Το έδαφος για μια σκληρή αντιπαράθεση ανάμεσα στην κυβέρνηση και το ΣΥΡΙΖΑ, που θα έδινε νέα ένταση εν όψει και των επερχόμενων εξελίξεων, υπήρχε. Και υπήρχε από παλιά. Ο ίδιος ο Αντώνης Σαμαράς σήκωνε αυτό το βάρος από την εποχή που προσπαθούσε να λανσάρει τη θεωρία των δύο άκρων, την ίδια στιγμή, βέβαια, που ο αντ’ αυτού, Παναγιώτης Μπαλτάκος, είχε αποκαταστήσει διόδους επικοινωνίας με τη Χρυσή Αυγή, ενώ τα φιλικά της ΜΜΕ μίλαγαν για κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με μια σοβαρή Χρυσή Αυγή.
Αλλά και πολύ πρόσφατα. Στη Χαλκιδική. Εκεί που θα περίμενε κανείς να αφιερώσει την ομιλία του στα 40χρονα του κόμματός του και να μιλήσει για την προσφορά της Νέας Δημοκρατίας στον τόπο, τρόπος του λέγειν, αυτός επιδόθηκε, κατά μεγάλο μέρος, σε μια ευθεία επίθεση κατά του ΣΥΡΙΖΑ. Έμοιαζε σαν προεκλογική συγκέντρωση, που ο Αντώνης Σαμαράς βρήκε την ευκαιρία να κλιμακώσει την αντιπαράθεσή του με την αξιωματική αντιπολίτευση.
Στην πρόσφατη συζήτηση για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ έριξε το γάντι στην κυβέρνηση με τις αναφορές του Γιάννη Δραγασάκη. Ήρθε η απάντηση από τον Αντώνη Σαμαρά στη βουλή δίνοντας μια παραπέρα ένταση στη δικομματική αντιπαράθεση. Ο ΣΥΡΙΖΑ έδωσε συνέχεια με δηλώσεις στελεχών του, οπότε ακολούθησε η δήλωση του Γιώργου Καλαντζή β’ αντιπροέδρου της βουλής, ο οποίος ανταπέδωσε «τα ίσα» στο ΣΥΡΙΖΑ.
Τη συνέχεια τη δίνουν τα ΜΜΕ. Αναπαρήγαγαν όλη αυτήν την αντιπαράθεση με μια προσπάθεια να εξαγνιστούν και τα ίδια, μια και κάπως …καθυστερημένα διαπίστωσαν ότι η χώρα μας δε διαθέτει το πολιτικό προσωπικό, που θα σηκώσει το βάρος των προβλημάτων του τόπου μας. Παραπέρα …ξέχασαν ότι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, στήριξαν διαχρονικά και εξακολουθούν να στηρίζουν μια πολιτική, που έφερε σε κατάσταση χρεοκοπίας τη χώρα μας.
Με όλη αυτήν την αντιπαράθεση σκεπάστηκε το τι ακριβώς διαπραγματεύεται η κυβέρνηση με το ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, σκεπάστηκε και το χθεσινό δημοσίευμα της W. S. Journal, που, σε αρμονία με τον πρωθυπουργό στα όσα έλεγε στο καφενείο της βουλής, και επανέλαβε φωναχτά ο Άδωνις Γεωργιάδης, ενίσχυε την άποψη ότι σε περίπτωση κυβερνητικής αλλαγής η χώρα μας θα αντιμετώπιζε φυγή κεφαλαίων, ενώ, ταυτόχρονα, υποδείκνυε στην κυβέρνηση να αποδεχτεί τις προτάσεις του ΔΝΤ.
Βλέπουμε, δηλαδή, το πώς ήδη οι διεθνείς αγορές παρεμβαίνουν στις πολιτικές υποθέσεις της χώρας μας, τη στιγμή που το χρηματιστήριο κατρακυλάει και το επιτόκιο δανεισμού ξεπέρασε το 7%, που, όπως έχουμε αναφέρει, είναι απαγορευτικό για τη χώρα μας για την έξοδό της στις διεθνείς αγορές. Και παρεμβαίνουν όχι μόνο για το σήμερα αλλά και για το αύριο.
Όλο αυτό το κλίμα οικονομικής αβεβαιότητας και πολιτικής αποσταθεροποίησης του αστικού πολιτικού συστήματος έρχεται να εκφραστεί με τη δικομματική αντιπαράθεση που σταθερά οξύνεται και φτάνει μέχρι και την παρέμβαση της δικαιοσύνης.
