Η πολιτική κρίση και το ΚΚΕ (2)

Το κυρίαρχο γεγονός που θέλουμε να σημειώσουμε από την πλευρά μας, σε σχέση με την πολιτική κρίση στη χώρα μας, είναι ότι μέχρι τώρα η ηγεσία του Κόμματος δεν έχει αποδεχτεί, με κάποια θέση της, την ύπαρξη αυτής της πολιτικής κρίσης. Να υπενθυμίσουμε και πάλι, ότι στην προηγούμενη συνέχεια αυτού του άρθρου επισημάναμε ότι η χώρα μας τελεί υπό παρατεταμένη πολιτική κρίση, την οποία την τοποθετήσαμε, ως αρχή της, από την πτώση της κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου, το Φθινόπωρο του ’11, πτώση η οποία ήταν το αποτέλεσμα  εσωτερικών παρεμβάσεων της ολιγαρχίας, έντονων εξωτερικών παρεμβάσεων, κυρίως από την πλευρά των εταίρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και της ανάπτυξης των εργατικών αγώνων και της διαμαρτυρίας πλατιών τμημάτων του Ελληνικού λαού, από το ’10 ακόμη.

Από εκείνη τη στιγμή και μετά αρχίζει μια περίοδος, που η αστική τάξη της χώρας μας, οι εταίροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και του ΔΝΤ προσπαθούν να δημιουργήσουν κυβερνήσεις συνεργασίας, προκειμένου να εφαρμόσουν την μνημονιακή πολιτική τους. Όλοι οι παραπάνω προσδοκούν ότι μια τέτοια κίνηση θα απορροφήσει πιο εύκολα τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, δε θα αποσταθεροποιήσει το πολιτικό σύστημα, μια και θα υπάρχει μια διευρυμένη κομματική συμμετοχή από περισσότερα κόμματα στη διακυβέρνηση, κατά συνέπεια θα υπάρχουν λιγότερες αντιστάσεις από την πλευρά των εργαζομένων.

Στην περίοδο αυτή, ωστόσο, αναπτύσσονται αξιοσημείωτοι εργατικοί αγώνες, που σε συνδυασμό με τη ραγδαία καταστροφή των μικροαστικών στρωμάτων, εξ αιτίας της εφαρμοζόμενης πολιτικής, οδηγούν σε σημαντικές μετακινήσεις μεγάλων τμημάτων των εργαζομένων. Βασικό χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου είναι η είσοδος στην ταξική πάλη λαϊκών μαζών, που προέρχονται από την εργατική τάξη αλλά και από την καταστροφή των μικροαστικών στρωμάτων. Η είσοδος αυτή πραγματοποιείται με διάφορες μορφές, είτε με το οργανωμένο Εργατικό Κίνημα είτε και με αυθόρμητες διαμαρτυρίες, όπως ήταν οι πλατείες.

Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η αστική τάξη της χώρας μας και τα αστικά κόμματα δε μπόρεσαν να συγκρατήσουν τις μεγάλες λαϊκές μάζες των εργαζομένων και των καταστρεμμένων μικροαστικών στρωμάτων από το να μετακινηθούν από το δικομματισμό της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ.

Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να σημειώσουμε ότι και το Κόμμα μας δε μπόρεσε να παρακολουθήσει αυτήν την μετακίνηση των λαϊκών μαζών. Και όχι μόνο δε μπόρεσε να την παρακολουθήσει, αλλά εκ των υστέρων παραδέχτηκε, η τότε ηγεσία του, ότι δεν είχε εκτιμήσει σωστά την πτώση του δικομματισμού.

Αποκορύφωμα αυτής της μετακίνησης των λαϊκών μαζών είναι οι εκλογές του Μάη του ’12, όπου συνολικά μετακινήθηκαν 3.5 εκατ. ψηφοφόροι, με αποτέλεσμα ο δικομματισμός να δεχτεί ένα συντριπτικό πλήγμα και να πέσει στο ιστορικά χαμηλότερο ποσοστό που είχε ποτέ.

