Ο κίνδυνος της ακροδεξιάς

Η «Νέα Σπορά» έχει καλέσει σε υπερψήφιση του ΚΚΕ με στόχο την επανάκτηση της θέσης της τρίτης πολιτικής δύναμης της χώρας, θέση που απώλεσε το Κόμμα στις εκλογές του Μάη του 2012. Δεν πρόκειται για ένα στενά εκλογικό και κοινοβουλευτικό στόχο, αλλά ως τέτοιος είναι πέρα για πέρα πολιτικός στόχος, ο οποίος εκτιμούμε ότι θα έχει αποφασιστική επίδραση στην ταξική πάλη.

Έχουμε τονίσει ότι αυτό που κρίνεται για την αστική τάξη σ’ αυτές τις εκλογές είναι η σχετική σταθεροποίηση ενός νέου διπολισμού. Ωστόσο τα πάντα είναι ανοιχτά, καθώς ο κίνδυνος για τη ΝΔ να βγει εξαιρετικά αποδυναμωμένη είναι ορατός. Με μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, η ηγεσία του οποίου επιδιώκει να παίξει το ρόλο του πολιτικού πλυντηρίου της ΕΕ και της άρχουσας τάξης, η διάταξη των πολιτικών δυνάμεων σ’ αυτές τις εκλογές θα παίξει καθοριστικό ρόλο στις κυοφορούμενες ανακατατάξεις του πολιτικού σκηνικού και με δεδομένο, ότι και σ’ αυτές τις εκλογές σημειώνεται πολύ σημαντική κινητικότητα των λαϊκών μαζών, τόσο εργατικών δυνάμεων όσο και μικροαστικών στρωμάτων, που, ενώ, στρέφονται προς το ΣΥΡΙΖΑ, αυτός δεν αποσπά την εμπιστοσύνη τους. Και αυτός ο παράγοντας είναι ένα ζήτημα για τη σταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος, που δε μπορεί να μη τον λαμβάνει υπόψη της μια πολιτική ανάλυση από τη σκοπιά του επαναστατικού κινήματος.

Παίρνοντας υπόψη όλες τις δημοσκοπήσεις θα πρέπει να σημειώσουμε ότι την τρίτη θέση διεκδικούν τέσσερα κόμματα: ΚΚΕ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι και η Χρυσή Αυγή. Ειδικά στην περίπτωση της νεοναζιστικής αυτής οργάνωσης θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η κατάληψη της τρίτης εκλογικής θέσης αναβαθμίζει το ρόλο του φασισμού στο πολιτικό σύστημα, με δεδομένες και τις συνθήκες που βρίσκεται αυτήν τη στιγμή η ηγεσία της Χρυσής Αυγής.

Πρόκειται για μια επικίνδυνη εξέλιξη για το εργατικό κίνημα, που πρέπει να σημειωθεί. Αποτελεί παράγοντα που ενισχύει τη στροφή της αστικής τάξης προς την πολιτική αντίδραση, λειτουργεί ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τα εγκλήματα των Χρυσαυγιτών (τη στιγμή μάλιστα που εκκρεμούν οι δίκες των στελεχών της), βάζει πιο αποφασιστικά σε αμφισβήτηση τα δημοκρατικά δικαιώματα των εργαζομένων και θα σηματοδοτήσει σε ανάλογη αντιδραστική κατεύθυνση και την αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος της αστικής τάξης, καθώς ένα καθαρόαιμο φασιστικό κόμμα θα επιχειρήσει να εκμεταλλευτεί την κατάληψη της τρίτης θέσης.

Επιπρόσθετα στις στιγμές αυτές θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η ευρωζώνη συνολικά βυθίζεται στην κρίση και η ακροδεξιά στην Ευρώπη προβάλλει στο προσκήνιο επιχειρώντας να εμφανιστεί ως ο αποκλειστικός φορέας του ευρωσκεπτικισμού, εξέλιξη που δημιουργεί εμπόδια στην πάλη για αποδέσμευση από την ΕΕ στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού.

