Παρά το γεγονός ότι τα δύο αυτά ρεύματα, που σχολιάσαμε μέχρι τώρα, τα οποία εμφανίστηκαν στον προσυνεδριακό διάλογο και που καταπιάνεται μ’ αυτά η Εισήγηση της Κεντρικής Επιτροπής, είχαν διαφορετική αντίληψη για την πορεία του ΑΑΔΜ και τη σχέση του με την επίλυση του προβλήματος της εξουσίας τελικά συνέπεσαν στην ίδια προγραμματική διατύπωση για την επίλυση αυτού του ζητήματος, η οποία αναφέρεται στην Εισήγηση και με ελάχιστες διαφορές μεταφέρθηκε στο Πρόγραμμα του Κόμματος.
Την παραθέτουμε για να τη σχολιάσουμε στη συνέχεια:
«Η ανάπτυξη των κοινωνικοπολιτικών αναμετρήσεων, των ταξικών συγκρούσεων, θα φέρνει στην ημερήσια διάταξη το πρόβλημα της εξουσίας. To KKE κατευθύνει τη δράση του, ώστε η αντιιμπεριαλιστική, αντιμονοπωλιακή πάλη να αναπτύσσεται και να βαθαίνει η αντικαπιταλιστική συνείδηση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Το ΚΚΕ σταθερά προσπαθεί να πείθει ότι δεν αρκεί να φύγουν τα αστικά κόμματα και οι σύμμαχοί τους από το τιμόνι της διακυβέρνησης. Πρέπει να ανατραπεί το αστικό κράτος και οι μηχανισμοί του. Να δημιουργηθεί μια νέα λαϊκή εξουσία, που δεν είναι άλλη από τη σοσιαλιστική.
Σε συνθήκες κορύφωσης της ταξικής πάλης, επαναστατικής ανόδου του λαϊκού κινήματος, όταν η επαναστατική διαδικασία έχει ξεκινήσει, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση, ως όργανο λαϊκής εξουσίας, που έχει την έγκριση και τη συγκατάθεση του αγωνιζόμενου λαού, χωρίς γενικές εκλογές και κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Αυτή η κυβέρνηση θα ταυτίζεται, ή θα τη χωρίζει τυπική απόσταση από την εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.
Σε συνθήκες ταξικών αναμετρήσεων και μεγάλης φθοράς στην επιρροή των αστικών κομμάτων και των συμμάχων τους, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων με βάση το κοινοβούλιο χωρίς να έχουν διαμορφωθεί ακόμα οι όροι για το επαναστατικό πέρασμα.
Η δρομολόγηση κυβερνητικών μέτρων που στοχεύουν στην ανακούφιση του λαού, ενάντια στο πολυεθνικό κεφάλαιο, στην εξάρτηση και τη συμμετοχή της χώρας στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, είναι δυνατόν να συσπειρώνει και να πείθει για την ανάγκη γενικότερης ρήξης.
Το ΚΚΕ επιδιώκει μια τέτοια κυβέρνηση, με τη δράση της και τη γενικότερη λαϊκή παρέμβαση, να συμβάλει στην έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας. Το διάστημα μέσα στο οποίο θα κριθεί αν η κυβέρνηση θα προχωρήσει προς τα εμπρός δε θα είναι μακρόχρονο. Η πείρα δείχνει ότι θα είναι βραχύχρονο. Αν οι εξελίξεις δεν πάρουν θετική πορεία, τότε η κυβέρνηση θα ανατραπεί, κάτω από την αντίδραση της κυρίαρχης τάξης και την ιμπεριαλιστική παρέμβαση. Η ανατροπή της δε σημαίνει υποχρεωτικά συνολικό πισωγύρισμα. Μπορεί να γίνει παράγοντας για να κατανοηθεί βαθύτερα η ανάγκη ριζικής ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος.
Σε κάθε περίπτωση ο αποφασιστικός παράγοντας θα είναι η ενότητα της εργατικής τάξης, η κατάκτηση του ηγετικού καθοδηγητικού ρόλου της, καθώς και του Κόμματός της, του ΚΚΕ, στο Μέτωπο» (15ο Συνέδριο, Ντοκουμέντα, σελ. 122/123).