Το ερώτημα που προκύπτει σ’ αυτό το σημείο είναι: Γιατί το Κόμμα μας δε μπόρεσε να παρακολουθήσει αυτήν τη μετακίνηση των λαϊκών μαζών, να την προσανατολίσει και να βγει πολιτικά ενισχυμένο σε συνθήκες οικονομικής και πολιτικής κρίσης, να κρατήσει και να ενδυναμώσει την τρίτη θέση, που κατείχε στο κομματικό σύστημα, να μην επιτρέψει την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ;

Κατά τη γνώμη μας οι λόγοι πρέπει να αναζητηθούν πολύ πιο πριν από τις εκλογές και είναι οι παρακάτω:

Πρώτος: Η ηγεσία του Κόμματος, προφανώς με τη συνδρομή των οικονομικών αναλύσεων του αντίστοιχου Τμήματος, δεν κατανόησε ευθύς εξ αρχής το χαρακτήρα της γενικής καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι όταν τα διεθνή ΜΜΕ μίλαγαν για τον κίνδυνο μιας γενικής καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης από την πλευρά του Κόμματος γινόταν λόγος για «προσχηματική κρίση».

Δεύτερος: Η ηγεσία του Κόμματος δεν είχε διαγνώσει παραπέρα ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της οικονομικής κρίσης, έτσι όπως εκφράστηκε αυτή στη χώρα μας. Η οικονομική κρίση στη χώρα μας «ερχόταν από μακριά» και εκφράστηκε και με τους δικούς της αυτοτελείς όρους, με βάση τα οικονομικά δεδομένα της χώρας μας. Από τη δεκαετία του ’80 και μετά παρουσιάζεται στην Ελληνική οικονομία μια προϊούσα συρρίκνωση των παραγωγικών της δυνάμεων στον πρωτογενή και δευτερογενή παραγωγικό τομέα, που έχει να κάνει με την ένταξη της χώρας μας στην ΕΟΚ και μετέπειτα Ευρωπαϊκή Ένωση. Δηλαδή αυτή καθ’ εαυτή η ένταξη έγινε αυτοτελής παράγοντας της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας και παράγοντας να εκφραστεί αυτή πολύ πιο οξυμένα, σε μια οικονομία που ήδη σημείωνε τεράστιες αποκλίσεις στους δημοσιονομικούς δείκτες αλλά και στην αύξηση του δημόσιου χρέους.

Τρίτος: Ως προς τη γενική καπιταλιστική οικονομική κρίση, πρέπει να προσθέσουμε και κάτι ακόμα. Η οικονομική κρίση μπορεί να ξεκίνησε από τις ΗΠΑ, να επεκτάθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση ταχύτατα, αλλά πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση εκφράστηκε με μεγαλύτερη ένταση απ’ ότι στις ΗΠΑ. Και αυτό γιατί οι ΗΠΑ διαθέτοντας νομισματικά εργαλεία στα χέρια της, που έπαιζαν παγκόσμιο ρόλο – το δολάριο ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα και νόμισμα των εμπορικών ανταλλαγών, είχε τη δυνατότητα να εξάγει την οικονομική της κρίση σε άλλες χώρες. Το παράδειγμα της Αργεντινής απ’ αυτήν την άποψη είναι πολύ χαρακτηριστικό ή προηγούμενα η κρίση στις λεγόμενες Ασιατικές τίγρεις. Η ένταση της κρίσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση επέδρασε και στη χώρα μας και επιτάχυνε την εφαρμογή της γενικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη μορφή των μνημονίων. Το γεγονός αυτό αναδείκνυε πιο έντονα το καθήκον της αποδέσμευσης της χώρας μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, που στην πραγματικότητα το Κόμμα μας την παρέπεμπε στο μέλλον με τη θέση αποδέσμευση με σοσιαλιστική επανάσταση.

