Μετά από την παράθεση των επισημάνσεων που παρουσιάσαμε στα δύο προηγούμενα μέρη της τέταρτης συνέχειας περνάμε στην κριτική αποτίμηση των εκτιμήσεων του Κόμματος, έτσι όπως αυτές εκφράστηκαν με την ανακοίνωση της Κεντρικής Επιτροπής του.
Μέχρι τώρα διασαφηνίσαμε τα κριτήρια με βάση τα οποία κρίνουμε την εξέλιξη της εκλογικής δύναμης του Κόμματος και το χαρακτήρα των εκλογών. Τις συνθήκες στο πλαίσιο των οποίων διαμορφώθηκε το εκλογικό αποτέλεσμα.
Εξηγήσαμε ότι αυτό μπορεί, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, να αποτελέσει μια νέα αρχή ανάκαμψης του Κόμματος, έστω και εάν, ταυτόχρονα, στη συνολική πορεία του Κόμματος από το 1993, επιβεβαιώνει την υποχώρηση των δυνάμεων του Κόμματος.
Τέλος προσδιορίσαμε με σαφήνεια τη δική μας στάση απέναντι στο Κόμμα. Και αυτό, γιατί είναι διαφορετικό πράγμα να εκτιμάει κανείς ότι ο ιστορικός ρόλος του Κόμματος έχει τελειώσει, οπότε προκύπτει η ανάγκη της δημιουργίας ενός νέου Κομμουνιστικού Κόμματος, και διαφορετικό πράγμα να θεωρεί κανείς ότι το Κόμμα, κάτω από συγκεκριμένη ιδεολογικοπολιτική αντίληψη, η οποία, βέβαια, συνιστά αντίστοιχη ιδεολογικοπολιτική παρέκκλιση, έχει λάθος πολιτική και ότι μπορεί να βρει τη δύναμη να διορθώσει την πολιτική του και να αντιμετωπίσει τα λάθη του σε κάθε επίπεδο.
Κατά συνέπεια προκύπτουν και συγκεκριμένα καθήκοντα για το σύνολο των δυνάμεων του Κόμματος, μα πάνω απ’ όλα για την ηγεσία του, που θα φέρει και το κύριο ιστορικό βάρος για την παραπέρα πορεία του Κόμματος, μπροστά, μάλιστα, και στις εξελίξεις που έρχονται.
1. Την πρώτη παρατήρηση που θέλουμε να κάνουμε είναι ότι η Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος και σ’ αυτήν την ανακοίνωση συνεχίζει μια απαράδεκτη, για Κομμουνιστικό Κόμμα, «παράδοση» των τελευταίων χρόνων να κρίνει τις πολιτικές εξελίξεις, ως ένας «απ’ έξω» ή ουδέτερος παρατηρητής. Σα να μη συμμετέχει το Κόμμα στις εκλογές.
Με την έννοια αυτή οι εκτιμήσεις της είναι περιγραφικές, υπολείπονται μιας ακριβούς αποτύπωσης της πολιτικής πραγματικότητας, των πραγματικών τάσεων που επικρατούν, το τι σημαίνουν αυτές οι τάσεις από την άποψη της πολιτικής ερμηνείας και των καθηκόντων του Κόμματος, των σχέσεων των τάξεων, ενώ αποφεύγει να τοποθετηθεί για καίρια πολιτικά ζητήματα.
Θα φέρουμε ένα παράδειγμα για να γίνουμε περισσότερο κατανοητοί: Η Κεντρική Επιτροπή ενώ εκτιμάει ότι «με το εκλογικό αποτέλεσμα καταγράφεται η λαϊκή δυσαρέσκεια απέναντι σε ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, που σήκωσαν το βάρος της αντιλαϊκής κυβερνητικής πολιτικής και του ευρωμονόδρομου», δε μπαίνει στον κόπο να εκτιμήσει το εάν το ιστορικά χαμηλό ποσοστό των δύο κυβερνητικών κομμάτων, αλλά και της ΔΗΜΑΡ, που είχε αναλάβει κυβερνητικά καθήκοντα, συνιστά πολιτική κρίση του κυβερνητικού δικομματισμού και κατ’ επέκταση κρίση του αστικού πολιτικού συστήματος.
Αποφεύγοντας να πάρει θέση σ’ αυτό το καίριο πολιτικό ζήτημα περιορίζεται να μιλήσει «απλώς» για λαϊκή δυσαρέσκεια, αποφεύγοντας, παράλληλα, να δώσει και μια πολιτική ερμηνεία για το βάθος και τα χαρακτηριστικά αυτής της δυσαρέσκειας, μια και τα κυβερνητικά κόμματα έχουν υποστεί, όντως, μια βαριά ήττα.
Στην περίπτωση δε που στη θέση των Ευρωεκλογών γίνονταν Εθνικές εκλογές, τότε, ο ΣΥΡΙΖΑ θα έπαιρνε κυβερνητική εντολή για σχηματισμό κυβέρνησης, ως πρώτο κόμμα, και αυτό από μόνο του θα άλλαζε τη ροή των πολιτικών πραγμάτων. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα είχε ένα αξιοποιήσιμο γι’ αυτόν προβάδισμα.
