Το πρόβλημα της κυβέρνησης, και ποιας κυβέρνησης, το πρόβλημα κάτω από ποιες συνθήκες αναλαμβάνει ένα Κομμουνιστικό Κόμμα κυβερνητικές ευθύνες έχει γίνει γενικά αντικείμενο συχνών αναφορών και τοποθετήσεων από την πλευρά των ηγετικών στελεχών του Κόμματό μας. Στο δε 19ο Συνέδριο υπάρχει συγκεκριμένη θέση γύρω απ’ αυτό το θέμα.
Η «Νέα Σπορά» έχει εκφράσει τις θέσεις της πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, έχοντας ως αφετηρία τα Ντοκουμέντα του 15ου Συνεδρίου και διατυπώνοντας τις κριτικές της παρατηρήσεις σε σχέση μ’ αυτά, θεωρεί ότι το ΚΚΕ δε μπορεί να δίνει το «παρών» μόνο στις συνθήκες της εργατικής – λαϊκής εξουσίας, δηλαδή της δικτατορίας του προλεταριάτου (μια έκφραση που πολιτικά είναι βαθύτατα λαθεμένη και αλλοιώνει τη σχέση πολιτικής εξουσίας – εργατικής τάξης – κόμματος της εργατικής τάξης). Τώρα τελευταία, ευτυχώς, άλλαξε αυτή η θέση και στη θέση του «παρών» μπήκε η θέση ότι το ΚΚΕ θα πρωταγωνιστεί στην εργατική – λαϊκή εξουσία. Κάτι είναι και αυτό.
Κατά τη «Νέα Σπορά» το Κόμμα μας μπορεί να πρωταγωνιστεί και να συμμετέχει και σε μια κυβέρνηση σε συνθήκες ενός Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου (ΑΑΔΜ), που εκφράζει την αλλαγή των τάξεων στην εξουσία, που πρωτοστατεί η εργατική τάξη, που η πολιτική εξουσία έχει περάσει στα χέρια της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, των μικροαστικών στρωμάτων (κυρίως των κατώτερων και μεσαίων), που η αστική τάξη έχει πάψει να βρίσκεται στην εξουσία και που από την άποψη της ουσίας της πολιτικής εξουσίας της εκφράζει μια Επαναστατική Δημοκρατία, πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού, που ανοίγει το δρόμο για το σοσιαλισμό.
Στις συνθήκες που έχουμε αυτήν τη στιγμή μπροστά μας ούτε μια κυβέρνηση έτσι όπως την έχει αποφασίσει το 19ο Συνέδριο, που προϋποθέτει τη σοσιαλιστική επανάσταση, μπορεί να υπάρξει ούτε, επίσης μια αντίστοιχη κυβέρνηση του ΑΑΔΜ. Για το ποια στάση θα κρατήσει το Κόμμα μας μετεκλογικά έχει ξεκαθαρίσει τη θέση του ότι δεν προτίθεται να συμμετέχει ή ακόμη και να παράσχει την ανοχή του σε μια, οποιαδήποτε, κυβέρνηση αστικής διαχείρισης. Και αυτό αφορά και στο ενδεχόμενο που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποσπάσει την αυτοδυναμία και ζητήσει, ενδεχομένως, τη στήριξη του ΚΚΕ.
Σ’ αυτήν τη θέση δε μπορεί κανείς να διαφωνήσει, γιατί οι βασικές δυνάμεις που διεκδικούν τη διακυβέρνηση είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Δημοκρατία. Σ’ ό,τι αφορά στη Νέα Δημοκρατία, ένα αστικό κόμμα, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Σ’ ότι αφορά στο ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα του μικροαστικού σοσιαλισμού, και εδώ τα πράγματα είναι ξεκάθαρα, αν και αναπτύσσεται μια λαϊκή προσμονή ακόμη και απ’ αυτές τις περιορισμένου χαρακτήρα εξαγγελίες του, προσμονή που έχει τη βάση της στη μεγάλη δυσαρέσκεια που έχει προκαλέσει η εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής της συγκυβέρνησης, βασικός κορμός της οποίας ήταν η Νέα Δημοκρατία.
