Εκτίμηση των εκλογικών αποτελεσμάτων

Η «Νέα Σπορά» καταθέτει την εκτίμησή της για τα αποτελέσματα της εκλογικής αναμέτρησης της 25ης του Γενάρη, έχοντας ως βασικό κριτήριο την κίνηση των λαϊκών μαζών στο πλαίσιο των σχέσεων των τάξεων, έτσι όπως αποτυπώνονται αυτές στις συγκεκριμένες συνθήκες, που έχουν διαμορφωθεί στη χώρα μας. Σχέσεις που έχουν να κάνουν με την εφαρμογή μιας μακροχρόνιας αντιλαϊκής πολιτικής, που εκπορεύεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση με τη συγκατάθεση της αστικής τάξης της χώρας μας – στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης και της χρεοκοπίας της, που είχε ως αποτέλεσμα την απότομη εξαθλίωση των εργαζομένων και την πρωτοφανή καταστροφή των μικροαστικών στρωμάτων – κυρίως κατώτερων και μεσαίων –  ακόμη και τμήματος της αστικής τάξης, της στάσης των πολιτικών σχηματισμών απέναντι στην οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία και της κατάστασης του Εργατικού Κινήματος.

Παράλληλα η εκτίμηση των εκλογικών αποτελεσμάτων καθορίζεται από:

  • την επίδραση που εξασκεί στην κίνηση των λαϊκών μαζών το γεγονός της ένταξης της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο πλαίσιο της παγκόσμιας γεωστρατηγικής και της στρατηγικής της αστικής τάξης της χώρας μας.
  • την κακή οικονομική κατάσταση που βρίσκεται η Ευρωπαϊκή Ένωση και ειδικότερα η ευρωζώνη – αντιμετωπίζοντας το φάσμα μιας νέας οικονομικής ύφεσης.
  • την πρόσφατη απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και την πίεση που εξασκούν οι ΗΠΑ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο πάνω στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την υιοθέτηση μιας οικονομικής πολιτικής ποσοτικής χαλάρωσης, στο πλαίσιο ανάληψης μέτρων, που θα διευκολύνουν την ανάπτυξη και την καπιταλιστική κερδοφορία.
  • την κρίση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, για να αντιτάξει μια ενιαία στρατηγική απέναντι στις δυνάμεις του κεφαλαίου.
  • την απουσία μιας συγκεκριμένης πρότασης διεξόδου από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία από την πλευρά του Κόμματός μας, του ΚΚΕ, πρόταση που θα συνδυάζει τα άμεσα προβλήματα, που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι και τα μικροαστικά στρώματα με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των εργαζομένων, τη διεκδίκηση της εξουσίας και της διακυβέρνησης εκ μέρους της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων με την εκδίωξη της αστικής τάξης από την εξουσία στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού, με βασικό κρίκο την αποδέσμευση της χώρας μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ.

Σημαντική παράμετρος που παίζει, επίσης, αντίστοιχα σημαντικό ρόλο για την εκτίμηση των εκλογικών αποτελεσμάτων είναι το γεγονός της μακροχρόνιας πολιτικής κρίσης και της αποσταθεροποίησης του πολιτικού συστήματος, που επέφερε η μακροχρόνια άσκηση της αντιλαϊκής πολιτικής που εφαρμόστηκε, της μνημονιακής πολιτικής, που έκφραζε τη γενική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο τρόπος κατανόησης αυτής της πολιτικής από τις λαϊκές μάζες, που εγκυμονούσε κινδύνους για το αστικό πολιτικό σύστημα, η στάση των δυνάμεων της μείζονος αντιπολίτευσης – του ΣΥΡΙΖΑ – που επιδόθηκε σε μια αντιμνημονιακή ρητορεία, των άλλων δυνάμεων της αντιπολίτευσης και πάνω απ’ όλα η στάση του ΚΚΕ απέναντι στην πολιτική κρίση και την αποσταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος.