Η πραγματικότητα, λοιπόν, είναι ότι οι Ευρωεκλογές δείχνουν ότι οι συσχετισμοί των δυνάμεων μεταξύ των κυβερνητικών κομμάτων και του ΣΥΡΙΖΑ έχουν αλλάξει. Τα κυβερνητικά κόμματα, ως ξεχωριστά κόμματα, είναι πίσω από το ΣΥΡΙΖΑ, ο κυβερνητικός δικομματισμός έχει χάσει δυνάμεις και, ως άθροισμα, συνεχίζει την προϊούσα καθοδική του πορεία.
Το αίτημα, επομένως, του ΣΥΡΙΖΑ για άμεσες Εθνικές εκλογές από την πλευρά του, και φυσικά για τους δικούς του σκοπούς, φαίνεται λογικό, μια και οι Ευρωεκλογές αποτύπωσαν αυτήν την αλλαγή των συσχετισμών. Η έκφραση, λοιπόν της Κεντρικής Επιτροπής ότι «το συνολικό αποτέλεσμα όμως δεν δείχνει ανατροπή του αντιλαϊκού πολιτικού συσχετισμού, δεν συνιστά «νέο πολιτικό σκηνικό» προς όφελος του λαού», έρχεται να αποτυπώσει και να κινηθεί πάνω σε μια προηγούμενη εκτίμηση της Κεντρικής Επιτροπής, στις εκλογές του ’12, ότι η νέα διάταξη των κομματικών δυνάμεων δείχνει την τάση «αναπαλαίωσης» του πολιτικού σκηνικού με τη δημιουργία ενός νέου δικομματισμού.
Πού βρίσκεται η συμφωνία μας και πού βρίσκεται η διαφορά μας;
Από τη μια, η τάση δημιουργίας ενός νέου δικομματικού σκηνικού είναι υπαρκτή. Και αυτήν τη τάση την ενισχύει και η ίδια η πολιτική της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ με το γεγονός ότι έχει υιοθετήσει πλέον ολοκληρωτικά τη στρατηγική επιλογή της αστικής τάξης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, ενώ έχει σχεδόν αποβάλει τα αρχικά ριζοσπαστικά στοιχεία των θέσεών του. Μέχρι εδώ συμφωνούμε.
Αυτές οι θέσεις, όμως, αφορούν στην ηγετική του ομάδα και όχι ολόκληρη, με δεδομένο ότι υπάρχουν και υπαρκτές διαφοροποιήσεις, που, στον ένα ή άλλο βαθμό, απορρίπτουν αυτήν τη στρατηγική επιλογή, κάνοντας λόγο για έξοδο από το ευρώ με στόχο μια συνολική έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ στην προοπτική του σοσιαλισμού. Αν και το μέρος αυτό της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ δε δείχνει καμία διάθεση να αποκοπεί από το ΣΥΡΙΖΑ, και με αυτήν την έννοια είναι και ένα άλλοθι για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, έχει σημασία, όμως, ότι η πολιτική του πρόταση είναι διαφορετική από την επίσημη πολιτική της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ.
Από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κόμμα, δεν είναι ένα κόμμα της αστικής τάξης, χωρίς, επίσης να είναι και ένα κόμμα της εργατικής τάξης. Πολιτικά, σημαντικός αριθμός από τα στελέχη του προέρχεται από τις διασπάσεις του ΚΚΕ, ενώ κοινωνικά, κατά βάση, εκφράζει τα μικροαστικά στρώματα, την ίδια στιγμή που έχει αυξήσει την επιρροή του και στην εργατική τάξη. Η εκλογική του βάση έχει περίπου την ίδια κοινωνική αναφορά και σύνθεση με αυτήν του ΚΚΕ, ενώ ένα σημαντικό της τμήμα διατηρεί ακόμα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα του μικροαστικού σοσιαλισμού, που με διαφορετική αντίληψη έχει υιοθετήσει τη στρατηγική αντίληψη της αστικής τάξης και το γεγονός αυτό τον καθιστά ευάλωτο στις πιέσεις της. Είναι φανερό ότι η αστική τάξη προσπαθεί να ενσωματώσει το ΣΥΡΙΖΑ στο αστικό πολιτικό σύστημα. Περί αυτού δε χωράει καμία αμφιβολία.
Την ίδια στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει αποσπάσει ολοκληρωτικά την εμπιστοσύνη της. Το πρόβλημα, επομένως, επικεντρώνεται στο πως θα καθορίσει τη στάση του το Κόμμα μας απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή, και κατά βάση, στο πως θα σταθεί η εργατική τάξη απέναντι στα μικροαστικά στρώματα. Και αυτή η στάση δεν αφορά στην ηγεσία του αλλά στις κοινωνικές αναφορές του ΣΥΡΙΖΑ.