Το παραπάνω απόσπασμα από το Πρόγραμμα του Κόμματος περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο με τίτλο: «Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ» και στην ενότητα με τίτλο: «Το αντιιμπεριαλιστικό, αντιμονοπωλιακό μέτωπο και το πρόβλημα της εξουσίας». Όπως βλέπουμε παρά τον τίτλο της σχετικής ενότητας δεν αναφέρεται τίποτα για κυβέρνηση του Μετώπου.
Η ενότητα αυτή, όμως, ξεκινάει με την εκτίμηση ότι: «Στις γραμμές του Μετώπου εντάσσονται δυνάμεις ανομοιογενείς από άποψη κοινωνικής θέσης και ιδεολογικοπολιτικής στάσης. Αντανακλώνται διαφορετικές τάσεις, σε ό,τι αφορά την προοπτική και το σκοπό της αντιιμπεριαλιστικής, αντιμονοπωλιακής πάλης» (στο ίδιο, σελ. 122).
Οπότε πολύ εύκολα μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι με πρωτοβουλία του ΚΚΕ θα δημιουργηθεί ένα Μέτωπο, στο οποίο θα περιλαμβάνει «δυνάμεις ανομοιογενείς από άποψη κοινωνικής θέσης και ιδεολογικοπολιτικής στάσης», που ως Μέτωπο με τη συγκεκριμένη σύνθεση δε θα διεκδικήσει την εξουσία ως τέτοιο και δε θα εκφραστεί με μια κυβέρνηση, μια και όλο το υπόλοιπο κείμενο δεν αναφέρεται στη διεκδίκηση της εξουσίας από την πλευρά του Μετώπου.
Η γενικότητα της διατύπωσης της πρώτης παραγράφου αυτής της ενότητας δε βοηθάει εύκολα στην αποσαφήνιση του νοήματός της, αλλά η μόνη εξήγηση η οποία μπορεί να δοθεί είναι ότι η σύνθεση του Μετώπου θα αποτελείται από «ανομοιογενείς» κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, διαφορετικά δε θα έκανε λόγο στη θέση αυτών των δυνάμεων τόσο στο κοινωνικό όσο και στο ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο.
Αν τώρα αυτήν την τοποθέτηση τη συνδυάσουμε με μια αναφορά, την οποία έχουμε ήδη παρουσιάσει στην προηγούμενη συνέχεια, [«Η συνεργασία με άλλες πολιτικές δυνάμεις μπορεί να εκφραστεί με τη μορφή συντονισμού, πολλαπλών συσπειρώσεων και κοινής δράσης για ορισμένα αντιιμπεριαλιστικά αντιμονοπωλιακά αιτήματα στα οποία διαπιστώνεται συμφωνία. Η εμπειρία της κοινής δράσης θα δείχνει κατά πόσο είναι δυνατό να διευρυνθεί με γενικότερους στόχους, κατά πόσο μπορεί να εξελιχθεί σε πολιτική συμφωνία» (στο ίδιο, σελ. 36, υπογράμμιση δική μας)], τότε, ενδυναμώνεται η ερμηνεία που δίνουμε.
Και αυτό γιατί αυτή η αναφορά μιλάει για συνεργασία πολιτικών δυνάμεων, που από την πορεία της θα μπορούσε να «εξελιχθεί σε πολιτική συμφωνία». Και μια πολιτική συμφωνία δε θα μπορούσε παρά να αφορά το Μέτωπο, αφού θα περιελάμβανε τους «γενικότερους στόχους».
Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να δώσουμε ορισμένες διευκρινήσεις για την έννοια του κοινωνικοπολιτικού μετώπου. Η Εισήγηση της Κεντρικής Επιτροπής αναφέρεται στην έννοια αυτή με πολύ συγκεκριμένο τρόπο: «Η εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα της χώρας, οι μικροί και μεσαίοι επαγγελματίες, οι βιοτέχνες και έμποροι, η αγροτιά, οι πιο πρωτοπόρες τους δυνάμεις υποχρεώνονται από τα ίδια τα πράγματα σε ανασύνταξη των δυνάμεων, σε αντίσταση στη σημερινή τάξη πραγμάτων με την προοπτική γενικότερης ρήξης, στην αλληλέγγυα κοινή δράση. Σ’ ενιαίο δηλαδή κοινωνικοπολιτικό αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό δημοκρατικό μέτωπο οργάνωσης των ταξικών λαϊκών αγώνων, των κοινωνικών και πολιτικών αναμετρήσεων» (στο ίδιο, σελ. 30, υπογράμμιση δική μας).
