν την πραγματικότητα, όταν κρίνεται μια διαπραγμάτευση, που θα καταλήξει στην αποδοχή του μνημονίου, που αυτό το μνημόνιο αντιπροσωπεύει τη γενική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην προσαρμοσμένη της μορφή για τη χώρα μας, μια πολιτική που διαπερνά το σύνολο της κοινωνικής ζωής, της καθημερινής δραστηριότητας των εργαζομένων, το βιοτικό τους επίπεδο, μια πολιτική που καθορίζει το άμεσο παρόν και το άμεσο μέλλον του τόπου και του λαού μας είναι λάθος από την πλευρά του Κόμματος να δίνεται μια απάντηση, η οποία είναι σε μεγάλη αναντιστοιχία με την πολιτική και ταξική ωριμότητα των λαϊκών μαζών.
Δεν πρόκειται για υποτίμηση της πολιτικής και ταξικής συνείδησης των λαϊκών μαζών. Δε διεκδικούν οι λαϊκές μάζες τον άμεσο σοσιαλισμό αυτή τη στιγμή, ούτε τον βλέπουν ως λύση στα άμεσα προβλήματά τους. Πρόκειται για αντικειμενική αποτύπωση των υποκειμενικών διαθέσεων των λαϊκών μαζών. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να αναζητηθεί η αποκατάσταση των δεσμών του Κόμματος με τις ευρύτερες λαϊκές μάζες.
Σε τελική ανάλυση, όταν το κυρίαρχο ερώτημα που έχουν να αντιμετωπίσουν οι εργαζόμενοι και τα μικροαστικά στρώματα είναι το εάν θα τελειώσουν με τη μνημονιακή πολιτική και με την έννοια αυτή με το εάν η κυβέρνηση θα σεβαστεί τη λαϊκή εντολή για το τέλος της μνημονιακής πολιτικής, που ήταν προεκλογική της δέσμευση, δεν μπορείς να απαιτείς από αυτήν την κυβέρνηση να απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα από την πλευρά του άμεσου σοσιαλισμού, όταν αυτή έχει υιοθετήσει την αστική στρατηγική. Μπορείς, όμως, να απαιτείς να υλοποιήσει την προεκλογική της δέσμευση, που ήταν το τέλος της μνημονιακής πολιτικής.
Πάνω σ’ αυτήν τη βάση, διεκδικώντας την κατάργηση του μνημονίου, του πιο βασικού κρίκου στην πολιτική της αστικής τάξης, δημιουργείς και την αντίστοιχη βάση των κοινωνικών συμμαχιών ανάμεσα στην εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα, ιδιαίτερα τα κατώτερα και τα μεσαία, δημιουργείς και σφυρηλατείς και την ενότητά τους για τη διεκδίκηση της εξουσίας από μέρους τους.
Από την άλλη αυτή η τακτική, που δε μεταφράζεται σε άμεσο σοσιαλισμό, δε σημαίνει, σε καμία περίπτωση, υπόκλιση στην κυβερνητική πολιτική και στους δικούς της ελιγμούς, δε σημαίνει, πολύ περισσότερο, απομάκρυνση από το σοσιαλισμό. Στην κατεύθυνση αυτή απαιτείται η πλήρης αποκάλυψη της πολιτικής της κυβέρνησης, των ελιγμών της, του ρόλου της στη σταθεροποίηση του αστικού πολιτικού συστήματος.
Ο πρώτος, λοιπόν, και κυρίαρχος παράγοντας, που δημιουργεί το χάσμα ανάμεσα στην πολιτική πραγματικότητα που ζούμε και την πολιτική του Κόμματος είναι το γεγονός ότι αυτό προσπαθεί να επιλύσει μια κοινωνική αντίθεση, η οποία δεν είναι ώριμη να επιλυθεί από τις ίδιες τις λαϊκές μάζες. Φορτώνει τις λαϊκές μάζες με ένα καθήκον το οποίο δεν είναι σε θέση να το υλοποιήσουν στις συγκεκριμένες συνθήκες. Αλλά θα συνεχίσουμε για να αποτυπώσουμε και τους άλλους παράγοντες και να έχουμε μια πλήρη απάντηση του αρχικού ερωτήματος που θέσαμε…
COMMENTS