Ρητορικό το ερώτημα του τίτλου μας, γιατί γνωρίζουμε την απάντηση ή τουλάχιστον γνωρίζουμε το μεγαλύτερο μέρος της απάντησης μια και αυτή καθορίστηκε από την πρωτοβουλία της Ελληνικής κυβέρνησης να καταθέσει πρόταση παράταση της δανειακής σύμβασης, γεγονός που δρομολογεί έτσι κι αλλιώς συγκεκριμένες εξελίξεις. Η εποχή μας, λοιπόν, δε «σηκώνει» μια επανάληψη των μύθων, όσο και εάν μερικοί μπορεί να γοητεύονται από μία τέτοια επανάληψη, και το χειρότερο, να επιχειρούν να το εισπράξουν σε πολιτικό αντίκρισμα.
E-mail το e-mail, όπως περιέγραψε και ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Βαρουφάκης γίνεται η διαπραγμάτευση και το πρώτο αποφασιστικό βήμα στην κατεύθυνση του συμβιβασμού από την πλευρά της κυβέρνησης έγινε με την κατάθεση της αίτησης για 6μηνη παράταση της δανειακής σύμβασης, ό,τι δηλαδή απαιτούσαν οι λεγόμενοι εταίροι μας. Το γεγονός αυτό υποδέχτηκαν θετικά οι Βρυξέλλες, με το σύνολο του διεθνούς Τύπου να κάνει λόγο για στροφή 180 μοιρών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ενώ αρνητική στάση κράτησε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, με το να χαρακτηρίζει το περιεχόμενο της επιστολής του ελληνικού υπουργείου Οικονομικών ως «Δούρειο Ίππο».
Σκόπιμος και αδικαιολόγητος – ίσως, όμως, και «δικαιολογημένος», από μία άποψη- ο χαρακτηρισμός του «πνευματικού» ηγέτη της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά μία αφελή, για να μην πούμε κάτι χειρότερο, αποστροφή του Γιάννη Βαρουφάκη, ο οποίος δεν ανέχεται να του διαταράσσουν τους «κύκλους» των νομισματικών του πολιτικών στο ελάχιστο, επιβεβαιώνοντας έτσι ότι και ένας κατ’ επινόηση Δούρειος Ίππος δεν έχει θέση μέσα σ’ ένα «λάκκο των λεόντων».
Μια πρώτη εικόνα για το που πραγματικά βρισκόμαστε, που τελικά θα κατασταλάξουν οι «σκληρές διαπραγματεύσεις», θα έχουμε το βράδυ της Παρασκευής μετά τη συνεδρίαση του Eurogroup, ενώ υπάρχουν πληροφορίες που λένε ότι ακόμα και μέσα στην εβδομάδα, πιθανώς την Τετάρτη, να υπάρξει και έκτακτη Σύνοδος Κορυφής των ηγετών της ΕΕ με στόχο την επίτευξη τελικής συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Ευρωπαϊκής Ένωσης, «συμφωνία γέφυρα» όπως την ονομάζει η ελληνική κυβέρνηση.
Η υποχώρηση της κυβέρνησης από τις δικές της αρχικές διακηρύξεις είναι πανθομολογούμενη, ούτε καν η ίδια δεν μπαίνει στον κόπο να τις διαψεύσει ρητά και κατηγορηματικά. Είναι χαρακτηριστική η στάση τόσο του ΠΑΣΟΚ, όσο και του Ποταμιού, αλλά και της ΝΔ που καλούν το ΣΥΡΙΖΑ να τελειώνει το «παιχνίδι με τις λέξεις», δηλώνοντας ότι μνημόνιο και δανειακή σύμβαση ταυτίζονται και όλοι τους ευελπιστούν σε συμφωνία στο Eurogroup.