Το βασικό χαρακτηριστικό που ενοποιεί τα δύο κόμματα είναι η αστική στρατηγική για την παραμονή της χώρας μας στο ευρώ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση και μάλιστα μπορούμε να πούμε πλέον ακόμη πιο καθαρά ότι οι ρόλοι των δύο κομμάτων έχουν αλληλοσυμπληρωματικό χαρακτήρα, γιατί η ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας κατηγορεί το ΣΥΡΙΖΑ ότι έχει κρυφή αντζέντα εξόδου από το ευρώ, ενώ η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζεται να υπερασπίζεται την παραμονή της χώρας μας στο ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση από μια πολιτική της Νέας Δημοκρατίας που η εφαρμογή της θέτει σε κίνδυνο αυτήν την παραμονή, όπως θέτει σε κίνδυνο και το ευρώ.
Και όχι μόνο αυτό. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζεται να θέλει να διασώσει την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ από μια πολιτική, με πυρήνα αυτής της πολιτικής το μερκελισμό, που εφαρμόζεται γενικότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και που την οδηγεί στην οικονομική κρίση, στην υπονόμευση του ευρώ και της συνοχής της. Περιορίζεται να βλέπει τα αδιέξοδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μόνο σ’ αυτό το επίπεδο, του μερκελισμού, και όχι γενικότερα ότι τα φαινόμενα που παρουσιάζονται σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι εκφράσεις του «απραγματοποίητου», για το οποίο έχει κάνει λόγο ο Β. Ι. Λένιν. Αδυνατεί να βγάλει γενικότερα συμπεράσματα.
Το πρόβλημα για το Κόμμα μας αρχίζει από εδώ και πέρα. Υποτίθεται ότι με τη θέση που παίρνει ξεμπερδεύει με την οποιαδήποτε κυβέρνηση αστικής διαχείρισης, είτε ενός καθαρόαιμου αστικού κόμματος είτε ενός μικροαστικού κόμματος (που «θυμάται» ενίοτε και το σοσιαλισμό), οπότε μπορεί εύκολα να καταλήξει στη θέση: αυτό που «απομένει» είναι η ισχυρή αντιπολίτευση. Και επειδή δεν πρόκειται για μια αστική αντιπολίτευση μπορεί και να μιλήσει για μια ισχυρή εργατική αντιπολίτευση.
Το ερώτημα είναι: Απαντάει σωστά η ηγεσία του Κόμματος (ακόμη και μέσα στο πλαίσιο των αποφάσεων του 19ου Συνεδρίου) στα καθήκοντα της σημερινής πολιτικής κατάστασης, της οποίας οι εκλογές είναι ένα συγκεκριμένο και πολύ σοβαρό γεγονός, με το αρνηθεί να έχει συμμετοχή σε μια κυβέρνηση αστικής διαχείρισης και παίρνοντας τη θέση περί ισχυρής εργατικής αντιπολίτευσης;
Ως προς το μισό μέρος αυτού του ερωτήματος ασφαλώς και απαντάει σωστά. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ με το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης και τη θέση υπεράσπισης του ευρώ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την παραμονή στο ΝΑΤΟ, δεν αφήνει κανένα περιθώριο συνεργασίας σε μια κυβέρνηση με τη συμμετοχή ή έστω ανοχή του ΚΚΕ. Ως προς το δεύτερο μέρος του ερωτήματος απαντάει λάθος. Αλλά ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι.
Η θέση ότι «κάποια κυβέρνηση θα σχηματιστεί μετεκλογικά» αναγνωρίζει καθαρά ότι στις σημερινές συνθήκες – και μέσα από τις εκλογές αυτές ειδικότερα, δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί ο στρατηγικός στόχος του Κόμματος. Η προσέγγιση, όμως, που κάνει σ’ αυτό το ζήτημα είναι λάθος. Και που βρίσκεται το λάθος;
Το λάθος βρίσκεται στο πως απευθύνεται ή πρέπει να απευθύνεται το Κόμμα στην εργατική τάξη και στα μικροαστικά στρώματα. Δεν καλεί την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα, την κατ’ εξοχήν κοινωνική αναφορά του Κόμματος και μέσα από την οποία προσδοκά να σχηματίσει τη Λαϊκή Συμμαχία, με μια πρόταση εξουσίας και διακυβέρνησης. Την επικαλείται απλώς.
Και αυτό συμβαίνει, γιατί με τον άμεσο σοσιαλισμό που έχει ως θέση το Κόμμα ο ρεαλισμός των σημερινών συνθηκών το αποτρέπει από ένα τέτοιο κάλεσμα. Καλεί, λοιπόν, την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα να αναδείξουν το ΚΚΕ ως ισχυρή εργατική αντιπολίτευση.
