Η πολιτική κρίση και το ΚΚΕ (1)

Η επίσημη καταγγελία του Κόμματος των ΑΝΕΛ περί απόπειρας εξαγοράς του βουλευτή Παύλου Χαϊκάλη για να ψηφίσει το μοναδικό υποψήφιο για την Προεδρία της Δημοκρατίας Σταύρο Δήμα, προτεινόμενο από τις κοινοβουλευτικές ομάδες της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, δεν έβγαλε στην επιφάνεια μόνο και τόσο τη σαπίλα του πολιτικού συστήματος, που, άλλωστε, είναι διαπιστωμένη εδώ και από πολύ καιρό, όσο την όξυνση της πολιτικής κρίσης στη χώρα μας.

Το βέβαιο είναι ότι αυτό το γεγονός, μέσα σ’ ένα περιβάλλον βαθύτατης πολιτικής σήψης, δυσκολεύει ακόμη πιο πολύ την εκλογή του Σταύρου Δήμα στην Προεδρία, εάν δεν την αποκλείει εντελώς, και φέρνει ακόμη πιο κοντά την προκήρυξη πρόωρων εκλογών, που ορισμένοι τις τοποθετούν ακόμη και μέσα στο Γενάρη (25η Γενάρη) ή το αργότερο στην 1η του Φλεβάρη.

Δεν είναι λίγοι αυτοί, απ’ όλα τα κόμματα, που τοποθετούνται με αποστροφή απέναντι σε τέτοια γεγονότα, σαν κι αυτά που κατάγγειλαν επίσημα οι Πάνος Καμμένος και Παύλος Χαϊκάλης ή για τους «κουμπαράδες», για τους οποίους γίνεται τόσος λόγος πριν ακόμη διαφανεί ότι η κυβέρνηση θα αποφάσιζε να επιταχύνει τις εκλογικές διαδικασίες για το νέο Πρόεδρο, σε μια προσπάθεια να διασώσουν το πολιτικό σύστημα ή να διαχωρίσουν τη θέση τους απ’ αυτό ή, ακόμη, και να το καταγγείλουν.

Όπως δεν είναι και λίγα από τα καθεστωτικά ΜΜΕ, που, πλέον, βγαίνουν ανοιχτά και μιλάνε για τη σαπίλα που κυριαρχεί στο πολιτικό σύστημα, βάλλοντας αδιακρίτως επί «δικαίων και αδίκων» και παριστάνοντας τον ανυποψίαστο παρατηρητή της σαπίλας, μια και αυτά τα ΜΜΕ, διαχρονικά, στήριξαν ένα σαπισμένο πολιτικό σύστημα και μια πολιτική, που εφάρμοζε η κυβέρνηση, που σαφώς δεν οδηγούσε πουθενά αλλού, παρά στη σαπίλα ακόμη και αυτών των αστικών θεσμών και ηθών, των οποίων, υποτίθεται, ότι ήταν οι δημόσιοι και ανεξάρτητοι θεματοφύλακες και κριτές.

Σάπιο πολιτικό σύστημα και πολιτική κρίση, βέβαια, δε συμβαδίζουν πάντα, δεν έχουν παράλληλη πορεία, αλλά στην περίοδο που περνάει η χώρα μας, σε συνθήκες παρατεταμένης οικονομικής κρίσης και χρεοκοπίας, σε συνθήκες όξυνσης της πολιτικής και οικονομικής εξάρτησης, τέτοια γεγονότα έρχονται να αναδείξουν ακόμη πιο εμφαντικά τόσο τη σαπίλα του πολιτικού συστήματος και τα αδιέξοδά του όσο και των πολιτικών δυνάμεων που το υπηρετούν. Κάνουν πιο φανερή την παρατεταμένη πολιτική κρίση, που την αρχή της  πρέπει να την τοποθετήσει κανείς από την εποχή της αναγκαστικής απομάκρυνσης του Γιώργου Παπανδρέου από τη διακυβέρνηση.

Και αυτό είναι το κυρίαρχο γεγονός. Να τοποθετηθεί κανείς απέναντι στην πολιτική κρίση, που έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις, που για να μπορέσουν οι αστικές πολιτικές δυνάμεις να περάσουν μια αντιλαϊκή πολιτική, που θα εξαθλιώσει ακόμη πιο πολύ τους εργαζόμενους, φτάνουν σε τέτοιο σημείο που σπάνε τις «βαλβίδες» ασφαλείας του αστικού πολιτικού συστήματος και ξεμπουκάρει από μέσα του όλη η δυσοδία και η βρωμιά του.

