Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το ξανακοίταγμα της ιστορικής – πολιτικής διαδρομής του Κόμματος είναι μια αναγκαία και αναπόφευκτη διαδικασία, που επιτρέπει στο Κόμμα μας να βγάζει χρήσιμα συμπεράσματα για τη στρατηγική και την τακτική του τόσο για το παρελθόν όσο, και κυρίως, για το παρόν και το μέλλον.
Έτσι κι αλλιώς αυτό το ξανακοίταγμα πρέπει να γίνεται, γιατί είναι η ίδια η πορεία του Κόμματος και γενικότερα του Κομμουνιστικού Κινήματος που το εμφανίζει, που το αναδεικνύει στην επιφάνεια και της σύγχρονης πραγματικότητας. Διαφορετικά δε θα υπήρχε η ανάγκη συζήτησης αυτού του θέματος. Ανέκαθεν το επαναστατικό κίνημα έτεινε το βλέμμα του προς τα πίσω σε μια προσπάθεια να αντλήσει από την επαναστατική του εμπειρία και δράση ορμώμενο από το παρόν.
Ως «Νέα Σπορά» θεωρούμε ότι υπάρχει και ένας άλλος πρόσθετος και σημαντικός λόγος, που σήμερα το ξανακοίταγμα αυτό το καθιστά ιδιαιτέρως απαραίτητο: Η ανατροπή των σοσιαλιστικών καθεστώτων στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Η ανατροπή αυτή τροφοδότησε όλους τους εργαζόμενους με πολλούς προβληματισμούς, ερωτήματα, ειδικά για τον τρόπο που πραγματοποιήθηκε.
Πιο συγκεκριμένα, σε σχέση μ’ αυτές τις αντεπαναστατικές ανατροπές, από ορισμένους, μπαίνουν και ερωτήματα που αφορούν τη στρατηγική και την τακτική του επαναστατικού κινήματος, ιδιαιτέρως τη στάση της Σοβιετικής Ένωσης για κρίσιμες καμπές του επαναστατικού κινήματος.
Συνδέουν συνολικά και, κατά τη γνώμη μας, ισοπεδωτικά την πορεία του επαναστατικού κινήματος, τη στρατηγική και την τακτική του, με τη σημερινή πραγματικότητα. Θεωρούν τη σημερινή πραγματικότητα ως αποτέλεσμα της στρατηγικής και τακτικής που ακολούθησε το επαναστατικό κίνημα την εποχή του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Φτάνουν να καυχώνται ότι επαληθεύτηκαν σε θέσεις που είχαν διατυπώσει για το χαρακτήρα της Σοβιετικής Ένωσης και του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.
Φυσικά οι αντεπαναστατικές ανατροπές είναι ένα ιστορικό δραματικό γεγονός και κανείς δε δικαιούται να το ξεπερνάει «αβρόχοις ποσί». Το ίδιο κανείς, όμως, δε δικαιούται με βάση αυτές τις αντεπαναστατικές ανατροπές να οδηγείται σε προκατασκευασμένα συμπεράσματα και να αντιμετωπίζει την Ιστορία του επαναστατικού κινήματος αλά καρτ.
Το πιο σημαντικό πρόβλημα που συναντάμε σ’ αυτό το ιστορικό ξανακοίταγμα μιας περασμένης εποχής είναι ο τρόπος προσέγγισης των ιστορικών συνθηκών και των αντίστοιχων πολιτικών γεγονότων. Απ’ αυτήν την άποψη, δηλαδή του τρόπου προσέγγισης, ο διαλεκτικός και ιστορικός υλισμός μας προφυλάσσει από τα οποιαδήποτε υποκειμενικά ατοπήματα ή και προκατασκευασμένα συμπεράσματα, που στηρίζονται σ’ έναν άλλο υποκειμενισμό, που αντλεί, υποτίθεται, την «αντικειμενικότητά» του από τη σύγχρονη πραγματικότητα ή για να το πούμε διαφορετικά από γεγονότα που σήμερα εξελίσσονται και κρίνονται.
Ασφαλώς τα γεγονότα μιας περασμένης εποχής αφήνουν τα αποτυπώματά τους, ως κληρονομιά, στη σημερινή πραγματικότητα. «Τα βρίσκεις μπροστά σου». Πάντα έτσι γίνεται. Αυτό, όμως, που δε μπορεί να γίνει είναι η αναντίστοιχη μεταφορά των συνθηκών και των αντίστοιχων στόχων του σήμερα στο παρελθόν, στην περασμένη εποχή. Το παρελθόν οφείλουμε να το κρίνουμε με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν και τους στόχους που επιβάλλονταν να τεθούν σ’ αυτό το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα που αντιπροσωπεύει.