Η κυβέρνηση δε διέψευσε ρητά και κατηγορηματικά ούτε τις δηλώσεις Βενιζέλου μετά τη συνάντηση, που είχε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ με τον Αλέξη Τσίπρα στο μέγαρο Μαξίμου, ότι το μνημόνιο είναι μέρος της δανειακής σύμβασης. Η κυβέρνηση αρκείται μόνο να ισχυρίζεται ότι δε ζήτησε την παράταση του μνημονίου αλλά «την επέκταση της Κύριας Σύμβασης Χρηματοπιστωτικής Διευκόλυνσης (MFA) για μια περίοδο έξι μηνών από την λήξη της, κατά την οποία περίοδο θα προχωρήσουμε από κοινού, αξιοποιώντας την υπάρχουσα ευελιξία στην παρούσα διευθέτηση, προς την κατεύθυνση της επιτυχούς ολοκλήρωσης και αναθεώρησης στην βάση των προτάσεων, από τη μια πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης και από την άλλη των θεσμών». Αυτό το εδάφιο θεωρείται από ορισμένους, μεταξύ των οποίων βρίσκεται και η Γερμανική ηγεσία, ότι προκαλεί πολλαπλές αναγνώσεις και θέτει σε αμφιβολία την ειλικρινή διάθεση της κυβέρνησης να τηρήσει τις ως τώρα συμφωνίες που έχει υπογράψει η προηγούμενη κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ.
Ωστόσο ο βασικός ισχυρισμός της ελληνικής κυβέρνησης για πλήρη διαχωρισμό της πολιτικής του μνημονίου από τη δανειακή σύμβαση είναι ανακριβής. Στο ίδιο αίτημα που κατέθεσε η νέα κυβέρνηση δεσμεύεται για την τήρηση τόσο της δανειακής σύμβασης όσο και του περιεχομένου της και ταυτόχρονα δεσμεύεται ρητά ότι δε θα προβεί σε μονομερείς ενέργειες που θα παραβιάσουν τη δημοσιονομική πειθαρχία.
Στην πραγματικότητα αποδέχεται το πλαίσιο και το βασικό περιεχόμενο της δημοσιονομικής πειθαρχίας και επιτήρησης της ευρωζώνης, που στην πράξη μεταφράζεται σε πολιτική λιτότητας. Τα κύρια σημεία στα οποία φαίνεται να στοχεύει η κυβέρνηση για να διαπραγματευτεί για μια συμφωνία για το προσεχές εξάμηνο είναι η μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα στο 1,5% του ΑΕΠ, τη μη επιστροφή του υπόλοιπου ποσού από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, το 1.9 δισ. από επιστροφές των ομολόγων και την αναγκαία ρευστότητα ευελπιστώντας έτσι να μπορέσει να προχωρήσει στην υλοποίηση κάποιων εκ των προεκλογικών εξαγγελιών για μέτρα «ανάσες».
Σε κάθε περίπτωση όμως καταρρίπτονται ορισμένοι μύθοι, που καλλιέργησε συστηματικά ο ΣΥΡΙΖΑ και ο πρώτος είναι πως το πρόγραμμά του για άμεσα μέτρα ανακούφισης είναι ανεξάρτητο από την πορεία των διαπραγματεύσεων με την ΕΕ. Ο δεύτερος μύθος αφορά στη δυνατότητά του να προχωρήσει σε διαγραφή του χρέους στο πλαίσιο της ευρωζώνης. Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ το εγκατέλειψε πανηγυρικά την επόμενη των εκλογών.
Το κυριότερο όμως πρόβλημα που ανακύπτει αυτή τη στιγμή είναι το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ συγκαλύπτει το απεχθές -για τους λαούς της Ευρώπης και για τον ελληνικό λαό- πρόσωπο της ΕΕ με βάση τη δική του αντίληψη για μια «αμοιβαία επωφελή λύση» με στόχο τη διάσωση της ίδιας της ευρωζώνης. Στο πλαίσιο αυτό δηλώνει ότι διαφωνεί με τους κανόνες της ΕΕ αλλά θα τους σεβαστεί και τελικά παρά τη διαφωνία του υποκλίνεται, οπισθοχωρώντας από τις δικές του εξαγγελίες περί του τέλους της λιτότητας και διεκδικεί απλά ένα πιο «λογικό επίπεδο» λιτότητας!
Από την άποψη αυτή η υποτέλεια της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ έκαναν πιο απλά τα πράγματα ως προς τη λαϊκή συνείδηση απέναντι στην ΕΕ, ενώ τώρα, αντίθετα ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί μέσω της «σκληρής διαπραγμάτευσης» και της λογικής των «ισότιμων εταίρων» να αποκαθάρει στη συνείδηση των εργαζομένων το ξεφτισμένο ευρωπαϊκό όραμα.
