Σημειώσεις για την πολιτική συγκυρία (1)

Αν πρέπει να βγάλουμε ένα συμπέρασμα από τις μέχρι τώρα προσπάθειες, που κάνει η νέα κυβέρνηση, στο πλαίσιο των επαφών τόσο του πρωθυπουργού όσο και του υπουργού οικονομίας με αντίστοιχους ηγέτες άλλων χωρών και ομολόγους υπουργούς της οικονομίας, για να διερευνήσει τους όρους και τις προϋποθέσεις μιας νέας συμφωνίας της κυβέρνησης με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ, είναι ότι αναδείχτηκαν και πάλι τα μεγάλα πολιτικά και οικονομικά προβλήματα της χώρας μας. Με δυο λόγια θα λέγαμε ότι αναδείχτηκαν οι μεγάλες γραμμές του πολιτικού και οικονομικού προσανατολισμού της χώρας μας.

Γράφαμε σε προηγούμενη ανάρτησή μας (Το πρόβλημα της ανάπτυξης 4/2/2015) ότι το κρίσιμο γεγονός είναι: «(…) ότι η νέα κυβέρνηση, με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ, έχει πλέον μπροστά της να αποδείξει το εάν μπορεί να αλλάξει η Ευρωπαϊκή Ένωση, η πολιτική της, να απαλλαγεί από τη λιτότητα, τις αντιθέσεις της, να λειτουργήσουν οι θεσμοί, να ρυθμίσει το μέγα πρόβλημα του χρέους, να επιλύσει το πρόβλημα της ανάπτυξης και να δρομολογήσει μια νέα πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θα την παρασύρει στο να μετατραπεί από μια αντιδραστική Ένωση, που αντιστρατεύεται τα συμφέροντα των λαών, σε μια Ένωση της ευημερίας των λαών». Και νομίζουμε ότι πάρα πολύ γρήγορα επαληθευτήκαμε για το αντίθετο.

Μέχρι τώρα από τις ίδιες τις κινήσεις της κυβέρνησης για την υλοποίηση του σχεδιασμού της πρέπει να κρατήσουμε ορισμένα σταθερά σημεία, που προέκυψαν από τις συναντήσεις που έχει κάνει με ηγέτες και αξιωματούχους των εταίρων μας, οι οποίοι παίζουν αποφασιστικό ρόλο στη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ποια είναι αυτά;…

Πρώτο: Ο «θεσμικός» Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, αν και έπιασε προστατευτικά από το χέρι τον Αλέξη Τσίπρα, σε κάποια στιγμή τον αγκάλιασε κιόλας, αποδείχτηκε αμετακίνητος στις θέσεις του ως προς την ανάγκη η χώρα μας να τηρήσει τις δεσμεύσεις της, δεσμεύσεις που είχε κάνει η προηγούμενη κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά και που ο Ελληνικός λαός την αποδοκίμασε ισχυρά στις πρόσφατες εκλογές της 25ης του Γενάρη. Όλα αυτά, βέβαια, στο πλαίσιο της «συνέχειας του κράτους», αρχή την οποία την έχει αποδεχτεί ο νέος πρωθυπουργός και αποτελεί από μόνη της μια δέσμευση γι’ αυτόν τον ίδιο αλλά και ως προς τις σχέσεις της χώρας μας με τους εταίρους μας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Δεύτερο: Οι συναντήσεις του Αλέξη Τσίπρα με το Ματέο Ρέντσι και το Φρανσουά Ολάντ εξασφάλισαν μπόλικη συμπάθεια ως προς την απαλλαγή της χώρας μας από την πολιτική της λιτότητας και την ανάγκη μιας στροφής προς την ανάπτυξη, την ίδια στιγμή που οι δύο ηγέτες, για τους δικούς τους λόγους, που αφορούν τις σχέσεις τους με τη Γερμανία, υποδείκνυαν στον Αλέξη Τσίπρα ότι πρέπει να τηρήσει τις δεσμεύσεις της προηγούμενης κυβέρνησης, δεσμεύσεις που συνεχίζουν τη λιτότητα και δεν οδηγούν την Ελληνική οικονομία σε ανάπτυξη.