Το γεγονός αυτό εξηγεί και την επίσπευση των διαδικασιών της εκλογής νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, που αναγκαστικά οδηγούσε και στην πραγματοποίηση πρόωρων εκλογών, με τη συγκατάθεση των ιθυνόντων κύκλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και μετά την αποτυχία των προσπαθειών για μια συναινετική λύση, που ουσιαστικά θα έβαζε και τις βάσεις για το ξεπέρασμα της πολιτικής κρίσης και της αποσταθεροποίησης του αστικού πολιτικού συστήματος με δεδομένη την ενσωμάτωση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ στη στρατηγική της αστικής τάξης της χώρας μας.

Το εύρος της δυσαρέσκειας από την άσκηση της μνημονιακής πολιτικής, σε σχέση με τη κίνηση των ίδιων των λαϊκών μαζών, ματαίωσε τη συναινετική λύση, που προωθούσε η αστική τάξη της χώρας μας και οδήγησε στις πρόωρες εκλογές, στην αναζήτηση μιας λύσης, που θα αξιοποιούσε την ενσωμάτωση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ στην αστική στρατηγική, με άμεσο στόχο και την ενσωμάτωση των λαϊκών μαζών για το ξεπέρασμα της πολιτικής κρίσης και τη σταθεροποίηση του αστικού πολιτικού συστήματος.

Παράλληλα η αναζήτηση αυτής της λύσης αντανακλά και τις αντιθέσεις, που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της αστικής τάξης της χώρας μας, αλλά και την ίδια τη δύσκολη κατάσταση που έχει περιέλθει συνολικά αυτή, όχι ως προς την αμφισβήτηση της στρατηγικής της, ως προς την παραμονή της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, αλλά σ’ ότι αφορά τη συνέχεια και τον τρόπο εφαρμογής μιας αντιλαϊκής πολιτικής, που εφάρμοζε μέχρι τώρα η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, που δεν οδηγούσε στην ανάπτυξη και στηριζόταν στη λιτότητα διαρκείας, στην εξαθλίωση των λαϊκών μαζών, στο άκρατο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και των ιδιωτικοποιήσεων.

Παράλληλα, αφορά και στην αναζήτηση μιας επαναδιαπραγμάτευσης του χρέους, που αποτελεί μακροχρόνιο ανασταλτικό παράγοντα για την ανάκαμψη της οικονομίας, παράγοντα  που κρατάει τη χώρα μας σε κατάσταση διαρκούς ελεγχόμενης χρεοκοπίας και κατ’ επέκταση παράγοντα, που δεν εξασφαλίζει τη σταθεροποίηση του αστικού πολιτικού συστήματος και το ξεπέρασμα της πολιτικής κρίσης.

Η επαλήθευση αυτών των εκτιμήσεων ήρθε πολύ γρήγορα με το σχηματισμό κυβέρνησης από ένα μπλοκ πολιτικών δυνάμεων, το ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ, με αντιμνημονιακή ρητορική, πολιτικές δυνάμεις που αντιπροσωπεύουν: ο μεν ΣΥΡΙΖΑ μικροαστικά στρώματα και πλατιά τμήματα της εργατικής που έχει ενσωματώσει στην επιρροή του, οι δε ΑΝΕΛ τμήματα της αστικής τάξης, που είτε έχουν καταστραφεί είτε πιέζονται από την οικονομική πολιτική, που εφαρμόζεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση με ευθύνη κυρίαρχα της ιμπεριαλιστικής Γερμανίας, που επιδιώκει την ηγεμονία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είτε είναι περισσότερο συνδεδεμένα με το δολάριο είτε αναζητούν και άλλα εναλλακτικά διεθνή στηρίγματα. Μια τέτοια κατεύθυνση βοηθάει συνολικά την αστική τάξη να βελτιώσει τη θέση της.

Με έναν τέτοιο προσανατολισμό η νέα κυβέρνηση είναι έτοιμη να προχωρήσει σε ορισμένα μέτρα σταθεροποίησης της οικονομίας, σε μια πρώτη αντιμετώπιση φαινομένων ακραίας φτώχιας, στην επαναπρόσληψη εργαζομένων που βρίσκονται σε καθεστώς διαθεσιμότητας, στην αναστολή ιδιωτικοποιήσεων που προκαλούσαν το κοινό αίσθημα και στο διαχωρισμό της θέσης της από αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που τη φέρνουν σ’ αντίθεση με την αναζήτηση νέων διεθνών στηριγμάτων.