Από εδώ προκύπτει η δεοντολογική υποχρέωση του ιστορικού ερευνητή να εξετάσει το εάν στις τότε συνθήκες αντιστοιχούσαν οι συγκεκριμένοι στόχοι που έβαζε μπροστά του το επαναστατικό κίνημα. Παραπέρα, μπορούμε να κρίνουμε και την επίδραση που άσκησε το παρελθόν στη σημερινή πραγματικότητα. Αυτό που δε μπορούμε να κάνουμε, το ξανατονίζουμε, είναι να μεταφέρουμε τις σημερινές συνθήκες σε μια άλλη ιστορική εποχή. Στην περίπτωση αυτή είναι βέβαιο ότι τα συμπεράσματα που θα εξαχθούν θα είναι λάθος.
Αλλά ακόμη και εάν ο ιστορικός ερευνητής προσπαθήσει να προσεγγίσει τα ιστορικά γεγονότα μέσα στο πλαίσιο του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού οφείλει, παράλληλα, από μεθοδολογική άποψη, να αναζητήσει και να αναδείξει τον κύριο κρίκο των ιστορικών γεγονότων της συγκεκριμένης εποχής, που τραβώντας τον θα αποκαλύψει όλη την αλυσίδα της ερμηνείας αυτών των γεγονότων.
Συνήθως η αποσπασματική αντιμετώπιση μιας ιστορικής διαδρομής οδηγεί και σε κατακερματισμένα και ανεδαφικά συμπεράσματα. Και για να είμαστε πολύ συγκεκριμένοι, αντί αφιερώματος για τα 70χρονα του ηρωικού Δεκέμβρη του ‘44, θα αναφερθούμε, με αφορμή την εκδήλωση του Κόμματος, που πραγματοποιήθηκε στις 3 του Δεκέμβρη 2014 για τα 70χρονα του μεγάλου Δεκέμβρη του ’44, σε συγκεκριμένες αναφορές από την ομιλία της Αλέκας Παπαρήγα.
Ένα από τα συμπεράσματα που αναφέρθηκε η Αλέκα Παπαρήγα στην ομιλία της ήταν ο χαρακτήρας του Β’ Παγκόσμιου πολέμου. Τον χαρακτήρισε ως ιμπεριαλιστικό. Και σωστά. Διευκρινίζουμε ότι από την πλευρά μας δεν εστιάζουμε στον, κατ’ αρχήν, σωστό χαρακτήρα του ιμπεριαλιστικού πολέμου, γιατί πράγματι ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος ξέσπασε μεταξύ ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και δε θα μπορούσε να ήταν τίποτα άλλο, στην έναρξή του τουλάχιστον, από έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο.
Ως ιμπεριαλιστικό πόλεμο χαρακτηρίζουμε εκείνον τον πόλεμο, που ξεσπάει την εποχή του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για το ξαναμοίρασμα των αγορών. Ένας τέτοιος πόλεμος ήταν ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο χαρακτηρισμός του και το περιεχόμενό του, ως ιμπεριαλιστικού πολέμου, οφείλονται στον Β. Ι. Λένιν.
Εάν επρόκειτο για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το χαρακτήρα του τα πράγματα θα ήταν αρκετά μέχρις εδώ. Επειδή, όμως, πρόκειται για το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που, όταν ξεσπάει ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, υπάρχει ήδη η Σοβιετική Ένωση, από την πλευρά μας θα σταθούμε και θα εστιάσουμε σε ορισμένα άλλα ζητήματα που σχετίζονται με τον πόλεμο αυτόν και που συνδέονται από την Κομματική ιστοριογραφία με τη στρατηγική και τακτική του επαναστατικού κινήματος. Αυτά τα ζητήματα θεωρούμε ότι συμπληρώνουν και διαφοροποιούν το χαρακτήρα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, πέρα από το να χαρακτηρίζεται αυτός αποκλειστικά και μόνο ως ιμπεριαλιστικός.
Στην ομιλία της η Αλέκα Παπαρήγα, εκτός από τον αρχικά σωστό χαρακτηρισμό του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, αναφέρθηκε και στα παρακάτω: «Το 1941 προστέθηκε ένας σημαντικός αρνητικός κρίκος όταν έγινε αλλαγή της σωστής εκτίμησης για το χαρακτήρα του πολέμου ως ιμπεριαλιστικού -και από τις δύο πλευρές των καπιταλιστικών κρατών- με τη θέση ότι αυτός ήταν μόνο αντιφασιστικός». Για να συνεχίσει: «Αυτή η νέα θέση αποπροσανατόλιζε και παρέπεμπε στις ελληνικές καλένδες το πρόβλημα της εξουσίας, ενώ καλλιεργούσε αυταπάτες ή εφησυχασμό ως προς το ρόλο της Αγγλίας, των ΗΠΑ με τη λήξη του πολέμου. Προβλήθηκε η πιο ουτοπική προσδοκία ότι η συμμαχία μεταξύ Αγγλίας – ΗΠΑ – ΕΣΣΔ μπορούσε να πάρει σχετικά μονιμότερο χαρακτήρα μεταπολεμικά».
