Η απάντηση στη σημερινή κατάσταση (2)

Χωρίς αμφιβολία τα δημοσιεύματα του Κυριακάτικου Τύπου έρχονται και αυτά να επιβεβαιώσουν το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η κυβέρνηση και κοντά σ’ αυτήν και ο ΣΥΡΙΖΑ. Ένα αδιέξοδο, το οποίο θα το χαρακτηρίζαμε αδιέξοδο της στρατηγικής που ακολουθούν. Η σεναριολογία έχει φουντώσει και παρατίθενται οι διαφορετικές εκδοχές των πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων, τα επιχειρήματα έχουν απότομα εκπέσει και τα αστικά ΜΜΕ αναγκάζονται να ομολογούν ακόμη και αλήθειες με το όνομά τους. Είναι χαρακτηριστική η φράση του διευθυντή της «Καθημερινής» ότι «όλα είναι στον αέρα».

Ένα αδιέξοδο που αναδεικνύεται πλέον πολύ καθαρά ότι οφείλεται, κατά πρωτεύοντα λόγο, στην ένταξη της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και που σε κάθε περίπτωση καταλήγει σε δύο βασικές παραμέτρους: Το πώς θα εξελιχθεί η σχέση της χώρας μας με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ, σ’ ό,τι αφορά στην υποτιθέμενη μεταμνημονιακή εποχή (που, όμως, μας φέρνει έτσι ή αλλιώς μπροστά σ’ ένα νέο μνημόνιο, με παράταση ή όχι του ισχύοντος μνημονίου) και στο πως η σχέση αυτή θα εκφραστεί με πολιτικούς όρους με το άνοιγμα της διαδικασίας της εκλογής του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας και το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών, με τη διαμόρφωση του πολιτικού συστήματος στο εξής.

Την πρωτοβουλία των κινήσεων, γι αυτό το τελευταίο, αδιαμφισβήτητα την έχουν η κυβέρνηση – και από τα δύο κόμματα που τη στηρίζουν πρωτίστως η Νέα Δημοκρατία – και ο ΣΥΡΙΖΑ. Παρά το γεγονός, όμως, ότι στο σκηνικό που έχει διαμορφωθεί φαίνονται κυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ να έχουν την πρωτοβουλία των κινήσεων, τελικά απλώς φαίνονται.

Στην πραγματικότητα είναι το αδιέξοδο που βρίσκονται, κυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ, που καθορίζει τις κινήσεις τους και αντανακλά τις δυσκολίες που έχει η αστική τάξη της χώρας μας, σε συνάρτηση με τους εταίρους μας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να σταθεροποιήσουν το πολιτικό σύστημα στη χώρα μας. Και αυτό το γεγονός είναι και η έκφραση της πολιτικής κρίσης του πολιτικού συστήματος της χώρας μας.

Μια απόδειξη γι’ αυτό είναι ότι και η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν καταφύγει στα σενάρια περί εθνικής συναίνεσης και στους τρόπους που αυτή θα εκφραστεί. Την ίδια ώρα βέβαια η βάση πάνω στην οποία θα διαμορφωθεί αυτή η εθνική συναίνεση είναι το πώς θα διαφυλαχτεί ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας μας, η παραμονή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ.

Γι’ αυτό το λόγο υπάρχουν όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά. Ακόμη και πρόωρες εκλογές πριν ακόμη ανοίξει η διαδικασία εκλογής του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας. Θα προσθέταμε, σ’ αυτό το σημείο, και την περίπτωση για την οποία γίνεται λόγος να είναι η ίδια η κυβέρνηση που θα πάρει την πρωτοβουλία να επιταχύνει τις διαδικασίες εκλογής του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας.

Η «Νέα Σπορά» από την εμφάνισή της έκανε την εκτίμηση ότι η χώρα μας θα διανύσει μια παρατεταμένη περίοδο πολιτικής κρίσης, ως συνέχεια της πολιτικής κρίσης που εμφανίστηκε – ως συνέπεια της οικονομικής κρίσης, με την αλληλοδιαδοχή τεσσάρων κυβερνήσεων, με τις δυνάμεις του κλασσικού δικομματισμού να έχουν υποστεί σοβαρές απώλειες.