Το ερώτημα που πρλέπει να απαντήσουμε τώρα είναι: Πως θα μπορούσε, επομένως, το ΑΑΔΜ να υπάρχει και εκφραστεί στη σύνθεσή του για να αναλάβει την «οργάνωση των ταξικών λαϊκών, των κοινωνικών και πολιτικών αναμετρήσεων»;
Η απάντηση είναι μόνο ως κοινωνικοπολιτικό μέτωπο. Το Μέτωπο, από τη φύση του, για να υπάρχει ως τέτοιο, πρέπει να συσπειρώνει κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις. Και αυτό ανεξάρτητα από το εάν οι πολιτικές δυνάμεις θα ήταν μία και μοναδική ή και περισσότερες. Ανεξάρτητα από το εάν το Μέτωπο θα εκφραζόταν στο πολιτικό επίπεδο μόνο από το ΚΚΕ, πράγμα που δε θα μπορούσε να αποκλειστεί – και ιστορικά έχει αποδειχτεί και το επιβεβαιώνει και η τελική ομιλία της Αλέκας Παπαρήγα στο 15ο Συνέδριο, ή από περισσότερες πολιτικές δυνάμεις, που θα είχαν έρθει σε «πολιτική συμφωνία».
Ως κοινωνικοπολιτικό μέτωπο θεωρούμε τη σύμφυση κοινωνικών δυνάμεων και πολιτικών δυνάμεων. Στην περίπτωσή μας, για το ΑΑΔΜ, είναι εκείνες οι κοινωνικές δυνάμεις, όπως ακριβώς ορίζονται από το 15ο Συνέδριο, που βρίσκουν την έκφρασή τους σε μία ή περισσότερες πολιτικές δυνάμεις. Στο ΚΚΕ ή και σε άλλες πολιτικές δυνάμεις που θα μπορούσαν ενδεχομένως να συμμετέχουν.
Απ’ αυτό και μόνο το γεγονός δε μπορεί παρά, από τη φύση της δημιουργίας του Μετώπου, τους στόχους του και τους σκοπούς του, να διεκδικήσει την πολιτική εξουσία, που σημαίνει και τη δημιουργία αντίστοιχης κυβέρνησης, ανεξάρτητα από τις μορφές πάλης που θα καταλάβει την πολιτική εξουσία. Εάν δεν έβαζε ως στόχο την κατάληψη της εξουσίας δε θα είχε λόγο ύπαρξης.
Το ΑΑΔΜ είχε ως κορμό των κοινωνικών δυνάμεων την εργατική τάξη. Δίπλα στην εργατική τάξη θα στέκονταν οι σύμμαχες κοινωνικές δυνάμεις, τα μικρομεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού. Αυτές οι δυνάμεις θα αποτελούσαν σε κοινωνικό επίπεδο το Μέτωπο. Στο πολιτικό επίπεδο, όπως έχουμε ήδη αναφέρει θα μπορούσε να εκφραστεί είτε από το ΚΚΕ είτε από μια συμμαχία πολιτικών δυνάμεων, που θα συμφωνούσαν στους αντιιμπεριαλιστικούς αντιμονοπωλιακούς δημοκρατικούς στόχους του.
Από μόνο του αυτό το γεγονός θέτει το εξής θέμα: Η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από το ΑΑΔΜ θα σήμαινε, ταυτόχρονα, και την ανατροπή της αστικής τάξης. Αυτό επιβάλλεται από την κοινωνική σύνθεση του Μετώπου.
Διαφορετικά καμία πολιτική δύναμη, και πριν απ’ όλες τις πολιτικές δυνάμεις το ΚΚΕ, δε θα προσπαθούσε να δημιουργήσει ένα αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό δημοκρατικό μέτωπο, που θα είχε μόνο ως στόχο την καλυτέρευση της θέσης των εργαζομένων με την αστική τάξη στην εξουσία και τις πολιτικές της δυνάμεις στην κυβέρνηση. Αυτού του είδους η τακτική θα προσιδίαζε σ’ ένα ρεφορμιστικό κόμμα. Παραπέρα θα αρνιόταν αυτόματα το χαρακτήρα του Μετώπου. Δε θα ήταν αντιιμπεριαλιστικό, αντιμονοπωλιακό, δε θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για το σοσιαλισμό.
