Το Ευρωπαϊκό πρόσωπο της κυβέρνησης

Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ δε χάνει στιγμή να διαβεβαιώνει τον Ευρωπαϊκό της προσανατολισμό. Σε κάθε ευκαιρία που της δίνεται επαναλαμβάνει μονότονα ότι στόχος της είναι όχι μόνο να μη βγει η χώρα από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, αλλά να πνεύσει ένας καινούργιος άνεμος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που ήδη αυτός ξεκίνησε από την Ελλάδα,  και να αλλάξει συνολικά αυτή.

Ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ στην προεκλογική επικοινωνιακή του τακτική αυτήν την πλευρά της πολιτικής του την πρόβαλε πάρα πολύ, στην αντιπαράθεση που είχε με τη Νέα Δημοκρατία, η οποία τον κατηγορούσε  ότι με το πρόγραμμα που καταθέτει οδηγεί τη χώρα εκτός ευρώ και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τώρα η κυβέρνηση, μετά το τέλος της Συνόδου Κορυφής, έκανε ένα βήμα παραπάνω. Προσπάθησε να παρουσιάσει τις συγκεντρώσεις στήριξης προς την κυβέρνηση, με την ευκαιρία των διαπραγματεύσεων, ως έκφραση στήριξης του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της κυβέρνησης.

Και το έκανε εν γνώσει της ότι οι συγκεντρωμένοι στις πλατείες και στις διάφορες πόλεις, που έγιναν συγκεντρώσεις και πορείες, κάθε άλλο διαπνέονταν από τέτοια «φιλικά» αισθήματα προς την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Θα λέγαμε ότι συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Οι συγκεντρωμένοι είχαν εχθρική στάση απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και επειδή ο λαός μας είχε ταπεινωθεί, και αισθάνεται ακόμη ταπεινωμένος, από τη στάση της προηγούμενης κυβέρνησης έκφρασε την εχθρότητά του απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέσα από τη στήριξή του στην κυβέρνηση για τις διαπραγματεύσεις.

Σε δημοσκοπήσεις που έγιναν προεκλογικά η πλειοψηφία των ερωτηθέντων είχε ταχθεί υπέρ των σκληρών και ανυποχώρητων διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση και εάν δεν υποχωρούσαν οι εταίροι μας, τότε, απαντούσαν ανοιχτά ότι επιθυμούν τη ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ. Πράγμα που σημαίνει στα απλά Ελληνικά αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ. Σε μετεκλογικές δημοσκοπήσεις και ενώ διαρκούν οι διαπραγματεύσεις το ποσοστό που απαιτεί την έξοδο από το ευρώ υπερβαίνει το 25%.

Επομένως το γεγονός ότι ο Ελληνικός λαός στήριξε την κυβέρνηση για τις διαπραγματεύσεις πολιτικά δε μεταφράζεται σε στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ευρώ. Αυτή είναι μια αυθαίρετη ερμηνεία, που επιχειρεί να δώσει η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας. Και θα προσθέταμε ότι δεν είναι καθόλου και μια αθώα ενέργεια από την πλευρά του πρωθυπουργού.

Ο πρωθυπουργός γνωρίζει πολύ καλά ότι τα αισθήματα του Ελληνικού λαού είναι τραυματισμένα. Αξιοποιώντας τα αισθήματα του Ελληνικού λαού ο πρωθυπουργός προσπαθεί να τα μετατρέψει σε πολιτική στήριξη για την κυβέρνησή του, αλλά, ταυτόχρονα, προσπαθεί να τα εκτρέψει και σε πολιτική στήριξη της στρατηγικής του, που είναι η στρατηγική της αστικής τάξης, έστω και εάν υπόσχεται ότι θα αλλάξει την Ευρωπαϊκή Ένωση και θα την μετατρέψει σε «Ευρώπη των λαών».