Παράλληλα πρόσθεσε ότι: «Η είσοδος της Σοβιετικής Ένωσης στον πόλεμο, με τη λαϊκή ομοθυμία της υπεράσπισης της σοσιαλιστικής πατρίδας, δεν άλλαζε το χαρακτήρα του πολέμου, δεν αναιρούσε καθόλου την αντίθεση καπιταλισμού και σοσιαλισμού. Άλλωστε η Αγγλία και οι ΗΠΑ δεν σταμάτησαν ούτε μια μέρα και κατά τη διάρκεια της προσωρινής συμμαχίας να ραδιουργούν σε βάρος της ΕΣΣΔ και των αντιστασιακών κινημάτων, στα οποία έπαιζε καθοδηγητικό ρόλο το Κομμουνιστικό Κόμμα, όπως συνέβαινε στην Ελλάδα».
Από την πλευρά μας θα επιχειρούσαμε και θα κάναμε μια πιο προσεκτική διατύπωση. Από τη στιγμή της εμφάνισης της Σοβιετικής Ρωσίας και αργότερα της Ένωσης των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ) έχουμε, ταυτόχρονα, και την εμφάνιση σε παγκόσμιο επίπεδο της αντίθεσης του σοσιαλισμού και του καπιταλισμού και με κρατική μορφή.
Θα προσθέταμε, επίσης, ότι ο χαρακτήρας του πολέμου ως ιμπεριαλιστικού πολέμου εξακολουθεί να υπάρχει και μετά την είσοδο της Σοβιετικής Ένωσης στον πόλεμο. Και λέμε είσοδο όχι με την έννοια ότι ήταν η Σοβιετική Ένωση που αποφάσισε να μπει στον πόλεμο, αλλά μπήκε στον πόλεμο εξ’ αιτίας της κήρυξης του πολέμου εκ μέρους μιας ιμπεριαλιστικής δύναμης, της Γερμανίας, ενάντιά της.
Επομένως ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος, στην περίπτωση του Β’ Παγκόσμιου πολέμου, παρουσιάζεται με διπλή μορφή: ως ιμπεριαλιστικός πόλεμος που έχει ξεσπάσει μεταξύ ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για το ξαναμοίρασμα των αγορών και ως ιμπεριαλιστικός πόλεμος ενάντια στη Σοβιετική Ένωση, που είναι σοσιαλιστική χώρα. Κατ’ επέκταση ξεσπάει ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος που εξελίσσεται, ταυτόχρονα, σε πόλεμο μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού στον οποίο δεν μετείχαν όλες οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις άμεσα, τουλάχιστον, ενάντια στη Σοβιετική Ένωση.
Αυτό το γεγονός διαφοροποιεί το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο που ήταν αποκλειστικά πόλεμος μεταξύ ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος εξακολουθεί να είναι ιμπεριαλιστικός, όπως και ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος αλλά δεν είναι ίδιος εξ αιτίας της παρουσίας της Σοβιετικής Ένωσης.
Και εδώ πρέπει να σταθούμε στις παρακάτω, κατά τη γνώμη μας, σημαντικές παρατηρήσεις:
Πρώτη: Όλες οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις επιθυμούσαν η Σοβιετική Ένωση να χάσει τον πόλεμο, και θα λέγαμε από την πρώτη στιγμή, μια και το κύριο μέτωπο του πολέμου εκφράστηκε και σταθεροποιήθηκε ενάντια στη Σοβιετική Ένωση και τελικά κρίθηκε η πορεία του πολέμου σ’ αυτό το μέτωπο.
Θέλουμε να θυμίσουμε στους αναγνώστες μας, για άλλη μια φορά, ότι η Σοβιετική Ένωση αντιμετώπισε τη μεγαλύτερη συγκέντρωση και δύναμη πυρός, σε κάθε πολεμικό τομέα, στο μεγαλύτερο σε έκταση μέτωπο πολέμου που υπήρξε ποτέ στην ιστορία των πολέμων.
Μια ήττα της Σοβιετικής Ένωσης θα σήμαινε και καπιταλιστική παλινόρθωση με πολεμική επέμβαση από τα έξω και σε συνεργασία με δυνάμεις από τα μέσα, που συνεργάστηκαν με τα εχθρικά στρατεύματα και επεδίωκαν την καπιταλιστική παλινόρθωση. Το νέο μοίρασμα των αγορών θα γινόταν κυρίως με την ανάκτηση εδαφών σε βάρος του σοσιαλισμού.
Δεύτερη: Από αυτήν την άποψη ο Σοβιετικός λαός υπερασπιζόταν τη σοσιαλιστική πατρίδα, το σοσιαλισμό, και κατ’ επέκταση αυτός δεν «έστελνε στις ελληνικές καλένδες το ζήτημα της εξουσίας», κατ’ αρχάς και τουλάχιστον για τη Σοβιετική Ένωση, γιατί χωρίς σοσιαλιστική εξουσία δε θα μπορούσε να υπερασπίσει το σοσιαλισμό και τη σοσιαλιστική πατρίδα. Ο Σοβιετικός λαός υπερασπίζεται τη σοσιαλιστική εξουσία και τη σοσιαλιστική πατρίδα ταυτόχρονα.
Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η Σοβιετική Ένωση ήταν προετοιμασμένη για το ενδεχόμενο μιας επίθεσης εκ μέρους των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Στο 17ο Συνέδριο του Κόμματος ο Ι. Στάλιν αναφέρεται σ’ αυτό το ενδεχόμενο και τονίζει: «(…) τέλος, νομίζουν ότι ο πόλεμος πρέπει να οργανωθεί ενάντια στην ΕΣΣΔ. Σκέφτονται να συντρίψουν την ΕΣΣΔ, να μοιράσουν το έδαφός της και να πλουτίσουν σε βάρος της. Θα ήταν λάθος να υποθέσουμε ότι έτσι σκέφτονται μονάχα μερικοί στρατιωτικοί κύκλοι της Ιαπωνίας. Μας είναι γνωστό, ότι τα ίδια ακριβώς σχέδια κυοφορούνται και στους κύκλους των πολιτικών καθοδηγητών μερικών κρατών της Ευρώπης».
Και συνεχίζει: «Δε χωρεί καμιά αμφιβολία, ότι ο πόλεμος αυτός θα είναι ο πιο επικίνδυνος πόλεμος για την αστική τάξη. Θα είναι ο πιο επικίνδυνος, όχι μονάχα γιατί οι λαοί της ΕΣΣΔ θα πολεμήσουν μέχρι θανάτου για τις καταχτήσεις της επανάστασης. Θα είναι ο πιο επικίνδυνος για την αστική τάξη ακόμα και γιατί θα γίνεται όχι μόνο στα μέτωπα, μα και στα μετόπισθεν του αντιπάλου. Η αστική τάξη ας μην αμφιβάλλει, ότι οι πολυάριθμοι φίλοι της εργατικής τάξης της ΕΣΣΔ στην Ευρώπη και την Ασία θα προσπαθήσουν να χτυπήσουν στα νώτα τους καταπιεστές τους, που εξύφαναν εγκληματικό πόλεμο ενάντια στην πατρίδα της εργατικής τάξης όλων των χωρών. Και ας μη μας παραπονούνται οι κύριοι αστοί, αν την επομένη ενός τέτοιου πολέμου θα τους λείπουν απ’ το λογαριασμό τους μερικές προσφιλείς κυβερνήσεις, που σήμερα βασιλεύουν ήσυχα “ελέω θεού”» (Ι. Στάλιν, Τόμος 13, σελ. 327/328, Λογοδοσία στο 17ο Συνέδριο του Κόμματος, Γενάρης ’34).
Ας κρατήσουμε αυτές τις εκτιμήσεις, γιατί από την πλευρά μας πιστεύουμε ότι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του πολέμου και όχι μόνο του πολέμου, αλλά και στη στάση της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ο Ι. Στάλιν μ’ αυτό το απόσπασμα προσδοκά στην επέκταση του σοσιαλισμού και φυσικά αυτό δε μπορούσε να γίνει εάν το επαναστατικό κίνημα δεν υπερασπιζόταν τη Σοβιετική εξουσία αλλά και εάν στις καπιταλιστικές χώρες δε διεκδικούσε την εξουσία.
Οι εκτιμήσεις αυτές του Ι. Στάλιν έχουν ως στήριξη την ιστορική εμπειρία του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, που στο τέλος του έχουμε την απόσπαση της Ρωσίας από τον καπιταλιστικό κόσμο και την εμφάνιση του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους και αργότερα της ΕΣΣΔ.
Τρίτη: Μήπως, όμως, παρά ταύτα, εγκαταλείφθηκε το ζήτημα της εξουσίας για τις υπόλοιπες χώρες, τις καπιταλιστικές; Διατυπώνουμε αυτό το ερώτημα γιατί, σαφώς, οι θέσεις της Σοβιετικής ηγεσίας ως προς το χαρακτήρα του πολέμου θα έπαιζαν πρωταρχικό ρόλο όχι μόνο για την ίδια τη Σοβιετική Ένωση αλλά και για τις υπόλοιπες καπιταλιστικές χώρες, για το Κομμουνιστικό Κίνημα διεθνώς.
Η απάντηση δίνεται από την ίδια την ιστορική πραγματικότητα. Με το τέλος του πολέμου προστίθενται άλλες 8 χώρες στο σοσιαλιστικό σύστημα και η ίδια η Αλέκα Παπαρήγα δέχεται πως αυτή η εξέλιξη «ήταν καθαρή νίκη υπέρ των λαών». Θα ήταν σωστότερο αν έλεγε ότι αυτή ήταν μια καθαρή νίκη των ίδιων των λαών, της εργατικής τάξης και των σύμμαχων κοινωνικών δυνάμεων αυτών των χωρών. Γιατί στις χώρες που προστέθηκαν στο σοσιαλιστικό σύστημα η εργατική τάξη και οι αγρότες, που αποτελούσαν σημαντική δύναμη δίπλα στην εργατική τάξη, μάχονταν ενάντια στην ξενική κατοχή και διεκδίκησαν, στη συνέχεια, την εξουσία και την πήραν.