Ακόμη και στην περίπτωση που θα βρίσκονταν, υποθετικά πάντα, ορισμένες πολιτικές δυνάμεις να επιχειρήσουν να δημιουργήσουν ένα ανάλογο μέτωπο , τότε, αυτό δεν θα μπορούσε να παίξει το ρόλο του ως τέτοιο, για να μην πούμε ότι δε θα μπορούσε να δημιουργηθεί. Η ιστορική εμπειρία από τότε που συγκλήθηκε το 15ο Συνέδριο μέχρι σήμερα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως απόδειξη αυτού του ισχυρισμού μας.
Από τη στιγμή, λοιπόν, που θα πραγματοποιούταν το ΑΑΔΜ αυτό δε θα μπορούσε να έχει άλλο σκοπό παρά την ανατροπή της αστικής τάξης. Και εδώ πρέπει να προσθέσουμε και ορισμένους άλλους λόγους που δικαιολογούν αυτήν την άποψη. Η εργατική τάξη είναι σήμερα πλειοψηφούσα δύναμη. Μαζί με τα μικρομεσαία μικροαστικά στρώματα αποτελούν την απόλυτη και μεγάλη πλειοψηφία του Ελληνικού λαού.
Από τη στιγμή που η αστική τάξη είναι στην εξουσία η μόνη τάξη που στην ιστορική εξέλιξη μπορεί να τη διαδεχτεί είναι η εργατική τάξη. Μόνο έτσι μπορεί να ερμηνευτεί η Λενινιστική τοποθέτηση ότι «η αστικοδημοκρατική επανάσταση τελείωσε», που δήλωνε το καθήκον της κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο και τους συμμάχους του.
Δημιουργία του ΑΑΔΜ με πρωτοβουλία του ΚΚΕ εξ ονόματος της εργατικής τάξης και ως πρωτοπορίας αυτής της τάξης με τους συμμάχους της εργατικής τάξης, πολύ περισσότερο σήμερα, δε σημαίνει τίποτε άλλο στο επίπεδο της πολιτικής εξουσίας παρά ανατροπή της αστικής τάξης. Εξ ου και το επαναστατικό περιεχόμενο του ΑΑΔΜ και της πολιτικής του εξουσίας.
Το πρόβλημα, επομένως, στην πορεία για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το ΑΑΔΜ συγκεντρώνεται στο εάν αυτό το μέτωπο θα προωθούσε, ταυτόχρονα, και την υπόθεση του σοσιαλισμού με την έννοια ότι θα άνοιγε το δρόμο γι’ αυτόν.
Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα εξαρτάται από τρία πράγματα:
Πρώτο: Από το εάν το ίδιο το ΚΚΕ υποκειμενικά θα ήταν σε θέση να παίξει αυτόν το ρόλο. Αυτό πρακτικά, όμως, σημαίνει ότι δε μπορεί κανείς να αποκλείσει εκ των προτέρων το ΑΑΔΜ υπό το φόβο μήπως, από τη στιγμή που το ΑΑΔΜ κατακτήσει την πολιτική εξουσία, το ΚΚΕ δε θα παίξει σωστά αυτόν το ρόλο.
Δεύτερο: Από τους προγραμματικούς στόχους του ΑΑΔΜ. Οι προγραμματικοί στόχοι του 15ου Συνεδρίου δεν ήταν «απλώς» αντιιμπεριαλιστικοί, αντιμονοπωλιακοί, δημοκρατικοί, που σκοπό είχαν να βελτιώσουν τη ζωή των εργαζομένων – χωρίς να υποτιμάται και αυτό το καθήκον. Προετοίμαζαν και την υλική ωρίμανση της κοινωνίας για την έλευση του σοσιαλισμού. Γεγονός που αποτελούσε συστατικό και εξ αρχής στοιχείο του χαρακτήρα και της δημιουργίας του Μετώπου.