Στην κατεύθυνση αυτή δείχνει ότι είναι διατεθειμένη να υιοθετήσει και να προωθήσει ένα νέο υπόβαθρο ιδεολογικής και πολιτικής συναίνεσης, που φτάνει μέχρι την αξιοποίηση της ένδοξης ιστορίας του Κομμουνιστικού Κινήματος της χώρας μας. Αυτό ακριβώς δείχνει η επίσκεψη του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, που αποκτάει ένα διαφορετικό συμβολισμό από ανάλογες κινήσεις, που είχαν γίνει κατά το παρελθόν, αυτό δείχνουν οι δηλώσεις του υπουργού άμυνας Πάνου Καμμένου για μια νέα εθνική ενότητα με αναφορά στον Άρη Βελουχιώτη και τον Ναπολέοντα Ζέρβα και στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου.

Το βέβαιο είναι ότι η χώρα μας μπαίνει σε μια νέα φάση της πολιτικής της ζωής, που οι πολιτικές δυνάμεις που βρίσκονται στη διακυβέρνηση επιχειρούν τη σταθεροποίηση του αστικού πολιτικού συστήματος, που συμπεριλαμβάνει και τη Νέα Δημοκρατία, ως ενός πυλώνα της αστικής τάξης και του αστικού πολιτικού συστήματος και έτσι εξηγείται η προσπάθεια της νέας κυβέρνησης να αναζητήσει λύση στο ζήτημα της εκλογής για νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας από το χώρο της Νέας Δημοκρατίας προβάλλοντας ως πρώτη επιλογή τον Κώστα Καραμανλή, ο οποίος είχε επιχειρήσει και ένα σχετικό άνοιγμα προς τη Ρωσία, και ως σχεδόν βέβαιη επιλογή το Δημήτρη Αβραμόπουλο, σημερινό αντιπρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας.

Μπροστά στο νέο πολιτικό σκηνικό που έχει δημιουργηθεί και που είναι προϊόν μιας προηγούμενης και πιθανόν μακράς προετοιμασίας, η «Νέα Σπορά» είναι, εκ των πραγμάτων, υποχρεωμένη να κρίνει τα εκλογικά αποτελέσματα της 25ης του Γενάρη στο πλαίσιο μιας συνολικότερης αντιμετώπισης των οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων στη χώρα μας, από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, που έφερε την πολιτική κρίση και την αποσταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος και όχι στο στενό πλαίσιο της σύγκρισης με τις αμέσως προηγούμενες εθνικές εκλογές.

Η Νέα Δημοκρατία ως ένας, ο κύριος, από τους κυβερνητικούς εταίρους της προηγούμενης κυβέρνησης υπέστη μια σοβαρή ήττα και παρά την επιστράτευση μιας εκλογικής τακτικής της καταστροφολογίας – που περιείχε μέχρι και την ανοιχτή χυδαιότητα – του φόβου και της τρομοκρατίας, παρά την αλλαγή της εκλογικής της τακτικής, που επιχείρησε υποσχόμενη αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις, σταμάτημα των απολύσεων και ελάφρυνση στη φορολογία των εργαζομένων, δεν κατόρθωσε να επανασυσπειρώσει τις δυνάμεις, που επιθυμούσε στο πλαίσιο της εν γνώσει της προδιαγραμμένης ήττας που ήταν δρομολογημένη για να υποστεί. Οι λαϊκές μάζες απέκρουσαν αυτήν την εκλογική τακτική της Νέας Δημοκρατίας, που την έφερνε στη θέση του απολογητή μιας αντιλαϊκής πολιτικής υποτέλειας, που την εμφάνιζε ως τη φωνή των αφεντικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των δανειστών, που βάθυνε την εξάρτηση της χώρας μας και ταπείνωνε τον Ελληνικό λαό. Οι δυνάμεις που συγκρατεί η Νέα Δημοκρατία δεν της αφαιρούν τη δυνατότητα να εξακολουθήσει να παίξει το ρόλο του παραδοσιακού πυλώνα της αστικής τάξης, παρ’ όλο που από την εκλογική αναμέτρηση βγαίνει σοβαρά τραυματισμένη και, ίσως, με διεργασίες και εξελίξεις, που αφορούν το εσωτερικό της, για επαναπροσδιορισμό του ρόλου της και της θέσης της στο πολιτικό σύστημα. Το όραμα μιας «Νέας Ελλάδας» με σχεδόν ακροδεξιά ρητορική δε μπόρεσε να περάσει στον Ελληνικό λαό.