Και εδώ πλέον ερχόμαστε στο βασικό πολιτικό ζήτημα. Μπορεί να αλλάξει η Ευρωπαϊκή Ένωση;  Αυτό είναι το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί. Και όταν λέμε εάν μπορεί να αλλάξει η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν εννοούμε από καπιταλιστική Ευρώπη να μετατραπεί σε σοσιαλιστική, γιατί αυτό έτσι κι αλλιώς δε μπορεί να γίνει. Εννοούμε να πάρει μια πιο προοδευτική κατεύθυνση, έστω και στο πλαίσιο των απαιτήσεων του ΣΥΡΙΖΑ και της νέας κυβέρνησης.

Κατ’ αρχάς πρέπει να πούμε ότι από τη στιγμή που ο ίδιος ο πρωθυπουργός έχει αποδεχτεί το σεβασμό των Κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρ’ όλο που διαφωνεί μ’ αυτούς – για αυτό το τελευταίο δικαιούμαστε να μην τον πιστεύουμε, γιατί ένας από τους Κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι και η Συνθήκη του Μάαστριχτ, για την οποία ποτέ δεν έχει διαφοροποιήσει τη θέση του απ’ αυτήν, επομένως υπάρχουν Κανόνες που τους δέχεται, έτσι όπως είναι – τουλάχιστον για ένα απροσδιόριστο διάστημα δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα επί της ουσίας, γιατί δεν αλλάζεις κάτι που το σέβεσαι. Προπαντός δεν αλλάζει κάτι που εσύ το σέβεσαι και το απαιτούν όλοι οι άλλοι εταίροι, ακόμη και οι φίλοι σου.

Κατά προέκταση για το άμεσο μέλλον για την Ευρωπαϊκή Ένωση σε σχέση με τη χώρα μας δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα ουσιαστικό, γιατί δεν πρόκειται να αλλάξουν οι Κανόνες. Και όταν λέμε τίποτα ουσιαστικό δεν εννοούμε μόνο τα αμέσως επόμενα χρόνια. Εννοούμε για τη μακρά περίοδο, που η χώρα μας θα βρίσκεται στο δόκανο των δανειστών. Οι Κανόνες θα είναι πάνω απ’ όλα, πάνω και από τους λαούς.

Ας υποθέσουμε, όμως, ότι η κυβέρνηση θα πετύχει μέσα από τη «σκληρή διαπραγμάτευση» να πάει σε μια νέα συμφωνία. Τι θα μας φέρει αυτή η συμφωνία; Αυτή η συμφωνία, κατά την κυβέρνηση, θα μας φέρει μια επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του χρέους με πιο χαμηλά επιτόκια και στην καλύτερη περίπτωση με ρήτρα ανάπτυξης, αφού το κούρεμα έχει πάψει να υπάρχει ως αίτημα, ένα δημοσιονομικό πλεόνασμα της τάξης του 1.5%, την αναγκαία ρευστότητα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την αποδοχή του 70% από το υπάρχον μνημόνιο, τον καθορισμό των μεταρρυθμίσεων για το άλλο 30%, που αφορά την πάταξη της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής, της λαθρεμπορίας, τη βαθιά μεταρρύθμιση του κράτους, τη μη αποδοχή των ομαδικών απολύσεων, το σταμάτημα των ιδιωτικοποιήσεων, που θα μετατραπεί σε «αξιοποίηση» της δημόσιας περιουσίας. Αλλά περί όλων αυτών ακόμη δεν γνωρίζουμε τίποτα.

Εκείνο πάντως που δεν θα αλλάξει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη χώρα μας είναι το επίπεδο της λιτότητας που υπάρχει μέχρι σήμερα για τις πλατιές μάζες των εργαζομένων, παρά μόνο θα αντιμετωπιστούν ορισμένα φαινόμενα ακραίας φτώχιας. Ακόμη και αυτή η αύξηση του βασικού μισθού με την τελευταία θέση που πήρε η κυβέρνηση για την επαναφορά του στα 751 ευρώ επαφίεται στη καλή θέληση των κοινωνικών εταίρων. Αυξήσεις στους μισθούς δεν προβλέπεται να δοθούν, παρά μόνο εάν περάσουμε στην ανάπτυξη. Ούτε καν ωριμάνσεις.

Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η κατάσταση της οικονομίας της χώρας μας είναι πολύ δύσκολη. Αν προβλεπόταν ότι θα φτάσει το 2022 το χρέος στο 110% επί του ΑΕΠ αυτό μάλλον πρέπει να ξεχαστεί. Και πρέπει να ξεχαστεί όχι μόνο γιατί η κατάσταση της Ελληνικής οικονομίας δεν το επιτρέπει, αλλά και γιατί γενικότερα η οικονομική κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι καλή.

Και αυτό σημαίνει ένα γενικότερο «μπούκωμα» στην αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου. Η παρατήρηση των ρυθμών ανάπτυξης των βασικών εταίρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποδεικνύει αυτό το μπούκωμα, ειδικά της ευρωζώνης. Από το 2008 μέχρι σήμερα ο μέσος όρος ανάπτυξης της ευρωζώνης αγγίζει μηδενικά επίπεδα.

Στην Ιταλία, στη Γαλλία π.χ. εφαρμόζεται μια οικονομική πολιτική, που μετά από τόσα χρόνια δεν έχει δώσει ανάπτυξη, δεν έχει αντιμετωπίσει το μεγάλο πρόβλημα του χρέους, παρά το γεγονός ότι όλα τα βάρη πέφτουν στις πλάτες των εργαζομένων και περικόπτονται ακόμη και στοιχειώδεις κοινωνικές τους κατακτήσεις.

Αυτό το μπούκωμα έρχεται να εκφράσει δύο βασικές πλευρές της πορείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από τη μια ότι το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων δεν επιτρέπει την εύκολη αναπαραγωγή τους, ενώ, από την άλλη, η κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει φτάσει στο «απραγματοποίητο». Το εγχείρημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης δεν περπατάει. Κανείς δε γνωρίζει τι θα υπάρχει αύριο στη θέση της ευρωζώνης ή της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και από αυτήν την άποψη το επαναστατικό κίνημα δε μπορεί παρά να προβάλλει πιο αποφασιστικά το αίτημα της αποδέσμευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ.

Επομένως είναι οι εργαζόμενοι που δικαιούνται να ρωτήσουν την κυβέρνηση, παρά τη στήριξη που της παρέχουν, πώς θα δικαιολογήσει τις σαφείς υποχωρήσεις που έχει κάνει στις λίγες ημέρες των «σκληρών» διαπραγματεύσεων και που αναδεικνύουν το κυρίαρχο γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αλλάζει. Γιατί τελικά όσο και αν ισχυρίζεται η κυβέρνηση ότι η «τρόικα τέλος», με την τρόικα διαπραγματεύεται. Όσο και εάν ισχυρίζεται ότι το μνημόνιο τέλος, ήδη από μόνη της έχει υιοθετήσει το 70% του υπάρχοντος μνημονίου. Το άλλο 30% και που αφορά το «δίκαιο» φορολογικό σύστημα, την «καταπολέμηση» της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής, της διαφθοράς, της λαθρεμπορίας κλπ, είναι «σταθερές» που καμία κυβέρνηση στον κόσμο δεν τις έχει αρνηθεί, αλλά και καμία κυβέρνηση δεν έφερε αποτελέσματα σ’ αυτόν τον τομέα.

Κατά τη γνώμη μας οι εξελίξεις είναι μπροστά. Το αστικό πολιτικό σύστημα έχει πολύ δρόμο για να σταθεροποιηθεί. Η πολιτική κρίση θα συνεχιστεί και όπως είχαμε σημειώσει από πριν τις εκλογές θα αφορά και το ΣΥΡΙΖΑ, τη σημερινή κυβέρνηση. Τώρα παρά ποτέ αναδεικνύεται η ανάγκη μιας συγκεκριμένης πρότασης διεξόδου από την κρίση. Τώρα αναδεικνύονται και οι αδυναμίες του Κόμματος. Το ΚΚΕ φαίνεται καθαρά ότι δε μπορεί να στοιχειοθετήσει μια συγκεκριμένη κριτική στάση απέναντι στην κυβέρνηση, που να ακουμπάει, ταυτόχρονα, τον κόσμο που στηρίζει την κυβέρνηση. Αλλά γι’ αυτό το θέμα θα επανέλθουμε.

COMMENTS