Τρίτο: Από το εάν σε κάθε φάση της πορείας του Κινήματος το ΚΚΕ, δε χάνει το στόχο του σοσιαλισμού, υποτάσσει την τακτική του στη στρατηγική του, δεν υποτιμάει την ταξική πάλη και την οξύνει, πολύ περισσότερο όταν το ΑΑΔΜ θα έχει πάρει την εξουσία, αντιμετωπίζει την αντεπαναστατική πάλη της αστικής τάξης να επανέλθει στην εξουσία.
Και το παραπάνω πρόβλημα δε λύνεται με το να χρησιμοποιείς την ιστορική εμπειρία ανάποδα, σχηματικά. Εάν το ΕΑΜ και το ΚΚΕ δε μπόρεσαν να κατακτήσουν την πολιτική εξουσία το 1944 αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να περάσεις πάνω από μια ολόκληρη πορεία και να καταλήξεις στον άμεσο σοσιαλισμό, όταν, και για τις σημερινές συνθήκες, η ταξική και πολιτική συνείδηση των λαϊκών μαζών δεν αντιστοιχεί σ’ αυτό το καθήκον. Δεν εκβιάζεται η ωρίμανση της πολιτικής και ταξικής συνείδησης των εργαζομένων.
Πολύ περισσότερο που δε θα βρεθεί κανένα τμήμα της αστικής τάξης να συμμαχήσει στο πλαίσιο του ΑΑΔΜ, με το ΚΚΕ και την εργατική τάξη, ώστε να υπάρχει ο φόβος της παρέκκλισης. Ποιο τμήμα της αστικής τάξης θα αποφασίσει να ενταχτεί στο ΑΑΔΜ ή ποιο κόμμα που θα δεσμεύεται από τη στρατηγική της αστικής τάξης θα ενταχτεί στο ΑΑΔΜ και με ποιο σκοπό; Για να βοηθήσει στην ανατροπή της αστικής τάξης συνολικά;!
Η δημιουργία του Μετώπου δεν αναιρεί την αμεσότητα και την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού στις σημερινές συνθήκες. Η αμεσότητα, όμως, αυτή και η αναγκαιότητα του σοσιαλισμού προκύπτει από τη γενική ωρίμανση του καπιταλισμού. Αυτή η καπιταλιστική ωρίμανση, όμως, δε σημαίνει και ταυτόχρονη ωρίμανση της εργατικής τάξης. Και το ΑΑΔΜ αυτό τον σκοπό έχει. Να γίνει ο μοχλός της ταξικής και πολιτικής ωρίμανσης της εργατικής τάξης. Και αυτό δε μπορεί να γίνει εάν δεν έχει ως στόχο του την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας και τη δημιουργία αντίστοιχης κυβέρνησης.
Πώς το 15ο Συνέδριο έλυσε τη σύγκρουση ανάμεσα στα δύο ρεύματα σκέψης που παρουσιάστηκαν στο προσυνεδριακό διάλογο; Ύστερα από τόσα χρόνια που έχουν περάσει και ξαναμελετώντας κανείς τα κείμενα θα διαπιστώσει ότι στο πρόβλημα της εξουσίας παραμερίζει ό,τι το 15ο Συνέδριο έχει ως κεντρική σύλληψη. Το ΑΑΔΜ.
Και αυτό διαπιστώνεται από το εάν το κείμενο που παραθέσαμε αρχικά από το Πρόγραμμα του Κόμματος, που υιοθετήθηκε στο 15ο Συνέδριο το «σπάσουμε στα δύο» για λόγους μεθοδολογικούς:
Το πρώτο μέρος: «Η ανάπτυξη των κοινωνικοπολιτικών αναμετρήσεων, των ταξικών συγκρούσεων, θα φέρνει στην ημερήσια διάταξη το πρόβλημα της εξουσίας. Το KKE κατευθύνει τη δράση του, ώστε η αντιιμπεριαλιστική, αντιμονοπωλιακή πάλη να αναπτύσσεται και να βαθαίνει η αντικαπιταλιστική συνείδηση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Το ΚΚΕ σταθερά προσπαθεί να πείθει ότι δεν αρκεί να φύγουν τα αστικά κόμματα και οι σύμμαχοί τους από το τιμόνι της διακυβέρνησης. Πρέπει να ανατραπεί το αστικό κράτος και οι μηχανισμοί του. Να δημιουργηθεί μια νέα λαϊκή εξουσία, που δεν είναι άλλη από τη σοσιαλιστική.