Το κύριο γεγονός, λοιπόν, είναι να προσδιοριστεί το περιεχόμενο της πολιτικής κρίσης που περνάει η χώρα μας και το πώς πρέπει να τοποθετηθεί το ΚΚΕ απέναντι σ’ αυτήν. Και αυτό γιατί για κάθε πολιτική κρίση δεν πρέπει να θεωρηθεί ως αυτονόητο γεγονός ότι θα την καρπωθεί οπωσδήποτε το επαναστατικό κίνημα. Αυτή είναι μια σχηματική άποψη. Ανάλογα παραδείγματα, όχι μόνο σε περιόδους πολιτικής κρίσης αλλά και σε περιόδους επαναστατικής κατάστασης, έχουν υπάρξει πολλά στην ιστορία του επαναστατικού κινήματος και φυσικά υπήρξαν και στη χώρα μας.

Το περιεχόμενο της πολιτικής κρίσης συγκεντρώνεται στο γεγονός ότι η αστική πολιτική έχει πλέον πολύ μεγάλη δυσκολία να περάσει τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας ολοκληρωτικά πάνω στις λαϊκές μάζες. Αυτές αντιδρούν σε μια παραπέρα αντιλαϊκή πολιτική, παρά το γεγονός ότι το Εργατικό Κίνημα δεν έχει κατορθώσει να αντιτάξει την ανάλογη αντίσταση στη σφοδρή επίθεση που δέχονται οι εργαζόμενοι. Το βασικό πρόβλημα που υπάρχει σήμερα στην κοινωνία είναι ότι μια παραπέρα εφαρμογή νέων μέτρων εξαθλίωσης μπορεί να απελευθερώσει τις λαϊκές αντιδράσεις.

Ένα πρώτο κριτήριο αυτής της δυσκολίας είναι και το γεγονός μιας πιθανής μη εκλογής νέου Προέδρου της Δημοκρατίας από καθαρά αστικές δυνάμεις, που διαθέτουν αυτήν τη στιγμή την απαραίτητη πλειοψηφία για να εκλέξουν το νέο Πρόεδρο. Αν πάρει κανείς το αστικό μπλοκ δυνάμεων που υπάρχει στη σημερινή βουλή, από διαφορετικά κόμματα και τους ανεξάρτητους βουλευτές, είναι αρκετό για την εκλογή του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας. Παρ’ όλα αυτά η διαχείριση του πολιτικού ζητήματος της χώρας, με δεδομένο το οικονομικό της πρόβλημα, δε φέρνει, μέχρι τώρα τουλάχιστον, λύση στην εκλογή του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας που θα σημαίνει και τη συνέχεια του βίου αυτής της κυβέρνησης.

Ένα δεύτερο κριτήριο αυτής της δυσκολίας για να περάσει μια ακόμη πιο αντιλαϊκή πολιτική είναι και τα πολλά και διαφορετικά σενάρια που κατατίθενται αυτήν τη στιγμή για το ξεπέρασμά της πολιτικής κρίσης. Οι εναλλακτικές «λύσεις» που υπάρχουν.

Σενάρια, τα οποία προβλέπουν και την επόμενη ημέρα, τις μεγάλες δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει και η αυριανή κυβέρνηση, όποια και εάν προκύψει, ακόμη και μια κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, για την οποία από τώρα γίνεται εκτίμηση για το κατά πόσο θα μπορέσει να αντέξει κάτω από το βάρος των λαϊκών αντιδράσεων στα νέα μέτρα, που ήδη έχει συμφωνήσει στο πλαίσιο ενός νέου μνημονίου.

Αυτά τα σενάρια αφορούν και στο ΣΥΡΙΖΑ. Τον περιλαμβάνουν. Και τον περιλαμβάνουν από τώρα, πριν ακόμη την εκλογή του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας. Η πρόταση π.χ. που κατατίθεται από πολλές πλευρές, ακόμη και από δυνάμεις της Νέας Δημοκρατίας, για συμφωνημένη λύση που θα συγκεντρώνει την εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, την αναθεώρηση του Συντάγματος και τον καθορισμό εκλογών μέσα στο 2015 έχει ως στόχο να βρει το πολιτικό σύστημα μια διέξοδο.

