Λίγες ημέρες που πέρασαν από την επίσημη προκήρυξη των εκλογών ήταν αρκετές για να μας αποδείξουν το κλίμα που διαμορφώθηκε και που θα επικρατήσει καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Ένα κλίμα που αποσκοπεί φανερά, βοηθούντων και των ΜΜΕ, στη συμπίεση των μικρότερων κομμάτων, πράγμα που μας το δείχνουν και οι δημοσκοπήσεις. Ανεξάρτητα από το γεγονός του αν είναι μια συγκεκριμένη μεθόδευση της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ, εμείς θεωρούμε πως είναι συνειδητή μεθόδευση, η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί σχετίζεται με την αναδιάταξη των κομματικών δυνάμεων και του πολιτικού συστήματος, ώστε να επανέλθει πλησίστιος ένας νέος δικομματισμός, που, πιθανά, θα εγκλωβίσει τις λαϊκές δυνάμεις για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Επανερχόμαστε, λοιπόν, σε δύο βασικές μας εκτιμήσεις, που ήδη έχουμε διατυπώσει σε προηγούμενα άρθρα μας, για να απαντήσουμε σ’ ένα βασικό ερώτημα: Μπορεί να «σπάσει» αυτό το δικομματικό σκηνικό, που επιχειρείται να στηθεί και που μόνο ελπιδοφόρο δε μπορεί να χαρακτηριστεί για τον εργαζόμενο λαό;
Η πρώτη εκτίμηση έχει να κάνει με την πολιτική κρίση και το βασικό της περιεχόμενο. Γράφαμε στο άρθρο μας «Η πολιτική κρίση και το ΚΚΕ (1)»: «Το περιεχόμενο της πολιτικής κρίσης συγκεντρώνεται στο γεγονός ότι η αστική πολιτική έχει πλέον πολύ μεγάλη δυσκολία να περάσει τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας ολοκληρωτικά πάνω στις λαϊκές μάζες. Αυτές αντιδρούν σε μια παραπέρα αντιλαϊκή πολιτική, παρά το γεγονός ότι το Εργατικό Κίνημα δεν έχει κατορθώσει να αντιτάξει την ανάλογη αντίσταση στη σφοδρή επίθεση που δέχονται οι εργαζόμενοι. Το βασικό πρόβλημα που υπάρχει σήμερα στην κοινωνία είναι ότι μια παραπέρα εφαρμογή νέων μέτρων εξαθλίωσης μπορεί να απελευθερώσει τις λαϊκές αντιδράσεις».
Φυσικά οι κινητοποιήσεις των λαϊκών μαζών δε θύμιζαν τίποτα από την περίοδο του 2010-12. Η δυσκολία περάσματος αυτής της πολιτικής οφειλόταν σ’ έναν πολύ βασικό λόγο: Είχε να κάνει με το ότι η οικονομική πολιτική της συγκυβέρνησης, αυτή καθ’ εαυτή, άρχισε να μην αποδίδει, είχε «πιάσει σχεδόν πάτο». Ο δείκτης των οφειλών προς το δημόσιο είναι ενδεικτικός. Αυξανόταν με θεαματικούς ρυθμούς.
Κατά το κοινώς λεγόμενο η συγκυβέρνηση δεν είχε να πάρει άλλα «παρά του μη έχοντος». Στη διετία 2012-14 οι εργαζόμενοι και τα μικροαστικά στρώματα σχεδόν εξάντλησαν τα όποια «αποθέματα» διέθεταν. Πούλησαν ακόμη και ότι χρυσαφικά ή κοσμήματα υπήρχαν φυλαγμένα στο σπίτι. Σημαντικές ποσότητες χρυσού και ασημιού όδευσαν, κατά ορισμένα δημοσιεύματα, προς το εξωτερικό και κυρίως προς τη Γερμανία.