Ειδικά για τη χώρα μας θα πρέπει να αναλογιστούμε τι θα σημάνει μια εξέλιξη που θα φέρει τη Χρυσή Αυγή ως τρίτη πολιτική δύναμη της χώρας, τη στιγμή ακριβώς που η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι έτοιμη από κυβερνητική θέση να επισημοποιήσει το συμβιβασμό της με τη μνημονιακή πολιτική της ΕΕ, που μέχρι χτες κατάγγελλε και την ενσωμάτωση με το κατεστημένο, διαψεύδοντας έτσι την «ελπίδα» για τη μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων του.

Η κατάσταση αυτή γίνεται πιο ανησυχητική καθώς θα πρέπει να σημειώνουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, ως η πιθανότερη αυριανή κυβέρνηση, έχει αμβλύνει έως εξαφανίσει το μέτωπό του προς την ακροδεξιά. Δυστυχώς, δεν πρόκειται για δική μας υπερβολική εκτίμηση. Διερωτόμαστε. Πρόκειται για ψηφοθηρία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ; Για λάθος εκτίμηση και υποτίμηση του φασιστικού κινδύνου; Για αφέλεια; Για ανοησία; Για τυχοδιωκτισμό; Για όλα αυτά μαζί; Δεν έχει σημασία. Το αποτέλεσμα μετράει σ’ αυτές τις περιπτώσεις.

Υπενθυμίζουμε ότι το έργο αυτό του μικροαστικού τυχοδιωκτισμού από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ το ξαναείδαμε στο δεύτερο γύρο των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών του προηγούμενου Μάη. Σημειώνουμε ακόμη ότι τις ελάχιστες –μετρημένες στα δάκτυλα του ενός χεριού- φορές που ο ΣΥΡΙΖΑ κλήθηκε (εκ των πραγμάτων και όχι αυτοβούλως) και αναφέρθηκε στο θέμα της ακροδεξιάς αρκέστηκε να πει μόνο πως μια δική του κυβέρνηση «θα αποτελέσει ανάχωμα στην ακροδεξιά και τους εχθρούς της δημοκρατίας». Πέραν τούτου ουδέν.

Ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας για εκλογικές σκοπιμότητες απέφυγε να πει το οτιδήποτε, ούτε καν να αναφέρει τη λέξη Χρυσή Αυγή όταν, στη διακαναλική συνέντευξη που έδωσε την Παρασκευή στο Ζάππειο, ρωτήθηκε για την κατάσταση στα σώματα ασφαλείας και τον αναγκαίο εκδημοκρατισμό τους.

Παραθέτουμε ολόκληρη την ερώτηση και την απάντηση:

«Μ. ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΥ («ΠΟΝΤΙΚΙ»): Κύριε Πρόεδρε καλησπέρα. Έχετε καταγγείλει αρκετές φορές όλο το προηγούμενο διάστημα την ύπαρξη σκοτεινών παρακρατικών μηχανισμών στα σώματα ασφαλείας, φαινόμενα αυταρχισμού και εσείς από την πλευρά σας έχετε εξαγγείλει τον εκδημοκρατισμό τους. Ήθελα να ρωτήσω πόσο ψηλά στις προτεραιότητές σας είναι αυτή η εξαγγελία και με ποιο τρόπο θα μπορούσε να γίνει πράξη;

Α. ΤΣΙΠΡΑΣ: Κυρία Μητσοπούλου νομίζω ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δίνει μια ιστορική ευκαιρία να υπάρξει μια νέα προσπάθεια ιστορικής, θα έλεγα, συμφιλίωσης ανάμεσα στον πολίτη και στα σώματα ασφαλείας και αλλαγής του ρόλου των σωμάτων ασφαλείας στη χώρα μας. Υπό την έννοια ότι πρέπει να αποκτήσουν ένα καλύτερο και ισχυρότερο επαγγελματισμό, πρέπει να είναι η Ελληνική Αστυνομία παρούσα εκεί όπου γίνεται το έγκλημα, να προστατεύει τον πολίτη που κινδυνεύει. Η ασφάλεια είναι συνταγματικό δικαίωμα για κάθε πολίτη. Και αυτό απαιτεί τομές και τομές σε ό,τι αφορά τον εκδημοκρατισμό, αλλά και την αναδιοργάνωση.