Υπάρχει, όμως, και ένα άλλο γεγονός που οξύνει τη δικομματική αντιπαράθεση. Οι δημοσκοπήσεις παγιώνουν τη διαφορά ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και το ΣΥΡΙΖΑ, πράγμα που σημαίνει ότι η Νέα Δημοκρατία θέλει να ανακόψει την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, την ίδια στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ ενδιαφέρεται να την ενισχύσει. Στο έδαφος αυτής της αντιπαράθεσης, περί αργυρώνητων βουλευτών με αμοιβαίες κατηγορίες, διαφεύγει το κύριο πρόβλημα της χώρας, της κρίσης και της χρεοκοπίας, πράγμα που ωφελεί πολιτικά και τη Νέα Δημοκρατία και το ΣΥΡΙΖΑ.
Ήδη, δηλαδή, εκδηλώθηκε το κλίμα που θα επικρατήσει στο επόμενο χρονικό διάστημα, κλίμα που το περιπλέκει ακόμη πιο πολύ η αήθης παρέμβαση του Θ. Πάγκαλου, που κατέφυγε στον πιο ωμό και απεχθή αντικομμουνισμό, που ως ενεργό πολιτικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ υπηρέτησε μια πολιτική που έφερε τη χώρα μας και τους εργαζόμενους στη σημερινή τους κατάσταση.
Την ίδια στιγμή περιφέρονται στα δημοσιογραφικά γραφεία πληροφορίες, που η πηγή τους αποδίδεται σε συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα, που ισχυρίζονται ότι είναι δυνατή η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας με 175 ψήφους μια και υπάρχει η συγκεκριμένη κατάσταση με τους έγκλειστους βουλευτές της Χρυσής Αυγής. Δηλαδή μερικοί σκέπτονται ακόμη να φτάσουν και σε συνταγματικό πραξικόπημα.
Κατά τη γνώμη μας η αντιπαράθεση αυτή δεν αφορά ειδικά το παρόν πολιτικό σκηνικό. «Βλέπει» πιο μακριά. Για να την εξηγήσει κανείς πρέπει να πάρει υπόψη του την κατάσταση που προβλέπουν ορισμένοι να υπάρξει μετά από μια ενδεχόμενη ανάληψη της διακυβέρνησης από το ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτήν την κατάσταση που υπαινίσσεται η W. S. Journal. Με τα όσα απροκάλυπτα και ανυπόστατα υποστηρίζει ο Θ. Πάγκαλος, που από υπουργός του ΠΑΣΟΚ κατέληξε σε ψηφοφόρο της Νέας Δημοκρατίας.
Παραπέρα πρέπει να τη συνδυάσει με την εκτίμηση, που κάνουν ορισμένοι κύκλοι, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, με τη στρατηγική που έχει υιοθετήσει και την ψευδεπίγραφη αντιμνημονιακή στάση που θέλει να κρατάει, θα αποτύχει και μάλιστα πολύ γρήγορα. Πράγμα που θα ανοίξει νέες πολιτικές εξελίξεις και θα φέρει νέες οικονομικές δυσκολίες. Χαρακτηριστικό απ’ αυτήν την άποψη είναι το άρθρο του antinews.gr με τίτλο: «Κίνδυνος γενικής κατάρρευσης» και υπότιτλο: «Οι δανειστές βάζουν μπουρλότο στις 5ετείς θυσίες του ελληνικού λαού και ζητούν νέα μέτρα».
Πρέπει να τη συνδυάσει με το ιδεολογικό όραμα του Αντώνη Σαμαρά και της αστικής τάξης, της «Νέας Ελλάδας», με μια νέα αναδιάταξη του πολιτικού συστήματος, με το τι προσπαθεί να ενσταλάξει η άρχουσα τάξη ως σύγχρονη δημοκρατία μέσα στις λαϊκές μάζες. Με την προσπάθεια που κάνει να ξεμπερδέψει με τις ιστορικές πολιτικές και αγωνιστικές καταβολές των λαϊκών μαζών και του λαϊκού κινήματος, τις αξίες του, τις κατακτήσεις του, την ιστορική προσφορά του σοσιαλισμού και του Κομμουνιστικού Κινήματος.
