Η κυβέρνηση διαβεβαιώνει ότι δεν πρόκειται να καταθέσει αίτηση για παράταση του μνημονίου, όπως απαιτούν οι άλλοι εταίροι, και πως στο προσεχές Eurogroup θα πάει προετοιμασμένη με συγκεκριμένη πρόταση για μια «συμφωνία – γέφυρα», που θα αφορά ένα σύντομο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο θα γίνονται και οι διαπραγματεύσεις για το χρέος. Βασικό χαρακτηριστικό της συμφωνίας – γέφυρας θα είναι και η εξασφάλιση της ρευστότητας, την οποία ήρθε να διαταράξει η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Στο μεταξύ οι άλλοι εταίροι, στο σύνολό τους, αλλά με πρωταγωνιστικό ρόλο της Γερμανίας, που θέτει σ’ όλους τους τόνους το δίλημμα ή αίτηση για παράταση ή ρήξη, υποδεικνύουν στην Ελληνική κυβέρνηση να συμμορφωθεί με τους «Ευρωπαϊκούς κανόνες». Την απάντηση την πήραν από τον ίδιο τον πρωθυπουργό ότι: «θα τηρήσουμε τους Ευρωπαϊκούς Κανόνες, έστω και εάν διαφωνούμε μ’ αυτούς, αλλά μέσα σ’ αυτούς δε συμπεριλαμβάνεται η λιτότητα».
Πέρα από το γεγονός ότι και το ίδιο το «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» δε συνιστά μια ουσιαστική απάντηση στην αντιμετώπιση της λιτότητας, πέρα, επίσης, από το γεγονός ότι αυτό το πρόγραμμα από πρόγραμμα των πρώτων εκατό ημερών έγινε πρόγραμμα τετραετίας, η κυβέρνηση είναι αδύνατον να αγνοεί ότι με βάση τους Ευρωπαϊκούς Κανόνες, από την εποχή της Συνθήκης του Μάαστριχτ, οι λαοί, στο σύνολο των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τελούν κάτω από το άγος της λιτότητας και της αφαίρεσης κοινωνικών κατακτήσεων, της μείωσης των μισθών και των συντάξεων, της αύξησης της μερικής απασχόλησης, ως επί το πλείστον ανασφάλιστης, της θεαματικής ανόδου της ανεργίας και γενικότερα της εξαθλίωσης των εργαζομένων, της καταστροφής των μικροαστικών στρωμάτων.
Και εδώ είναι που η κυβέρνηση βρίσκεται σε προφανή αντίφαση με την ίδια της την πρόθεση, της καταπολέμησης της λιτότητας, όταν διαβεβαιώνει ότι θα τηρήσει τους Ευρωπαϊκούς Κανόνες, έστω και εάν διαφωνεί.
Οι Ευρωπαϊκοί Κανόνες δεν αφορούν την ισοτιμία των μελών – κρατών, που υποτίθεται ότι έχει κατοχυρωθεί από την ιδρυτική πράξη της ΕΟΚ και τώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τουλάχιστον στα λόγια, όταν μιλούν οι Μέρκελ, Ολάντ, Ρέντσι, Γιουνκέρ, Ντάισελμπλουμ, Σουλτς και λοιποί, κανένας από αυτούς δε βγήκε να αμφισβητήσει ανοιχτά την ισότιμη θέση της Ελλάδας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έστω και εάν γνωρίζουν από πρώτο χέρι ότι δεν υπάρχει πραγματική ισοτιμία μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει. Όλοι οι παραπάνω επικαλούνται την ισοτιμία όλων των μελών – κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να εξαναγκάσουν την Ελληνική κυβέρνηση να τηρήσει τους Ευρωπαϊκούς Κανόνες, αυτούς που κατοχύρωσαν τη δημοσιονομική πειθαρχία, την πολιτική των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, της λιτότητας, κλπ, που έφεραν στους λαούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης την εξαθλίωση και την ανεργία.
Οι Ευρωπαϊκοί Κανόνες στο στόμα όλων των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αρνούνται τώρα την υποτιθέμενη καταπάτησή τους από την πλευρά της χώρας μας, αφορούν στην πολιτική, που ακολουθείται μέχρι τώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου αυτή να αναδειχθεί σε πρώτη οικονομική δύναμη στον πλανήτη, στόχο που έβαλε η Ευρωπαϊκή Ένωση από την ίδρυσή της, στο πλαίσιο του παγκόσμιου καπιταλιστικού και ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού.
