Το τέλος των μνημονίων υπόσχονται οι Αντώνης Σαμαράς και Αλέξης Τσίπρας, την ίδια στιγμή που ανταλλάσσουν αλληλοκατηγορίες ο ένας ενάντια στον άλλο. Ο Αντώνης Σαμαράς, στο ίδιο προεκλογικό σλόγκαν με τον Αλέξη Τσίπρα, ότι συγκρούονται «δύο κόσμοι», κατηγορεί τον Αλέξη Τσίπρα ότι με την πολιτική της «άκρατης παροχολογίας» θα εξαναγκάσει τη χώρα στην επιστροφή της πολιτικής των μνημονίων και του άκρατου δανεισμού, μια, και όπως ισχυρίζεται, η χώρα μας είχε φτάσει στο τέλος του μνημονίου και με τα όσα είχε συμφωνήσει η κυβέρνησή του με την τρόικα θα έμπαινε σε πορεία ανάπτυξης, χρησιμοποιώντας την πιστωτική γραμμή στήριξης σαν «μαξιλάρι» για να φέρει πλέον τη σταδιακή μείωση των φόρων και τη σταδιακή αύξηση των μισθών των εργαζομένων, θα εξασφάλιζε επενδύσεις, που θα έφερναν και τη μείωση της ανεργίας.
Από την άλλη ο Αλέξης Τσίπρας κατηγορεί τον Αντώνη Σαμαρά ότι θα συνέχιζε την πολιτική των μνημονίων διαρκείας χωρίς τέλος και υπόσχεται ότι από τη Δευτέρα τερματίζει η παρουσία της τρόικας στη χώρα μας, παρακάμπτοντας, βέβαια, ευσχήμως την «τανάλια», όπως την χαρακτηρίζουν τα ΜΜΕ, δηλαδή την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, την απόφαση του Μάριο Ντράγκι, ότι εάν η χώρα μας δεν τερματίσει επιτυχώς την αξιολόγηση του υπάρχοντος μνημονίου και εάν η νέα διαπραγμάτευση δεν ξεκινήσει από εκεί που την άφησε ο Αντώνης Σαμαράς, εάν δεν τηρηθούν τα συμφωνηθέντα, τότε, τερματίζονται και οι κάνουλες της ρευστότητας.
Οι εκλογές μάλλον έχουν κριθεί και ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι το πρώτο κόμμα, είτε με αυτοδυναμία είτε όχι. Θα αναλάβει την υποχρέωση να σχηματίσει κυβέρνηση και έχει ήδη ανακοινώσει ότι θα προχωρήσει σε σύμπτυξη των υπουργείων για να προκύψει έτσι ένα ολιγομελές υπουργικό συμβούλιο.
Δε γνωρίζουμε εάν θα τηρηθεί αυτή η δέσμευσή του αλλά παρατηρούμε ότι ο Αλέξης Τσίπρας ξεκινάει με μια ενέργεια, που περισσότερο απευθύνεται στο θυμικό των εργαζομένων για περιστολή των «περιττών εξόδων», παρά σε μια ουσιαστική ανάγκη για τη διακυβέρνηση της χώρας. Δεν ήταν τα μικρά ή μεγαλύτερα κυβερνητικά σχήματα που έφεραν τη χώρα στη χρεοκοπία. Ήταν οι πολιτικές που ακολούθησαν οι μέχρι τώρα κυβερνήσεις.
Και σ’ αυτό το δεύτερο επίπεδο, των πολιτικών που πρέπει να εφαρμοστούν, αυτό που ξεκαθαρίζεται πλέον από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι έχει ετοιμάσει ήδη το εθνικό πρόγραμμα διαπραγμάτευσης που περιλαμβάνει τέσσερα σημεία:
Το πρώτο σημείο αφορά σ’ ένα σχέδιο μεταρρυθμίσεων που θα αναφέρεται στους τομείς της Δημόσιας Διοίκησης, της Παιδείας, της Υγείας, της Δικαιοσύνης και της λειτουργίας των αγορών. Μέχρι τώρα, όμως, από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ανακοινωθεί τίποτα σχετικό για όλους αυτούς τους τομείς και το πρόγραμμα των εκατό ημερών, που έγινε πρόγραμμα τετραετίας, δε μας διαφωτίζει καθόλου για κανέναν τομέα απ’ αυτούς και για το τι πολιτικές θα εφαρμοστούν. Ακόμη και τα νομοσχέδια τα οποία έχει προαναγγείλει ο ΣΥΡΙΖΑ ότι έχει ετοιμάσει δεν τα έδωσε στη δημοσιότητα προκαλώντας έτσι τις δικαιολογημένες απορίες για το λόγο που δεν το έκανε.
Το δεύτερο σημείο αφορά την πρόταση για την ελάφρυνση του χρέους. Εδώ τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα με δεδομένη τη στάση των εταίρων μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Απ’ ότι λέγεται ο ΣΥΡΙΖΑ προσανατολίζεται στην επιμήκυνση των δανείων με «κλείδωμα» των επιτοκίων και «ρήτρα ανάπτυξης», πράγμα που σημαίνει ότι θα συμφωνήσει ότι οι αποπληρωμές των τοκοχρεολυσίων θα είναι μεγαλύτερες σε περιόδους ανάπτυξης της οικονομίας. Φυσικά σε μια περίοδο που το πρόβλημα της ανάπτυξης δεν αφορά αποκλειστικά και μόνο τη χώρα μας αλλά και την ευρωζώνη, που αντιμετωπίζει το φάσμα της κρίσης, καθίσταται προβληματικό το κατά πόσο ο ΣΥΡΙΖΑ θα πετύχει ανάπτυξη και κάτω από ποιους όρους.