Τέταρτος: Αυτές οι ελλείψεις στις εκτιμήσεις του Κόμματος του στέρησαν την ανάλογη ετοιμότητα να αντιστοιχίσει τα πολιτικά του καθήκοντα σε σχέση με τις συνέπειες, που θα είχε η γενική καπιταλιστική οικονομική κρίση πάνω στις λαϊκές μάζες και στην ίδια τη χρεοκοπία της χώρας μας. Όταν γίνεται λόγος για προσχηματική κρίση είναι εύλογο πολιτικά να μεταφράζεται με τη λογική μιας επίθεσης ενάντια στην εργατική τάξη, που με πραγματικό υπόβαθρο τις αντεπαναστατικές ανατροπές και τη γενική κατάσταση του Εργατικού και Κομμουνιστικού Κινήματος, αποστερούσε την εργατική τάξη από προηγούμενες κατακτήσεις της. Εδώ, όμως, δεν επρόκειτο μόνο γι’ αυτό. Επρόκειτο για μια γενική οικονομική κρίση του καπιταλισμού, τη βαθύτερη που γνώρισε ο καπιταλισμός στην ιστορική του εξέλιξη, γεγονός που παρουσιάζεται με διαφορετικά χαρακτηριστικά – και ως προς τις ιδιαιτερότητες της χώρας μας, αλλά και ως προς τα καθήκοντα του Κόμματος.

Πέμπτος: Κάθε οικονομική κρίση απαιτεί άμεσα μέτρα εκ μέρους της αστικής τάξης προκειμένου να την ξεπεράσει, αλλά και εκδηλώνεται με άμεσες συνέπειες πάνω στις λαϊκές μάζες για να τους μεταφέρει η αστική τάξη το κόστος της οικονομικής κρίσης. Η οικονομική κρίση πρόκειται για μια ιδιαίτερη στιγμή για τον καπιταλισμό, που εμφανίζει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, όπως π.χ. την καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων, την πτώση της παραγωγής, την απότομη άνοδο της ανεργίας, την καταστροφή των μικροαστικών στρωμάτων, ακόμη και τμημάτων της αστικής τάξης, την πτώση των μισθών, την αύξηση της φορολογίας, την απότομη άνοδο της εξαθλίωσης των λαϊκών μαζών κλπ.. Σ’ αυτήν την περίπτωση το «γενικό» πρέπει να γίνει πολύ «συγκεκριμένο» εκ μέρους της πολιτικής του Κόμματος για να είναι σε θέση να αποκτήσει επαφή με τις λαϊκές μάζες, που πλήττονται βάναυσα από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης και το βιοτικό τους επίπεδο πέφτει απότομα. Εάν ένα Κομμουνιστικό Κόμμα δεν αντιμετωπίσει συγκεκριμένα την οικονομική κρίση, εάν δεν παρουσιάσει πρόταση εξόδου απ’ αυτήν, που να βασίζεται στα άμεσα προβλήματα των εργαζομένων και των καταστρεμμένων μικροαστικών στρωμάτων, τότε διακινδυνεύει να μετατραπεί η οικονομική κρίση από προνομιακό του πεδίο για τη δράση του και τη δράση των λαϊκών μαζών σε ναρκοθετημένο πεδίο σε βάρος του και σε πεδίο αποπροσανατολισμού των λαϊκών μαζών. Και αυτό συμβαίνει, γιατί σε κάθε οικονομική κρίση εμφανίζεται η τάση επαναστατικοποίησης των λαϊκών μαζών, αλλά, ταυτόχρονα εμφανίζεται και η τάση αντιδραστικοποίησης των λαϊκών μαζών, που αυτή η δεύτερη στηρίζεται, κατά βάση, στο γεγονός ότι μικροαστικά στρώματα (κυρίως) και τμήματα της εργατικής τάξης, που είχαν εξασφαλίσει, προ κρίσης, ένα ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο, τώρα, στη  διάρκεια της κρίσης, καταστρέφονται απότομα παρουσιάζοντας σαφή αναντιστοιχία στην ταξική και πολιτική τους συνείδηση σε σχέση με την κατάσταση που περιήλθαν. Εισέρχονται στην ταξική πάλη, κυρίαρχα, με την «κληρονομημένη» ταξική και πολιτική συνείδηση της προηγούμενης θέσης τους.