Και το λέμε αυτό, γιατί η γενικολογία της συγκεκριμένης φράσης αφήνει πολλά περιθώρια σκέψεων γύρω από το ρόλο του Κόκκινου Στρατού, ένα θέμα που απασχολεί τελευταία την Κομματική φιλολογία, κατά την άποψή μας, λαθεμένα και που οδηγεί σε σκέψεις ότι ο Κόκκινος Στρατός ήταν αυτός που κυρίως βάρυνε αποφασιστικά στην επέκταση του σοσιαλισμού.
Δεν αμφιβάλουμε ότι ο Κόκκινος στρατός έπαιξε κι αυτός, με την παρουσία του, σημαντικό ρόλο στο να διεκδικήσουν οι επαναστατικές δυνάμεις την εξουσία στις χώρες που απελευθέρωνε. Αλλά ως προς τι έπαιξε αυτόν το ρόλο; Κυρίως ως δύναμη αποτροπής μιας ανοιχτής στρατιωτικής ιμπεριαλιστικής επέμβασης των καπιταλιστικών χωρών στις χώρες αυτές. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στις απελευθερωμένες χώρες αυτές από τον Κόκκινο Στρατό υπήρξαν επεμβάσεις πολιτικού χαρακτήρα από την πλευρά του ιμπεριαλισμού αξιοποιώντας τις εγχώριες αστικές πολιτικές δυνάμεις.
Ταυτόχρονα πρέπει να σημειώσουμε ότι υπήρξαν χώρες από τις οποίες ο Κόκκινος Στρατός πέρασε αλλά οι επαναστατικές δυνάμεις δεν πήραν την εξουσία, όπως η Αυστρία, ενώ σε άλλες που δεν πέρασε οι επαναστατικές δυνάμεις διεκδίκησαν την εξουσία και την κατέκτησαν, όπως η Αλβανία.
Θέλουμε δε να επιστήσουμε την προσοχή ως προς το χειρισμό της δράσης του Κόκκινου Στρατού, ως παράγοντα κατάκτησης της επαναστατικής εξουσίας, σε άλλες δύο πλευρές: Για ποιο λόγο γίνεται αυτή η αναφορά και με τέτοια έμφαση; Γιατί δικαιούμαστε να ρωτήσουμε: Εάν η παρουσία των Αγγλοαμερικάνων σε χώρες από τις οποίες πέρασαν έπαιξε τον αντεπαναστατικό της ρόλο για να προστατέψουν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις τα γενικά συμφέροντα του καπιταλισμού για ποιο λόγο πρέπει να γίνεται ειδική και εμφαντική αναφορά στην επαναστατική παρουσία του Κόκκινου Στρατού που προστάτευε τα γενικά συμφέροντα του προλεταριάτου και του σοσιαλισμού;
Και η δεύτερη πλευρά πάντα από τη γενική σκοπιά της υπεράσπισης των γενικών συμφερόντων του προλεταριάτου: Γιατί αγνοείται η σαφής τοποθέτηση του Β. Ι. Λένιν, η οποία μας λέει: «Η ανισόμετρη οικονομική και πολιτική ανάπτυξη είναι απόλυτος νόμος του καπιταλισμού. Από εδώ βγαίνει πως είναι δυνατή η νίκη του σοσιαλισμού στην αρχή σε λίγες ή ακόμη και σε μια μονάχα, χωριστά παρμένη χώρα. Το νικηφόρο προλεταριάτο αυτής της χώρας, απαλλοτριώνοντας τους καπιταλιστές και οργανώνοντας στη χώρα του τη σοσιαλιστική παραγωγή, θα ορθωνόταν ενάντια στον υπόλοιπο κόσμο, τον καπιταλιστικό κόσμο, παίρνοντας μαζί του τις καταπιεζόμενες τάξεις των άλλων χωρών, ξεσηκώνοντας στις χώρες αυτές εξεγέρσεις ενάντια στους καπιταλιστές, δρώντας σε περίπτωση ανάγκης ακόμη και με στρατιωτική δύναμη ενάντια στις εκμεταλλεύτριες τάξεις και τα κράτη τους. Πολιτική μορφή της κοινωνίας, όπου νικάει το προλεταριάτο, ανατρέποντας την αστική τάξη, θα είναι η λαοκρατική δημοκρατία, που θα συγκεντρώσει όλο και περισσότερο τις δυνάμεις του προλεταριάτου του δοσμένου έθνους ή των δοσμένων εθνών στην πάλη ενάντια στα κράτη που δεν θα έχουν ακόμη περάσει στο σοσιαλισμό» (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, Τόμος 26, σελ. 362/363, Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, υπογράμμιση δική μας).
