Για τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης

Θα ξεκινήσουμε από το τέλος των προγραμματικών δηλώσεων του πρωθυπουργού πιστεύοντας ότι αυτός ο «ανορθόδοξος» τρόπος δείχνει και το ακριβές στίγμα της ανάγνωσης των προγραμματικών δηλώσεων της νέας κυβέρνησης και μάλιστα μέσα σ’ ένα αρκετά συγκινησιακά φορτισμένο κλίμα, που προκάλεσε και το παρατεταμένο χειροκρότημα των κυβερνητικών βουλευτών.

«Είμαστε κάθε λέξη από το Σύνταγμα αυτής της χώρας. Σε αυτό το Σύνταγμα ορκιστήκαμε, αυτό το Σύνταγμα θα υπηρετήσουμε. Και θα το υπηρετήσουμε μέχρι τέλους, δικαιώνοντας τα οράματα, τις αξίες, τους αγώνες, τις θυσίες του ελληνικού λαού»!

Δε γνωρίζουμε πως ο πρωθυπουργός της χώρας μας, Αλέξης Τσίπρας, θα μπορέσει να δικαιώσει «τα οράματα, τις αξίες, τους αγώνες, τις θυσίες του ελληνικού λαού» στο πλαίσιο αυτού του Συντάγματος, αλλά αυτό που ξέρουμε πολύ καλά είναι ότι το παρόν Σύνταγμα κατοχυρώνει τα συμφέροντα της αστικής τάξης της χώρας μας και με το παραπάνω.

Και θα σημειώσουμε και μια παράλειψή του, που σχετίζεται με μια προεκλογική του δέσμευση, που αποδεικνύει ότι και αυτός ακολούθησε την «πεπατημένη» άλλων προηγούμενων «δασκάλων» του: Ο πρωθυπουργός δεν έκανε καμία αναφορά στις προγραμματικές του δηλώσεις σε σχέση με την απλή αναλογική, που είχε υποσχεθεί ότι θα θεσπίσει και με συνταγματική κατοχύρωση. Ίσως, γιατί οι εξελίξεις που έχουμε μπροστά μας δεν του το «επέτρεψαν»!

Είναι φανερό ότι, αν θέλουμε εξ αρχής να σταθούμε στο κύριο συμπέρασμα, που εισπράξαμε από την ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης, ο πρωθυπουργός επιβεβαίωσε την πορεία μιας σταθερής διολίσθησης του ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο σε σχέση με τις προγραμματικές κατευθύνσεις, που είχε ανακοινώσει το 2012, αλλά ακόμη και μ’ αυτές τις δεσμεύσεις του στο πλαίσιο της προεκλογικής περιόδου.

Εκεί που δεσμευόταν ότι το μνημόνιο τελείωσε, τώρα ακούσαμε και από το βήμα της βουλής τον υπουργό επί των οικονομικών, Γιάννη Βαρουφάκη, να διαβεβαιώνει ότι η κυβέρνηση έχει την πρόθεση να αποδεχτεί το 70% του υπάρχοντος μνημονίου, αλλά όχι μόνο αυτό, να συζητήσει και με τον ΟΟΣΑ για να αξιοποιήσει τη λίστα μέτρων, που είχε ακριβοπληρώσει η κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά, γεγονός που επέφερε την καταγγελία της τότε κυβέρνησης εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ ως αξιωματικής αντιπολίτευσης, για την παραπέρα εφαρμογή των «βαθιών μεταρρυθμίσεων», σημειώνοντας ότι θα υπάρξουν εξαιρέσεις (εργασιακές σχέσεις, ομαδικές απολύσεις, κλπ).

Σ’ αυτό το σημείο θα θυμίσουμε απλώς τις δηλώσεις του τότε υπουργού της Νέας Δημοκρατίας, Κωστή Χατζηδάκη, που και αυτός είχε κάνει μια ανάλογη δήλωση, που ανέβαζε το ποσοστό αποδοχής της λίστας του ΟΟΣΑ κατά 80-85%, την ίδια στιγμή που διαβεβαίωνε ότι θα εξαιρεθούν ορισμένα μέτρα από τη λίστα, ένα από αυτά αφορούσε και τις ομαδικές απολύσεις.