Από την άποψη αυτή κρύβει από πίσω της μια ολόκληρη στρατηγική που ξεπερνάει τον κυβερνητισμό του ΣΥΡΙΖΑ. Από τη μια αφορά τη στάση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων απέναντι στη χώρα μας. Τη θέλουν «αγκιστρωμένο ψάρι». Από την άλλη αφορά στη δημιουργία τέτοιων οικονομικών και πολιτικών δεσμεύσεων, που καμία κυβέρνηση να μη μπορεί να ξεφύγει απ’ αυτές. Ουσιαστικά δηλαδή να έχουν τη δυνατότητα «να αδειάζουν» την όποια κυβέρνηση.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο αφορά, τέλος, στον εγκλωβισμό της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων. Και με την έννοια αυτή αφορά και τις λαϊκές μάζες, που απογοητευμένες εγκαταλείπουν τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ και που προσανατολίζονται προς το ΣΥΡΙΖΑ, έστω, χωρίς να είναι πεισμένες γι’ αυτόν. Αφορά γενικά τις λαϊκές μάζες.
Αυτό ακριβώς το γεγονός απαιτεί πιο αποφασιστική στάση από την πλευρά του Κόμματος, μια στάση που θα παίρνει υπόψη της τις συγκεκριμένες σχέσεις των τάξεων, το πως θέλουν ο ιμπεριαλισμός, τα αστικά κόμματα και η αστική τάξη να εγκλωβίσουν τις λαϊκές μάζες.
Η γνώμη μας είναι ότι η ηγεσία του Κόμματος «μετράει» λάθος τη στάση των λαϊκών μαζών, τις διαθέσεις τους, τις φορτώνει με ενοχές και υποτιθέμενες αυταπάτες, τη στιγμή που αυτές βρίσκονται σε αναζήτηση, τη στιγμή που αυτές δεν έχουν «που να ακουμπήσουν».
Και αυτό ακριβώς το γεγονός κάνει την ηγεσία του Κόμματος να μην αποδέχεται την ύπαρξη πολιτικής κρίσης, να μη μιλάει γι’ αυτήν, να μη βλέπει τα φανερά σημάδια αποσταθεροποίησης του αστικού πολιτικού συστήματος, που δεν αφορά αποκλειστικά τις κυβερνητικές δυνάμεις, επειδή οι λαϊκές μάζες δεν είναι έτοιμες να περάσουν στο σοσιαλισμό.
Αυτό την οδηγεί να μετράει λάθος τους συσχετισμούς, να τους αντιστρέφει, να μη βλέπει δυνατότητες, επειδή το δικό της «μέτρο» δεν παίρνει υπόψη την πραγματική κατάσταση των λαϊκών μαζών αυτήν τη στιγμή, το επίπεδο της πολιτικής τους συνείδησης και τα αντίστοιχα καθήκοντα.
Παράλληλα με τη στάση του Κόμματος μέσα στο Εργατικό Κίνημα αφαιρείται η δυνατότητα αυτό να επανακάμψει και να παίξει το βασικό ρόλο στην αντιπαράθεση με την αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ηγεσία του Κόμματος μετράει με λάθος μεζούρα. Από τη μια υποτιμάει τις διαθέσεις των λαϊκών μαζών σε τέτοιο βαθμό που φτάνει να αποδέχεται «τη θεωρία του καναπέ», από την άλλη τις βάζει να συγκρουστούν και να κάνουν σοσιαλιστική επανάσταση. Τη λύση, ως «Νέα Σπορά», την έχουμε προτείνει. Δε θα επανέλθουμε σ’ αυτήν.
Αυτό, όμως, που θέλουμε να υπενθυμίσουμε στην ηγεσία του Κόμματος είναι ότι το γεγονός αυτό την οδηγεί να καταφεύγει στην (αντ)επαναστατική λογοκοπία, την ώρα που δε μπορεί να μετρήσει τις πραγματικές διαθέσεις των λαϊκών μαζών, την ώρα που δε μπορεί να σταθεί και να μετρήσει τον ίδιο της τον εαυτό, την ώρα που μέσα από τις διαλέξεις για «το Κόμμα παντός καιρού» αντικειμενικοποιεί τις δικές της αδυναμίες. Και αυτό το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο.
Αυτό που δεν αντιλαμβάνεται η ηγεσία είναι ότι τα «μέτρα» τα δικά της αποτελούν αντικείμενο μέτρησης και από την πλευρά των λαϊκών μαζών. Και το «μέτρο» των λαϊκών μαζών δεν πέφτει έξω.
COMMENTS