Σε συνθήκες κορύφωσης της ταξικής πάλης, επαναστατικής ανόδου του λαϊκού κινήματος, όταν η επαναστατική διαδικασία έχει ξεκινήσει, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση, ως όργανο λαϊκής εξουσίας, που έχει την έγκριση και τη συγκατάθεση του αγωνιζόμενου λαού, χωρίς γενικές εκλογές και κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Αυτή η κυβέρνηση θα ταυτίζεται, ή θα τη χωρίζει τυπική απόσταση από την εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της».
Αυτό που διαπιστώνουμε, σε σχέση με την πρώτη παράγραφο αυτού του μέρους, παρά το γενικά σωστό περιεχόμενο της στάσης του ΚΚΕ απέναντι στην πορεία όξυνσης της ταξικής πάλης, είναι ότι δεν υπάρχει καμία αναφορά στο ΑΑΔΜ σε σχέση με το πρόβλημα της εξουσίας. Δεν αναφέρεται ούτε στην εξουσία του ΑΑΔΜ ούτε στην κυβέρνηση που θα σχηματίσει.
Παραπέρα. Δε διευκρινίζεται ότι το ΑΑΔΜ από την άποψη του χαρακτήρα κράτους θα οικοδομήσει ένα άλλο κράτος. Ένα επαναστατικό κράτος που, όπως έχουμε αναφέρει πολλές φορές από τα άρθρα μας στη «Νέα Σπορά», δε θα είναι ένα αστικό κράτος αλλά δε θα είναι και η δικτατορία του προλεταριάτου.
Θα είναι ένα κράτος το οποίο θα αντιστοιχεί, προσαρμοσμένη στις σημερινές συνθήκες, στη Λενινιστική θέση για τη «δημοκρατική δικτατορία της εργατικής τάξης και της αγροτιάς», ένα κράτος «τύπου Κομούνας». Δηλαδή για την περίπτωση του ΑΑΔΜ θα είναι ένα κράτος, που θα βαραίνει αποφασιστικά η παρουσία πριν απ’ όλα της εργατικής τάξης αλλά θα εκφράζει και τα συμφέροντα των συμμάχων της, ένα κράτος που θα στηρίζεται στην άμεση κινητοποίηση των λαϊκών μαζών, στην άσκηση βίας ενάντια σε κάθε απόπειρα παλινόρθωσης της αστικής τάξης στην εξουσία.
Και εδώ πρέπει να συμπληρώσουμε τα παρακάτω. Εάν αυτή η Λενινιστική θέση βρήκε την εφαρμογή της στη Ρωσία σε μια ιστορική περίοδο όπου η εργατική τάξη σε σχέση με τα μικροαστικά στρώματα ήταν μια μικρή μειοψηφία, στις σημερινές συνθήκες η εργατική τάξη είναι η πλειοψηφούσα τάξη μέσα στην κοινωνία και σε σχέση με τα μικροαστικά στρώματα, πολύ περισσότερο που το ΑΑΔΜ δεν περιλαμβάνει στις κινητήριες δυνάμεις του το σύνολο των μικροαστικών στρωμάτων. Εξαιρεί τα ανώτερα μικροαστικά στρώματα.
Περνάμε τώρα στη δεύτερη παράγραφο του πρώτου μέρους. Από αυτήν την παράγραφο προκύπτει ότι από τη στιγμή που θα αρχίσει η επαναστατική διαδικασία μπορεί να προκύψει η δικτατορία του προλεταριάτου (αυτό εννοεί αυτή η φράση με τον όρο «εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της», διαφορετικά θα αναφερόταν στην εξουσία του ΑΑΔΜ, που είναι πάλι εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της αλλά διαφορετικών συμμάχων της) ή μια εξουσία που θα τη χωρίζει «τυπική απόσταση» από τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Παρακάμπτουμε το ζήτημα της εξουσίας που θα τη χωρίζει τυπική απόσταση από τη δικτατορία του προλεταριάτου, έστω και εάν τίθεται ένα θέμα χαρακτηρισμού αυτής της εξουσίας, που έτσι κι αλλιώς θα έχει μια απόσταση από τη δικτατορία του προλεταριάτου, ακόμη και «τυπική», όπως παραδέχεται και το κείμενο, και δεν γίνεται εύκολα κατανοητό το τι σημαίνει αυτή η τυπική απόσταση. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι εμμέσως πλην σαφώς η θέση αυτή παραδέχεται την ύπαρξη και μιας άλλης εξουσίας, που τη χωρίζει, έστω, μια κάποια απόσταση, από τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Εδώ είναι χρήσιμο να κάνουμε μια παρένθεση για να δώσουμε μια διευκρίνιση ως προς την επαναστατική διαδικασία. Συνήθως στην ορολογία που χρησιμοποιεί το Κόμμα ταυτίζει την επαναστατική διαδικασία με την επαναστατική κατάσταση.