Το τέλος μιας τέτοιας αντίληψης που καθορίζει τον Κόκκινο Στρατό ως τον αποφασιστικότερο παράγοντα κατάκτησης της εξουσίας από την πλευρά των επαναστατικών δυνάμεων καταλήγει στο να ανοίξει την πόρτα στην αντιδραστική θεωρία του μοιράσματος του κόσμου από τις λεγόμενες «Μεγάλες Δυνάμεις ή Υπερδυνάμεις». Μας παραπέμπει στην υποτιθέμενη συμφωνία της Γιάλτας για το μοίρασμα του κόσμου.
Τέλος πρέπει να αναφερθούμε, ως προς το ζήτημα διεκδίκησης της εξουσίας, ότι δεν πρέπει, επίσης, να ξεχνάμε και την επίδραση που είχε η νίκη της Σοβιετικής Ένωσης σε άλλες περιοχές, όπως π.χ. στην Κίνα. Στην Κίνα το Κόμμα διεκδίκησε την εξουσία και την κατέκτησε. Γεγονός που σημαίνει ότι δεν παραιτήθηκε από το καθήκον της διεκδίκησης της εξουσίας, έχοντας δίπλα της μια ιμπεριαλιστική χώρα, όπως η Ιαπωνία, η οποία στο τέλος του πολέμου βρέθηκε ηττημένη.
Και εδώ πρέπει να συμπληρώσουμε, για να ολοκληρώσουμε αυτήν την πλευρά του χαρακτήρα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και με ένα άλλο αδιαμφισβήτητο γεγονός, ιστορικά πλέον επιβεβαιωμένο. Και μετά τη συντριβή του Άξονα εξακολουθούσε να υπάρχει ο κίνδυνος να εξελιχτεί ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος σ’ ένα νέο Γ’ Παγκόσμιο πόλεμο μεταξύ σοσιαλισμού και καπιταλισμού.
Στην περίπτωση αυτή πως θα χαρακτηριζόταν αυτός ο πόλεμος, που από τη μια μεριά θα ήταν οι συνασπισμένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και από την άλλη μεριά η Σοβιετική Ένωση; Θα χαρακτηριζόταν ως ένας πόλεμος ανάμεσα στα κοινωνικά συστήματα του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού, ένας πόλεμος που θα είχαν εξαπολύσει οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ενάντια στη Σοβιετική Ένωση, μια σοσιαλιστική χώρα, επομένως ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος ενάντια στο σοσιαλισμό. Το μοίρασμα των αγορών, στο ενδεχόμενο ήττας της Σοβιετικής Ένωσης, θα γινόταν πάνω στο κορμί της Σοβιετικής Ένωσης από τις συνασπισμένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Αυτό το γεγονός το διαπιστώσαμε εκ των υστέρων; Η απάντηση είναι απολύτως σαφής. Το διαπιστώσαμε με την ανατροπή των σοσιαλιστικών καθεστώτων το 1989/90 όπου οι συνασπισμένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις προχώρησαν σ’ ένα νέο μοίρασμα των αγορών στο χώρο του σοσιαλιστικού συστήματος, που περιελάμβανε και την ίδια τη Ρωσία. Εξακολουθούμε να το διαπιστώνουμε με τα γεγονότα της Ουκρανίας που υπακούουν σε μια στρατηγική, που καταλήγει μέχρι και το διαμελισμό της Ρωσίας. Άλλωστε γι’ αυτό το λόγο ο Βλαντιμίρ Πούτιν πρόσφατα προειδοποίησε τις Δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ότι δεν θα γίνει η Ρωσία μια νέα Γιουγκοσλαβία.
Ας ανακεφαλαιώσουμε. Μέχρις εδώ έχουμε διαπιστώσει ότι ο χαρακτήρας του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου ως ιμπεριαλιστικού είναι μεν σωστός αλλά αδυνατεί με μόνο αυτόν το χαρακτηρισμό να αποδώσει τη νέα κατάσταση που είχε δημιουργηθεί από την παρουσία της Σοβιετικής Ένωσης.
Τέταρτη: Η νίκη της Σοβιετικής Ένωσης οφείλεται και στο γεγονός ότι αξιοποίησε και βάθυνε τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Το πρώτο ερώτημα που προκύπτει είναι εάν σωστά έκανε η τότε Σοβιετική ηγεσία που προχώρησε σε μια τέτοια πολιτική πρωτοβουλία που θα είχε, σαφώς, το ανάλογο αντίκρισμα στο επίπεδο των συμμαχιών. Αυτή η κατεύθυνση είναι Λενινιστική κατεύθυνση και η «Νέα Σπορά» έχει αναφερθεί σ’ αυτήν και με συγκεκριμένα αποσπάσματα από τη Λενινιστική παρακαταθήκη, η οποία είχε κοινό υπόβαθρο τον πόλεμο.
