Ήταν αρκετή μια βροχή μεγάλης έντασης, αλλά όχι ασυνήθιστης ακόμη και για τα ιστορικά μετεωρικά δεδομένα της πρωτεύουσας, για να πλημμυρίσει ξανά η Αθήνα και να σημειωθούν και πάλι πολύ μεγάλες καταστροφές, ειδικά στις λαϊκές συνοικίες, που, όπως δείχνουν τα ίδια τα γεγονότα, αποτελούν τα μόνιμα θύματα του νεφελιγερέτη Δία. Βέβαια το πρόβλημα των πλημμυρών δεν είναι πλέον ζήτημα που αφορά μόνο τις Δυτικές συνοικίες της Αττικής. Αφορά την Αττική ολόκληρη και θα λέγαμε ότι αφορά τη χώρα μας συνολικά, γιατί ανάλογα καταστροφικά φαινόμενα έχουν σημειωθεί κατά καιρούς από την Κέρκυρα μέχρι και τη Ρόδο.
Χωρίς αμφιβολία αναδεικνύεται μια διαχρονική και γενικευμένη κατάσταση που υφίσταται η χώρα μας σε κάθε κακοκαιρία που εμφανίζεται αλλά, παράλληλα, αναδεικνύεται και η αναγκαιότητα να παρθούν ριζικά και μόνιμα μέτρα για την αντιπλημμυρική προστασία, και άλλα παρόμοια έργα που αφορούν σε άλλους τομείς, ιδιαίτερα εκείνων των περιοχών που έχουν πληγεί κατ’ επανάληψη.
Δεν υπάρχει, επίσης, αμφιβολία ότι ένας λόγος, και από τους βασικούς, που συμβάλλει σταθερά στις καταστροφές είναι η άναρχη και αυθαίρετη δόμηση που επικράτησε και είχε ως αποτέλεσμα να καλυφθεί το υδρογραφικό δίκτυο. Το νερό της βροχής, τη δύναμη του οποίου πολλές φορές υποτιμάμε, δεν υπάρχει άλλη περίπτωση παρά να αναζητήσει «δρόμο» για να φτάσει μέχρι τον τελικό του αποδέκτη, που είναι η θάλασσα. Και αφού το υδρογραφικό δίκτυο έχει καταπατηθεί, το αποχετευτικό δίκτυο είναι ανεπαρκές και κακοσυντηρημένο, τότε, το νερό μετατρέπει το οδικό δίκτυο σε υδρογραφικό. Ο δρόμος γίνεται ρέμα. Κατά το κοινώς λεγόμενο πλημμυρίζουν οι δρόμοι. Και αυτό το φαινόμενο δεν το ζούμε μόνο όταν οι βροχές είναι μεγάλης έντασης αλλά και όταν είναι χαμηλής έντασης, απόδειξη της απαράδεκτης κατάστασης που επικρατεί στο Λεκανοπέδιο σε κάθε βροχόπτωση.
Ο δεύτερος βασικός λόγος είναι το γεγονός ότι υπάρχει σχεδόν παντελής έλλειψη των αντιπλημμυρικών έργων. Οι Δήμοι και οι ανώτερου βαθμού Αυτοδιοικητικές αρχές, με τη μορφή που έχουν πάρει σήμερα, παραμελούν συστηματικά την αντιπλημμυρική προστασία των περιοχών τους, και ότι έχει σχέση μ’ αυτό που λέμε έργα υποδομής, γιατί θεωρούν αυτά τα έργα «αφανή». Δεν εντυπωσιάζουν και δεν «αποδίδουν» στο εκλογικό ποσοστό. Ασφαλώς ο κάθε δημότης θα έχει παρατηρήσει το πόσες φορές έχουν αλλάξει οι ζαρντινιέρες στην περιοχή του. Τα δημοτικά έργα έχουν πλέον περιοριστεί σε έργα βιτρίνας.
Ένας άλλος λόγος που παίζει πολύ βασικό ρόλο είναι η σταθερή οικονομική υποβάθμιση των Δήμων, η έλλειψη κρατικής οικονομικής ενίσχυσης, που στις μέρες μας έχει μετατοπιστεί και έχει μετατραπεί σε φορομπηχτική πολιτική για να μπορούν οι Δήμοι να έχουν έσοδα. Όμως τα έργα υποδομής για να κατασκευαστούν, από τη φύση τους, απαιτούν μεγάλα κονδύλια, τα οποία ακόμη και αυτή η φορομπηχτική πολιτική δεν είναι σε θέση να τα εξασφαλίσει και έτσι μπαίνουν πάντα στη «λίστα αναμονής». Σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και χρεοκοπίας της χώρας μας, όπως γίνεται αντιληπτό, όλη αυτή κατάσταση επιδεινώνεται ακόμη πιο πολύ με αποτέλεσμα οι Δήμοι να διαχειρίζονται τη φτώχια τους.