Και επειδή ήρθε η παγκόσμια οικονομική κρίση, που όχι μόνο ματαίωσε αυτόν το στόχο, αλλά έριξε την Ευρωπαϊκή Ένωση σε βαθιά κρίση, που ακόμα δεν την έχει ξεπεράσει και παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα στην ανάπτυξη, οι Ευρωπαϊκοί Κανόνες αφορούν και στην πολιτική, που ακολουθείται για το ξεπέρασμα της καπιταλιστικής κρίσης, τη γενική, δηλαδή, πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που για τη χώρα μας καθιερώθηκε ως μνημονιακή πολιτική, με όλα τα μέτρα που πρόβλεπε αυτή – και ειδικά για την Ελλάδα.
Η πραγματική ανισοτιμία των μελών – κρατών, και εδώ ερχόμαστε στο πιο ουσιαστικό μέρος της αντίφασης που παρουσιάζει η πολιτική της κυβέρνησης, πηγάζει από την πραγματική τους οικονομική κατάσταση στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από την οικονομική ανισομετρία, που φέρνει και την πολιτική ανισομετρία.
Είναι αυτή που βάθυνε την πολιτική και οικονομική εξάρτηση της χώρας μας, που επιτρέπει σήμερα στη Μέρκελ και στους άλλους ηγέτες να αντιμετωπίζουν την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ με βάση τη συμφωνία της προηγούμενης κυβέρνησης και να μην παίρνουν καθόλου υπόψη τη λαϊκή ετυμηγορία, σα να μην υπήρξε ποτέ. Να απαιτούν την αναγνώριση των μνημονίων.
Λαϊκή ετυμηγορία, που, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ανέδειξε, με το συγκεκριμένο πρόγραμμα, το ΣΥΡΙΖΑ σχεδόν αυτοδύναμο, είχε ένα κυρίαρχο χαρακτηριστικό: καταδίκασε την πολιτική της προηγούμενης κυβέρνησης, που βασιζόταν στους Ευρωπαϊκούς Κανόνες. Από αυτήν την άποψη είναι ξεκάθαρο ότι, όταν γινόταν λόγος για πολιτική υποτέλειας της προηγούμενης κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ αυτός αφορούσε στην τήρηση των Ευρωπαϊκών Κανόνων, για τους οποίους η σημερινή κυβέρνηση, δια στόματος του ίδιου του πρωθυπουργού, δεσμεύτηκε ότι θα τηρήσει.
Το «παράδοξο», όχι για τη «Νέα Σπορά», είναι ότι και η σημερινή κυβέρνηση είναι θύμα αυτής της τήρησης των Ευρωπαϊκών Κανόνων. Ο Μάριο Ντράγκι, προκειμένου να δικαιολογήσει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να σταματήσει αυτή να δέχεται τα Ελληνικά ομόλογα ως εγγύηση για την παροχή ρευστότητας προς τη χώρα μας επικαλέστηκε το καταστατικό της ΕΚΤ, ενός από τους θεσμούς με τους οποίους θέλει να συνομιλήσει η σημερινή κυβέρνηση για να καταργήσει, υποτίθεται, την τρόικα, ενός θεσμού που …εκπροσωπεί η τρόικα! Παραπέρα ισχυρίστηκε ότι η ΕΚΤ δεν κάνει πολιτική(!!!), αλλά απλώς εφαρμόζει τα προβλεπόμενα! Ποια είναι αυτά τα προβλεπόμενα; Όλα όσα προβλέπονται από τους Ευρωπαϊκούς Κανόνες, που συμπεριλαμβάνουν και τη λειτουργία της ΕΚΤ.
Μια άλλη, πρόσθετη, απόδειξη της πραγματικής ανισοτιμίας, που επικρατεί μεταξύ των μελών – κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης προέρχεται από την ίδια την κυβέρνηση και είναι το γεγονός ότι ζητάει πολιτική συμφωνία με τους εταίρους, προκειμένου να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του χρέους.
Θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητο γεγονός ότι σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση της δημοκρατίας και της αλληλεγγύης η αντιμετώπιση του χρέους δε θα έπαιρνε το χαρακτήρα να φορτώνονται οι λαοί τα «σπασμένα» της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και των μονοπωλίων. Η διάσωση, όμως, των τραπεζών, λόγω της οικονομικής κρίσης, μπήκε σε προτεραιότητα από την Ευρωπαϊκή Ένωση και προκειμένου να διασωθούν αυτές τους διατέθηκαν αμέτρητα δισ. ευρώ, που φορτώθηκαν πάνω στις πλάτες των λαών ως χρέος.
Από αυτήν την άποψη, λοιπόν, προτεραιότητα για τους λαούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, και για τη χώρα μας, το άμεσο αίτημα είναι: η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και η μονομερής διαγραφή του χρέους, ενός χρέους που ο λαός μας το έχει πληρώσει πολλές φορές και που έχει καταντήσει τη χώρα μας σε αγελάδα που την αρμέγουν συνεχώς με βάση τους Ευρωπαϊκούς Κανόνες.