Από τη στιγμή, που η εκτίμηση της Κεντρικής Επιτροπής, παρουσιάζει τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ ως «τελειωμένη υπόθεση», ως προς την ένταξή του στο νέο δικομματισμό, τότε, είναι εντελώς «λογικό» να μην «βλέπει» καμία «ανατροπή του αντιλαϊκού πολιτικού συσχετισμού».
Παρ’ όλα αυτά, όμως, υπάρχει ανατροπή του αντιλαϊκού πολιτικού συσχετισμού. Και αυτή δεν βρίσκεται στις ηγεσίες του κυβερνητικού δικομματισμού, αλλά στις λαϊκές μάζες που τον εγκαταλείπουν. Δε βρίσκεται στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά στις λαϊκές μάζες που επενδύουν σ’ αυτόν για έναν αριστερό προσανατολισμό. Και εδώ είναι η διαφορά μας. Και θα δούμε ευθύς αμέσως πως συνδυάζεται η διαφορά μας αυτή με μια διαπίστωση που κάνει και η ίδια η Κεντρική Επιτροπή στις εκτιμήσεις της
2. Η Κεντρική Επιτροπή εκτιμάει ότι: «Αν και σημαντικό μέρος ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ επένδυσαν σε αυτήν την επιλογή έναν αριστερό προσανατολισμό, ωστόσο η πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ δεν εκφράζει ισχυροποίηση της αριστερής ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής αντιμονοπωλιακής πολιτικής».
Τι ακριβώς εκτιμάει η Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος με τη φράση αυτή; Εδώ συγκεντρώνονται τρία ζητήματα ταυτόχρονα, στα οποία πρέπει αναγκαστικά να αναφερθούμε:
Κατά πρώτο, έχουμε τη μεγάλη φθορά των αστικών δυνάμεων του κυβερνητικού δικομματισμού και την προσπάθεια της αστικής τάξης για ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ. Η εγκατάλειψη του κυβερνητικού δικομματισμού και η μεγάλη του φθορά γίνεται με αντιιμπεριαλιστικά, αντιμονοπωλιακά, δημοκρατικά κριτήρια και αυτό είναι πλέον παραπάνω από εμφανές.
Οι λαϊκές μάζες εγκαταλείπουν τον κυβερνητικό δικομματισμό, γιατί δεν ανέχονται πλέον την τόσο κυνική εφαρμογή μιας πολιτικής, που ευνοεί απροκάλυπτα τις δυνάμεις του κεφαλαίου, των μονοπωλίων και τους φορτώνει «τα σπασμένα» της οικονομικής κρίσης και της χρεοκοπίας. Αυτή είναι αντιμονοπωλιακή στάση.
Παρακάτω. Οι λαϊκές μάζες αντιδρούν απέναντι στα μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις, γιατί είναι πολιτική, που μας έρχεται «πακέτο» από την Ευρωπαϊκή Ένωση, και η επίσημη ηγεσία της χώρα μας, που της επιφυλάσσει θέση προτεκτοράτου, την αποδέχεται, και κατά την έκφραση πρώην υπουργού της κυβέρνησης Σαμαρά την αποδέχεται «στα τέσσερα». Αυτή είναι αντιιμπεριαλιστική στάση απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αντιδρούν, επίσης, οι λαϊκές μάζες, γιατί η κυβέρνηση προσπαθεί να επιβάλει την πολιτική της με αυταρχισμό και καταστολή, αφαιρεί δημοκρατικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες, έχει υπόγειες και φανερές επαφές με το νεοναζισμό, υπονομεύει την εθνική ανεξαρτησία της χώρας, εκχωρώντας εθνικές αρμοδιότητες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ξεπουλάει δημόσια περιουσία, υπονομεύει την εθνική ακεραιότητα της χώρας μας, με τον τρόπο που χειρίζεται υψίστης σημασίας κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, όπως είναι η περίπτωση των υποθαλάσσιων ενεργειακών ζωνών. Αυτή είναι δημοκρατική στάση των λαϊκών μαζών.
Κατά συνέπεια η εγκατάλειψη του κυβερνητικού δικομματισμού από τις λαϊκές μάζες έχει προοδευτικό χαρακτήρα και δεν υποδηλώνει, κατ’ αρχάς, συντηρητική αναδίπλωση. Κατά προέκταση συντελεί στην αλλαγή του πολιτικού σκηνικού
Κατά δεύτερο, οι λαϊκές μάζες που συσπείρωσε ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως μας λέει η Κεντρική Επιτροπή, «επένδυσαν σε έναν αριστερό προσανατολισμό». Αυτό που μας λέει η Κεντρική Επιτροπή δεν έχει τόση μεγάλη σημασία για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ όσο για τις ίδιες τις λαϊκές μάζες (μακάρι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να ανταποκρινόταν στις προσδοκίες των λαϊκών μαζών που τον ακολουθούν). Πίστεψαν, δηλαδή, σε έναν αριστερό προσανατολισμό του ΣΥΡΙΖΑ, που, για τις λαϊκές μάζες, προερχόταν κύρια από τη στάση του απέναντι στο μνημόνιο.