Από την πλευρά μας θεωρούμε, από τη στιγμή που η αστική τάξη βρίσκεται στην εξουσία, ότι η επαναστατική διαδικασία αφορά την πάλη, που διεξάγει η εργατική τάξη με την πρωτοπορία της, το Κομμουνιστικό Κόμμα, «τραβώντας» την ταξική πάλη μέχρι την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη, τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Η επαναστατική διαδικασία, λοιπόν, κατά κυριολεξία, αφορά τη στάση του επαναστατικού υποκειμένου, του Κομμουνιστικού Κόμματος, απέναντι στην ταξική πάλη. Έτσι το σύνολο της πορείας του επαναστατικού υποκειμένου, στην προκείμενη περίπτωση του ΚΚΕ, που αφορά στη συγκέντρωση των δυνάμεων μέσα από την ταξική πάλη για να φτάσει η εργατική τάξη, πολιτικά και ταξικά ώριμη, στη σοσιαλιστική επανάσταση και που δε χάνει ποτέ το στρατηγικό του στόχο από τον ορίζοντά του, ανεξάρτητα από τη φάση που περνάει το Εργατικό Κίνημα, εντάσσεται στην επαναστατική διαδικασία.
Και εντάσσεται, γιατί παίρνει επαναστατική θέση απέναντι στην ταξική πάλη και σ’ όλες τις μορφές της με στόχο την ανατροπή της αστικής τάξης. Επαναστατική θα είναι η πάλη του Κόμματος, γιατί θα υποτάσσει τη δράση του έξω και μέσα στη βουλή, στο στόχο της ανατροπής της αστικής τάξης, στη σοσιαλιστική επανάσταση.
Στην πορεία ανάπτυξης της επαναστατικής διαδικασίας μπορεί να προκύψει επαναστατική κατάσταση, η οποία δίνει τη δυνατότητα στην εργατική τάξη, και κάτω από τις συνθήκες που χαρακτηρίζουν την επαναστατική κατάσταση, να κατακτήσει την εξουσία ανατρέποντας την αστική τάξη. Αυτό δε σημαίνει ότι η επαναστατική κατάσταση οδηγεί οπωσδήποτε και πάντα στη σοσιαλιστική επανάσταση. Αυτό θα εξαρτηθεί από τη στάση του Κόμματος, την ετοιμότητά του, από το πώς θα καθοδηγήσει την εργατική τάξη και από το συσχετισμό των δυνάμεων.
Τα παραπάνω τα διευκρινίζουμε για να ισχυριστούμε ότι το ΑΑΔΜ, ενώ είναι κεντρική επεξεργασία του 15ου Συνεδρίου και του Προγράμματος, όταν τίθεται το πρόβλημα επίλυσης της εξουσίας, αφήνεται μετέωρο. Δεν εντάσσεται στην επαναστατική διαδικασία. Έτσι, φαίνεται καθαρά, ότι από την ανάλυση του πρώτου μέρους η τοποθέτηση αυτή προσεγγίζει την άποψη του ενός ρεύματος από τα δύο, αυτού, που αμφισβητούσε την ανάγκη δημιουργίας του ΑΑΔΜ, γιατί υπήρχε ο κίνδυνος να μην οδηγήσει στο σοσιαλισμό.
Το δεύτερο μέρος: «Σε συνθήκες ταξικών αναμετρήσεων και μεγάλης φθοράς στην επιρροή των αστικών κομμάτων και των συμμάχων τους, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων με βάση το κοινοβούλιο χωρίς να έχουν διαμορφωθεί ακόμα οι όροι για το επαναστατικό πέρασμα.