Οι αστυνομικοί πρέπει να σταματήσουν κατά δεκάδες να φυλάνε περσόνες, ή βουλευτές και να βρεθούνε στα αστυνομικά τμήματα και στη γειτονιά. Να σταματήσουν να βρίσκονται κατά εκατοντάδες σε υπηρεσίες που έχουν στόχο την αντιμετώπιση διαδηλωτών και να πάνε στα αστυνομικά τμήματα, εκεί στις γειτονιές, όπου ο πολίτης έχει ανάγκη τον αστυνομικό.

Μου δίνετε επίσης την ευκαιρία να σας πω ότι πολύ μεγάλη σπέκουλα έχει γίνει το τελευταίο διάστημα σε σχέση με μια θέση του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν αποτελεί τίποτα παραπάνω από αυτό που ισχύει σε όλες τις ευρωπαϊκές, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και απ’ ό,τι γνωρίζω με προεδρικό διάταγμα ισχύει και στην Ελλάδα, αλλά δεν εφαρμόζεται, του 1996 προεδρικό διάταγμα.

Δηλαδή ότι οι αστυνομικοί που βρίσκονται σε επαφή με τον πολίτη σε διαδηλώσεις ή σε ποδοσφαιρικούς αγώνες, δεν πρέπει να φέρουν όπλο. Και κάποιοι πιάσανε αυτό και είπαν ότι θέλουμε να αφοπλίσουμε την αστυνομία. Μα, είναι δυνατόν να είναι αφοπλισμένη η αστυνομία; Πώς θα αντιμετωπίσει το έγκλημα αν είναι αφοπλισμένη;

Εμείς όμως δεν έχουμε τη λογική της αστυνομίας που θα έχει το βάρος στην αντιμετώπιση των διαδηλωτών, στην αντιμετώπιση των πολιτών. Οι διαδηλώσεις είναι στοιχείο της δημοκρατίας. Και το λέω αυτό γνωρίζοντας ότι από αύριο οι διαδηλώσεις θα είναι απέναντι στην δική μας κυβέρνηση. Είναι λογικό. Έτσι πρέπει να γίνεται.

Η αστυνομία πρέπει να αναδιαρθρωθεί, πρέπει να εκσυγχρονιστεί, πρέπει να γίνει πιο αποτελεσματική στο ρόλο της και πρέπει να βρούμε μέσα από τον απαραίτητο και αναγκαίο διάλογο, τις αναγκαίες θεσμικές τομές για τον περαιτέρω εκδημοκρατισμό της».

Είναι αξιοσημείωτη η απουσία κάθε αναφοράς στη διάλυση παρακρατικών και φασιστικών θυλάκων μέσα στα σώματα ασφαλείας και τις ένοπλες δυνάμεις, την ώρα που είναι γνωστό ότι υπάρχει ολόκληρος μηχανισμός σ’ αυτούς τους χώρους που τροφοδοτεί και συνεργάζεται με τη Χρυσή Αυγή. Μόνο τα αποτελέσματα στα εκλογικά τμήματα όπου ψηφίζουν ένστολοι είναι άκρως αποκαλυπτικά.

Η μόνη φορά, που ο Αλέξης Τσίπρας σ’ αυτήν τη συνέντευξη, αναφέρθηκε στη Χρυσή Αυγή και στην ακροδεξιά ήταν, όταν ρωτήθηκε για τη διεκδίκηση των γερμανικών επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου. Εκεί σημείωσε ότι «αυτή η διεκδίκηση και η εκπλήρωση αφορά το μέλλον και όχι το παρελθόν. Αυτή τη στιγμή την Ευρώπη την απειλεί ξανά η άνοδος των νεοναζί και του φασισμού. Η Λεπέν απειλεί να γίνει κυρίαρχη δύναμη στη Γαλλία, στην καρδιά της Ευρώπης. Στη χώρα μας είχαμε τα φαινόμενα που είχαμε το προηγούμενο διάστημα με τη Χρυσή Αυγή».

