Το βασικό συμπέρασμα

Αυτό που σημειώνουν όλοι οι πολιτικοί παρατηρητές είναι ότι η κυβέρνηση μπορεί να πήρε ψήφο εμπιστοσύνης στη βουλή, αλλά, ταυτόχρονα, βαδίζει σ’ ένα δρόμο πολιτικής αβεβαιότητας. Ορισμένοι κάνουν λόγο και για αποφάσεις της κυβέρνησης  «υψηλού ρίσκου» ή για αποφάσεις που ισοδυναμούν με «παιχνίδι με τη φωτιά».

 Τα  αποτελέσματα αυτών των αποφάσεων θα εξαρτηθούν από τις συνομιλίες που έχει ήδη δρομολογήσει η κυβέρνηση τόσο με την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για την «έξοδο» από το μνημόνιο και την «απαλλαγή» της χώρας από το ΔΝΤ, με ό,τι σημαίνει αυτή απαλλαγή για τη χώρα μας.

Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση ακολουθεί μια τακτική, η οποία προβλέπει μια πορεία που θα τις δώσει εκείνα τα πολιτικά επιχειρήματα για να μπορέσει να εξασφαλίσει τις 180 απαραίτητους ψήφους για την εκλογή του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας και επομένως τη συνέχιση της θητείας της, χωρίς να αναγκαστεί να προσφύγει σ’ εκλογές.

Μόνο που αυτή η πορεία δεν εξαρτάται από την ίδια. Εξαρτάται από τους δανειστές, πρώτα και κύρια, αλλά και την πορεία της ίδιας της οικονομίας. Και πρέπει να πούμε σ’ αυτό το σημείο ότι ακόμη και φιλικά προσκείμενα ΜΜΕ αμφιβάλουν πολύ τόσο για τα αποτελέσματα των συνομιλιών με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ όσο και για τους στόχους που έχουν μπει από το προσχέδιο του προϋπολογισμού που κατέθεσε η κυβέρνηση.

Υπάρχουν μάλιστα οικονομολόγοι που χαρακτηρίζουν τους στόχους της κυβέρνησης «ασκήσεις επί χάρτου», αμφισβητώντας έντονα το εάν θα προκύψει η πολυπόθητη ανάπτυξη για το 2015 κατά 2.9% επί του ΑΕΠ. Όπως υπάρχουν οικονομολόγοι που έχουν φτάσει να καταγγέλλουν ανοιχτά ότι η κυβέρνηση έχει πλαστογραφήσει τα οικονομικά στοιχεία, ώστε να προκύψουν το ύψος των πλεονασμάτων και τα ποσοστά ανάπτυξης που εξάγγειλε.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, ακόμη και εάν η κυβέρνηση κατορθώσει και συμφωνήσει με το ΔΝΤ, αυτό δε σημαίνει ότι θα ξεπεράσει και τους συγκεκριμένους όρους που βάζει το ΔΝΤ για να αποχωρήσει χωρίς πολιτικό κόστος. Ένας από τους όρους αυτούς είναι η «προληπτική στήριξη» για την οποία έκανε λόγο η Κριστίν Λαγκάρντ.

Στην πραγματικότητα, όμως, αυτή η προληπτική στήριξη ισοδυναμεί μ’ ένα πρόγραμμα που θα προβλέπει και θα συνεχίζει την υπάρχουσα πολιτική της κυβέρνησης, δηλαδή θα πάρει τη θέση ενός νέου μνημονίου, έστω και εάν η κυβέρνηση καταβάλει φιλότιμες προσπάθειες να υποστηρίξει την άποψη ότι αυτό το πρόγραμμα θα είναι η αναγκαία πολιτική που πρέπει να ακολουθήσει η χώρα από μόνη της, κατά συνέπεια θα είναι μια «εθνική πολιτική» και θα εντάσσεται σ’ ένα «εθνικό αναπτυξιακό πρόγραμμα».

Τα ίδια λόγια με την Κριστίν Λαγκάρντ έχει πει και ο επικεφαλής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι. Διευκρίνισε ότι η Ελλάδα για να έχει την οποιαδήποτε βοήθεια που θα τη διευκολύνει στη ρευστότητα θα πρέπει να είναι ενταγμένη σε πρόγραμμα δημοσιονομικής πειθαρχίας. Με άλλα λόγια μνημόνιο.

Υπάρχει, όμως, πέρα από τις πολιτικές τρίπλες στις οποίες καταφεύγει η κυβέρνηση, προκειμένου να πετύχει τους πολιτικούς της στόχους, και ένα πρόβλημα ουσίας. Τι σημαίνει ότι η χώρα μας τελείωσε με το μνημόνιο και τις δεσμεύσεις που αυτό επιβάλλει, ως εφαρμογή των δανειακών συμβάσεων, όταν το σύνολο της μνημονιακής πολιτικής θα μείνει, οι εφαρμοστικοί νόμοι θα μείνουν και όταν η πολιτική των αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων θα συνεχιστεί, γιατί όρος της τρόικας και συνολικά των δανειστών είναι να κλείνουν οι εκκρεμότητες που έχει η κυβέρνηση και άλλοι τις υπολογίζουν στις 600 και άλλοι τις φτάνουν στις 1000;

Πολύ περισσότερο το ερώτημα αυτό παίρνει ακόμη πιο μεγάλη φόρτιση εάν λάβει κανείς υπόψη ότι αυτή η μνημονιακή πολιτική είναι η γενική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που η συζήτηση για τη περίφημη χαλάρωση δεν την επηρεάζει σε τίποτα.