Και όλα αυτά τη στιγμή που ακόμα και τη σοβαρή αυτή υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ για επέκταση της δανειακής σύμβασης και της κατά «70%» συμφωνίας με το μνημόνιο, οι εταίροι και ιδιαίτερα οι Γερμανοί όχι μόνο δεν την αποδέχονται αλλά απαιτούν να επιβάλλουν μέχρι λεπτομέρειας τις τελικές διατυπώσεις στη νέα συμφωνία. Ο ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή βρίσκει το «κουράγιο» να μιλά για ισότιμους εταίρους την ώρα που η ΕΕ θέλει το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης να είναι η «άνευ όρων συνθηκολόγηση» της ελληνικής πλευράς!
Θα κλείσουμε αυτό το σημείωμα σημειώνοντας τα εξής ως προς την αντίληψη αυτή του ΣΥΡΙΖΑ. Η άποψη αυτή περί «ισότιμων εταίρων της ΕΕ» επιχειρεί να αντλήσει τεκμηρίωση παρουσιάζοντας τη λιτότητα ως μια ιδεοληπτική εμμονή της Γερμανικής ηγεσίας. Στην πραγματικότητα, η άποψη αυτή παραβλέπει –σκόπιμα ή μη δεν έχει σημασία- τον ίδιο τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της ΕΕ ως διακρατικής ένωσης καπιταλιστικών κρατών, μέσω της οποίας οι πιο ισχυρές δυνάμεις θέλουν να εδραιώσουν τον ηγεμονικό τους και ορισμένες εξ’ αυτών όπως η Γερμανία τον παγκόσμιο ρόλο τους.
Από την πολιτική της λιτότητας η Γερμανία αντλεί οικονομικά οφέλη και επιβεβαιώνει την οικονομική της ηγεμονία στο πλαίσιο των γεωπολιτικών αντιθέσεων με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, τουλάχιστον για το επίπεδο της Ευρώπης. Η μεγάλη δύναμη της Γερμανίας που συνίσταται στα εμπορικά της πλεονάσματα, στο παρελθόν χρηματοδοτούνταν από τα ελλείμματα των άλλων χωρών της ευρωζώνης ενώ τώρα, σε συνθήκες οικονομικής κρίσης τα ίδια αυτά εμπορικά πλεονάσματα της Γερμανίας χρηματοδοτούνται από τα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα των υπό «πρόγραμμα» χωρών για να μπορεί να ανταπεξέλθει στον ανταγωνισμό με τις άλλες μεγάλες δυνάμεις για την ανακατανομή της παγκόσμιας αγοράς.
Γι’ αυτό το λόγο η δημοσιονομική πειθαρχία ισχύει για ολόκληρη την ευρωζώνη και όχι μόνο για τις χώρες που υπέγραψαν δανειακές συμβάσεις-μνημόνια. Το μνημόνιο είναι η γενική οικονομική πολιτική της ΕΕ και στην πραγματικότητα μέσω αυτού του μηχανισμού που αποτυπώνεται στην εξίσωση ευρώ=μνημόνιο, χώρες όπως η Γερμανία κάνουν εξαγωγή της δικών τους οικονομικών δυσκολιών.
Σε ότι αφορά ειδικά το ΣΥΡΙΖΑ έχει πλήρη συνείδηση της δημαγωγίας στην οποία επιδίδεται ως προς το χαρακτήρα της ΕΕ. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός πριν από λίγες ημέρες μίλησε δημόσια για τον «ιδιαίτερο» ρόλο και το «ειδικό βάρος» της Γερμανίας στην ΕΕ. Από την άποψη αυτή η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί συνειδητά να διασκεδάσει τα αντιευρωπαϊκά αισθήματα του Ελληνικού λαού, τα αντιιμπεριαλιστικά αισθήματα του οποίου έχουν δυναμώσει αποφασιστικά στα χρόνια της κρίσης και ιδίως το τελευταίο διάστημα.
COMMENTS