Η δρομολόγηση κυβερνητικών μέτρων που στοχεύουν στην ανακούφιση του λαού, ενάντια στο πολυεθνικό κεφάλαιο, στην εξάρτηση και τη συμμετοχή της χώρας στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, είναι δυνατόν να συσπειρώνει και να πείθει για την ανάγκη γενικότερης ρήξης.
Το ΚΚΕ επιδιώκει μια τέτοια κυβέρνηση, με τη δράση της και τη γενικότερη λαϊκή παρέμβαση, να συμβάλει στην έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας. Το διάστημα μέσα στο οποίο θα κριθεί αν η κυβέρνηση θα προχωρήσει προς τα εμπρός δε θα είναι μακρόχρονο. Η πείρα δείχνει ότι θα είναι βραχύχρονο. Αν οι εξελίξεις δεν πάρουν θετική πορεία, τότε η κυβέρνηση θα ανατραπεί, κάτω από την αντίδραση της κυρίαρχης τάξης και την ιμπεριαλιστική παρέμβαση. Η ανατροπή της δε σημαίνει υποχρεωτικά συνολικό πισωγύρισμα. Μπορεί να γίνει παράγοντας για να κατανοηθεί βαθύτερα η ανάγκη ριζικής ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος».
Σ’ αυτό το δεύτερο μέρος, και κάτω από τις συνθήκες που περιγράφει, προβλέπεται η δημιουργία κυβέρνησης αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων. Αυτή η κυβέρνηση δε θα είναι κυβέρνηση του ΑΑΔΜ. Και όχι μόνο αυτό. Τίθεται και εκτός επαναστατικής διαδικασίας.
Το πρόβλημα που προκύπτει είναι το πώς θα προκύψει μια τέτοια κυβέρνηση ερήμην του ΑΑΔΜ. Και δεν προκύπτει από την άποψη των κοινωνικών δυνάμεων αλλά από την άποψη των πολιτικών δυνάμεων. Ποιες θα είναι αυτές οι πολιτικές δυνάμεις, αντιιμπεριαλιστικές αντιμονοπωλιακές, που θα δημιουργήσουν εκείνες τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες ώστε να προκύψει μια τέτοια κυβέρνηση; Αυτό είναι το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί.
Και το αναφέρουμε αυτό, γιατί στην ανάλυση που κάνει το 15ο Συνέδριο ως προς τις πολιτικές δυνάμεις εξαιρεί όλες τις άλλες (τις τότε) πολιτικές δυνάμεις από το να συμμετέχουν στο ΑΑΔΜ. Η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, ως αστικές δυνάμεις, αλλά και ο Συνασπισμός, ως ρεφορμιστική οπορτουνιστική δύναμη, που είχε υιοθετήσει τη στρατηγική της αστικής τάξης. Με την έννοια αυτή, και με βάση τη διαδρομή από το 1996, που συγκλήθηκε το 15ο Συνέδριο, μέχρι και σήμερα τέτοιες πολιτικές δυνάμεις δεν έχουν προκύψει.
Από την άποψη αυτή το δεύτερο μέρος έρχεται, όχι απόλυτα, να συμπέσει με τη θέση του δεύτερου ρεύματος, που υποστήριζε ότι το ΑΑΔΜ πρέπει να κατακτήσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και να σχηματίσει κυβέρνηση δια μέσου του κοινοβουλίου. Η διαφορά με το Πρόγραμμα βρίσκεται στο ότι αυτή η κυβέρνηση δε θα είναι κυβέρνηση του ΑΑΔΜ και απέναντι σ’ αυτήν το Κόμμα παίρνει συγκεκριμένη θέση. Υπάρχει, όμως, και μια ομοιότητα. Η κοινοβουλευτική προέλευση αυτής της κυβέρνησης.
Ποιο είναι το συμπέρασμα από την παραπάνω ανάλυση; Το συμπέρασμα είναι ότι το 15ο Συνέδριο δε μπόρεσε να αποσαφηνίσει καθαρά τη σχέση του ΑΑΔΜ με το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας. Και αυτή η σύγχυση μεταφέρθηκε αυτούσια στο 16ο Συνέδριο, που απασχολήθηκε και πάλι με το ίδιο ζήτημα, γιατί τα ερωτήματα εξακολουθούσαν να υπάρχουν. Αλλά γι’ αυτό το θέμα θα μιλήσουμε στο επόμενο άρθρο μας.
COMMENTS