Έκτος: Σε κάθε οικονομική κρίση οι λαϊκές μάζες αποχτάνε ιδιαίτερη κινητικότητα. Εισέρχονται απότομα στην ταξική πάλη νέα τμήματα της εργατικής τάξης και των καταστρεμμένων μικροαστικών στρωμάτων, που δεν έχουν την πείρα της ταξικής πάλης και ως προς την ταξική και πολιτική τους συνείδηση παρουσιάζουν μια σχετική καθυστέρηση, που οφείλεται, όπως αναφέραμε παραπάνω, στην προηγούμενη θέση τους. Ένας καταστρεμμένος μικροαστός που προλεταροποιείται βίαια δεν είναι δυνατό να διαθέτει την ίδια ταξική συνείδηση μ’ έναν προλετάριο, που από την ίδια του την κοινωνική θέση προσδιορίζεται ως τέτοιος, που συμμετέχει σε αγώνες, σε όποιο βαθμό και εάν βρίσκεται η ταξική του συνείδηση και κατ’ επέκταση και η πολιτική του συνείδηση. Απ’ αυτήν την άποψη διαφοροποιούνται οι όροι διεξαγωγής της ταξικής πάλης. Με βάση τα παραπάνω η ηγεσία του Κόμματος υποτίμησε απαράδεκτα τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας των λαϊκών μαζών, που εντάχτηκαν στην ταξική πάλη με ένα δικό τους αυτοτελή (και θα προσθέταμε αυθόρμητο) τρόπο. Το γεγονός, τελικά, ήταν το Κόμμα μας να μην καταβάλει την αντίστοιχη προσπάθεια να αποκτήσει επαφή με τις νεόφερτες λαϊκές μάζες, παρά το γεγονός ότι συνέβαλε αποφασιστικά στην άνοδο των κοινωνικών αγώνων την κρίσιμη περίοδο του ’10 – ’12.

Έβδομος: Το Κόμμα μας, με ευθύνη της ηγεσίας του, μετά το 18ο Συνέδριο εγκαταλείπει οριστικά και πρακτικά την πολιτική του ΑΑΔΜ, που βασίζεται πάνω στο Πρόγραμμα του 15ου Συνεδρίου. Και αυτό συμβαίνει, γιατί εγκαταλείπει πραξικοπηματικά τις επεξεργασίες του 15ου Συνεδρίου. Το Πρόγραμμα, όμως,  αυτό ήταν η μόνη βάση πάνω στην οποία μπορούσε να οικοδομήσει, κατ’ αρχάς, μια κοινωνική συμμαχία, τη στιγμή που οι λαϊκές μάζες βρίσκονταν σε έντονη κινητικότητα, τη στιγμή που εγκατέλειπαν τα δύο μεγάλα κόμματα της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, που με διάφορους αυτοτελείς τρόπους εντάσσονταν στην ταξική πάλη. Εκείνη τη στιγμή η ηγεσία του Κόμματος επέλεγε να δώσει τη γενικότερη ιδεολογικοπολιτική αντιπαράθεση, ως προς τις άλλες πολιτικές δυνάμεις, αλλά και την εκλογική μάχη, με τη λεγόμενη «συνολική πολιτική του», δηλαδή, με την πρόταση για την «εργατική εξουσία και λαϊκή οικονομία», που η ηγεσία την εννοεί και την προβάλει ως άμεσο σοσιαλισμό. Στην πράξη τι ακριβώς σήμαινε αυτή η επιλογή; Από τη μια μεριά, τη μεριά του Κόμματος, προβάλλεται μια πρόταση συνειδητά (και αυτό λέγεται ανοιχτά), που οι συσχετισμοί των δυνάμεων είναι αδύνατον να επιτρέψουν να πραγματοποιηθεί, είναι μη υλοποιήσιμη, γιατί προβάλλεται ως άμεσος σοσιαλισμός. Από την άλλη μεριά, από τη μεριά των λαϊκών μαζών, η πρόταση αυτή κατανοείται μεν ως άμεσος σοσιαλισμός, που, όμως, είναι αδύνατον να υιοθετηθεί και γιατί δεν είναι πεισμένες γι’ αυτήν αλλά και λόγω της άμεσης κατάστασης εξαθλίωσης που έχουν περιέλθει. Κυριαρχεί το «άμεσο». Υπάρχει ένα «κενό» στην ταξική και πολιτική συνείδηση των λαϊκών μαζών, που αυτό θα το «κάλυπτε» ένα πρόγραμμα συγκεκριμένων στόχων και αιτημάτων και που θα χρησίμευε να «ρυμουλκήσει» τις λαϊκές μάζες στην κατεύθυνση ριζοσπαστικών αλλαγών, να τις διευκολύνει να αναπτύξουν τη δράση τους, να τις βοηθήσουν να αναπτύξουν μια νέα ταξική και πολιτική συνείδηση, θα οδηγούσε στην αλλαγή των τάξεων στην εξουσία. Το αποτέλεσμα ήταν το Κόμμα μας να μη μπορέσει να προσεγγίσει τις λαϊκές μάζες, που μετακινούνταν και αποστασιοποιούνταν από τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ και, ταυτόχρονα, να εκχωρεί τη δυνατότητα να επωφελούνται αστικά και μικροαστικά κόμματα, όπως η ΔΗΜΑΡ, οι ΑΝΕΛ και ο ΣΥΡΙΖΑ και, το χειρότερο, να βρίσκει έδαφος η σπέκουλα της Χρυσής Αυγής πάνω στις καθυστερημένες συνειδήσεις τμήματος των λαϊκών μαζών, που βασικά προέρχονταν από το ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατία, η οποία σπέκουλα βασίζονταν κατά βάση στα άμεσα προβλήματα, που αντιμετώπιζαν οι λαϊκές μάζες.