Ουσιαστικά, όμως, αυτή η θέση τι ακριβώς μας λέει; Φέρνει το Κόμμα μπροστά στην εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα να απευθύνεται σ’ ένα πολύ μικρό τμήμα τους, αφήνοντας το υπόλοιπο, το πολύ μεγάλο τμήμα της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων να αναδείξει μια κυβέρνηση αστικής διαχείρισης. Γιατί πρέπει να είναι καθαρό. Η εργατική τάξη μαζί με τα μικροαστικά στρώματα, μαζί με τους συνταξιούχους που προέρχονται από την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα, αποτελούν το συντριπτικά μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, έρχεται το ίδιο το Κόμμα μας να καλλιεργεί την άποψη μέσα στις λαϊκές μάζες την έννοια «του εφικτού». Κάτι που και οι λαϊκές μάζες το αντιλαμβάνονται θεωρώντας την πρόταση του Κόμματος για τον άμεσο σοσιαλισμό ως «μακρινή», πέρα από τις ενστάσεις που μπορεί να έχουν και για τον ίδιο το σοσιαλισμό. Και το Κόμμα το κάνει αυτό την ίδια στιγμή που απευθύνεται στις λαϊκές μάζες και τις καλεί «να πιστέψουν στις δυνάμεις τους»!
Θα το πούμε ευθέως και ανοιχτά ότι όλη αυτή η επιχειρηματολογία που χρησιμοποιεί η ηγεσία του Κόμματος, και που αναδεικνύει την «υποκειμενική πραγματικότητα», είναι ένας «κομμουνιστικός» ιδεαλισμός, που αγγίζει τα όρια του εξωπραγματικού, που απαιτεί οι λαϊκές μάζες να πιστέψουν στις δικές τους δυνάμεις, την ώρα που δεν παίρνει υπόψη της ότι εάν οι λαϊκές μάζες πιστέψουν σ’ αυτές, στις δυνάμεις τους, το Κόμμα δε θα τις καλούσε να το αναδείξουν ισχυρή εργατική αντιπολίτευση, την ίδια στιγμή που η κεντρική πρόταση εξουσίας είναι ο άμεσος σοσιαλισμός.
Και εδώ επινοούνται «διαφυγές» με «επιχειρήματα» του τύπου «δε θα πούμε στις λαϊκές μάζες να ψηφίσουν για το σοσιαλισμό, γιατί έχουμε εκλογές και με εκλογές δεν πρόκειται να πάμε στο σοσιαλισμό, γιατί τότε η αστική τάξη θα τις είχε καταργήσει»! Εμπλέκονται, δηλαδή, και οι μορφές πάλης και οι μορφές περάσματος στο σοσιαλισμό αγνοώντας το γεγονός ότι η σοσιαλιστική επανάσταση δεν είναι η μορφή περάσματος και οι μορφές πάλης που χρησιμοποιούνται για το πέρασμα στο σοσιαλισμό αλλά η κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη, που οδηγεί στην αλλαγή των σχέσεων παραγωγής.
Και επειδή πάντα ορισμένοι βρίσκονται με «πλήρη εξάρτηση» να πιαστούν από τις εκφράσεις, σπεύδουμε να διευκρινίσουμε ότι η «Νέα Σπορά» δεν ισχυρίζεται ότι θα περάσουμε στο σοσιαλισμό με εκλογές, «σώνει και καλά», απλώς εξηγεί ότι κάθε μορφή περάσματος, ειρηνική ή μη ειρηνική, που οδηγεί στο σοσιαλισμό δεν πρέπει να απορρίπτεται.
Κάθε μορφή περάσματος στο σοσιαλισμό είναι επαναστατική εφ’ όσον οδηγεί, προηγουμένως, στην κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη, που είναι και η ουσία της σοσιαλιστικής επανάστασης, ως πολιτικό γεγονός. Είναι ένα άλλο θέμα εάν βρισκόμαστε σήμερα σε συνθήκες τέτοιες που να επιτρέπεται ένα ειρηνικό πέρασμα, και εκλογικό. Δε βρισκόμαστε. Το ειρηνικό ή μη ειρηνικό πέρασμα στο σοσιαλισμό θα το επιβάλουν οι ίδιες οι λαϊκές μάζες με την πάλη τους και θα καθοριστεί από τη στάση της αστικής τάξης.