Το παράδειγμα είναι πολύ συγκεκριμένο. «Ερώτηση: Δεν πρέπει να φοβόμαστε μια ενδεχόμενη σοβαρή επίθεση της Ιαπωνίας ενάντια στη Σοβιετική μας Ρωσία, λόγω του πιθανού πολέμου ανάμεσα στην Αμερική και στην Ιαπωνία; Τι θα κάνουμε στην περίπτωση αυτή; Θα υπερασπίσουμε τη χώρα μας από την Ιαπωνία σε συμμαχία με την ιμπεριαλιστική Αμερική, χρησιμοποιώντας την ισχύ της σαν μια πραγματική δύναμη; Απάντηση (εκ μέρους του Β. Ι. Λένιν): Ασφαλώς θα την υπερασπίσουμε και το είπαμε πολλές φορές ότι για τη σταθεροποίηση της σοσιαλιστικής Δημοκρατίας η συμμαχία με τον ένα ιμπεριαλισμό ενάντια στον άλλο, από άποψη αρχών δεν είναι πράγμα απραγματοποίητο» (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, Τόμος 42, σελ. 124/125, Το VIII Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ».
Κατά τη γνώμη μας η τότε ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης όχι μόνο έκανε σωστά ως προς την αξιοποίηση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, αλλά ήταν η μοναδική επιλογή που είχε, γιατί εάν δεν το έκανε θα επέτρεπε την ενοποίηση του καπιταλιστικού κόσμου σ’ ένα μονομέτωπο πόλεμο ενάντια στη Σοβιετική Ένωση, που θα είχε ως κύριο στόχο την καπιταλιστική παλινόρθωση. Μ’ ένα τρόπο και από πολύ δυσκολότερη θέση θα επανερχόταν στις πολεμικές συνθήκες του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, όπου δέχτηκε την επίθεση των συνασπισμένων καπιταλιστικών δυνάμεων στην Κριμαία, αλλά με διαφορετικές τις συνθήκες ως προς τη συγκέντρωση δυνάμεων, τα πολεμικά μέσα και τη δύναμη πυρός.
Αυτή η αξιοποίηση, όμως, δεν ήταν μόνο ζήτημα διαχωρισμού των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων μεταξύ τους μια και αντικειμενικά ο πόλεμος είχε ξεσπάσει και τα αντίπαλα καπιταλιστικά στρατόπεδα είχαν διαμορφωθεί. Πέρα από το γεγονός ότι δυσκόλευε τη συνεννόηση μεταξύ τους, που τέτοιες προσπάθειες συνέβαιναν πριν και καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου και από τις δύο πλευρές, η αξιοποίηση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων το κύριο γεγονός που τροφοδοτούσε ήταν η πάλη των λαών ενάντια στον πόλεμο.
Πριν απ’ όλα, βέβαια, η πάλη αυτή στρεφόταν ενάντια στη ναζιστική Γερμανία, γιατί αυτή ήταν η κύρια δύναμη του Άξονα. Ήταν η πηγή του πολέμου. Και επειδή ο κύριος χώρος που διεξαγόταν ο πόλεμος ήταν η Ευρώπη και το κύριο μέτωπο του πολέμου στρεφόταν ενάντια στη Σοβιετική Ένωση η αξιοποίηση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων ήταν μεγάλης σημασίας για την επιβίωση της Σοβιετικής Ένωσης και του σοσιαλισμού.
Επέτρεπε, παράλληλα, να αναπτυχθεί με γρήγορους ρυθμούς η αλληλεγγύη στον αγώνα του Σοβιετικού λαού. Κινητοποιούσε τις φιλικές πολιτικές δυνάμεις, πρώτες απ’ όλες τα Κομμουνιστικά Κόμματα, προς όφελος της Σοβιετικής Ένωσης, για την ενεργή υπεράσπισή της. Κινητοποιούσε την εργατική τάξη και τους συμμάχους της για την ανάπτυξη της αυτοτελούς τους δράσης. Πίεζε τις κυβερνήσεις που πολεμούσαν ενάντια στον Άξονα να εγκαταλείψουν την ιδέα να μετατρέψουν τον πόλεμο από ιμπεριαλιστικό πόλεμο μεταξύ των ιμπεριαλιστικών χωρών σε ολοκληρωτικό ιμπεριαλιστικό πόλεμο ενάντια στο σοσιαλισμό.
Πέμπτη: Το βασικό ερώτημα που προκύπτει τώρα είναι: Αυτή η αξιοποίηση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων σε ποια βάση θα μπορούσε να γίνει; Αυτό είναι το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί για να καταλήξουμε συνολικά για το χαρακτήρα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Αυτή η αξιοποίηση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων η μόνη βάση που θα μπορούσε να γίνει ήταν η αντιφασιστική, γιατί στηριζόταν στη μη ταύτιση των κοινοβουλευτικών και των φασιστικών μορφών της κυριαρχίας της αστικής τάξης.