Σημασία έχει το γεγονός ότι αυτές οι λαϊκές μάζες πήγαν στο ΣΥΡΙΖΑ «από τα αριστερά», εκτίμηση, που την κάνει και η Κεντρική Επιτροπή και αυτήν τη στιγμή ακόμη, που υπάρχει σαφές μήνυμα για την έλλειψη εμπιστοσύνης των λαϊκών μαζών προς το ΣΥΡΙΖΑ, που αφορά ιδιαίτερα τον ευρωενωσιακό του προσανατολισμό (για να μην κατορθώνει ο ΣΥΡΙΖΑ να κερδίσει εκείνο το εκλογικό προβάδισμα απέναντι στο άθροισμα του κυβερνητικού δικομματισμού είναι ένα, κατά τη γνώμη μας, μήνυμα της έλλειψης εμπιστοσύνης προς το ΣΥΡΙΖΑ).
Αυτό, όμως, που προέχει είναι ότι αυτές οι λαϊκές μάζες, που τον ακολουθούν, επιθυμούν να προχωρήσουν τα πολιτικά πράγματα προς τ’ αριστερά, έχοντας, κατά τη γνώμη μας, επίγνωση ότι δε μπορούν να περιμένουν και πολλά πράγματα από το ΣΥΡΙΖΑ ή και δυσπιστία προς αυτόν ή, για να κάνουμε μια ακόμα πιο ρεαλιστική εκτίμηση, επιθυμούν να φύγει η κυβέρνηση Σαμαρά για να έρθει μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, γιατί θα είναι «κάπως καλύτερη» από την προηγούμενη.
Όποια εκδοχή και εάν προτιμήσει κανείς δε μπορεί να μπερδεύει μια μετατόπιση του πολιτικού σκηνικού μεταξύ των κομμάτων, γιατί η πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ συνιστά έτσι και αλλιώς μια πολιτική και κομματική μετατόπιση, με τη μετατόπιση του πολιτικού σκηνικού «από τα κάτω».
Κατά τρίτο, οι όροι με τους οποίους θα ανέλθει (ή και δεν ανέλθει) στη διακυβέρνηση της χώρας ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα σημαντικό ζήτημα που αφορά και το ΚΚΕ, γιατί είναι αυτό το Κόμμα που θέλει να έχει επαφή με τις λαϊκές μάζες, που επένδυσαν σ’ έναν αριστερό προσανατολισμό στο πρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό άλλωστε έχασε σημαντικές δυνάμεις προς το ΣΥΡΙΖΑ το ΚΚΕ.
Η στάση, από αυτήν την άποψη, του ΚΚΕ απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ θα καθοριστεί παίρνοντας, βέβαια, υπόψη και την εξέλιξη της πολιτικής στάσης της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά κύρια θα καθοριστεί από το γεγονός ότι οι λαϊκές μάζες, που θα φέρουν το ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση εκφράζουν, σ’ ένα βαθμό και όχι φυσικά αυτόν που πραγματικά θα θέλαμε, μια «ισχυροποίηση της αριστερής ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής αντιμονοπωλιακής πολιτικής», που δεν εκφράζει σαφώς η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτό το γεγονός είναι που ενδιαφέρει το ΚΚΕ.
Είναι κρίσιμο ζήτημα να μπορούμε να διακρίνουμε πως προχωράει η μετατόπιση και η ριζοσπαστικοποίηση των λαϊκών μαζών από τα κάτω, ακόμη και όταν οι ηγεσίες δεν ακολουθούν ή και προχωράνε ανάποδα. Το ιστορικό παράδειγμα με τις λαϊκές μάζες, που ακολουθούσαν τους Μενσεβίκους και τους Εσέρους, να προχωράνε μπροστά και να προσχωρούν στους μπολσεβίκους, την ώρα, που οι ηγεσίες τους ακολουθούσαν εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, είναι χαρακτηριστικό.
Και εδώ θα μας επιτραπεί να προσθέσουμε ορισμένες σκέψεις παραπάνω:
Η πολιτική κρίση του κυβερνητικού δικομματισμού δεν είναι πολιτική κρίση που αφορά μόνο τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, και κοντά σ’ αυτά τα κόμματα και τη ΔΗΜΑΡ. Είναι κρίση που αφορά και το ΣΥΡΙΖΑ, και πιο συγκεκριμένα την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, που έχει υιοθετήσει τις στρατηγικές επιλογές της αστικής τάξης.
Ο κυβερνητικός δικομματισμός έχασε πάνω από το 50% των δυνάμεών του, και σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα, ακριβώς εξ αίτιας των στρατηγικών του επιλογών. Η πολιτική που εφαρμόζει ο κυβερνητικός δικομματισμός και εκπορεύεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ δεσμεύει και την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, γιατί αποτελεί γενική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το θέλει ή δεν το θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπλεχτεί στις μυλόπετρες αυτής της πολιτικής. Γι’ αυτό άλλωστε «φρόντισε» η πλειοψηφία της ηγετικής του ομάδας να ξεφορτωθεί τις όποιες ριζοσπαστικές του δεσμεύσεις. Ακριβώς σ’ αυτό το γεγονός ελπίζουν και τα κόμματα του κυβερνητικού δικομματισμού, εάν ο ΣΥΡΙΖΑ μπορέσει να κερδίσει στις εθνικές εκλογές και σχηματίζει κυβέρνηση.