Το γεγονός αυτό, της οικονομικής εξάντλησης των εργαζομένων, αναγνωρίστηκε επίσημα, έφτασε και έγινε πολιτικό επιχείρημα ακόμη και της ίδιας της συγκυβέρνησης. Ο Αντώνης Σαμαράς απευθυνόταν στην Άνγκελα Μέρκελ δημόσια και της έλεγε ότι «ο Ελληνικός λαός δεν αντέχει άλλες θυσίες»! Το ίδιο και ο άλλος εταίρος της συγκυβέρνησης, ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Έφτασαν στο σημείο να διαβεβαιώνουν ψευδώς ότι δεν θα υπάρξουν άλλα μέτρα, ενώ πάντα υπήρχαν και συνεχώς προσθέτονταν.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας στην προσφώνησή του προς τον αντίστοιχο Πρόεδρο της Γερμανίας, κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα, χρησιμοποίησε ακριβώς την ίδια έκφραση. Και η απάντηση, βέβαια, ήταν πάντα η ίδια: «Εμείς αναγνωρίζουμε τις θυσίες του Ελληνικού λαού αλλά η πολιτική των μεταρρυθμίσεων πρέπει να συνεχιστεί»! Αυτή, όμως, η απάντηση ήταν το φυτίλι που απλώς περίμενε τη σπίθα για να ανάψει. Και φυσικά η επόμενη σκηνή θα ήταν η σκηνή των λαϊκών εκρήξεων. Για να προλάβει η κυβέρνηση εγκατέλειψε «τα παρακάλια» προς την τρόικα και τους ισχυρούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και λανσάρισε το σύνθημα ότι: «τις μεταρρυθμίσεις πρέπει να τις κάνουμε από μόνοι μας»!
Όλη αυτή η κατάσταση που διαμορφώθηκε έφερε την ίδια την κυβέρνηση σ’ ένα πολιτικό αδιέξοδο. Από το Σεπτέμβρη του ’14 ανακοίνωσε το τέλος του μνημονίου για να «καθησυχάσει» τους εργαζόμενους. Δημιούργησε η ίδια παραπέρα αντιφάσεις πάνω στην ίδια την πολιτική της. Άρχισε να υπόσχεται «ανάσες» και να διαβεβαιώνει ότι θα υπάρξει οικονομική ανάπτυξη, την ίδια στιγμή που η τρόικα της επέβαλε νέα μέτρα. Την ίδια στιγμή που ο Γκίκας Χαρδούβελης με το γνωστό e-mail έκανε αποδεκτές όλες τις απαιτήσεις της τρόικα και η κυβέρνηση συμφωνούσε να μπει σ’ ένα νέο μνημόνιο. Την ίδια στιγμή που για τη συγκυβέρνηση προτεραιότητα ήταν το δημόσιο χρέος, που, όμως, αυτή ούτε καν το συζητούσε, γιατί προτεραιότητα για τους εταίρους ήταν η συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής και η σύναψη ενός νέου μνημονίου.
Στην πραγματικότητα παραμονή στο ευρώ σημαίνει πλέον την πλήρη εξουθένωση του εργαζόμενου λαού. Και η άρχουσα τάξη είναι έτοιμη να προχωρήσει σ’ αυτήν για να μη θυσιάσει μια στρατηγική της επιλογή. Την παραμονή της στο ευρώ. Μόνο που αυτή τη φορά η παραμονή της χώρας μας πλέον στο ευρώ, για την ιθύνουσα ελίτ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί να μην είναι και τόσο αναγκαία. Γι’ αυτό και επανήλθε απ’ έξω και το Grexit ως εκβιασμός αλλά και ως μια πιθανή πραγματικότητα. Οι εξελίξεις μπορεί να πάρουν και άλλο χαρακτήρα σε έσχατη ανάγκη.
Σαν γνήσιο τέκνο της άρχουσας τάξης η Νέα Δημοκρατία αποδέχτηκε, έστω και με υποκρισίες, ασμένως ό,τι της προτάθηκε από την τρόικα. Εν ριπή οφθαλμού ξεχάστηκε το τέλος του μνημονίου, η απομάκρυνση του ΔΝΤ, ακόμη ξεχάστηκαν και οι «ανάσες» που είχε υποσχεθεί. Όλη της η επιχειρηματολογία και τώρα στηρίζεται στο εάν θα παραμείνει η χώρα μας στο ευρώ ή όχι. Βάζει επί τάπητος, όπως και το ’12, τη στρατηγική της επιλογή. Και σ’ αυτό αναπτύσσει μια κατάπτυστη ακροδεξιά κινδυνολογία. Αυτό σημαίνει πολιτική και ιδεολογική εξάντληση.