Το ΠΑΣΟΚ υπέστη μια εκλογική συντριβή, σε συνδυασμό με τον κατακερματισμό του ευρύτερου χώρου της Σοσιαλδημοκρατίας. Εγείρεται θέμα για την ίδια του την ύπαρξη και η μόνη διέξοδος που θα μπορούσε να το διασώσει είναι μια ύστατη προσπάθεια για την επανασύσταση του χώρου της Σοσιαλδημοκρατίας σε συνεννόηση με συγγενείς δυνάμεις.

Ο δικομματισμός της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ έχει υποστεί ένα ιδιαιτέρως ισχυρό χτύπημα, αφού συγκεντρώνει το 32.49% του εκλογικού σώματος και  2008237 ψήφους σε σχέση με τα εκλογικά αποτελέσματα των εθνικών εκλογών του 2009, που μόλις είχε ξεσπάσει η οικονομική κρίση, και που συγκέντρωνε το 77.39% του εκλογικού σώματος και 5308261 ψήφους, σ’ ένα εκλογικό σώμα που κινείται περίπου στα ίδια επίπεδα με τις εκλογές του 2015. Η σημασία αυτού του γεγονότος επικεντρώνεται στο γεγονός ότι η αποσταθεροποίηση του δικομματισμού της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ αρχίζει με τις εκλογές του Μάη του 2012 και αφορά τη στάση του ΚΚΕ εκείνη την περίοδο, ως τρίτου κόμματος, που δεν κατόρθωσε να αντιτάξει μια πολιτική πρόταση, που θα καρπωνόταν την αποσταθεροποίηση του δικομματισμού και του πολιτικού συστήματος εν μέσω οικονομικής και πολιτικής κρίσης, αποσταθεροποίηση του δικομματισμού που κατέληξε στη σημερινή του δύναμη, κάτω, δηλαδή, από τη μισή δύναμη από αυτήν που διέθετε το 2009.

Ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να επεκτείνει την επιρροή του στα μικροαστικά στρώματα τόσο στα αστικά κέντρα όσο και στην περιφέρεια ενσωματώνοντας μικροαστικές μάζες της πόλης και του χωριού, ενώ επέκτεινε την επιρροή του και στην εργατική τάξη. Αυτό που χαρακτηρίζει τις δυνάμεις που συγκέντρωσε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης προς την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και την πολιτική του, που, σύμφωνα με ορισμένες δημοσκοπήσεις, αφορά στο 65% των δυνάμεων της εκλογικής του δύναμης. Άμεσος και καθοριστικός στόχος του ΣΥΡΙΖΑ είναι η σταθεροποίηση αυτής της εκλογικής του δύναμης, η παραπέρα διεύρυνσή της, γεγονός που συναρτάται και με τις πρώτες κινήσεις που κάνει με την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας και τα πρώτα μέτρα που ανακοίνωσε. Το συνολικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί διέξοδο για τους εργαζόμενους και κινείται «εντός των πλαισίων» της αστικής στρατηγικής. Κύριος στόχος του ΣΥΡΙΖΑ είναι η σταθεροποίηση της οικονομίας, γεγονός που δε σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι θα ακολουθήσει μια πολιτική προς όφελος των εργαζομένων.

Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν τη μεγάλη πίεση που εξάσκησε πάνω τους η Νέα Δημοκρατία, γεγονός που δείχνει ότι βρήκαν στηρίγματα μέσα στην αστική τάξη της χώρας, τμήμα της οποίας αντιπροσωπεύουν. Πρόκειται για έναν πολιτικό σχηματισμό που άντλησε τις δυνάμεις του από δυσαρεστημένους ψηφοφόρους της ευρύτερης Δεξιάς, που δε δέχονταν τη μνημονιακή πολιτική και που αρνούνταν να ενισχύσουν την πολιτική της άνευ όρων υποτέλειας της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ.

