Οι πολιτικές προεκτάσεις της ψήφου εμπιστοσύνης

Η κυβέρνηση πήρε, όπως αναμενόταν άλλωστε, ψήφο εμπιστοσύνης για τις προγραμματικές της δηλώσεις. Πολιτικά αυτό σημαίνει ότι δεσμεύεται πλέον και επίσημα από το ανώτατο όργανο της Ελληνικής Δημοκρατίας, το Κοινοβούλιο, να υλοποιήσει το πρόγραμμά της. Και όχι μόνο αυτό.

Θα πρέπει να συνυπολογίσει κανείς και τους υψηλούς τόνους, που χρησιμοποίησε ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, κυρίως στο το κλείσιμο της συζήτησης για τις προγραμματικές δηλώσεις, που κατ’ επανάληψη διατύπωσε την άποψη ότι: «η κυβέρνηση δεν εκβιάζεται, η Ελλάδα δεν εκβιάζεται».

Πράγμα που σημαίνει ότι από μόνος του αυτό έδωσε το στίγμα για την αμέσως προσεχή διαπραγμάτευση, που αρχίζει με το Eurogroup και τη Σύνοδο Κορυφής, τα λεγόμενα αντιπροσωπευτικά και θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πολύ περισσότερο που προκάλεσε ευθέως τόσο τον Αντώνη Σαμαρά όσο και τον Ευάγγελο Βενιζέλο για το ποια στάση θα κρατήσουν στις αντίστοιχες πολιτικές ευρωομάδες που ανήκουν αντίστοιχα με το ερώτημα εάν θα συμπαρασταθούν και θα στηρίξουν την προσπάθεια της χώρας.

Αυτοί οι υψηλοί τόνοι που χρησιμοποίησε ο πρωθυπουργός, απευθυνόμενος κυρίως προς τον Αντώνη Σαμαρά, προφανώς δεν ήταν τυχαίοι. Ήθελε να τονίσει και να υπογραμμίσει ότι η διαπραγμάτευση, «η οποία αρχίζει για πρώτη φορά», δεν θα τελεί κάτω από το πνεύμα υποτέλειας υπό το οποίο διαπραγματευόταν η προηγούμενη κυβέρνηση.

Εμείς από την πλευρά μας, αν και δεν πιστεύουμε ότι θα γίνει μια διαπραγμάτευση σε πνεύμα ισοτιμίας, έχουμε να τονίσουμε με τη σειρά μας, ότι με την τοποθέτησή του αυτή ο Αλέξης Τσίπρας αναγνώρισε, το ήθελε ή δεν το ήθελε, και μια πραγματική αλήθεια: Ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν εξασφαλίζει την ισοτιμία μεταξύ των κρατών – μελών που την απαρτίζουν, γιατί τότε δε θα κατηγορούσε μόνο την προηγούμενη κυβέρνηση για την πολιτική υποτέλειας που επέδειξε, αλλά θα έβαζε στο στόχαστρο της κριτικής του και την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία έστελνε στη χώρα μας την τρόικα και επέβαλε, κατ’ εντολή των δυνάμεων που ηγεμονεύουν σ’ αυτήν, τις απαιτήσεις τους. Απαιτήσεις αντιλαϊκές, που οδήγησαν τους εργαζόμενους στην εξαθλίωση και τα μικροαστικά στρώματα στην καταστροφή. Γι’ αυτό άλλωστε ο Αλέξης Τσίπρας, καθώς ο ίδιος υποστηρίζει, αποφάσισε να «τερματίσει» τα αντίστοιχα «πέρα – δώθε» της τρόικας.

Είναι ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας που κατηύθυνε τα βέλη της πολεμικής του ενάντια στην Άγκελα Μέρκελ και στήριξε την προεκλογική του καμπάνια, και όχι μόνο αυτή, πάνω στην πολιτική υποτέλειας που επέδειξε η προηγούμενη κυβέρνηση. Όλη την πολιτική του αντιπαράθεση προς την προηγούμενη κυβέρνηση στηρίχτηκε στη βάση ότι αυτή υποκλίνεται και κρατάει μια υποτελή στάση απέναντι στην Άγκελα Μέρκελ, θεωρώντας ότι αυτή ευθύνεται για την πολιτική, που έχει επιβάλει σ’ ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ήταν ο Αλέξης Τσίπρας που εκφραζόταν ενάντια στο Μερκελισμό.