Όγδοος: Όπως ισχυριζόμαστε πιο πάνω, σε μια περίοδο που έχει ξεσπάσει η οικονομική κρίση εμφανίζεται τόσο η τάση επαναστατικοποίησης των λαϊκών μαζών όσο και η τάση αντιδραστικοποίησής τους. Το παράδειγμα της Γερμανίας του Μεσοπολέμου είναι απολύτως διδακτικό για το επαναστατικό κίνημα. Εμφανίζεται ο κίνδυνος να παρασυρθούν τμήματα της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων σε αντιδραστική κατεύθυνση. Ταυτόχρονα, μπροστά στην αμεσότητα και την οξύτητα των προβλημάτων, που αντιμετωπίζουν οι λαϊκές μάζες η έλλειψη από την πλευρά του Κόμματος άμεσης πολιτικής πρότασης διεξόδου από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία της χώρας μας (στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού), με κυρίαρχο κρίκο την αποδέσμευση της χώρας μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, είχε ως αποτέλεσμα να δώσει στο ΣΥΡΙΖΑ την ευκαιρία όχι μόνο να σπεκουλάρει πάνω στα άμεσα προβλήματα των λαϊκών μαζών αλλά και στην ίδια την πρόταση του Κόμματος για το ΑΑΔΜ. Η ιδιομορφία σ’ ό,τι αφορά στη Γερμανία του Μεσοπολέμου και στη στάση της Σοσιαλδημοκρατίας εκείνης της εποχής, σε σχέση με τον τωρινό ΣΥΡΙΖΑ και τη στάση του, είναι ότι αυτός δε βρίσκεται αντιμέτωπος με την άμεση διεκδίκηση της εξουσίας από την πλευρά της Χρυσής Αυγής. Η Χρυσή Αυγή διεκδικεί την οργανωμένη πια πολιτική της παρουσία στο πολιτικό σύστημα αντιπροσωπεύοντας τους πιο αντιδραστικούς κύκλους της χρηματιστικής ολιγαρχίας και του εφοπλιστικού κεφαλαίου. Το γεγονός αυτό δίνει στο ΣΥΡΙΖΑ τη δυνατότητα να προβάλει ως πρώτη εναλλακτική πολιτική επιλογή. Έτσι ποια είναι η διάταξη των κομματικών δυνάμεων; Υπάρχει ένας δικομματισμός που αντιπροσωπεύεται από τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, που βρίσκεται σε συνθήκες κατάρρευσης, γιατί οι λαϊκές μάζες τον εγκαταλείπουν. Υπάρχει το Κόμμα μας, που αδυνατεί να αποκαταστήσει δεσμούς με τις λαϊκές μάζες, που μετακινούνται κατά εκατομμύρια. Υπάρχει ο ΣΥΡΙΖΑ που παρουσιάζεται αντιμνημονιακός και κάνει προσπάθεια να προσεγγίσει τις λαϊκές μάζες και που επικεντρώνοντας στο μνημόνιο, που δεν το παρουσιάζει ως τη γενική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει πιο εύκολη πρόσβαση σ’ αυτές. Ταυτόχρονα, παρουσιάζονται νέοι αστικοί πολιτικοί σχηματισμοί, που επιχειρούν να παίξουν το ρόλο του αναχώματος στη μετακίνηση των λαϊκών μαζών, ΔΗΜΑΡ και ΑΝΕΛ, και, τέλος, βρίσκει απήχηση ο πολιτικός λόγος της Χρυσής Αυγής, που σπεκουλάρει ασύστολα πάνω στα πατριωτικά αισθήματα των πιο καθυστερημένων και εξαθλιωμένων λαϊκών μαζών και τα άμεσα προβλήματά τους, ενώ εκτρέπει αποπροσανατολιστικά τα αίτια της κρίσης στοχοποιώντας τους μετανάστες.