Από την άλλη μεριά ο ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας και αυτός την ίδια στρατηγική με τη Νέα Δημοκρατία για το ευρώ και την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θέλει να επικεντρώσει τη διαπραγμάτευση στο χρέος για να απεμπλακεί, υποτίθεται, από το φαύλο κύκλο του δανεισμού και να απελευθερώσει τα δημοσιονομικά πλεονάσματα για να τα χρησιμοποιήσει για την ανάπτυξη. Στην προηγούμενη συνέχεια αυτού άρθρου μας έχουμε αναπτύξει που ακριβώς σκοντάφτει η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ και γιατί δεν είναι πραγματοποιήσιμη. Επομένως δε θα δώσουμε άλλη συνέχεια στο θέμα αυτό.
Πάνω σ’ αυτό το έδαφος αναπτύσσεται η αντιπαράθεση μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ, που, όμως, αυτή δε δίνει καμία πραγματική διέξοδο από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία της χώρας μας. Και εδώ ερχόμαστε στη δεύτερη εκτίμηση που κάναμε από την πλευρά μας.
Δεύτερη εκτίμηση που έχει να κάνει με το που οδηγεί αυτή η αντιπαράθεση. Γράφαμε στην προηγούμενη συνέχεια αυτού του άρθρου: «Αυτή η αντιπαράθεση ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και το ΣΥΡΙΖΑ που καταλήγει τελικά; Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα θα μας δώσει παράλληλα και το τι κρίνεται στις προσεχείς εκλογές. Η αντιπαράθεση αυτή καταλήγει σε μια πόλωση ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και το ΣΥΡΙΖΑ και που τα δύο κόμματα χρησιμοποιούν πραγματικά στοιχεία της πολιτικής και οικονομικής συγκυρίας και που με τη σειρά της αυτή η πόλωση οδηγεί στη μεθοδευμένη προσπάθεια αναβίωσης ενός νέου δικομματισμού με κύριους πολιτικούς φορείς τη Νέα Δημοκρατία και το ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό το γεγονός θα κριθεί τελικά και στις εκλογές. Η απεμπλοκή από ένα τέτοιο ενδεχόμενο ή, τουλάχιστον, η αντιμετώπισή του είναι και το βασικό καθήκον του επαναστατικού κινήματος σήμερα».
Μπροστά σε μια κατάσταση που επιδιώκεται να διαμορφωθεί στο πολιτικό σύστημα, που παρακάμπτει τα ουσιαστικά θέματα και τις ουσιαστικές απαντήσεις, που αδυνατεί να αντιμετωπίσει τα ζωτικά προβλήματα των εργαζομένων και των μικροαστικών στρωμάτων, που ακριβώς αυτό το γεγονός θα τροφοδοτεί την πολιτική κρίση ποια θα έπρεπε να είναι η στάση του ΚΚΕ;
Ξεκινάμε από το γεγονός ότι η αστική τάξη με τη στρατηγική της επιλογή έφτασε τη χώρα μας στη χρεοκοπία. Και σήμερα ακόμη η Ελλάδα τελεί υπό ελεγχόμενη χρεοκοπία. Αυτό υποδηλώνει η αναβίωση του Grexit. Η αστική τάξη εξαθλίωσε τους εργαζόμενους, κατέστρεψε τα μικροαστικά στρώματα, ακόμη και τμήματα της αστικής τάξης.
Ουσιαστικός παράγοντας σ’ αυτήν την εξέλιξη ήταν η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ. Το μόνο ιστορικά δικαιωμένο κόμμα που περιέγραψε με ακρίβεια τις συνέπειες της ένταξης και ότι αυτή θα είναι παράγοντας της οικονομικής κρίσης της χώρας μας ήταν το ΚΚΕ. Όποιος ανατρέξει στα ιστορικά του ντοκουμέντα μπορεί εύκολα να διαπιστώσει την κριτική του ακρίβεια και την περιγραφή των συνεπειών για τη χώρα μας. Αυτό το γεγονός «δίνει το δικαίωμα» στην εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα να διεκδικήσουν τη δική τους εξουσία.