Επομένως ο πρωθυπουργός εμμέσως πλην σαφώς αναγνώρισε τον αντιδραστικό χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την ανισοτιμία που επικρατεί μεταξύ των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού από μόνος του αναγνώρισε ουσιαστικά τον ηγεμονικό ρόλο της Γερμανίας. Παρ’ όλα αυτά…

Και στο κλείσιμο των εργασιών για τη συζήτηση των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης, ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε και πάλι στο νέο αέρα, που φυσάει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, φέρνοντας σαν παράδειγμα τη λαϊκή υποδοχή που του επιφυλάχτηκε στο πρόσφατο ταξίδι του στην Αυστρία. Ο ίδιος τόνισε ότι στο Eurogroup και στη Σύνοδο Κορυφής δε θα πάνε μόνοι τους ο υπουργός οικονομίας και ο ίδιος αντίστοιχα. Θα συνοδεύονται από τους χιλιάδες ανέργους της χώρας μας, από τους χιλιάδες νέους επιστήμονες που μετανάστευσαν, από τα 2.5 εκατ. φτωχούς της χώρας μας.

Τα ερωτήματα που προκύπτουν νομίζουμε ότι είναι απόλυτα δικαιολογημένα: Καλά, τόσα χρόνια που η Ευρωπαϊκή Ένωση, που λειτουργούσε με βάση τους Κανόνες που έχει θεσπίσει, αυτούς που ο ίδιος ο πρωθυπουργός δεσμεύτηκε από το βήμα της βουλής ότι θα σεβαστεί, και που με βάση αυτούς τους Κανόνες επέβαλε τη μνημονιακή πολιτική στη χώρα μας, που εξουθένωσε τον Ελληνικό λαό, ήταν διαφορετική απ’ αυτήν που υπάρχει τώρα; Τι ακριβώς άλλαξε από την εκλογή του Αλέξη Τσίπρα στην πρωθυπουργική θέση, όταν ό ίδιος αισθάνεται την ανάγκη να τονίσει ότι η κυβέρνηση δεν εκβιάζεται;

Προφανώς δεν άλλαξε τίποτα, γιατί εξακολουθούν να υπάρχουν οι ίδιες εκείνες δυνάμεις, που αναγκάζουν τον πρωθυπουργό να καταφεύγει σε πολιτικούς όρους περί «σκληρής διαπραγμάτευσης» και να υπενθυμίζει ότι η «Ελλάδα δεν εκβιάζεται». Υπάρχουν, δηλαδή, και τώρα δυνάμεις που εκβιάζουν.

Αναγνωρίζει ο πρωθυπουργός, ντε φάκτο, ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχουν οι δυνάμεις, που εκβιάζουν τη χώρα μας και που της επιφυλάσσουν μια υποτελή θέση, πράγμα που είχε αποδεχτεί η προηγούμενη κυβέρνηση. Γι’ αυτό άλλωστε την κατηγορούσε. Μ’ αυτές τις ίδιες δυνάμεις θα πάει να διαπραγματευτεί ο πρωθυπουργός.

Είναι αυτές οι δυνάμεις, που συνέστησαν στον πρωθυπουργό να μην παραβιάσει την πολιτική, που ακολουθεί μέχρι τώρα η Ευρωπαϊκή Ένωση. Δυνάμεις, που είτε ήταν «φίλιες» και αντιμερκελιστικές είτε «εχθρικές» και φιλομερκελιστικές.

Τα γράφουμε όλα αυτά, γιατί τα περιθώρια να ανατρέψει μια ολόκληρη πολιτική, που ακολουθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση και που η βάση αυτής της πολιτικής έχει σχεδιαστεί για να εξυπηρετηθούν γενικότεροι γεωστρατηγικοί στόχοι, δε μπορεί να αλλάξει από μια «σκληρή διαπραγμάτευση», πολύ περισσότερο, όταν υπάρχουν οι συγκεκριμένοι Κανόνες λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ο πρωθυπουργός εκ των προτέρων τους σέβεται.