Υπάρχουν, μάλιστα, ακόμη και συντηρητικοί παρατηρητές, που παραδέχονται ότι αυτή η πολιτική, που ακολουθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, αφαιρεί από την κυβέρνηση κάθε επιχείρημα περί απαλλαγής από το μνημόνιο, ακριβώς γιατί είναι μια γενικευμένη πολιτική της. Επομένως καταπίπτει κάθε επιχείρημα που θα έχει την οποιαδήποτε πολιτική ευνοϊκή σημασία για την κυβέρνηση ή την αξιωματική αντιπολίτευση.

Και δε στέκονται μόνο σ’ αυτήν την επισήμανση. Κατανοούν πλέον την οικονομική πολιτική που πρέπει να ακολουθήσει η χώρα μας, με δεδομένη τη συνέχιση της μνημονιακής οικονομικής πολιτικής σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, ως δίλημμα για το εάν πρέπει να συμμετέχουμε ως χώρα ή όχι στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τότε μόνο, θεωρούν, ότι έχει νόημα να μιλάει κανείς ότι θα απαλλαγεί από τη μνημονιακή πολιτική.

Αυτό που από την πλευρά μας θα θέλαμε να καταλήξουμε είναι ότι όποια φόρμουλα και εάν βρεθεί, από την οποία θα «πιαστεί» η κυβέρνηση για να ισχυριστεί ότι τελείωσε η χώρα μας με το μνημόνιο και τη μνημονιακή πολιτική (και θα φέρνει ως τεκμήριο αυτού του ισχυρισμού της την απομάκρυνση του ΔΝΤ) θα είναι απολύτως ψευδής. Γιατί ούτε η μνημονιακή πολιτική θα έχει τελειώσει ούτε το ΔΝΤ θα έχει απομακρυνθεί για αρκετό καιρό ακόμη.

Παραπέρα θα θέλαμε να τονίσουμε ότι η «Νέα Σπορά» από την εμφάνισή της είχε ξεκαθαρίσει ότι το μνημόνιο ήταν η γενική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από την άποψη αυτή το δίλημμα μνημόνιο – αντιμνημόνιο ήταν πραγματικό, αρκεί κανείς να μην έμπαινε στη «λογική» των λεγόμενων αντιμνημονιακών πολιτικών δυνάμεων.

Αυτό σήμαινε και εξακολουθεί να σημαίνει ότι απέναντι στη μνημονιακή πολιτική (μνημόνιο) έπρεπε να αντιπαρατεθεί μια αντιμνημονιακή πρόταση (αντιμνημόνιο), που θα ξεκαθάριζε τους όρους αντιμετώπισης της πολιτικής όλων των κυβερνήσεων που ακολούθησαν και ευθύνονται για τα μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις και, ταυτόχρονα, θα έδινε διέξοδο στην οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία της χώρας μας.

Μια τέτοια πρόταση ήταν το Πρόγραμμα του Κόμματος, που ψηφίστηκε στο 15ο Συνέδριο, που, δυστυχώς, το εγκατέλειψε η ηγεσία του Κόμματος, ένα πρόγραμμα που θα συνδύαζε την πάλη των εργαζομένων για τη διεκδίκηση λύσεων στα άμεσα και καυτά προβλήματα, με τα οποία τους φόρτωνε η μνημονιακή πολιτική, με την πάλη για την αλλαγή των τάξεων στην εξουσία, την κατάκτησή της από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της, τα κατώτερα και μεσαία μικροαστικά στρώματα, που θα άνοιγε και το δρόμο για το σοσιαλισμό.

Αυτή η πρόταση δεν έχει καμία σχέση με την αντιμνημονιακή ρητορεία του ΣΥΡΙΖΑ και όποιας άλλης «αντιμνημονιακής» πολιτικής δύναμης και ήταν η μόνη πρόταση που θα μπορούσε να κινητοποιήσει τις λαϊκές μάζες και να καταστήσει το Εργατικό Κίνημα και τα μικροαστικά στρώματα βασικούς παράγοντες της αντιμετώπισης της μνημονιακής πολιτικής αλλά και της διεξόδου από την κρίση και τη χρεοκοπία.

Τέλος θα κλείσουμε αυτό μας το άρθρο επισημαίνοντας ότι όλες οι προβλέψεις μιλάνε ότι τα επόμενα χρόνια θα είναι από οικονομική άποψη ακόμη πιο δύσκολα για τους εργαζόμενους, μια και η γενικότερη οικονομική κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης δε δείχνει ότι αυτή μπορεί να ξεφύγει από την οικονομική στασιμότητα, γεγονός το οποίο θα επηρεάσει και την πορεία της χώρας μας.

Σ’ αυτό μας το άρθρο σταθήκαμε κυρίως στο οικονομικό πρόβλημα της χώρας αποφεύγοντας να κουράσουμε με νούμερα, τα οποία αποδεικνύουν την άποψη που καταθέτουμε. Στο επόμενο άρθρο, και με την ευκαιρία της ψήφου εμπιστοσύνης που απέσπασε η κυβέρνηση, θα σταθούμε στο πολιτικό ζήτημα της χώρας μας και στη στάση των πολιτικών δυνάμεων.

COMMENTS