Το Ποτάμι έλαβε ένα εκλογικό ποσοστό και αριθμό ψήφων κατώτερο των προσδοκιών του. Εκπροσωπεί κυρίως δυσαρεστημένες δυνάμεις προσανατολισμένες στην αστική πολιτική από το λεγόμενο χώρο του παραδοσιακού Κέντρου και της Δεξιάς. Είναι ένα ανοιχτό ζήτημα η παραπέρα επιβίωσή του, που ασφαλώς σχετίζεται και με τις διεργασίες που θα εξελιχτούν στην προσπάθεια σταθεροποίησης του αστικού πολιτικού συστήματος και τις εξελίξεις στο κομματικό σύστημα.

Η Χρυσή Αυγή δείχνει να συγκρατεί τις δυνάμεις της, παρά τις μικρές σχετικά απώλειες που σημείωσε. Οι δυνάμεις της αποτελούν μια εφεδρεία της αστικής τάξης και τον πυρήνα για τη δημιουργία κόμματος της «σύγχρονης» ακροδεξιάς. Ανεξάρτητα από την πορεία εξέλιξης του φασιστικού και εγκληματικού αυτού κόμματος, το βέβαιο είναι ότι το σύνολο των φασιστικών, ακροδεξιών και εθνικιστικών δυνάμεων συγκεντρώνουν ένα αξιοσημείωτο ποσοστό στην κοινωνία, που ενδυναμώθηκε με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και την ενθάρρυνση των πιο επιθετικών κύκλων των δυνάμεων του κεφαλαίου, όπως το εφοπλιστικό, και αποτελεί σημαντικό κίνδυνο για τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις δημοκρατικές ελευθερίες του Ελληνικού λαού.