Να θυμίσουμε, επίσης, ότι το υπάρχουν νομικό πλαίσιο επιτρέπει τις ομαδικές απολύσεις και ότι το Συμβούλιο, που δημιούργησε ο προηγούμενος υπουργός εργασίας επί κυβέρνησης Νέας  Δημοκρατίας – ΠΑΣΟΚ, προκειμένου να αποφύγει την ανοιχτή θέσπιση των ομαδικών απολύσεων με νόμο, όπως απαιτούσε η τρόικα, και που θα κατατίθενται οι αιτήσεις των εργοδοτών για ομαδικές απολύσεις, με την αρμοδιότητα να τις εξετάσει, εξακολουθεί να υπάρχει και δεν ακούσαμε τίποτα εκ μέρους του πρωθυπουργού για την κατάργησή του, όπως δεν ακούσαμε τίποτα για την κατάργηση του υφιστάμενου νομικού πλαισίου που επιτρέπει τις ομαδικές απολύσεις.

Ερχόμαστε, τώρα, στο βασικό κορμό των προγραμματικών δηλώσεων του πρωθυπουργού. Το βασικό συμπέρασμα, που ήδη γνωρίζαμε, είναι ότι το πρόγραμμα των πρώτων εκατό ημερών και μέσα από τις προγραμματικές δηλώσεις μετατράπηκε σε πρόγραμμα τετραετίας, και μάλιστα κουτσουρεμένο.

Όλα τα μέτρα, που θα αντιμετώπιζαν τη λιτότητα, πήραν «προθεσμία», π.χ. ο βασικός μισθός στα 751 ευρώ πήρε δίχρονη προθεσμία για την πραγματοποίησή του, και εντάχτηκαν στην τετραετία. Αυτά τα μέτρα αυτού του χαρακτήρα εξαρτήθηκαν και από την πορεία των διαπραγματεύσεων και με τους εταίρους μας. Έφυγε, δηλαδή, από τη μέση η δέσμευση ότι το «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» θα εφαρμοστεί έτσι κι αλλιώς  και ανεξάρτητα από τις διαπραγματεύσεις για το χρέος.

Αυτό που μπορεί να συμπεράνει κανείς αμέσως είναι ότι ο ένας από τους δύο πυλώνες του προγράμματος της κυβέρνησης, που αφορούσε στην «ανθρωπιστική κρίση», ακόμη και με τα δεδομένα της κυβέρνησης, τίθεται υπό αμφισβήτηση. Κατά τη δική μας άποψη έτσι κι αλλιώς θα εξακολουθούσε ο εργαζόμενος λαός να ζει με όρους λιτότητας, αλλά, τώρα, έρχεται να το επιβεβαιώσει και η ίδια η κυβέρνηση.

Σ’ ό,τι αφορά στο χρέος οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ έχουν υποστεί συνεχείς και αλλεπάλληλες αλλαγές. Διαγράφτηκε από το λεξιλόγιο του ΣΥΡΙΖΑ η λέξη «διαγραφή». Η θέση που έχει υιοθετήσει ο ΣΥΡΙΖΑ – και τώρα η κυβέρνηση αφορά, τελικά, στην επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής και στη μείωση των επιτοκίων. Το πώς θα κατασταλάξει η κυβερνητική πολιτική θα κριθεί από τις επόμενες ημέρες, που η κυβέρνηση διαβουλεύεται με τους εταίρους μας. Το ίδιο θα συμβεί και με τα δημοσιονομικά πλεονάσματα, που από το ύψος των οποίων θα κριθεί και η ένταση της λιτότητας.

Η κατάληξη αυτής της διαβούλευσης δεν είναι γνωστή και δεν είναι γνωστό, επίσης, το ακριβές πλαίσιο με βάση το οποίο θα έρθει η κυβέρνηση σε μια «έντιμη συμφωνία», που δε θα αγνοεί τους εταίρους, τις υποχρεώσεις της χώρας μας απέναντι στους δανειστές και τους συγκεκριμένους όρους αποπληρωμής του χρέους.