Στη περίπτωση της Τσεχοσλοβακίας αμέσως μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου οι συνθήκες το επέτρεψαν. Από θεωρητική, τουλάχιστον, άποψη η πρωτοπορία της εργατικής τάξης δεν μπορεί να απορρίψει καμία μορφή περάσματος. Η ίδια η κοινωνική εξέλιξη θα επιβάλει τη μια ή την άλλη μορφή περάσματος ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν. Το Κόμμα πρέπει να είναι υπέρ όλων των μορφών πάλης, υπέρ όλων των μορφών περάσματος στο σοσιαλισμό. Αυτή είναι η βασική αρχή. Και αυτή η αρχή δεν κρύβει καμία απόρριψη καμιάς μορφής. Αυτήν την αρχή υπερασπίστηκε ο Β. Ι. Λένιν γι’ αυτό και μέχρι την τελευταία στιγμή μιλούσε (και το επιδίωκε) για το ειρηνικό πέρασμα όλης της εξουσίας στα σοβιέτ. Όταν αυτό το ενδεχόμενο αποκλείστηκε από τις ίδιες τις πολιτικές συνθήκες προχώρησε στην ένοπλη εξέγερση.
Επομένως βρισκόμαστε μπροστά, πάντα, στο ίδιο πρόβλημα. Στο πως οι λαϊκές μάζες θα πιστέψουν στις ίδιες τις δυνάμεις τους. Αυτός ο «κρίκος» λείπει από την επιχειρηματολογία του Κόμματος. Και επειδή οι λαϊκές μάζες δεν πρόκειται να πειστούν και να πιστέψουν στις δυνάμεις τους με από άμβωνος κομμουνιστικά καλέσματα, όσο καλά και εάν είναι αυτά, ο κρίκος, για τον οποίο μιλήσαμε και που λείπει, είναι η συγκεκριμένη πρόταση που θα αντιστοιχεί στην πολιτική και ταξική συνείδηση των λαϊκών μαζών, σ’ αυτές τις συνθήκες που βρίσκονται, που θα τις εντάξει στη δράση, με άλλα λόγια στην ταξική πάλη, γιατί μόνο η δράση των λαϊκών μαζών και η ταξική πάλη μπορεί να κάνουν τις λαϊκές μάζες να συνειδητοποιήσουν τις δυνάμεις τους μέχρι του σημείου να διεκδικήσουν αυτές τη δική τους εξουσία, κάτω, βέβαια, από την καθοδήγηση και την πρωτοπόρα δράση του ΚΚΕ.
Και εδώ, βέβαια, είναι γνωστή η θέση της «Νέας Σποράς», που την έχει καταθέσει κατ’ επανάληψη, με την οποία ξεκίνησε αυτό το άρθρο και που συμπυκνωμένα την παρουσίασε στο «Κείμενο εκλογικής στήριξης του ΚΚΕ». Αυτή η πρόταση είναι μια πρόταση εξουσίας και διακυβέρνησης, που δεν αφαιρεί από τη στρατηγική του Κόμματος, που δεν είναι αποτρεπτική του να μιλάει για το σοσιαλισμό, που επιτρέπει την άμεση επαφή με τις λαϊκές μάζες, που δίνει σ’ αυτές διέξοδο από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία, που προσεγγίζει τις λαϊκές μάζες που ακολουθούν και τη Νέα Δημοκρατία αλλά κυρίως το ΣΥΡΙΖΑ, που τοποθετείται πάνω στα άμεσα προβλήματά τους, «δεν τα κυνηγάει από πίσω», απαντάει στο ερώτημα: «τι κυβέρνηση;» και τέλος αφορά άλλες τάξεις και στρώματα πέρα και έξω από την αστική τάξη. Στο ερώτημα, λοιπόν, για ποια κυβέρνηση μιλάμε απαντάμε ανεπιφύλακτα: κυβέρνηση του ΑΑΔΜ. Και το Κόμμα τώρα έπρεπε να μιλάει για μια τέτοια κυβέρνηση, με όλο το σκεπτικό που την προϋποθέτει.
Πως θέτει αυτό το ζήτημα που θίγουμε η ηγεσία του Κόμματος; Ας ανατρέξουμε στο «Κάλεσμα»: «Δυνατό ΚΚΕ, για να ανοίξουμε το δρόμο για τη μοναδική λύση υπέρ του λαού, τη μονομερή και ολοσχερή διαγραφή του χρέους, την αποδέσμευση από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, την κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων, για τη λαϊκή ευημερία, με την εργατική τάξη, το λαό στο τιμόνι της εξουσίας, τη σοσιαλιστική προοπτική. Ο λαός έχει ανάγκη μια δική του διακυβέρνηση, την κυβέρνηση της εργατικής – λαϊκής εξουσίας, και σ’ αυτήν το ΚΚΕ θα έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Για να γίνουν πραγματικότητα ιδανικά και αξίες του λαού, για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο».