Μια συναινετική διέξοδο που δε θα διακινδυνεύει την παραπέρα αποδιάρθρωση του πολιτικού συστήματος και την απαξίωσή του από τις λαϊκές μάζες, το πέρασμα μιας περαιτέρω αντιλαϊκής πολιτικής, αλλά θα στοχεύει στο να αμβλυνθούν οι λαϊκές αντιδράσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι προς αυτήν την κατεύθυνση εργάζονται πυρετωδώς τα βασικά συγκροτήματα των ΜΜΕ, που ταυτόχρονα πιέζουν και χειροκροτούν το ΣΥΡΙΖΑ για τη στροφή του προς μια «ρεαλιστική πολιτική».

Ένα τρίτο κριτήριο είναι η στάση της τρόικας απέναντι στη χώρα μας, που αντανακλά και μια συγκεκριμένη στάση απέναντι στις λαϊκές μάζες. Έρχεται η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση και αναγνωρίζει ότι η παρουσία της τρόικας στην Ελλάδα είναι πλέον μισητή. Γι’ αυτό το λόγο αναζητάει μια φόρμουλα, στο πλαίσιο του νέου μνημονίου, όπου, στην πραγματικότητα, ο έλεγχος θα είναι ακόμη πιο ασφυκτικός και καθημερινός, να έρχεται η τρόικα κάθε έξη μήνες. Περίπου ως επιβλέπουσα αρχή, χωρίς, όμως, να της αναιρείται ο ουσιαστικός της ρόλος στην εφαρμογή του νέου μνημονίου.

Το αναφέρουμε αυτό το γεγονός, γιατί δημιουργείται πολιτικό πρόβλημα  ως προς τις σχέσεις της χώρας μας με την Ευρωπαϊκή Ένωση για το ρόλο που μας επιβάλλεται, ως εταίρου – μέλους, που με διαφορετικά λόγια αυτός ο ρόλος αποκαλύπτει και την ένταση της οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης της χώρας μας.

Οι εργαζόμενοι δε δέχονται πλέον το οικονομικό κουμάντο να έρχεται «πακέτο» από την Ευρωπαϊκή Ένωση, γιατί τους φέρνει παραπέρα εξαθλίωση. Για να διασκεδάσει τα πράγματα  η Ευρωπαϊκή Ένωση υπόσχεται ότι η κυβέρνηση της χώρας μας θα έχει την αποκλειστική ευθύνη για τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής – μετά την είσοδο στο νέο μνημόνιο, ενώ στην πραγματικότητα θα συμβεί το ακριβώς αντίθετο.

Αυτή η πλευρά του οικονομικού ζητήματος έρχεται να προσθέσει στην πολιτική κρίση, γιατί μεταφέρεται στη σχέση των εργαζομένων με την κυβέρνηση. Και έρχεται να προσθέσει, γιατί δημιουργεί πολιτικά προβλήματα στη διαχείριση του οικονομικού ζητήματος της χώρας μας (γι’ αυτό έσπευσε ο Αντώνης Σαμαράς να εξαγγείλει την απομάκρυνση της τρόικας από την Ελλάδα, ψευδώς βέβαια). Αλλά πως μπορεί να γίνει εύκολη η πολιτική διαχείριση αυτού του ζητήματος, όταν η τρόικα πρέπει ταυτόχρονα να υπάρχει και να μην υπάρχει; Απ’ αυτό και μόνο η συνέχεια της υπάρχουσας οικονομικής πολιτικής είναι παράγοντας πολιτικής κρίσης.

Ένα τέταρτο κριτήριο είναι η οικονομική κατάσταση της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο των διεθνών ανταγωνισμών που αναπτύσσονται ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αλλά και μεταξύ των εταίρων, που δεν επιτρέπει κανένα «σκόντο» προς τη χώρα μας.

Οικονομική κατάσταση που υποχρεώνει τον Πιέρ Μοσχοβισί να δηλώνει απερίφραστα ότι μη αποπληρωμή του χρέους εκ μέρους της Ελλάδας σημαίνει ανοιχτή χρεοκοπία της χώρας μας. Πράγμα που σημαίνει ότι από την πλευρά των εταίρων η χώρα μας θα οδηγηθεί σε χρεοκοπία, που με τη σειρά της οδηγεί στην έξοδο από το ευρώ.