Η Νέα Δημοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ ακριβώς επειδή έχουν την ίδια στρατηγική στο βασικό πρόβλημα της χώρας μας δεν έχουν τη δυνατότητα να δώσουν ουσιαστική λύση. Μπορεί να διαγκωνίζονται μεταξύ τους, μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να έχει μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση σ’ ό,τι αφορά το χρέος και το δανεισμό, μπορεί να καταλαβαίνει ότι αυτή η υπόθεση δε μπορεί να τραβήξει παραπέρα, σε συνδυασμό και με τη δική του άνοδο στη διακυβέρνηση, όμως τα όρια των ελιγμών του, στο πλαίσιο της αστικής του στρατηγικής, είναι απελπιστικά περιορισμένα. Γι’ αυτό και δεν απαντάει σε ουσιαστικά ερωτήματα που του τίθενται.
Σ’ αυτήν την προεκλογική περίοδο επανήλθε το πρόβλημα της ένταξης της χώρας μας στο ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, ως το κυρίαρχο θέμα της αντιπαράθεσης της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ. Και τα δύο κόμματα διαβεβαιώνουν ότι η θέση της χώρας μας είναι μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ. Γι’ αυτό που αντιδικούν και πολώνουν την αντιπαράθεσή τους είναι ο τρόπος και η πολιτική που πρέπει να ακολουθήσουν για την παραμονή της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, σαφώς με τη Νέα Δημοκρατία να κρατάει πολύ πιο ανελαστική στάση, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ να προσπαθεί να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα.
Η διαφορά σε σχέση με τον «παλιό» δικομματισμό της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ (τότε που το ΠΑΣΟΚ ήταν ενάντια στην ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ και στις πορείες ο κόσμος του φώναζε το σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», που ήταν σύνθημα του ΚΚΕ) βρίσκεται ακριβώς στο ότι στη σημερινή εποχή όλο το βάρος της υλοποίησης της αντιιμπεριαλιστικής αντιμονοπωλιακής πολιτικής πέφτει πάνω στο ΚΚΕ.
Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, μπροστά στα μάτια μας, όπως και στις εκλογές του ’12, που το κύριο θέμα της πολιτικής αντιπαράθεσης που αναδείχτηκε ήταν και πάλι το ζήτημα της ένταξης της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, και για να το πούμε και «ανάποδα»: το κύριο θέμα που αναδείχτηκε ήταν, όπως και τώρα, το θέμα της αποδέσμευσης της χώρας μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, σ’ αυτό το «γήπεδο» το μόνο κόμμα που μπορεί και πρέπει να πρωταγωνιστήσει είναι το Κόμμα μας. Γι’ αυτό και η «Νέα Σπορά» πάντα και σταθερά ισχυριζόταν ότι το κατά που θα κατευθυνθούν οι πολιτικές εξελίξεις θα κριθεί από τη στάση του ΚΚΕ απέναντι στην πολιτική κρίση και το πώς θα χειριστεί το ζήτημα – κρίκο της αποδέσμευσης.
Και τι βλέπουμε ολοζώντανα μπροστά μας; Αυτό που βλέπουμε είναι μια αντιπαράθεση της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ, που πρωταγωνιστούν να πείσουν τον Ελληνικό λαό για το πώς θα του επιλύσουν τα άμεσα και μακροπρόθεσμα προβλήματά του ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΑΜΟΝΗ στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, όταν αυτή μας έχει οδηγήσει στη χρεοκοπία.
Η θέση της «Νέας Σποράς» ότι η αποδέσμευση της χώρας μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ είναι ο κρίκος μέσα από τον οποίο «περνάνε» όλα τα προβλήματα του Ελληνικού λαού δικαιώνεται με τον πιο αδιαμφισβήτητο τρόπο από την ίδια την αντιπαράθεση δύο πολιτικών σχηματισμών, ενός καθαρόαιμου αστικού πολιτικού σχηματισμού, της Νέας Δημοκρατίας, και ενός πολιτικού σχηματισμού του μικροαστικού σοσιαλισμού, του ΣΥΡΙΖΑ, που είναι διατεθειμένος να παίξει το παιχνίδι της αστικής τάξης και της αστικής διαχείρισης.