Ελπίζουν σε μια γρήγορη φθορά του, και με την έννοια αυτή στην επάνοδό τους στη διακυβέρνηση της χώρας, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δε θα μπορέσει να ξεφύγει από τις γενικές κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις δεσμεύσεις, που έχει αναλάβει η χώρα μας για τα μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις. Για να ξεφύγει απ’ αυτές τις δεσμεύσεις πρέπει να έρθει σε σύγκρουση. Μακάρι.
Από την άλλη οι όροι με τους οποίους θα αναδειχτεί στη διακυβέρνηση της χώρας ο ΣΥΡΙΖΑ αφορά άμεσα το ΚΚΕ, γιατί η κοινωνική αναφορά του ΣΥΡΙΖΑ, όπως ήδη τονίσαμε, προσομοιάζει με εκείνη του ΚΚΕ. Και αυτό τι σημαίνει πρακτικά;
Ποια πρόταση θα «βρει μπροστά του» ο ΣΥΡΙΖΑ, από την πλευρά του ΚΚΕ, που στην ουσία της θα συνιστά τη στάση της εργατικής τάξης απέναντι στα μικροαστικά στρώματα και εκείνα τα τμήματα της εργατικής τάξης που επηρεάζει ο ΣΥΡΙΖΑ;
Ποια πρόταση θα είναι εκείνη, που από τη μια θα ωθεί τις λαϊκές και ριζοσπαστικές μάζες, που έτρεφαν και τρέφουν ελπίδες για έναν αριστερό προσανατολισμό του ΣΥΡΙΖΑ, να κρατάνε, να διατηρούν το ριζοσπαστισμό τους, από την άλλη να είναι σε επαφή «αναπνοής» με το ΚΚΕ;
Ποια πρόταση θα είναι εκείνη που θα αποτελεί το μέτρο σύγκρισης με την πραγματικότητα και την αντίστοιχη πολιτική που θα εφαρμόζει ο ΣΥΡΙΖΑ;
Και τέλος, στην έσχατη και σχεδόν απίθανη περίπτωση, που ο ΣΥΡΙΖΑ έρθει σε σύγκρουση με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις κατευθύνσεις της, ποια πρόταση θα είναι εκείνη που θα δείχνει στις λαϊκές μάζες τη διέξοδο και που θα εμπνέει και τις μάζες που θα ακολουθούν το ΣΥΡΙΖΑ;
Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα συγκεκριμένο γεγονός. Η φθορά του κυβερνητικού δικομματισμού έχει φτάσει στο κατώτερο, μέχρι τώρα, επίπεδο. Από την πλευρά της αστικής τάξης έχει μπει ως στόχος η αναδιάταξη του πολιτικού συστήματος για να συγκρατήσει την κατρακύλα των κομμάτων της.
Την ίδια στιγμή οι κοινωνικές δυνάμεις, που ακολουθούν το ΣΥΡΙΖΑ, δεν κατανοούν και δε βλέπουν τη διέξοδο από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία της χώρας μας με μια άλλη εξουσία, τη λαϊκή – εργατική εξουσία, που ισοδυναμεί με τον άμεσο σοσιαλισμό. Η πολιτική και η ταξική τους συνείδηση δε «φτάνει» για να υιοθετήσουν την πρόταση του ΚΚΕ, ενώ τμήματα του ΣΥΡΙΖΑ επιθυμούν, με διαφορετική τακτική, να προχωρήσουν μέχρι και το σοσιαλισμό. Όλα αυτά ανεξάρτητα από την πορεία της επίσημης ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ.
Μέχρι τώρα, και από την εποχή του 18ου Συνεδρίου, το Κόμμα μας καταθέτει, και εν μέσω οικονομικής και πολιτικής κρίσης, την πρόταση για τη λαϊκή – εργατική εξουσία. Αυτή η πρόταση «μετρήθηκε» από τον εργαζόμενο λαό, τα μικροαστικά στρώματα σε αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις και το αποτέλεσμα είναι η συνολική υποχώρηση των δυνάμεων του Κόμματος τόσο στο εκλογικό επίπεδο όσο και μέσα στο Εργατικό Κίνημα.
Ο εύκολος δρόμος είναι αυτή η υποχώρηση να αποδοθεί στις «αυταπάτες» των λαϊκών μαζών. Αλλά αυτή η υπόθεση είναι σαν το νόμισμα που έχει δύο όψεις. Μπορεί, ταυτόχρονα, να αποδοθεί και στις αυταπάτες της Κεντρικής Επιτροπής, που σε συνθήκες που δε «σηκώνουν», από την άποψη του υποκειμενικού παράγοντα – και όχι μόνο (θα εξηγήσουμε παρακάτω) – τον άμεσο σοσιαλισμό, να επιμένει στην πολιτική της και να μην παίρνει υπόψη ότι στην πολιτική, όταν φεύγεις μπροστά, αντί να πρωτοπορείς στην πραγματικότητα αποκόπτεσαι από τις λαϊκές μάζες.