Προχώρησε, μάλιστα, η «Νέα Σπορά» ένα βήμα παραπέρα. Διατύπωσε την άποψη ότι η πολιτική κρίση αφορά και στο ΣΥΡΙΖΑ, έστω και εάν αυτός ήταν η ανερχόμενη πολιτική δύναμη. Και αυτήν την εκτίμηση τη στήριζε στο γεγονός ότι η οικονομική κατάσταση της χώρας μας, σε συνδυασμό με την οικονομική κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει καταδικάσει τη χώρα μας σε μακροχρόνια οικονομική στασιμότητα, ότι η πολιτική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ θα τον έφερνε σε πολιτικό αδιέξοδο. Και αυτό φάνηκε με το οικονομικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ που ανακοινώθηκε στη Θεσσαλονίκη, στη ΔΕΘ.

Το ερώτημα επομένως εξακολουθεί να παραμένει: Με ποια πολιτική πρόταση η χώρα μας θα οδηγηθεί στην έξοδο από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία, μη έχοντας στο κεφάλι μας την τρόικα να μας καθορίζει ακόμη και τις δόσεις του ΕΝΦΙΑ;

Η ίδια η κατάσταση εξελίχτηκε με τέτοιο τρόπο που έρχεται να επιβεβαιώσει ότι η πολιτική και οικονομική εξάρτηση της χώρας μας έχει ενταθεί στο έπακρο, τόσο που κάθε κίνηση που εκπορεύεται από την τρόικα να έχει άμεσο πολιτικό αντίκτυπο στη στάση των πολιτικών δυνάμεων της χώρας μας.

Η ίδια η κατάσταση εξελίχτηκε με τέτοιο τρόπο που έρχεται να επιβεβαιώσει ότι ο βασικός κρίκος που περιστρέφονται όλες οι οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις είναι η πρόσδεση της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση – και τους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, και ότι αυτός ο κρίκος πρέπει να σπάσει.

Και μάλιστα η επιβεβαίωση αυτή ήρθε και μ’ ένα δραματικό τρόπο για την κυβέρνηση, που οι κυρίαρχες ελίτ της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχουν κανέναν λόγο να είναι δυσαρεστημένες. Να φαίνεται, δηλαδή, ότι αυτές έχουν φτάσει να αποσταθεροποιούν μια κυβέρνηση, που την έχουν του χεριού τους.

Στην πραγματικότητα βέβαια οι κυρίαρχες ελίτ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΔΝΤ, και μέσα από τον ανταγωνισμό τους για το ποιος θα έχει το πάνω χέρι στη χώρα μας, δεν κάνουν τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο παρά να ενισχύουν τα δεσμά της εξάρτησης με το να επιμένουν στη δοκιμασμένη μέθοδο των τετελεσμένων. Είναι αυτή η μέθοδος που οδήγησε το ΣΥΡΙΖΑ στην αντίστοιχη διολίσθηση από προηγούμενες θέσεις του. Που τον έφτασε στην εθνική συναίνεση.

Κανείς δεν ακούει πλέον, από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, για το δημόσιο χαρακτήρα του τραπεζικού συστήματος, έστω αυτήν την ελλιπή από κάθε άποψη πρόταση, που τουλάχιστον έπαιρνε υπόψη ότι οι υπάρχουσες τέσσερες συστημικές τράπεζες έχουν ανακεφαλαιοποιηθεί με δανεικά του Ελληνικού λαού και οι μετοχές τους ανήκουν στο δημόσιο. Περιορίστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ στη δημιουργία μιας αναπτυξιακής τράπεζας.

Τα «παρών» εμφανίζονται στη βουλή για τον ΕΝΦΙΑ, που, κατά το Γκίκα Χαρδούβελη, βάζουν πλάτη στην εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής, την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δεσμευτεί ότι θα τον καταργήσει, ενώ παρατείνεται και η επιβολή του φόρου αλληλεγγύης με την ίδια διάταξη.

Είναι καθαρό, το ομολογούν οι οικονομικοί αναλυτές στα διάφορα πάνελ, δεν είναι οι δόσεις που θα απαλύνουν την οικονομική δυσπραγία των λαϊκών στρωμάτων αλλά η φορολογική επιδρομή, έστω και μετά δόσεων, που οδηγούν σε οικονομική δυσπραγία τα λαϊκά στρώματα.

Ακόμη και η δέσμευση για την αύξηση του κατώτατου μισθού, που έχει εξαγγείλει  ο ΣΥΡΙΖΑ αφορά στο 6.7% των μισθωτών, επομένως για το υπόλοιπο 93.3% τα πράγματα δεν πρόκειται να αλλάξουν.

Είναι ο καιρός να αναγνωριστούν από το Κόμμα μας ορισμένες δραματικές αλήθειες που το αφορούν σε σχέση με τις οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις, τις εξελίξεις στο ίδιο το Εργατικό Κίνημα.