Αν πάρουμε, επιπρόσθετα, ότι ο πρωθυπουργός στην τελική του ομιλία έδειξε ότι δεν αγνοεί το ρόλο που παίζουν οι μεγάλες δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης με ευθεία αναφορά στη Γερμανία, παραπέρα έδειξε ότι δεν αγνοεί και την τύχη που έχουν οι μικρές χώρες μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τότε τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα για τη «σκληρή διαπραγμάτευση».

Απ’ αυτήν την άποψη η όποια συμφωνία – γέφυρα, που πιθανά να επιτευχθεί, δεν πρόκειται να επιφέρει κάποια αλλαγή ή σημαντική επίδραση στη γενικότερη πολιτική και στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δε μπορεί παρά να κινηθεί και πάλι στο πλαίσιο της λιτότητας, που άλλωστε ούτε και το πρόγραμμα της κυβέρνησης την αντιμετωπίζει, όσο και εάν ισχυρίζεται το αντίθετο ο πρωθυπουργός και μιλάει εξ ονόματος της καταπολέμησης της λιτότητας για να ξεφύγει η χώρα μας από το φαύλο κύκλο της οικονομικής στασιμότητας.

Και αυτό είναι το «καλό σενάριο» για την κυβέρνηση, που της δίνει τη δυνατότητα να επιστρέψει στη χώρα μας παρουσιάζοντας την επίτευξη μιας συμφωνίας – γέφυρας, ανεξάρτητα από το περιεχόμενό της και τον πραγματικό της ρόλο, ως μια σημαντική επιτυχία της κυβέρνησης, εξασφαλίζοντας, ταυτόχρονα, και την παραμονή της χώρας μας στο ευρώ.

Φυσικά και στην περίπτωση που επιτευχθεί μια συμφωνία – γέφυρα, έστω για μέχρι τον Αύγουστο του 2015, τα πράγματα για την εθνική ανεξαρτησία της χώρας μας και τα κυριαρχικά της δικαιώματα δε θα έχουν αλλάξει καθόλου. Πολύ περισσότερο δε θα έχει αλλάξει το συνολικό οικονομικό περιβάλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που δε δίνει τη δυνατότητα για μια πολιτική οικονομικής ανάπτυξης προς όφελος των εργαζομένων.

Η κυβέρνηση θα πρέπει να υπολογίζει πολύ, πολύ περισσότερο απ’ ότι η προηγούμενη κυβέρνηση, που πήγαινε στη διαπραγμάτευση με χαμηλωμένο το κεφάλι και απολογιόταν με το «ουδείς αναμάρτητος», ότι πόνταρε για την ανάδειξή της στα τραυματισμένα αισθήματα του Ελληνικού λαού, ότι δεν πρόκειται να της επιτρέψουν αυτά ακριβώς τα τραυματισμένα αισθήματα του Ελληνικού λαού να «βγάλει λαγό» από το καπέλο σαν ταχυδακτυλουργός και να παρουσιάσει μια πιθανή συμφωνία – γέφυρα με την Ευρωπαϊκή Ένωση σα θρίαμβο της πολιτικής της. Τέτοια περιθώρια δεν πρέπει να υπολογίζει ότι θα έχει.

Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να πάρει πολύ σοβαρά υπόψη ότι ο Ελληνικός λαός δε θα ανεχτεί μια «επανάληψη από τα παλιά» και ότι απλώς η όλη προσπάθεια της κυβέρνησης δεν ήταν τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από μια επιβεβαίωση της θέσης ότι η χώρα μας πρέπει επιτέλους να αποδεσμευτεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση.  Αυτά με το «καλό σενάριο», γιατί αν υπάρξει και «κακό σενάριο», στην περίπτωση μιας πλήρους υποχώρησης, τότε τα πράγματα θα είναι πολύ χειρότερα γι’ αυτήν.

COMMENTS