Και αυτή είναι η πραγματικότητα που αντιμετωπίζει το Κόμμα μας σήμερα. Και εάν διασώζεται μέχρι τώρα είναι επειδή το ΚΚΕ μιλάει για μια πραγματικότητα, που λέει την αλήθεια γι’ αυτήν μεν, γεγονός που το εκτιμάει ο εργαζόμενος λαός, αλλά η λύση που προτείνει δεν τον συσπειρώνει δε με όρους εξουσίας, γιατί δεν είναι έτοιμος να τη δεχτεί.
Σ’ αυτήν την περίπτωση το Κόμμα μας πρέπει να μάθει να μετράει τις αλλαγές στους συσχετισμούς των δυνάμεων στη γενική τους κίνηση και εάν αυτή η γενική κίνηση υπηρετεί τη στρατηγική του. Πρέπει να μάθει να βλέπει και πίσω από τις φανερές προσπάθειες της αστικής τάξης για την «αναδιάταξη του αστικού πολιτικού σκηνικού». Με την έννοια αυτή πρέπει και οφείλει να προσαρμόσει και την τακτική του.
3. Ένας παράγοντας που μπορεί να «μπερδεύει» την πραγματική κίνηση των λαϊκών μαζών είναι η ισχυροποίηση της Χρυσής Αυγής. Σε συνθήκες οικονομικής και πολιτικής κρίσης πράγματι η Χρυσή Αυγή μπορεί να «ψαρεύει σε θολά νερά». Αυτός είναι ένας λόγος παραπάνω για να έχει ξεκάθαρη τακτική το Κόμμα μας και να μην επαναλαμβάνει λάθη του Μεσοπολέμου, όπως στην περίπτωση της Γερμανίας.
Το λάθος, κατά τη γνώμη μας, που γίνεται στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής είναι ότι «αντικειμενικοποιούνται» οι υπαρκτές τάσεις, η τάση επαναστατικοποίησης των λαϊκών μαζών και η αντίστοιχη τάση να παρασυρθούν οι λαϊκές μάζες από τη νεοναζιστική δημαγωγία, που πατάει και εκμεταλλεύεται υπαρκτά προβλήματα των λαϊκών μαζών. «Αντικειμενικοποίηση» που φέρνει το Κόμμα σε θέση παρατηρητή της κοινωνίας και της εξέλιξης των τάσεων.
Η αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης εξαρτάται από τη στάση του Κόμματος απέναντι στην κρίση και στην πρόταση που θα καταθέσει για ένα συνολικό απεγκλωβισμό των λαϊκών μαζών από την αστική δημαγωγία και πολιτική και που θα «βλέπουν» σ’ αυτήν την άμεση χρησιμότητά της. Μια πρόταση, βέβαια, που θα συνδέεται με την προοπτική του σοσιαλισμού. Με αυτήν την έννοια θα ακυρώνει στην πράξη και την τάση αντιδραστικοποίησης των λαϊκών μαζών. Οι τάσεις υποβάλλονται στην επίδραση της ταξικής πάλης, δυναμώνουν ή εξασθενούν ανάλογα με τη στάση των πολιτικών υποκειμένων.
Αυτά τα περιθώρια δεν τα έχει εξαντλήσει το Κόμμα μας: Πρώτο, γιατί υποτίμησε την εμφάνιση της Χρυσής Αυγής και θεώρησε ότι η αντιμετώπισή της θα γίνει με τη συνολική ανατροπή του καπιταλισμού. Ουσιαστικά, δηλαδή, ταύτισε τον καπιταλισμό με το φασισμό, γεγονός που σημαίνει ότι υποτίμησε στην πράξη την πάλη για τα δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες των εργαζομένων, που, κατά τον Β. Ι. Λένιν, η πάλη αυτή αποτελεί συστατικό μέρος της πάλης για το σοσιαλισμό. Δεύτερο, γιατί η πρόταση που καταθέτει για τη λαϊκή – εργατική εξουσία, τον άμεσο σοσιαλισμό, επιτρέπει στη Χρυσή Αυγή να εκμεταλλεύεται τα άμεσα προβλήματα των εργαζομένων και μ’ αυτόν τον τρόπο να διεισδύει στα μικροαστικά στρώματα, στην εργατική τάξη και προπαντός στη νεολαία. Επομένως η αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού έχει να κάνει και με τις γενικότερες επεξεργασίες του Κόμματος και τις επεξεργασίες του για το νεολαιίστικο κίνημα. Τρίτο, γιατί έχει υποτιμηθεί η ιδεολογική παρέμβαση της Χρυσής Αυγής, που χρειάζεται να δυναμώσει αποφασιστικά.