Το ΚΚΕ σημείωσε μια μικρή αύξηση των δυνάμεών του σε σχέση με το ποσοστό και τις ψήφους που έλαβε στις εθνικές εκλογές του 2012. Το γεγονός αυτό δείχνει μια τάση επανασυσπείρωσης δυνάμεων προς το Κόμμα, αν και αυτή η επανασυσπείρωση δεν ακολούθησε τους ίδιους ρυθμούς με τις ευρωεκλογές του 2014, πάντα σε σύγκριση με τις εθνικές εκλογές του Ιούνη του 2012. Παίρνοντας, όμως, ως κριτήριο, τη συνολική πορεία του Κόμματος στα χρόνια της οικονομικής και πολιτικής κρίσης, όπως ακριβώς κατά τη γνώμη μας πρέπει να γίνει, πρέπει να πούμε ότι το Κόμμα δεν κατόρθωσε να καρπωθεί τη μεγάλη δυσαρέσκεια που προκάλεσε η εφαρμογή της αντιλαϊκής μνημονιακής πολιτικής, σε αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις και με μέτρο το βάθος της οικονομικής και πολιτικής κρίσης, γεγονός που οφείλεται στην αριστερή παρέκκλιση που έχει στην πολιτική του, που του στερεί τη δυνατότητα να πρωταγωνιστεί στις πολιτικές εξελίξεις, να αναπτύσσει δεσμούς με τους εργαζόμενους, να τους κινητοποιεί, να πρωταγωνιστεί στην ανάπτυξη των αγώνων του Εργατικού Κινήματος. Με την έννοια αυτή το εκλογικό αποτέλεσμα δεν αποκλείει τους σοβαρούς κινδύνους περιθωριοποίησης του Κόμματος. Οι κίνδυνοι αυτοί εξακολουθούν να είναι υπαρκτοί. Στην κατεύθυνση αυτή πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξε το γεγονός της μη κατάθεσης μιας συγκεκριμένης πρότασης διεξόδου από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία με κατεύθυνση το σοσιαλισμό. Ιδιαίτερα για τις εκλογές της 25ης του Γενάρη σημαντικό ρόλο έπαιξε και η μη πλατιά χρησιμοποίηση του συνθήματος για την κατάληψη της τρίτης θέσης. Η σημερινή θέση του Κόμματος, από την άποψη της εκλογικής του δύναμης, προσομοιάζει με τη θέση που κατείχε το 1996, όταν το εκλογικό ποσοστό του ήταν 5.61% και οι ψήφοι του ανέρχονταν στους 380167. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι τώρα, μετεκλογικά, είναι ακόμα πιο αναγκαία η κατάθεση μιας συγκεκριμένης πρότασης που θα περιλαμβάνει συγκεκριμένα μέτρα και συγκεκριμένους στόχους, που θα αποτελούν και το μέτρο σύγκρισης με την πολιτική που θα εφαρμόζει η νέα κυβέρνηση και δε θα της δίνεται η δυνατότητα να εγκλωβίζει δυνάμεις με τις μικρές «ανάσες» που θα προσφέρει. Αυτή ακριβώς η πρόταση είναι πολύ πιο αναγκαία για την ανασυγκρότηση του Εργατικού Κινήματος και την ανάπτυξη των αγώνων του. Οι εργαζόμενοι πρέπει να έχουν στα χέρια τους μια συγκεκριμένη προγραμματική πρόταση που θα στηρίξουν τις διεκδικήσεις τους. Και η κατάθεση αυτής της πρότασης πρέπει να γίνει και για έναν άλλο λόγο, εξίσου πολύ σημαντικό. Αυξάνουν τώρα οι κίνδυνοι οι δυνάμεις του Κόμματος να περιέλθουν σε αμηχανία και αδράνεια μπροστά σε μια κυβέρνηση, που στη γενική της πολιτική δε θα δίνει μεν φιλολαϊκή διέξοδο στην οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία, αλλά θα διασκεδάζει δε το αίσθημα των εργαζομένων με ορισμένα μέτρα ανακούφισης την ίδια στιγμή, που από την πλευρά του Κόμματος θα προωθείται ως λύση ο άμεσος σοσιαλισμός. Είναι, παραπέρα, ισχυρή πλάνη να πιστεύει κανείς ότι μια αποτυχία της νέας κυβέρνησης, που είναι πολύ πιθανή και γι’ αυτά τα περιορισμένα μέτρα που έχει δεσμευτεί, θα σημάνει και την ταυτόχρονη συσπείρωση δυνάμεων γύρω από το ΚΚΕ, όταν θα λείπει μια συγκεκριμένη πρόταση διεξόδου από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία, πρόταση επίλυσης των οξύτατων προβλημάτων των εργαζομένων, και στη θέση της προβάλλεται ο άμεσος σοσιαλισμός. Άλλωστε πρέπει να πούμε ότι και αυτή η επανασυσπείρωση που σημειώθηκε στις εκλογές της 25ης του Γενάρη οφείλεται στο γεγονός ότι η ηγεσία του κόμματος επανέφερε στο λεξιλόγιο του Κόμματος ξεχασμένες έννοιες, όπως αυτή της Αριστεράς, στηρίχτηκε στο επιχείρημα για ανάκτηση των απωλειών σε σχέση με το 2009, γεγονός που αποτελεί έμμεση αλλά σαφή διαφοροποίηση σε σχέση με τα ντοκουμέντα του 19ου Συνεδρίου. Το άμεσο καθήκον του Κόμματος είναι η αλλαγή της πολιτικής του.

Το γενικό συμπέρασμα που βγαίνει, κατά τη γνώμη μας, από τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών είναι ότι η αστική τάξη ακόμη δε μπόρεσε να σταθεροποιήσει το πολιτικό της σύστημα, παρά το γεγονός της εμφάνισης ενός νέου διπολισμού, ότι η νέα κυβέρνηση θα βρεθεί μπροστά σε σημαντικές δυσκολίες σ’ ότι αφορά την αντιμετώπιση μιας νέας ρύθμισης του χρέους και τη δρομολόγησης μιας αναπτυξιακής πολιτικής, με δεδομένη και την οικονομική κατάσταση στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ευρωζώνη, τις αντιθέσεις και τους ανταγωνισμούς στο επίπεδο της γεωστρατηγικής. Με την έννοια αυτή δεν έχουν αντιμετωπιστεί και οι όροι που θα κάνουν μέρος της πολιτικής κρίσης και τη νέα κυβέρνηση. Εξακολουθούν να υπάρχουν. Πολύ περισσότερο δεν έχουν, ακόμη τουλάχιστον, αντιμετωπιστεί οι όροι της ενσωμάτωσης των λαϊκών μαζών, που αντιτάχτηκαν στην πολιτική της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, αντιμετώπισαν την εκστρατεία φόβου και τρομοκρατίας της Νέας Δημοκρατίας και παρά το γεγονός ότι κατευθύνθηκαν προς το ΣΥΡΙΖΑ κανείς δε μπορεί να ισχυριστεί ότι το έκαναν δείχνοντας εμπιστοσύνη στην πολιτική του. Με την έννοια αυτή το να αποδίδει κανείς την κατηγορία «μειωμένων απαιτήσεων» στις λαϊκές μάζες είναι, τουλάχιστον, σοβαρό πολιτικό ατόπημα. Οι πολιτικές εξελίξεις είναι μπροστά και η ηγεσία του Κόμματος οφείλει να προετοιμάσει τις κομματικές δυνάμεις για τις μάχες που έρχονται, να συμβάλει στην ανάπτυξη και καθοδήγηση των εργατικών αγώνων, γιατί τώρα της πέφτει ακόμα πιο βαρύ το φορτίο, να αντιμετωπίσει τη δημαγωγία της Νέας Δημοκρατίας, υπό τον όρο ότι θα προχωρήσει σε αλλαγή της πολιτικής του Κόμματος και της στάσης του μέσα στο Εργατικό Κίνημα.