Έχει σημασία να πούμε ότι το ένα κόμμα είναι καθαρά αστικό και το άλλο είναι μικροαστικό που θέλει και επιθυμεί η ηγεσία του να παίξει το παιχνίδι της αστικής διαχείρισης. Και έχει σημασία, γιατί αυτό το γεγονός δείχνει και την αδυναμία της αστικής τάξης. Δεν έχει άλλο αστικό πολιτικό σχηματισμό, αυτήν τη στιγμή τουλάχιστον, που να μπορεί να παίξει το ρόλο του δεύτερου. Προσπαθεί να εντάξει σ’ αυτόν το ρόλο το ΣΥΡΙΖΑ, που είναι δεκτικός. Και έχει σημασία επίσης το πώς θα τοποθετηθεί η εργατική τάξη απέναντι στα μικροαστικά στρώματα και, κατ’ επέκταση, το ΚΚΕ απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ. ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ.
Πάνω ακριβώς σ’ αυτό το γεγονός, της αποδέσμευσης, τον κρίκο που ξετυλίγει όλη την αλυσίδα των προβλημάτων του Ελληνικού λαού, που το σπάσιμο αυτού του κρίκου σφραγίζει και τη μελλοντική πορεία του τόπου μας, που ανοίγει το δρόμο για το σοσιαλισμό, το Κόμμα μας θα έπρεπε να επεξεργαστεί μια πρόταση εξόδου από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία, όσο πιο λεπτομερή μπορούσε, στη βάση του 15ου Συνεδρίου, αλλά χωρίς τις αμφισημίες και τις ασάφειες, που θα αφορούσε όλα τα άμεσα προβλήματα των εργαζομένων και των μικροαστικών στρωμάτων, που θα πρόβλεπε μέτρα αναγκαία για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό και που θα διεκδικούσε την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα της πόλης και του χωριού και τη διακυβέρνηση της χώρας μας.
Αυτή η πρόταση θα διεμβόλιζε τις δυνάμεις της Νέας Δημοκρατίας που έχουν απογοητευθεί και περνάνε απ’ ευθείας στο ΣΥΡΙΖΑ (η Νέα Δημοκρατία κρατάει σημαντικές δυνάμεις από την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα), αλλά και τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, γιατί αυτός δεν έχει αποκαταστήσει δεσμούς εμπιστοσύνης με τις λαϊκές μάζες και εκτός απ’ αυτό η συσπείρωση γύρω από το ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καμία σχέση με εκείνη του ΠΑΣΟΚ της αρχικής ριζοσπαστικής του περιόδου.
Δε θα κουραστούμε να επαναλαμβάνουμε ότι αυτή η εξουσία της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων με τη δική της κυβέρνηση θα είναι μια επαναστατική εξουσία με μία επαναστατική κυβέρνηση, που θα εκδίωκε την αστική τάξη και θα εγκαθίδρυε μια επαναστατική δημοκρατία, που θα είναι και μια λαϊκή εργατική εξουσία, με αντιμονοπωλιακό, αντιιμπεριαλιστικό, δημοκρατικό περιεχόμενο, χωρίς να είναι ακόμη η δικτατορία του προλεταριάτου.
Αυτήν την πρόταση εξόδου θα έπρεπε να έχει επεξεργαστεί με συγκεκριμένα μέτρα το Κόμμα μας και αυτήν την πρόταση θα έπρεπε να προβάλει και στις εκλογές του ’12, και στη συνέχεια, και στις σημερινές εκλογές, και μετά από αυτές τις εκλογές. Σ’ όλη τη διάρκεια της πολιτικής κρίσης. Η ίδια η πραγματικότητα ανέδειξε την ιστορική αναγκαιότητα αυτής της πρότασης. Κανείς δε μπορεί να κλείνει τα μάτια του πλέον μπροστά σ’ αυτήν την πραγματικότητα. Και προπαντός η ηγεσία του Κόμματος.
Δυστυχώς, όμως, μια τέτοια πρόταση δεν κατατέθηκε από την πλευρά του Κόμματος. Και το «σπάσιμο» του δικομματισμού, η μη επαναφορά σ’ ένα πολιτικό σύστημα σταθεροποιημένο, έχει προς το παρόν μειωμένες προσδοκίες από την πλευρά του επαναστατικού κινήματος. Το ερώτημα είναι συγκεκριμένο πλέον: Πάμε για μια μακροχρόνια περίοδο με ένα νέο δικομματισμό, τη Νέα Δημοκρατία και το ΣΥΡΙΖΑ μ’ ένα ΚΚΕ περιθωριοποιημένο; Δεν υπάρχει διέξοδος; Αυτό θα είναι το θέμα μας στο τρίτο και τελευταίο μέρος του άρθρου μας.
COMMENTS