Ένατος: Από το Φθινόπωρο του ’11, που πέφτει η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου, είναι εμφανές ότι το αστικό πολιτικό σύστημα εισέρχεται σε μια μεταβατική φάση αποσταθεροποίησης, ενώ, ταυτόχρονα, η αστική ολιγαρχία σε συνεργασία με τα αφεντικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναζητούν και καταβάλουν προσπάθειες για να το σταθεροποιήσουν. Από τα αστικά ΜΜΕ γράφονται πολλά για την ανικανότητα του πολιτικού συστήματος να διαχειριστεί την κρίση, ενώ προσδοκούν ακόμη και στην πλήρη αναδιάρθρωσή του. Έρχεται στη συνέχεια, «φυτευτή» η κυβέρνηση του Λουκά Παπαδήμου με τρία κόμματα να τη στηρίζουν. Παρά την τρικομματική κυβέρνηση η σταθερότητα του πολιτικού συστήματος δεν εξασφαλίζεται. Στις εκλογές του Μάη του ’12 ο δικομματισμός συντρίβεται, το τρίτο κόμμα που στήριξε την κυβέρνηση Παπαδήμου δεν εισέρχεται στη βουλή. Η νέα κυβέρνηση που προκύπτει μετά τις εκλογές του Ιούνη του ’12 εξακολουθεί να είναι ασταθής. Η παρουσία της ενισχυμένης Χρυσής Αυγής αποτελεί έναν παραπάνω παράγοντα αποσταθεροποίησης του πολιτικού συστήματος, που κυρίως υπονομεύει τον παραδοσιακό πυλώνα του αστικού πολιτικού συστήματος, τη Νέα Δημοκρατία. Εμφανίζονται σκέψεις ακόμη και για κυβέρνηση μεταξύ της Νέας Δημοκρατίας και της Χρυσής Αυγής, σε μια προσπάθεια για παραπέρα αυταρχική στροφή, με στόχο να συγκρατήσουν τη δυσαρέσκεια των λαϊκών μαζών. Το πείραμα αποτυγχάνει εν τη γενέσει του. Μετά την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ από την κυβέρνηση, με πρόσχημα το κλείσιμο της ΕΡΤ, η αστάθεια του πολιτικού συστήματος εξακολουθεί να υπάρχει. Με τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα παίρνονται μέτρα σε βάρος της Χρυσής Αυγής σε μια προσπάθεια να σταματήσει η αφαίμαξη δυνάμεων κυρίως από τη Νέα Δημοκρατία. Οι ευρωεκλογές αποδεικνύουν ότι ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία δεν είναι σε θέση να ανακτήσουν σημαντικές δυνάμεις, παρά την μικρή αύξηση που σημειώνουν. Η ΔΗΜΑΡ χάνει την εκλογική της βάση και πληρώνει τη συμμετοχή της στην τρικομματική κυβέρνηση. Η πίεση που εξασκείται από τη δυσαρέσκεια των λαϊκών μαζών εξαναγκάζει τη δικομματική κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ να έχει πάντα ως λύση στο μυαλό της την προσφυγή σε εκλογές. Τελικά κάτω από την πίεση των λαϊκών μαζών η κυβέρνηση αναγκάζεται να εξαγγείλει το τέλος του μνημονίου, ψευδώς, να σκοντάψει πάνω στις απαιτήσεις των εταίρων και να επιταχύνει τις πολιτικές εξελίξεις με τη δρομολόγηση της διαδικασίας της εκλογής νέου Προέδρου της Δημοκρατίας. Ταυτόχρονα ο ΣΥΡΙΖΑ παρά τα ευνοϊκά αποτελέσματα γι’ αυτόν στις ευρωεκλογές δεν εξασφαλίζει την εμπιστοσύνη των λαϊκών μαζών στο βαθμό που θα του επέτρεπε μια αυτοδύναμη κυβέρνηση και αναζητάει στηρίγματα στους ΑΝΕΛ και στην πρακτικά διαλυμένη ΔΗΜΑΡ. Νομίζουμε ότι η σύντομη αυτή περιγραφή τεκμηριώνει την άποψή μας για την παρατεταμένη πολιτική κρίση, που περνάει το πολιτικό σύστημα στη χώρα μας, σε σημείο που να μην υπάρχουν ασφαλείς λύσεις για την επόμενη ημέρα.