Ο Άξονας είχε δημιουργηθεί από φασιστικά καθεστώτα. Ο φασισμός επιχειρούσε να συντρίψει τις αστικοδημοκρατικές ελευθερίες και δικαιώματα, να συντρίψει τις εργατικές κατακτήσεις, να εγκλωβίσει τις λαϊκές μάζες στον εθνικιστικό παροξυσμό για να τις χρησιμοποιήσει σ’ έναν πόλεμο για το ξαναμοίρασμα των αγορών. Η πάλη ενάντια στο φασισμό – ναζισμό έδινε τη δυνατότητα στη Σοβιετική Ένωση για μια συμμαχία, σε συνθήκες πολέμου, με εκείνες τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που κυριαρχούσε μεν η χρηματιστική ολιγαρχία αλλά δεν είχαν καταργήσει την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία και που, ταυτόχρονα, έρχονταν σε αντίθεση με τον Άξονα σ’ ένα νέο μοίρασμα των αγορών. Αυτή ήταν η βάση της αξιοποίησης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και δε θα μπορούσε να υπάρχει κάποια άλλη.
Συμμαχία της Σοβιετικής Ένωσης με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, που έρχονταν σε αντίθεση με τον Άξονα για το ξαναμοίρασμα των αγορών, που επιχειρούσε αυτός μέσω του πολέμου, ήταν αδύνατον να πραγματοποιηθεί στη βάση της αντίθεσης κεφαλαίου – εργασίας ή, για να το πούμε αλλιώς, στη βάση της αντίθεσης σοσιαλισμού – καπιταλισμού. Δεν υπήρχε έδαφος για μια τέτοια συμμαχία.
Αυτό θα ισοδυναμούσε με παραίτηση της Σοβιετικής Ένωσης από την αξιοποίηση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και κατά συνέπεια παραίτηση της υπεράσπισης της Σοβιετικής σοσιαλιστικής πατρίδας, του σοσιαλισμού, γιατί η Σοβιετική Ένωση δε θα μπορούσε να σηκώσει το βάρος ενός πολέμου από μόνη της, πολύ περισσότερο δε θα μπορούσε να σηκώσει αυτό το βάρος ενάντια σε μια καθολικά συνασπισμένη ιμπεριαλιστική συμμαχία. Με την έννοια αυτή ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος πήρε και αντιφασιστικό χαρακτήρα από την πλευρά των δυνάμεων που πολεμούσαν τον Άξονα.
Καταλήγοντας. Ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος ήταν ένας σύνθετος στο χαρακτήρα του πόλεμος. Ήταν ιμπεριαλιστικός, γιατί ξέσπασε ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικές δυνάμεις για το ξαναμοίρασμα των αγορών. Ήταν ιμπεριαλιστικός πόλεμος, γιατί εξελίσσεται σε πόλεμο ενάντια στο σοσιαλισμό και φέρνει στην επιφάνεια την αντίθεση καπιταλισμού – σοσιαλισμού, την αντιπαράθεση με όρους πολέμου δύο αντίθετων κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών. Ήταν αντιφασιστικός, γιατί η συμμαχία που επιτεύχθηκε μεταξύ μέρους των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και της Σοβιετικής Ένωσης στράφηκε ενάντια στο φασιστικό Άξονα, που εξαπέλυσε και τον πόλεμο.
Η ήττα του φασιστικού Άξονα αποτελούσε την προϋπόθεση για την ύπαρξη της Σοβιετικής Ένωσης, για την υπεράσπιση του σοσιαλισμού, από την άποψη των γενικών συμφερόντων της εργατικής τάξης και των σύμμαχων κοινωνικών δυνάμεων, που ενδιαφέρονταν να απαλλαγούν από την καταπίεση της αστικής τάξης στις δοσμένες ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες.
Αυτήν τη συνθετότητα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, που ταυτόχρονα οι φίλοι ήταν και εχθροί (αντιφασιστική συμμαχία), που ταυτόχρονα οι εχθροί ήταν και φίλοι (συνεννόηση και επαφές μεταξύ εμπόλεμων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για να εξελιχτεί ο πόλεμος αποκλειστικά ενάντια στη Σοβιετική Ένωση), είναι αλήθεια ότι ορισμένα Κομμουνιστικά Κόμματα δε μπόρεσαν να τη διαχειριστούν σωστά και να χάσουν την ιστορική ευκαιρία να οδηγήσουν τις χώρες τους στο πέρασμα στο σοσιαλισμό. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι και το ΚΚΕ.
Αλλά αυτό το θέμα, που είναι και ένα ιδιαιτέρως σύνθετο θέμα, θα το αναπτύξουμε στην επόμενη συνέχεια.
COMMENTS