Τρίτο: Η πρόσφατη απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να μην αποδέχεται πλέον τα Ελληνικά ομόλογα ως εγγύηση για τη χορήγηση ρευστότητας, έτσι κι αλλιώς, πέρα από την οικονομική της σημασία έχει και το χαρακτήρα μιας αυστηρής πολιτικής προειδοποίησης και ανοιχτής απειλής, που συνοδεύεται από ένα πρώτο μέτρο, προς το παρόν, που απευθύνεται προς την νέα κυβέρνηση, και που είναι σα να της λέει «αν δε μπει η Ελλάδα σε πρόγραμμα θα σου κλείσω τις κάνουλες της ρευστότητας». Οπότε το αποτέλεσμα είναι γνωστό. Θα στεγνώσει η αγορά από ρευστότητα ακόμα περισσότερο απ’ ότι τώρα και όχι μόνο. Η προειδοποίηση – απειλή της ΕΚΤ έχει και έναν άλλο στόχο. Να φοβίσει και να τρομοκρατήσει τους καταθέτες. Γι’ αυτό το λόγο η κυβέρνηση έσπευσε να διαβεβαιώσει ότι δεν υπάρχει προς το παρόν πρόβλημα με τις τράπεζες, με τη ρευστότητα και με τις καταθέσεις. Η κυβέρνηση παραπέρα διευκρίνισε ότι δεν εκβιάζεται από κανέναν, πολύ περισσότερο δεν απειλεί κανέναν. Η προειδοποίηση – απειλή, όμως, καταλήγει σ’ ένα σημαντικό σημείο: ότι η ΕΚΤ απαιτεί η χώρα μας να μπει οπωσδήποτε σε πρόγραμμα. Ως προέκταση αυτής της προειδοποίησης – απειλής θα πρέπει να κρατήσουμε τη συνάντηση των Δραγασάκη – Στουρνάρα, κατά την οποία, σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, ο Γιάννης Στουρνάρας είπε στο Γιάννη Δραγασάκη, ότι πρέπει να υπάρξει όσο το δυνατό πιο γρήγορα συμφωνία, γιατί «ο χρόνος τελειώνει». Στις δημόσιες δηλώσεις του ο Γιάννης Στουρνάρας διευκρίνισε ότι η απόφαση της ΕΚΤ μπορεί να παρθεί πίσω, ωθώντας και αυτός την κυβέρνηση, με τον τρόπο αυτό, να έρθει σε συμφωνία με τους εταίρους μας. Να προσθέσουμε εδώ ότι σε εκπροσώπους των εταίρων υπάρχει και η άποψη ότι πρέπει να κοπεί και ο ELA, δηλαδή η μόνη δυνατότητα που έχει η χώρα μας να καλύπτει το πρόβλημα της ρευστότητας.

Τέταρτο: Διέρρευσε το «non paper» της γερμανικής κυβέρνησης, που πληροφορούσε το Eurogroup για τις θέσεις της σε σχέση με  το «Ελληνικό πρόβλημα». Η Γερμανική κυβέρνηση κάνει ξεκάθαρο ότι δε δέχεται καμία από τις προτάσεις της Ελληνικής κυβέρνησης και επιμένει στα όσα συμφωνήθηκαν με την προηγούμενη κυβέρνηση με βάση το e-mail του Γκίκα Χαρδούβελη. Η πολιτική σημασία αυτής της θέσης είναι ότι «με το καλημέρα» η Γερμανία βάζει θέμα ότι συζητάει με τη σημερινή κυβέρνηση έχοντας ως βάση την πολιτική …της προηγούμενης κυβέρνησης. Επομένως αν θέλουμε να κυριολεκτήσουμε η Γερμανική κυβέρνηση δεν αναγνωρίζει στην Ελληνική κυβέρνηση τη δυνατότητα να εφαρμόσει την πολιτική της, γεγονός που δεν προκύπτει μόνο από το συγκεκριμένο non paper, αλλά εξάγεται ως συμπέρασμα από όλες τις επαφές της κυβέρνησης, πέρα και έξω από τα λόγια συμπάθειας που εισέπραξε. Αν θέλουμε να αποδώσουμε με σαφείς πολιτικούς όρους το περιεχόμενο του non paper της Γερμανικής κυβέρνησης αποτελεί μια καθαρή αποδοκιμασία της ετυμηγορίας του Ελληνικού λαού.