Αυτήν τη στιγμή, που η στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και των ΗΠΑ απέναντι στη χώρα μας εγείρουν και φέρνουν και πάλι στην επικαιρότητα το ζήτημα της αποδέσμευσης της χώρας μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, που και πάλι ανεβαίνουν τα αντιευρωπαϊκά αισθήματα του Ελληνικού λαού, γεγονός που μεταφράζεται, σ’ ένα βαθμό, και σε στήριξη της κυβέρνησης, γιατί «τόλμησε και είπε όχι», είναι κραυγαλέα αντίφαση η κυβέρνηση να επιζητεί τη στήριξη του Ελληνικού λαού για να τηρηθούν οι Ευρωπαϊκοί Κανόνες, αυτοί που μας έφεραν στη σημερινή κατάσταση.
Ανοιχτά, πλέον, όλοι οι αδιόρθωτοι σχολιαστές απολογητές και υμνητές της παραμονής της χώρας μας στην ευρωζώνη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρούν ότι τα αντιευρωπαϊκά αισθήματα του Ελληνικού λαού έχουν πάρει επικίνδυνη εξέλιξη και ένταση. Κατακεραυνώνουν την κυβέρνηση, παρά τις υποχωρήσεις της, ότι έχει φέρει τη χώρα σ’ αδιέξοδο και θεωρούν ότι το ζήτημα της παραμονής στο ευρώ πρέπει να λυθεί με νέα προσφυγή στις κάλπες ή με δημοψήφισμα.
Μερικοί άλλοι σχολιαστές, ήδη, αρχίζουν να διατυπώνουν και να προφέρουν, έστω με επιφύλαξη, το ερώτημα «μήπως πρέπει να το πάρουμε απόφαση ότι είναι καλύτερα να είμαστε έξω από το ευρώ»;
Εκεί, όμως, που τα πράγματα είναι πιο καθαρά αυτήν τη στιγμή αφορούν στις διαθέσεις των λαϊκών μαζών. Γίνεται κατανοητό περισσότερο από πριν ότι αυτή η κατάσταση με τους συνεχείς εκβιασμούς από την Ευρωπαϊκή Ένωση δε μπορεί να συνεχιστεί. Από απλούς ανθρώπους διατυπώνεται τολμηρός λόγος: «να τους παρατήσουμε και να φύγουμε, να αποφασίσουμε ότι θα περάσουμε μερικά χρόνια με δυσκολίες αλλά δε θα τους έχουμε στο κεφάλι μας μια ζωή»! Τέτοιες πραγματικές τοποθετήσεις, ακόμη και από οπαδούς και ψηφοφόρους του Αντώνη Σαμαρά στις πρόσφατες εκλογές, αφορούν και στη στάση της κυβέρνησης, μήπως και υποχωρήσει και καταθέσει αίτηση παράτασης.
Και εδώ, πλέον, έρχεται ο αποφασιστικός ρόλος του Κόμματος, που πρέπει να οξύνει τα αισθήματα και τις διαθέσεις των λαϊκών μαζών, να πάρει τις αναγκαίες πρωτοβουλίες για να κινητοποιηθούν αυτές, προβάλλοντας την ανάγκη της αποδέσμευσης με μια αντίστοιχη πρόταση που θα συσπειρώνει τις λαϊκές μάζες και που από τόσο καιρό κάνει λόγο η «Νέα Σπορά».
Από τα ίδια τα πράγματα η στάση της χώρας μας απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή η αποδέσμευση, αναδείχτηκε ο βασικός κρίκος των πολιτικών εξελίξεων. Το Κόμμα μας χρειάζεται μια πολύ συγκεκριμένη πρόταση, που θα αναδεικνύει τις δυνατότητες της χώρας μας για ανάπτυξη αλλά κάτω από διαφορετική εξουσία. Και αυτή η εξουσία δε μπορεί να είναι άλλη από την εξουσία της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων, κύρια των κατώτερων και μεσαίων.
Η κινητοποίηση του Κόμματος και των λαϊκών μαζών θα αποτρέψει και το ενδεχόμενο όλη η στάση της σημερινής κυβέρνησης, έστω όπως εκφράζεται αυτή, να χρησιμεύσει για την άμβλυνση των διαθέσεων των λαϊκών μαζών να «απορροφήσει» την απενοχοποίηση των λαϊκών μαζών απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ. Η δράση του Κόμματος, όμως, δε μπορεί να μην παίρνει υπόψη της τις πραγματικές διαθέσεις των λαϊκών μαζών και την ανάγκη της αλλαγής της πολιτικής του όσο και της στάσης του μέσα στο Εργατικό Κίνημα.
COMMENTS