Από την πλευρά μας δε διαφωνούμε ότι η παραπάνω πρόταση είναι μια πρόταση εξουσίας, παρά το γεγονός ότι είναι πιο προσεχτικά διατυπωμένη σε σχέση με προηγούμενες φορές. Δεν παύει, βέβαια, να είναι μια πρόταση εξουσίας για τον άμεσο σοσιαλισμό, σ’ αυτό άλλωστε αναφέρεται η «κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων». Και δεν παύουν, βέβαια, να την κατανοούν σαν τέτοια και οι λαϊκές μάζες, ως μια πρόταση για τον άμεσο σοσιαλισμό.
Όπως οι λαϊκές μάζες εκλαμβάνουν αυτήν την πρόταση ως μια πρόταση του μέλλοντος, την ίδια αντίληψη αποκρυσταλλώνει και η ηγεσία του Κόμματος. Και αυτό γιατί, ενώ καταθέτει μια πρόταση εξουσίας ως πρόταση του παρόντος δεν επιχειρηματολογεί αποκλειστικά πάνω σ’ αυτήν την πρόταση. Δεν καλεί τις λαϊκές μάζες να τοποθετηθούν πάνω σ’ αυτήν την πρόταση. Φροντίζει να βάλει τις διαφυγές της, διαφυγές που την αναγκάζει η ίδια η πραγματικότητα να τις βάλει.
Γι’ αυτό το λόγο κάνει ένα βήμα πίσω μιλώντας για δυνατό ΚΚΕ μεν αλλά από τη θέση της εργατικής αντιπολίτευσης. Καταφεύγουμε στο «Κάλεσμα» και πάλι: «Χρειάζεται δυνατό ΚΚΕ παντού, γιατί αποτελεί τον πραγματικό, μοναδικό αντίπαλο στα μονοπώλια και την εξουσία τους, την ΕΕ των μνημονίων διαρκείας, τις αντιλαϊκές κυβερνήσεις. Κυβέρνηση θα υπάρξει μετά τις εκλογές. Άλλωστε, υπάρχουν αρκετοί πρόθυμοι – κόμματα και σχήματα μιας χρήσης – να συνδράμουν σ’ αυτό. Για το λαό, αυτό που μετράει είναι να υπάρχει δυνατό ΚΚΕ, για να είναι ο ίδιος ο λαός δυνατός».
Όπως και να το κάνουμε, όμως, αυτή είναι μια πραγματική αντίφαση. Δε μπορείς να διεκδικείς την εξουσία, και μάλιστα τον άμεσο σοσιαλισμό, και την ίδια στιγμή να καλείς τον κόσμο να σε αναδείξει ισχυρή αντιπολίτευση. Αναγνωρίζεις καθαρά ότι η πρόταση εξουσίας που καταθέτεις δεν αντιστοιχεί στις διαθέσεις των λαϊκών μαζών. Αναγνωρίζεις καθαρά ότι η πρόταση εξουσίας που καταθέτεις είναι πρόταση του μέλλοντος, ό,τι κατανοούν και οι λαϊκές μάζες.
Και δεν είναι μόνο αυτό. Προσαρμόζεις και την επιχειρηματολογία σου αντίστοιχα και ανάγεις σε κύριο επιχείρημα σύγκρουσης με τη Νέα Δημοκρατία και το ΣΥΡΙΖΑ, κύριο επιχείρημα με το οποίο προσπαθείς να πείσεις τις λαϊκές μάζες για να αναδειχτεί το Κόμμα ισχυρή εργατική αντιπολίτευση, το γεγονός ότι ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε η Νέα Δημοκρατία θα «επιστρέψουν» στο 2009! Δηλαδή επί της ουσίας τοποθετείς από μόνο σου ένα στάδιο μέσα στον καπιταλισμό πέρα και έξω από τη βασική λογική των αποφάσεων του 19ου Συνεδρίου.
Γι’ αυτό το λόγο η πρόταση της «Νέας Σποράς» όχι μόνο είναι από τις ίδιες τις συνθήκες, αυτές που οδηγούν το Κόμμα με την πρόταση για τον άμεσο σοσιαλισμό σε διάφορα «πίσω – μπρος», τελείως απαραίτητη, αλλά θα είναι αδήριτη ανάγκη μετεκλογικά, που είναι βέβαιο ότι θα υπάρξουν σημαντικές εξελίξεις και που η παρουσία του Κόμματος, πριν απ’ όλα, χρειάζεται την αντίστοιχη πολιτική.
COMMENTS