Το τρίτο σημείο αφορά σε επενδύσεις με το αίτημα να στηριχτούν αυτές από την πλευρά των εταίρων, επενδύσεις που θα έρθουν μέσα από ένα πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων. Και περί αυτού του ζητήματος δεν έχει ξεκαθαριστεί τίποτα από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ.
Το τέταρτο σημείο αφορά στην κατάρτιση ενός Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος, που θα αναφέρεται στη σταθεροποίηση και την ανάπτυξη της οικονομίας. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτού του προγράμματος θα είναι οι ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί, όρος που μπαίνει από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο κρυφός πόθος του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι θα χρησιμοποιεί τα δημοσιονομικά πλεονάσματα που θα προκύπτουν όχι για να απομειώνει το χρέος, μετά την υποτιθέμενη ρύθμιση του χρέους που θα πετύχει, αλλά θα τα διοχετεύει στην ανάπτυξη και την παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας της χώρας μας. Και γι’ αυτό το σημείο δεν υπάρχουν περισσότερες διασαφανήσεις πέρα απ’ αυτές που έδωσε ο Γιάννης Δραγασάκης στο γνωστό δείπνο του Εκόνομιστ, στο οποίο μίλησε μαζί με το μέχρι τώρα υπουργό οικονομικών Γκίκα Χαρδούβελη. Δηλαδή καμία πρακτική διασαφήνιση!
Ουσιαστικά, δηλαδή, ο Ελληνικός λαός έχει πλήρη άγνοια για το ποιες πολιτικές θα εφαρμόσει ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση, αλλά απ’ ότι φαίνεται το έργο που έχει αναλάβει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, που το πιθανότερο είναι ότι θα προκύψει απ’ αυτές τις εκλογές, είναι να «ξεμπουκώσει» μια κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα μας και που δεν «πάει άλλο» με τη σύμφωνη γνώμη της αστικής τάξης και μ’ ένα ανεκτό συμβιβασμό από την πλευρά των εταίρων, αλλά «εντός πλαισίων».
Μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση η αντιμετώπιση των πολιτικών που θα εφαρμόσει μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, από τη μια πλευρά, δε μπορούν να αγνοήσουν ούτε το σύμφωνο σταθερότητας που έχει επιβάλει η Ευρωπαϊκή Ένωση και τους περιορισμούς που επιβάλλει αυτή και με την έννοια αυτή οι εργαζόμενοι δεν έχουν να περιμένουν τίποτα το ουσιαστικό. Αυτό πρέπει να είναι καθαρό.
Από την άλλη πλευρά, από την πλευρά του Κόμματος, δε μπορούν να αντιμετωπιστούν μέσα από μια γενικολογία ότι υπηρετούν τις δυνάμεις του κεφαλαίου και την κερδοφορία τους. Και αυτό, επίσης, πρέπει να είναι καθαρό.
Ούτε, επίσης, η αντιμετώπιση των πολιτικών που θα εφαρμόσει μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να υπακούει σε πρόχειρες εκτιμήσεις ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δε θα αντέξει παραπάνω από λίγους μήνες. Μπορεί και αυτό να συμβεί, αλλά δεν πρέπει να αναγορευτεί στο κύριο κριτήριο. Σε κάθε περίπτωση το Κόμμα μας πρέπει να βρίσκεται σε ετοιμότητα για κάθε εξέλιξη, γιατί θα υπάρξουν εξελίξεις.
Το κύριο και απαραίτητο είναι ότι οι πολιτικές μιας κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, που θα υποχρεωθεί να βρεθεί μπροστά σ’ όλα τα προβλήματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν μέσα από ένα αντίστοιχο σχέδιο συγκεκριμένων προτάσεων από την πλευρά του Κόμματος, που θα βοηθάνε τους εργαζόμενους να οργανώσουν την πάλη τους και να διεκδικήσουν την επίλυση των καυτών προβλημάτων τους.
Αυτό το σκοπό εξυπηρετούσε η πρόταση της «Νέας Σποράς» προς το Κόμμα μας για τη συγκρότηση μιας προγραμματικής πρότασης διεξόδου από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία, που θα την κατέθετε προεκλογικά και που θα αποτελούσε τη βάση ανάπτυξης των διεκδικητικών αγώνων των εργαζομένων μετεκλογικά.
Από τα ίδια τα πράγματα το Κόμμα μας έχει βρεθεί μπροστά στην ίδια κατάσταση. Πρέπει να έχει «μπούσουλα» ανάπτυξης των διεκδικητικών αγώνων των εργαζομένων. Και αυτό το γεγονός το υποχρεώνει και σ’ ένα άλλο καθήκον. Να αντιμετωπίσει εκ νέου την εργατική του πολιτική και τη στάση του μέσα στο Εργατικό Κίνημα. Είναι ένα καθήκον «εκ των ων ουκ άνευ».
Οι εργαζόμενοι καλούνται να εξαντλήσουν κάθε περιθώριο, και τη σημερινή ημέρα, ενισχύοντας το Κόμμα τους, να το αναδείξουν σε θέση τρίτης πολιτικής δύναμης, από την άλλη, όμως, και η ηγεσία οφείλει να αντιληφθεί ότι τα περιθώρια της πολιτικής που ακολούθησε μέχρι τώρα εξαντλήθηκαν. Και αυτό το γεγονός δεν της δίνει πολλά περιθώρια απώλειας χρόνου και όχι μόνο χρόνου.
COMMENTS