Είναι χαρακτηριστικό, σ’ αυτήν την κατεύθυνση, ότι ο νέος προϋπολογισμός που κατατέθηκε από τη νέα Περιφερχειάρχη Αττικής, τη Ρένα Δούρου, που αναδεικνύει και επιβεβαιώνει το χαρακτήρα και το ρόλο των Περιφερειών μέχρι και των Δήμων, είναι το ίδιο μνημονιακός και αντιλαϊκός, όπως και ο προηγούμενος επί Γιάννη Σγουρού. Το αποτέλεσμα ήταν να ψηφιστεί αυτός ο προϋπολογισμός και από τους μνημονιακούς αντίπαλους συνδυασμούς προς το συνδυασμό της Ρένας Δούρου, μια και αποτύπωνε τη δική τους λογική. Φυσικά μέσα στο πλαίσιο της «συνέχειας του κράτους» ο προϋπολογισμός αυτός είναι ένα σαφές δείγμα για το πώς κατανοείται και το πώς θα εκφραστεί στην πράξη η αντιμνημονιακή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ.
Τέλος την ίδια στιγμή το ίδιο το κράτος φρόντισε, προκειμένου να ενισχύσει τους ιδιώτες κατασκευαστές και άλλες συναφείς εταιρείες, μέσα στο πλαίσιο της αντιμετώπισης του δόγματος της μείωσης του κρατισμού και της ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας, να διαλύσει ή να υποβαθμίσει όλες εκείνες τις υπηρεσίες που είχαν ανάλογο αντικείμενο, π.χ. υπηρεσίες που ασχολούνταν με τις έγγειες βελτιώσεις. Το αποτέλεσμα αυτών των αντιλαϊκών επιλογών το ζούμε και αποτυπώνεται στην καθημερινότητα των δημοτών και γενικότερα των κατοίκων της Αττικής και κάθε περιοχής που αντιμετωπίζει ανάλογα καταστροφικά φαινόμενα.
Απέναντι σ’ αυτήν την κατάσταση είναι καιρός να αντιταχτεί η ανάπτυξη ενός Αυτοδιοικητικού Κινήματος, στο πλευρό του Εργατικού Κινήματος, που θα διεκδικήσει την επίλυση ανάλογων προβλημάτων. Μέχρι τώρα από την πλευρά του Κόμματος είχε επιδειχτεί μια καταστροφική λογική που είχε να κάνει με την ανάλυσή του για το νέο ρόλο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ως προέκτασης του κράτους.
Αυτή η ανάλυση ασφαλώς δε στερείται βάσης αλλά είχε καταλήξει στο ανεδαφικό πρακτικό συμπέρασμα ότι η ανάληψη καθηκόντων από τη θέση του Δημάρχου θα ενέπλεκε το Κόμμα σε μια διαχειριστική λογική του καπιταλιστικού συστήματος. Στο πλαίσιο αυτό γίνονταν δύο βασικά λάθη. Το πρώτο: Υποτιμήθηκαν πολύ σοβαρά τα τοπικά προβλήματα, γιατί, υποτίθεται, ότι μια πολιτική αντιμετώπισή τους «πέταγε έξω» τη γενική πολιτική του Κόμματος και αποπροσανατόλιζε τους εργαζόμενους από τα βασικά τους καθήκοντα σ’ ό,τι αφορά το ζήτημα της κατάκτησης της εξουσίας. Το δεύτερο: Υποτιμήθηκε, ως συνέπεια του πρώτου, η διεκδίκηση των Δήμων με ανάλογα προγράμματα, που θα αναδείκνυαν τις τοπικές ανάγκες της κάθε περιοχής. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις πρόσφατες Αυτοδιοικητικές εκλογές οι συνδυασμοί της Λαϊκής Συσπείρωσης δεν διέθεταν προγράμματα για την περιοχή που κάλυπταν.
Πέρα από το διαχειριστικό φόβο το πιο σημαντικό ζήτημα που δεν κατανοήθηκε από την πλευρά της ηγεσίας του Κόμματος ήταν ότι αυτά τα επί «μέρους» προγράμματα αναδείκνυαν, έτσι κι αλλιώς, τα γενικά προβλήματα, και το πρόβλημα της αντιπλημμυρικής προστασίας είναι ένα γενικό πρόβλημα, που ταλανίζουν την κάθε περιοχή και έτσι το διεκδικητικό κίνημα στο επίπεδο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης μπορούσε να συμβάλει στην ανάδειξη της γενικής πολιτικής του Κόμματος και, ταυτόχρονα, να αποτελέσει αυτό το διεκδικητικό κίνημα έναν ακόμη κρίκο ενάντια στην εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής της κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το αποτέλεσμα ήταν η παρέμβαση του Κόμματος στο επίπεδο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης να έχει αδυνατίσει επικίνδυνα και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι των Δήμων να διαιωνίζονται και να μη μπορούν να γίνουν μαχητά και από Δημάρχους αγωνιστές, που θα πήγαιναν κόντρα στην κυβερνητική πολιτική. Θέλουμε να ελπίζουμε ότι η ηγεσία του Κόμματος είναι σε θέση να βγάλει τα αναγκαία συμπεράσματα όχι μόνο από την επανάληψη των καταστροφικών φαινομένων, αλλά και από τη συνέχεια της πολιτικής που εφαρμόζει στο επίπεδο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Γιατί το γενικό συμπέρασμα είναι ότι η κυβερνητική πολιτική δεν έχει χρεοκοπήσει μόνο στα «γενικά» αλλά και στα «ειδικά», τα οποία απαιτούν την άμεση παρέμβαση του Κόμματος. Και τα ειδικά οδηγούν, πάντα σε συνδυασμό με τα γενικά, στην άνοδο της πολιτικής και ταξικής συνείδησης των λαϊκών μαζών για τη διεκδίκηση της πολιτικής εξουσίας.
COMMENTS