Η δική μας εκτίμηση είναι ότι η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσα από την πάλη για την υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας της χώρας μας, του χτυπήματος της εξάρτησης, που δυνάμωσε και βάθυνε, της αποκάλυψης της ιδεολογικής της και πολιτικής της ταυτότητας αλλά και της πρωτοβουλίας για ανάληψη μέτρων, που θα κινητοποιούν άμεσα και οργανωμένα τις λαϊκές δυνάμεις και θα περιορίζουν τη δράση της. Έτσι δεν θα γίνει μοχλός ή ο κριός που θα χρησιμοποιεί η αστική τάξη κατά περίπτωση (και τα κόμματά της) για να τρομοκρατούν τους εργαζόμενους και να τους σπρώχνουν σε αντιδραστική κατεύθυνση. Θα ματαιωθεί η πολιτική της επιδίωξη να αποκτήσει αυτοτελή πολιτικό ρόλο.
4. Αποφασιστικός παράγοντας, που παίζει καθοριστικό ρόλο για την πολιτική του Κόμματος και κύρια για την τακτική του, είναι οι εξελίξεις που σημειώνονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση με την ενίσχυση της ακροδεξιάς και των νεοναζιστικών δυνάμεων, η έλλειψη ενός ισχυρού Κομμουνιστικού Κινήματος.
Θεωρούμε ότι ο κρίκος που μπορεί να αντιστρέψει αυτήν την κατάσταση, που είναι ένας άλλος λόγος που δεν ευνοεί την πρόταση του Κόμματος για τον άμεσο σοσιαλισμό, είναι η στάση των Κομμουνιστικών Κομμάτων απέναντι στην αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και η αποκάλυψη του πραγματικού χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πάνω σ’ αυτόν το στόχο, της αποδέσμευσης, διασταυρώνονται οι πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η ανάγκη κινητοποίησης των λαϊκών μαζών για την αντιμετώπιση των συνεπειών απ’ αυτές τις πολιτικές.
Φυσικά αυτή η κατεύθυνση, προφανώς, θα είναι ενταγμένη στην πάλη του Κομμουνιστικού Κινήματος για το κέρδισμα της εργατικής τάξης και των άμεσων συμμάχων της με προοπτική το σοσιαλισμό.
Η αποδέσμευση, όμως, δημιουργεί συνθήκες κινητοποίησης των λαϊκών μαζών, συσπείρωσης και ενότητας της εργατικής τάξης, κοινωνικών συμμαχιών, απεγκλωβισμού των λαϊκών μαζών από τη νεοναζιστική δημαγωγία, ενίσχυσης των διαλυτικών τάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όξυνσης των αντιθέσεων των μεγάλων δυνάμεων, που κυριαρχούν σ’ αυτήν, αντιμετώπισης μιας πολιτικής που καταδικάζει τις λαϊκές μάζες στην εξαθλίωση σ’ όλες τις χώρες – μέλη, δημιουργίας και κοινής δράσης ενός πανευρωπαϊκού εργατικού κινήματος, που θα αποσταθεροποιεί συνολικά την Ευρωπαϊκή Ένωση και θα δημιουργεί αντίστοιχα τις συνθήκες για την ενίσχυση του επαναστατικού κινήματος, έτσι ώστε να αποδυναμώνει την κατασταλτικό βραχίονα της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στην πάλη της εργατικής τάξης συνολικά και εθνικά.
5. Μπροστά σ’ αυτό το πολιτικό τοπίο που διαμορφώνεται τόσο στη χώρα μας όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση το εκλογικό αποτέλεσμα του Κόμματος μπορεί να γίνει η αρχή για την ανάκαμψη των δυνάμεών του, την παραπέρα ενίσχυσή του, εάν και εφόσον καταθέσει μια συνολική πρόταση εξόδου από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία, που θα αντιμετωπίζει το ζήτημα της διακυβέρνησης και της άμεσης εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, που θα του επιτρέπει να παρεμβαίνει άμεσα στις πολιτικές εξελίξεις. Την ίδια στιγμή οι λαϊκές μάζες θα το βλέπουν μπροστάρη των αγώνων τους με χειροπιαστό αντίκρισμα. Δε θα εκλαμβάνουν την πρότασή του ως πρόταση του μέλλοντος αλλά ως πρόταση για την αντιμετώπιση της άμεσης πραγματικότητας. Γεγονός που επιβάλλει και συγκεκριμένες αλλαγές στην πολιτική του.
Αυτό πρακτικά σημαίνει, και μπροστά στις άμεσες πολιτικές εξελίξεις που έρχονται και στο επόμενο κύμα αντιδραστικών μέτρων, που θα πάρει η κυβέρνηση με την «επιτάχυνση», ενδεχομένως και στην περίπτωση πρόωρων εκλογών, ότι το Κόμμα μας είναι υποχρεωμένο να τροποποιήσει την τακτική του για να υπηρετεί πιο αποτελεσματικά τη συσπείρωση δυνάμεων για την υλοποίηση της στρατηγικής του.