Πέμπτο: Αφήσαμε τελευταία τη συνάντηση του Γιάνη Βαρουφάκη με τον «πνευματικό» πατέρα της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Από αυτήν τη συνάντηση προέκυψε ή πλήρης διάσταση απόψεων μεταξύ των δύο πλευρών. Αυτό όμως από πρώτη άποψη, γιατί ο Γιάνης Βαρουφάκης πήγε σ’ αυτήν τη συνάντηση με «κομμένη» τη βασική θέση της κυβέρνησης για διαγραφή του χρέους και με τη νέα θέση για την ανταλλαγή ομολόγων, που και αυτήν την απέρριψε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Από νεότερες δηλώσεις του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε προκύπτει ότι η Γερμανία βάζει ως όρο τη συνάντηση της τρόικας, της υπάρχουσας, γιατί είναι ένα θεσμικό όργανο και ανεξάρτητα από το χώρο που θα συναντηθούν, με την Ελληνική κυβέρνηση για να συζητήσουν τις προτάσεις της, οι οποίες πρέπει να είναι πολύ συγκεκριμένες. Παράλληλα η πίεση που εξασκείται από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι να αιτηθεί η νέα κυβέρνηση μια νέα παράταση, πράγμα που σημαίνει και παράταση του υπάρχοντος μνημονίου, αποδοχή της αξιολόγησης και της τρόικας, που θα πραγματοποιήσει την αξιολόγηση, πράγμα που αρνείται η κυβέρνηση.

Μετά από την παράθεση των παραπάνω εξελίξεων  εκείνο το συμπέρασμα που βγαίνει – και που θέλουμε να τονίσουμε από την πλευρά μας, είναι ότι η ένταξη της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ευρωζώνη τίθεται πάνω στο τραπέζι και πάλι. Και τίθεται από την ίδια την εξέλιξη της διαπραγμάτευσης, που διεξάγει η κυβέρνηση.

Και δεν τίθεται μόνο το ζήτημα της ένταξης της χώρας μας της χώρας μας. Αναδεικνύεται σ’ όλο της «το μεγαλείο» η φύση και ο ρόλος της. Από όλες τις απόψεις, γεγονός που επιβάλλει να ανοίξει ξανά η συζήτηση γύρω από αυτό το ζήτημα, και μάλιστα τώρα, που τα αυτιά των λαϊκών μαζών είναι πιο ανοιχτά και τα μάτια τους έχουν δει πολύ περισσότερα.

Εδώ θα θέλαμε να σταθούμε στο κλίμα ευρύτερης αποδοχής από την πλευρά των λαϊκών μαζών των κινήσεων της κυβέρνησης, στη βάση ότι «επιτέλους ακούστηκε και ένα όχι», γεγονός που ανέδειξε την ευαισθησία τους απέναντι στην πολιτική υποτέλειας της προηγούμενης κυβέρνησης.

Σ’ αυτήν τη νέα φάση που μπήκε η πολιτική ζωή της χώρας μας έχει πολύ μεγάλη σημασία να αναδείξουμε την πολιτική αντίφαση που διαπερνάει τη στάση της κυβέρνησης και τα καθήκοντα του Κόμματος από εδώ και πέρα. Αυτό το θέμα θα το αντιμετωπίσουμε στο αμέσως επόμενο άρθρο μας.

COMMENTS