Μια τέτοια δήλωση από την πλευρά του Πιέρ Μοσχοβισί έρχεται να υποδηλώσει ότι η χώρα μας είναι υποχρεωμένη να ακολουθήσει κατά γράμμα τις υποδείξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της τρόικας. Πολιτικά αυτό σημαίνει ότι η οποιαδήποτε κυβέρνηση και εάν εκλεγεί από τις πρόωρες εκλογές θα τελεί υπό την απειλή της οικονομικής χρεοκοπίας, εάν δεν τηρεί τις δεσμεύσεις που προκύπτουν από το νέο μνημόνιο. Θα κρατάει μια βόμβα στα χέρια της που θα είναι έτοιμη να εκραγεί ανά πάσα στιγμή.

Αυτό το γεγονός εντείνει τις αντιθέσεις μέσα στα αστικά κόμματα και στο ΣΥΡΙΖΑ, που υπηρετεί την αστική στρατηγική. Αντιθέσεις που αντανακλούν αντίστοιχες αντιθέσεις και στην ίδια την αστική τάξη για τη διαχείριση του πολιτικού ζητήματος και που εκφράζονται στην εκλογή ή μη του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας.

Εδώ πάνω στήνονται τα σενάρια για «αριστερές παρενθέσεις», που διχάζουν τα ηγετικά στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, οι προτάσεις από δυνάμεις της Νέας Δημοκρατίας για ανοίγματα προς τους ανεξάρτητους βουλευτές, η αλλαγή του υποψήφιου Προέδρου της Δημοκρατίας κατά την τελευταία ψηφοφορία, η στάση του Ευάγγελου Βενιζέλου που απομακρύνεται από τον Αντώνη Σαμαρά εν όψει εκλογών και πιθανών νέων συμμαχιών, η εμφάνιση νέων κομμάτων, η στάση του ΣΥΡΙΖΑ, που αναζητάει συμμαχίες, που θα τον παρουσιάζουν ως δύναμη σταθερότητας. Εδώ πάνω κρίνεται και η πορεία του πολιτικού συστήματος.

Με την έννοια αυτή η πολιτική κρίση που υπάρχει, σε τελική ανάλυση, μέσα απ’ όσα παρατέθηκαν, αναδεικνύει τη διαταραγμένη σχέση των λαϊκών μαζών με την πολιτική εξουσία. Μια σχέση που δεν έχει φτάσει στο σημείο οι «από πάνω» να μη μπορούν να διαχειριστούν ακόμη το πολιτικό ζήτημα της χώρας μας ούτε «οι από κάτω» να μπορούν να επιβάλουν μια άλλη πολιτική εξουσία. Έτσι κι αλλιώς, όμως, είναι μια σχέση που φέρνει μπροστά μας πολιτικά αδιέξοδα των «από πάνω», που επιτείνονται από τη σαπίλα του πολιτικού συστήματος, και την επιθυμία (πολιτικά αδιαμόρφωτη ακόμη αλλά υπαρκτή) των «από κάτω» για μια άλλη πολιτική εξουσία.

Κατά τη γνώμη μας εδώ είναι που απαιτείται η απολύτως απαραίτητη πολιτική παρέμβαση του Κόμματος για να μην επαναληφθεί, με ακόμη χειρότερους όρους τώρα, ό,τι συνέβη με τις εκλογές του ’12 και είμαστε ως Κόμμα «στο ίδιο έργο θεατές». Οι συνθήκες, βέβαια, δεν είναι οι ίδιες ανάμεσα στις εκλογές του ’12 και στις πιθανές εκλογές του ’15.

Και δεν είναι οι ίδιες, γιατί και το Κόμμα μας δε διαθέτει τις ίδιες δυνάμεις ούτε το Εργατικό Κίνημα βρίσκεται σε φάση αγωνιστικών κινητοποιήσεων, όπως την περίοδο του ’10 – ’12. Απ’ αυτήν την άποψη την ίδια στιγμή που υπάρχουν οι δυνατότητες για μια ουσιαστική παρέμβαση του Κόμματος, την ίδια στιγμή η υπάρχουσα πολιτική κρίση μπορεί να αξιοποιηθεί από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις για τη σταθεροποίηση του αστικού πολιτικού συστήματος στο όνομα, μάλιστα, της εξυγίανσής του. Το κατά που θα πάνε τα πολιτικά πράγματα εξαρτάται και από την πολιτική παρέμβαση του Κόμματος. Αυτό ακριβώς το ζήτημα θα το αντιμετωπίσουμε στη συνέχεια αυτού του άρθρου.

COMMENTS