Φυσικά δεν αποδεχόμαστε τις γελοιότητες της ΝΔ ότι η ακροδεξιά Λεπέν είναι σύμμαχος του ΣΥΡΙΖΑ με αφορμή και τις σχετικές δηλώσεις της ότι ελπίζει σε νίκη του ΣΥΡΙΖΑ. Πολύ δε, περισσότερο δε νομιμοποιείται η ΝΔ να καταφεύγει σε τέτοιου είδους γελοιότητες, όταν η ιστορία Μπαλτάκου την εκθέτει ανεπανόρθωτα.

Ούτε τεκμαίρεται από όλα αυτά η ανιστόρητη και αντιδραστική θεωρία των δύο άκρων. Τα επισημαίνουμε όλα αυτά, γιατί είναι κραυγαλέα η αντίφαση από τη μια η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να επαγγέλλεται την εκδίωξη της «ακροδεξιάς κυβέρνησης Σαμαρά» και την «επαναφορά της δημοκρατίας» και να στρουθοκαμηλίζει μπροστά στο γεγονός ότι η Χρυσή Αυγή πήρε την τρίτη θέση αποσπώντας το 9,39% στις προηγούμενες ευρωεκλογές.

Και αυτό δε σημαίνει τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από το μέγεθος του συμβιβασμού του ΣΥΡΙΖΑ με την αστική τάξη όταν η εκλογική σκοπιμότητα της ανόδου του στην εξουσία οδηγεί σε άμβλυνση του μετώπου απέναντι στην ακροδεξιά και το φασισμό με στόχο την ψηφοθηρία. Το ιστορικό παράδειγμα του Φρανσουά Μιτεράν και της στάσης που κράτησε απέναντι στην ακροδεξιά του Λεπέν δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Ποιος εγγυάται ότι δε θα κάνει το ίδιο ο ΣΥΡΙΖΑ και ως κυβέρνηση για να κρατηθεί στην εξουσία; Αλλά τότε τι σόι κυβέρνηση της Αριστεράς θα είναι αυτή και μέχρι που μπορεί να φτάσει;

Από την άποψη αυτή η σπουδαιότητα να είναι το ΚΚΕ και όχι κάποια άλλη πολιτική δύναμη, πολύ περισσότερο η ίδια η Χρυσή Αυγή στην τρίτη θέση έχει τεράστια σημασία για την επόμενη μέρα. Αποτελεί εγγύηση για την περιφρούρηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών των εργαζομένων και συνολικά του λαού μας και από αυτήν την άποψη αποτελεί και ανάχωμα από τη διάψευση της «ελπίδας» του ΣΥΡΙΖΑ και διευκολύνεται η πάλη του λαού μας για την υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, η πάλη για την αποδέσμευση από την ΕΕ στην προοπτική του σοσιαλισμού.

Είναι ίσως η πρώτη φορά από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα που η τρίτη θέση στις εκλογές κρίνει τόσα πολλά και θα καθορίσει ακόμη περισσότερα. Αυτό μεγαλώνει την ευθύνη όλων μας μπροστά στην κάλπη, των εργαζομένων και πρώτα απ’ όλα του κόσμου της Αριστεράς. Να γιατί κατά τη γνώμη μας όλος αυτός ο κόσμος πρέπει να συναντηθεί στην κάλπη του ΚΚΕ και να το αναδείξει τρίτο κόμμα μετά από 3 χρόνια. Θεωρούμε ένα θετικό βήμα στη στάση του Κόμματος σ’ αυτές τις εκλογές όπου, παρά τις αδυναμίες του και παρά τις δικές μας διαφωνίες για την τακτική του γενικότερα, έδωσε τη μάχη με το ΣΥΡΙΖΑ για το σύγχρονο περιεχόμενο της Αριστεράς, σε αντίθεση με το 2012 που είχε παραιτηθεί από αυτήν τη μάχη, χαρίζοντας όλο αυτό το χώρο και τον κόσμο στο ΣΥΡΙΖΑ, παρότι δεν του ανήκει.

COMMENTS