Το Κόμμα μας, με τις εκτιμήσεις του και τις θέσεις του, όχι μόνο δε μπόρεσε να παρακολουθήσει την εξέλιξη των οικονομικών και πολιτικών πραγμάτων στη χώρα μας και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πέρα από μία περιγραφή για την επιδείνωση και εξαθλίωση των λαϊκών μαζών, αλλά, ταυτόχρονα, δε μπόρεσε να δώσει και μια χειροπιαστή και κατανοητή διέξοδο μέσα από μια προγραμματική πρόταση.

Μ’ αυτόν τον τρόπο έφτασε το ίδιο, πολιτικά, να υποστεί τις συνέπειες της οικονομικής και πολιτικής κρίσης, την ώρα που οι λαϊκές μάζες αναζητούσαν διέξοδο. Το αποτέλεσμα ήταν να θεωρητικοποιήσει την αδυναμία του να παίξει πρωτοπόρο ρόλο σε μια περίοδο που η οικονομική κρίση ήταν η οξύτερη που γνώρισε ο τόπος ποτέ, μια κρίση που έφερε τις λαϊκές μάζες σε κατάσταση πρωτοφανούς εξαθλίωσης.

Την ίδια στιγμή, εκτός από τη μείωση των δυνάμεων του Κόμματος, το Εργατικό Κίνημα στάθηκε ανίκανο να ανακόψει την αντιδραστική λαίλαπα της αστικής τάξης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η δικαιολογία ότι οι λαϊκές μάζες έτρεφαν αυταπάτες δεν αντέχει πλέον σε κανενός είδους ορθολογική κριτική και αποδοχή.

Και δεν αντέχει σε κανενός είδους αποδεικτικής αποδοχής, γιατί έρχονται οι δημοσκοπήσεις, και η κοινή πείρα από την καθημερινή επαφή, να επιβεβαιώσουν ότι ένα ελάχιστο και ασήμαντο ποσοστό του εργαζόμενου λαού εμπιστεύεται το πολιτικό σύστημα της χώρας.

Αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης αφορά στα κυβερνητικά κόμματα, αφορά στο ΣΥΡΙΖΑ, που με την πολιτική του στάση δεν έχει αποσπάσει την εμπιστοσύνη του εργαζόμενου λαού, λόγω της πολιτικής του και της προγραμματικής του πρότασης, αλλά κερδίζει από την καταδίκη της πολιτικής που εφαρμόζεται.

Ο εργαζόμενος λαός αναζητάει μια «ανάσα» και καταφεύγει στο ΣΥΡΙΖΑ, επειδή δεν υπάρχει μια σαφής εναλλακτική πρόταση, που θα αποτελέσει και τη βάση των αγώνων του Εργατικού Κινήματος. Είναι αυτός ο λόγος που οι λαϊκές μάζες δεν προσανατολίζονται προς το Κόμμα μας. Είναι και αυτή μια μορφή έλλειψης εμπιστοσύνης, που, κακά τα ψέματα, αφορά και στο Κόμμα μας. Και εδώ η ηγεσία του Κόμματος πρέπει να αναγνωρίσει τις δικές της ευθύνες τόσο για την κατάσταση που βρίσκεται σήμερα το Κόμμα μας αλλά και για την κατάσταση που επικρατεί στο Εργατικό Κίνημα και γενικότερα στο Λαϊκό Κίνημα.

Αυτή τη στιγμή αυτό που προέχει είναι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των λαϊκών μαζών προς το Κόμμα μας. Και αυτό δε μπορεί να γίνει εάν από την πλευρά του Κόμματος δεν εκφραστεί με συγκεκριμένες εκτιμήσεις και πρωτοβουλίες, που θα περιλαμβάνουν:

Πρώτο: Τη σαφή εκτίμηση ότι η χώρα μας διέρχεται μια παρατεταμένη πολιτική κρίση, ότι η αστική τάξη και οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι οδήγησαν τη χώρα σε χρεοκοπία και εγκλώβισαν την αναπτυξιακή της πορεία σ’ έναν ανισότιμο καταμερισμό εργασίας στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ευρώ. Αυτό το γεγονός βάζει το Κόμμα μας μπροστά σε συγκεκριμένα καθήκοντα, τόσο ως προς την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και ως προς τις κοινωνικές δυνάμεις που θα απευθυνθεί. Για την ανάγκη συσπείρωσης και ενότητας της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων.