Αυτό, όμως, που έχει καταστήσει γνωστό η κυβέρνηση προς τους εταίρους είναι ότι σε κάθε περίπτωση δεν πρόκειται να διαταραχθούν οι διεθνείς προσανατολισμοί της χώρας και ότι δεν πρόκειται να διακινδυνεύσει την παραμονή της χώρας μας στο ευρώ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επομένως είναι καθορισμένα τα όρια μέσα στα οποία θα κινηθεί η κυβέρνηση, αφού είναι γνωστό ότι με δηλώσεις του ο πρωθυπουργός έχει αποκλείσει ακόμη και μια οικονομική βοήθεια από άλλες χώρες εκτός ΝΑΤΟ και Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εκεί, όμως, που δεν περίσσεψαν τα μέτρα από την κυβέρνηση για την επίλυση των καυτών προβλημάτων του εργαζόμενου λαού, περίσσεψαν τα λόγια για την προστασία της εθνικής ανεξαρτησίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας, για τις θυσίες, τους αγώνες και την περηφάνια του Ελληνικού λαού. Η κυβέρνηση επιδόθηκε σε μια ρητορική υψηλών τόνων που απευθυνόταν κυρίαρχα στα αισθήματα του Ελληνικού λαού, στην ταπείνωση που αισθάνθηκε αυτός από την υποτέλεια που έδειξε απέναντι στους εταίρους και την τρόικα η προηγούμενη κυβέρνηση.

Είναι γνωστό, όμως, και έχουμε ως χώρα ξαναζήσει τέτοιες ρητορικές, και πολύ πιο ισχυρές, που απέδωσαν στο να εγκλωβίσουν για πολλά χρόνια τον Ελληνικό λαό, ότι είναι αδύνατον, τελικά, η ρητορική να συγκαλύψει την πραγματική πολιτική της κυβέρνησης και τα πραγματικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο εργαζόμενος λαός.

Όλοι θα θυμόμαστε τη ρητορική του Ανδρέα Παπανδρέου και των επιγόνων του, που από το «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» κατέληξε να υπηρετεί, δια της μεθοδευμένης και πολύ καλά σχεδιασμένης διαχείρισης των αισθημάτων του Ελληνικού λαού, την αστική τάξη της χώρας μας, να προχωρήσει σε αστικές μεταρρυθμίσεις που ωφέλησαν το μεγάλο κεφάλαιο, που καταδίκασαν τους εργαζόμενους σε μια μακρόχρονη πολιτική λιτότητας, που πήρε μέρος σ’ όλες τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας μας που απέρρεαν από το καθεστώς ένταξης της χώρας μας στο ΝΑΤΟ.

Αυτή η ρητορική, στο τέλος, πήρε το χαρακτήρα της ανοιχτής δημαγωγίας με το «Τσοβόλα δώστα όλα», με το «λεφτά υπάρχουν», ρητορική που δεν απέτρεψε ούτε την υπερχρέωση της χώρας μας, ούτε τη χρεοκοπία της, ούτε την πολιτική υποτέλειας απέναντι στους «συμμάχους μας», πολύ περισσότερο δεν απέτρεψαν την εξαθλίωση του εργαζόμενου λαού, την καταστροφή των μικροαστικών στρωμάτων, το σπάσιμο του κοντέρ της ανεργίας, της μετανάστευσης των νέων, των χιλιάδων αυτοκτονιών, της ταπείνωσης.

Ακριβώς επειδή ο εργαζόμενος λαός έχει «μάθει και πάθει» από τέτοιου είδους ρητορικές δεν θα επιτρέψει να ξαναζήσει παρόμοιες καταστάσεις. Πολύ περισσότερο, που οι συνθήκες είναι τέτοιες που δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για να κρατήσουν τα «ρητορικά θαύματα» για πολύ καιρό.

Στο πλαίσιο αυτό είναι τουλάχιστον αφελές, για να μην πούμε βλακώδες, να υποστηρίζει κανείς ότι πρέπει ο εργαζόμενος λαός: «Να διεκδικήσει από την κυβέρνηση την εφαρμογή όσων εκείνη έχει εξαγγείλει και συνάδουν με τις ανάγκες του- έστω και μερικώς».

Οι εργαζόμενοι δεν έχουν ανάγκη από προτάσεις που καθιστούν το Εργατικό Κίνημα ουρά της κυβερνητικής πολιτικής. Έχουν ανάγκη από μία άλλη προγραμματική πρόταση, που θα αποτελέσει και τη βάση για να αναπτύξουν τη δράση τους, να σφυρηλατήσουν την ενότητά τους, τις κοινωνικές τους συμμαχίες, να διεκδικήσουν άμεσες λύσεις στα προβλήματά τους, την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, να διεκδικήσουν τη δική τους εξουσία, μια εξουσία της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων στην προοπτική του σοσιαλισμού.

COMMENTS