Στην κατεύθυνση αυτή θα πρέπει να καταθέσει συγκεκριμένο εκλογικό πρόγραμμα που θα απαντά στις άμεσες προτεραιότητες της πάλης της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.
Καίριας σημασίας ζήτημα πλέον καθίσταται η κινητοποίηση της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων, της νεολαίας, γεγονός που απαιτεί την αλλαγή στάσης του Κόμματος στο εργατικό κίνημα, ώστε να δημιουργηθούν οι συνθήκες για την ανασυγκρότησή του και την ανάπτυξη της δράσης του, που θα συσπειρώνει τους εργαζόμενους, θα ενώνει την εργατική τάξη, θα σφυρηλατεί τις κοινωνικές συμμαχίες.
Η κατεύθυνση αυτή δε σημαίνει κανένα σκόντο στον κυβερνητικό και εργοδοτικό συνδικαλισμό ούτε υποχώρηση στην ιδεολογικοπολιτική αντιπαράθεση. Σημαίνει ότι η εργατική τάξη θα συσπειρωθεί γύρω από τα συνδικάτα της, θα τα αναζωογονήσει, θα τα κάνει κέντρο της ταξικής πάλης.
Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να καθοριστεί και ο ρόλος του ΠΑΜΕ. Όχι ως μιας παράταξης, που, λίγο ως περισσότερο, συσπειρώνει τις κομματικές δυνάμεις και την άμεση επιρροή του Κόμματος, αλλά ως πόλος συσπείρωσης, που θα παίξει το ρόλο του αντίπαλου δέους στον κυβερνητικό και εργοδοτικό συνδικαλισμό, χωρίς να επιδιώκει την οργανωτική διάσπαση του Εργατικού Κινήματος, που ενοποιεί την εργατική τάξη στο σύνολό της και όλες τις δυνάμεις της, μέσα από τα σωματεία της και τις ομοσπονδίες, που αναπτύσσει τη δράση της ενάντια στην κυβερνητική πολιτική διεκδικώντας τις κοινωνικές της κατακτήσεις, που της αφαιρέθηκαν, και την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών της.
Αυτό πρακτικά σημαίνει επαναξιολόγηση της οργανωτικής συγκρότησης του ΠΑΜΕ, όπως, αντίστοιχα, της οργανωτικής συγκρότησης του Κόμματος, ώστε να μπορούν οι ΚΟΒ να παίξουν το ρόλο τους στη γειτονιά, στο εργοστάσιο, στους χώρους δουλειάς, στα σχολεία στα πανεπιστήμια, στη νεολαία, στα μικροαστικά στρώματα της πόλης και της υπαίθρου, πέρα και έξω από συγκεντρωτικά σχήματα που αποδείχτηκαν αναποτελεσματικά.
Όλες οι πρωτοβουλίες του Κόμματος πρέπει να συντείνουν στο να παρουσιάσει ένα νέο πρόσωπο στον εργαζόμενο λαό, επανασυσπειρώνοντας και αξιοποιώντας αγωνιστές, που είναι έτοιμοι να προσφέρουν στην υπόθεση του Κόμματος. Και η αλήθεια είναι ότι υπάρχει μεγάλος αριθμός αγωνιστών, που επιθυμούν να προσφέρουν και αυτήν τη στιγμή βρίσκονται παροπλισμένοι. Πάνω απ’ όλα, όμως, για να έχουν αυτές οι πρωτοβουλίες την ανάλογη αποτελεσματικότητα πρέπει να αλλάξει η πολιτική του Κόμματος. Αυτό είναι το πρωτεύον.
Το Κόμμα μας βρίσκεται σε μια δύσκολη καμπή της μακρόχρονης πορείας του. Η ηγεσία του γνωρίζει, και νομίζουμε ότι το γνωρίζει πολύ καλά, ότι οι δυνάμεις που το στηρίζουν έχουν τις απορίες τους, ακόμη και τις διαφωνίες τους με την πολιτική γραμμή του Κόμματος. Παρ’ όλα αυτά στέκονται δίπλα του. Θα αποτελέσει εκδήλωση περιφρόνησης στις δυνάμεις αυτές εάν η ηγεσία δεν σταθεί κριτικά σ’ όλη την πορεία του Κόμματος κατά τη διάρκεια της οικονομικής και πολιτικής κρίσης. Εάν δεν προσπαθήσει να βγάλει τα αναγκαία συμπεράσματα. Και αυτή η διαδικασία δε μπορεί να πραγματοποιηθεί εάν δεν αποκατασταθούν ταυτόχρονα οι λενινιστικοί κανόνες λειτουργίας του Κόμματος, το πνεύμα του διαλόγου με τους οπαδούς, τους ψηφοφόρους και τους φίλους του Κόμματος.
Παραπομπές άρθρων της σειράς «Η εκλογική πορεία του ΚΚΕ 1993 – 2014»
Για τα εκλογικά αποτελέσματα (2)
Για τα εκλογικά αποτελέσματα (3)
Για τα εκλογικά αποτελέσματα (4) – Α’ Μέρος
COMMENTS