Δεύτερο: Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένας βασικός παράγοντας που οδηγεί τη χώρα μας στη μακρόχρονη οικονομική στασιμότητα με τη συρρίκνωση της παραγωγικής δραστηριότητας, με την ένταση της πολιτικής και οικονομικής εξάρτησης, σε συνδυασμό με την οικονομική κατάσταση που διαπερνά την ίδια και που δε φαίνεται να ξεπερνιέται εύκολα και άμεσα. Η ανάπτυξη για την Ευρωπαϊκή Ένωση αποδείχτηκε ένας μύθος, όπως μύθος αποδείχτηκε και η ανάπτυξη της χώρας μας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Τρίτο: Άμεσο και απαραίτητο καθήκον είναι η αποδέσμευση της χώρας μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ. Η ανάκτηση των οικονομικών εργαλείων από την πλευρά της χώρας μας, της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, η επιστροφή σε δικό μας νόμισμα, στη δραχμή. Η αποδέσμευση θα επιτρέψει στη χώρα μας να προωθήσει την παραγωγική της ανασυγκρότηση, να στραφεί προς την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών των εργαζομένων.

Τέταρτο: Άμεση κατάθεση μιας προγραμματικής πρότασης, που θα συνδυάζει τη διεκδίκηση της επίλυσης των καυτών προβλημάτων των εργαζομένων και συγκεκριμένα μέτρα, που θα αποτελούν τον κορμό της ωρίμανσης των υλικών προϋποθέσεων όχι μόνο για την έξοδο από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία, αλλά, ταυτόχρονα, θα ανοίγουν το δρόμο για το σοσιαλισμό.

Πέμπτο: Τέτοια μέτρα μπορεί να είναι: η κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, της ενέργειας, του ορυκτού πλούτου, της αμυντικής βιομηχανίας, γενικότερα όλων των πρώην ΔΕΚΟ, όλων των κρατικών επιχειρήσεων που ιδιωτικοποιήθηκαν (ναυπηγεία κλπ), η παραγωγική ανασυγκρότηση, με έμφαση στην πρωτογενή και δευτερογενή παραγωγή, στις νέες τεχνολογίες, η κρατικοποίηση των λιμανιών, των αεροδρομίων, των μεταφορών, η δημιουργία ενιαίου κρατικού φορέα  φαρμακοβιομηχανίας, η εξασφάλιση της διατροφικής επάρκειας του εργαζόμενου λαού, η προώθηση των παραγωγικών συνεταιρισμών, η επιστροφή των επιχειρήσεων της αγροτικής οικονομίας που ιδιωτικοποιήθηκαν, μέτρα για την παιδεία, την υγεία, την ασφάλιση, την έρευνα, μέτρα οικονομικής ανακούφισης των εργαζομένων, μέτρα τα οποία θα κατοχυρώνουν τις δημοκρατικές ελευθερίες και τα δημοκρατικά δικαιώματα, τις συνδικαλιστικές ελευθερίες, την εθνική ανεξαρτησία και την ασφάλεια της χώρας μας, τη συνεργασία κύρια με τις γειτονικές χώρες,  κλπ.

Έκτο: Άμεση αποκατάσταση του ρόλου του ΠΑΜΕ, ως πόλου συσπείρωσης ομοσπονδιών, σωματείων, επιτροπών αγώνα, που θα αντιπαρατίθεται στον κυβερνητικό και εργοδοτικό συνδικαλισμό, αλλά, ταυτόχρονα, θα αποτρέπει τον κάθετο οργανωτικό διαχωρισμό του Εργατικού Κινήματος, που θα αποτρέπει τη διάσπασή του. Αυτό σημαίνει ότι οι δυνάμεις του ΚΚΕ μέσα στο Εργατικό Κίνημα πρωτοστατούν για την ανάδειξη του ΠΑΜΕ σε πόλο συσπείρωσης των συνδικάτων αλλά δεν ταυτίζεται το ΠΑΜΕ με το ΚΚΕ ούτε το ΚΚΕ με τα συνδικάτα. Τα συνδικάτα αντιμετωπίζονται ως η κυρίαρχη μορφή οργάνωσης της εργατικής τάξης και το ΠΑΜΕ ως ο πόλος αγωνιστικής συσπείρωσης και διεκδίκησης, της πάλης για την επίλυση των άμεσων προβλημάτων της εργατικής τάξης με βάση την προγραμματική πρόταση που θα καταθέσει το Κόμμα μας και που ανταποκρίνεται στα καθήκοντα αυτής της περιόδου και οδηγεί στην έξοδο της χώρας από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία. Στην ίδια κατεύθυνση πρέπει να κινηθούν και η ΠΑΣΕΒΕ, η ΠΑΣΥ, η ΟΓΕ και το ΜΑΣ.