Ποιο είναι το συμπέρασμα απ’ όσα εκθέσαμε μέχρι τώρα; Το συμπέρασμα είναι ότι το Κόμμα μας αδυνατώντας να τοποθετηθεί έγκαιρα και αποτελεσματικά απέναντι στην οικονομική και πολιτική κρίση, που έχουν ξεσπάσει, αδυνατεί, παράλληλα, να ακολουθήσει σ’ αυτήν τη μεταβατική φάση αποσταθεροποίησης του πολιτικού συστήματος μια ανάλογη πολιτική, που θα του επιτρέψει να αναδειχτεί εκείνος ο πολιτικός φορέας, που θα συσπειρώσει τις δυσαρεστημένες λαϊκές μάζες, θα συσπειρώσει την εργατική τάξη και τα καταστρεμμένα μικροαστικά στρώματα σ’ ένα κοινωνικό μέτωπο και με βάση μια πρόταση διεξόδου από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία, με συγκεκριμένα μέτρα και στόχους, που σαφώς θα κινούνταν στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού. Αντίθετα το Κόμμα μας έχει περιέλθει στη θέση να αισθάνεται την πίεση της πολιτικής κρίσης ακόμη και στον άμεσο περίγυρό του. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι γι αυτήν την κατάσταση η ηγεσία του Κόμματος φέρει μεγάλες ευθύνες, γιατί έσπασαν οι δεσμοί του Κόμματος με τις λαϊκές μάζες, για να μην πούμε ότι ουσιαστικά εγκαταλείφτηκαν.

Το ερώτημα που υπάρχει αυτήν τη στιγμή είναι: Το Κόμμα μας στην πολιτική κατάσταση έτσι όπως έχει διαμορφωθεί διαθέτει τη δυνατότητα να επανακάμψει και να επανασυσπειρώσει δυνάμεις που έχασε; Σ’ αυτό το ερώτημα από την πλευρά μας απαντάμε θετικά, με την προϋπόθεση ότι η ηγεσία του Κόμματος, με την ανάλογη αποφασιστικότητα, θα καταθέσει μια πρόταση πραγματικής διεξόδου από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία, στην περίπτωση των εκλογών ως εκλογικό πρόγραμμα, που θα περιέχει  δημοκρατικά, αντιιμπεριαλιστικά, αντιμονοπωλιακά μέτρα και θα δίνει τη δυνατότητα στην ανάπτυξη της δράσης του Εργατικού Κινήματος να διεκδικήσει λύσεις προς όφελος των εργαζομένων. Με μία τέτοια πρόταση θα αποκρούσει την πίεση που εξασκείται από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ και δε θα του επιτρέψει να παρουσιάζεται στο πολιτικό σκηνικό ως «παίκτης εν ου παικτοίς». Πολύ περισσότερο θα αποτρέψει να θέτει ο ΣΥΡΙΖΑ εκβιαστικά διλήμματα σε βάρος του Κόμματος.

COMMENTS