Η «Νέα Σπορά» με τις αναρτήσεις της και το «Κείμενο εκλογικής στήριξης του ΚΚΕ» επισήμανε την ανάγκη ενίσχυσης του Κόμματος, κάνοντας ξεκάθαρο ότι απώλεια νέων δυνάμεων από το Κόμμα θα σήμαινε και αύξηση των κινδύνων για την ίδια την ύπαρξή του. Η κριτική της θέση απέναντι στην ηγεσία του Κόμματος δεν αφορά τη στρατηγική του, το σοσιαλισμό. Αφορά την τακτική του Κόμματος, την ωρίμανση των υποκειμενικών συνθηκών για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, τη στάση του στο Εργατικό Κίνημα. Αυτή τη στιγμή θέλει να επισημάνει, επίσης, ότι ποτέ μέχρι τώρα δε φάνηκε πιο καθαρά η ανάγκη για την υιοθέτηση μιας άλλης τακτικής, που θα επιτρέπει την προσέγγιση των λαϊκών μαζών, την αποκατάσταση των δεσμών του Κόμματος με τους εργαζόμενους, την επανασύνδεση των δυσαρεστημένων δυνάμεων, που αποσπάστηκαν από το Κόμμα αλλά προσβλέπουν σ’ αυτό, τον απεγκλωβισμό εργατικών και μικροαστικών δυνάμεων από άλλους πολιτικούς σχηματισμούς. Οι λαϊκές μάζες δεν ενσωματώθηκαν ακόμη στις δυνάμεις του διπολισμού. Και αυτό είναι ένα ελπιδοφόρο μήνυμα για το ίδιο το Κόμμα. Το εκλογικό αποτέλεσμα του Κόμματος δείχνει, παρά το γεγονός ότι δεν αντιστοιχεί στην οξύτητα της οικονομικής και πολιτικής κρίσης, ότι το Κόμμα μας με τη διόρθωση των λαθών του μπορεί να ελπίζει σε γρήγορη ανάκαμψη των δυνάμεών του.  Και αυτό πρέπει να κάνει, παραμερίζοντας κάθε προσπάθεια «δικαίωσης» μιας πολιτικής, που κρίνεται εκ του αποτελέσματος και της ίδιας της πορείας του Κόμματος όλα αυτά τα χρόνια της βαθύτερης οικονομικής κρίσης, που πέρασε η χώρα μας στη νεότερη ιστορία της και σε συνθήκες έντονης και παρατεταμένης πολιτικής κρίσης. Το Κόμμα μας εξακολουθεί να βρίσκεται, από την άποψη των άμεσων καθηκόντων του, στην ίδια θέση και μετεκλογικά. Να καθορίσει τη στάση του, δηλαδή τη στάση της εργατικής τάξης απέναντι στα μικροαστικά στρώματα και να επεξεργαστεί μια πρόταση διεκδίκησης της εξουσίας και της διακυβέρνησης από την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα της πόλης και του χωριού με κύριο κρίκο της πολιτικής του την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, την υπεράσπιση των λαϊκών διεκδικήσεων με κατεύθυνση το σοσιαλισμό.

COMMENTS