Έβδομο: Η άμεση προγραμματική πρόταση του Κόμματος αφορά (πέρα από τη διεκδίκηση των άμεσων προβλημάτων των εργαζομένων, μέτρων που ανοίγουν το δρόμο για το σοσιαλισμό) στην κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα. Κατ’ επέκταση προβλέπει και τη δημιουργία κυβέρνησης, που εκπροσωπεί τα συμφέροντα των κοινωνικών δυνάμεων που τη στηρίζουν. Πράγμα που σημαίνει ότι η κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα σημαίνει, ταυτόχρονα, και την εκδίωξη της αστικής τάξης από την εξουσία. Ο χαρακτήρας αυτής της εξουσίας δε θα είναι αστικός ούτε θα ταυτίζεται με τη δικτατορία του προλεταριάτου. Θα είναι επαναστατικός και θα παίζει πρωτεύοντα ρόλο η εργατική τάξη και μ’ αυτήν την έννοια θα είναι εργατικός, με τη στήριξη των συμμάχων της, και θα δημιουργήσει τα δικά της αντιπροσωπευτικά όργανα, που δε θα έχουν καμία σχέση με τον αστικό κοινοβουλευτισμό.

Όγδοο: Η προγραμματική πρόταση του Κόμματος προβλέπει τη δημιουργία κοινωνικοπολιτικού μετώπου ή συμμαχίας, και με την έννοια αυτή την αναζήτηση πολιτικών συμμάχων, που θα εκφράζουν την κοινωνική συμμαχία της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων.  Η συμφωνία αυτή δε μπορεί να είναι μια συμφωνία πάνω στο σοσιαλισμό. Η συμφωνία αυτή αφορά σε μέτρα αντιιμπεριαλιστικού και αντιμονοπωλιακού προσανατολισμού, αφορά στην υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών και δικαιωμάτων των εργαζομένων, στην προώθηση ενός νέου δημοκρατισμού, που θα εκφραστεί μέσα από νέα αντιπροσωπευτικά λαϊκά όργανα, που θα στηρίζονται στον αυτοτελή ρόλο των λαϊκών μαζών και που θα περιφρουρούν τη νέα εξουσία από τις προσπάθειες παλινόρθωσης της αστικής τάξης και των πολιτικών εκπροσώπων της στην εξουσία.

Στην ουσία της η προγραμματική πρόταση αυτή εκφράζει τη στάση της εργατικής τάξης απέναντι στην αστική τάξη, κατά κυρίαρχο τρόπο, που επιδιώκει να την εκδιώξει από την εξουσία. Παραπέρα εκφράζει τη στάση της εργατικής τάξης και απέναντι στα μικροαστικά στρώματα. Τη στάση του ΚΚΕ απέναντι στα αστικά κόμματα αλλά και σε κόμματα του μικροαστικού σοσιαλισμού, όπως είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, που έχει υιοθετήσει την αστική στρατηγική, η οποία και οδήγησε τη χώρα μας στην οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία.

Εκφράζει τη στάση του Κόμματος απέναντι στις λαϊκές μάζες που έχουν εγκλωβιστεί τόσο στα αστικά κόμματα όσο και στο ΣΥΡΙΖΑ. Δεν αποσκοπεί σε μια πολιτική συμμαχία με το ΣΥΡΙΖΑ, γιατί η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαιώνει σταθερά τον αστικό της προσανατολισμό, τη σταθερή της προσήλωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ. Δε μένει αδιάφορη για λαϊκές μάζες που μπορούν να απεγκλωβιστούν από τα αστικά κόμματα, δε μένει αδιάφορη στον απεγκλωβισμό δυνάμεων από το ΣΥΡΙΖΑ. Δε μένει αδιάφορη σε άλλες δυνάμεις που μπορούν να αποδεχτούν τη βασική κατεύθυνση της προγραμματικής πρότασης του ΚΚΕ.

Είναι φανερό ότι βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη περίοδο, που η αποφασιστικότητα του Κόμματος να εκτιμήσει σωστά τις πολιτικές εξελίξεις θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην πορεία του Κόμματος, του Εργατικού Κινήματος και της ίδιας της χώρας μας. Στην κατεύθυνση αυτή πρέπει με την ίδια αποφασιστικότητα να απεγκλωβιστεί από επεξεργασίες που στέκονται φραγμός για την παραπέρα πορεία του.

COMMENTS