Συνέντευξη παραχώρησε ο Γραμματέας του Κόμματος, Δ. Κουτσούμπας, στην εβδομαδιαία εφημερίδα Realnews και στη δημοσιογράφο Μαριτίνα Ζαφειριάδου. Απ’ αυτήν τη συνέντευξη θα σταθούμε σε ορισμένα μόνο σημεία της, τα κατά τη γνώμη μας, πιο κρίσιμα.
Παραθέτουμε το πρώτο απόσπασμα:
Το ΚΚΕ, κ. Κουτσούμπα, είναι υπέρ ή κατά των πρόωρων εκλογών; Ή έχει δευτερεύουσα σημασία για εσάς η πτώση της κυβέρνησης; Και πότε βλέπετε τις εκλογές αυτές;
«Θεωρούμε πολύ πιθανό να έχουμε εκλογές σύντομα. Σε καμιά περίπτωση δεν είναι δευτερεύουσας σημασίας η πτώση της κυβέρνησης, όπως και δεν είναι καθόλου δευτερεύουσας σημασίας το ποια κυβέρνηση θα έλθει, τι θα ακολουθήσει. ”Ραντεβού στα τυφλά” ο λαός δεν πρέπει να συνεχίσει να δίνει. Υπάρχει η πείρα από την εναλλαγή κυβερνήσεων του διπολισμού, με ψεύτικες προεκλογικές ελπίδες, που ζημίωσε το λαό και μας έφτασε στη σημερινή κατάσταση. Όμως είναι διαφορετικό να γίνουν εκλογές γιατί δεν τους βγαίνουν τα παζάρια για τους 180 και είναι άλλο να πέσει η κυβέρνηση και να προκύψουν εκλογές κάτω από τη λαϊκή πίεση, με το λαό να δυναμώνει τη λαϊκή πάλη και συμμαχία, σε ρήξη συνολικά με το σημερινό δρόμο και τις όποιες κυβερνητικές λύσεις που φέρνουν από την πίσω πόρτα την ίδια πολιτική. Το ΚΚΕ αυτό επιδιώκει, γι’ αυτό και θεωρούμε ότι η μεγάλη ισχυροποίησή του είναι το βασικό κριτήριο, η “Λυδία” λίθος, της πραγματικής ανατροπής».
Κατά τη γνώμη μας σωστά ο Γραμματέας του Κόμματος άφησε ανοιχτό το θέμα των πρόωρων εκλογών και μάλιστα «σύντομα». Με την εξής έννοια σύντομα. Παρ’ όλο που στην ομιλία του ο Αντώνης Σαμαράς, τη δεύτερη, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, με την ευκαιρία των 40χρονων της Νέας Δημοκρατίας, έδωσε το δικό του πολιτικό «οδικό χάρτη», όχι μόνο για την εξασφάλιση των 180 απαραίτητων ψήφων για την εκλογή του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά και για το πώς οραματίζεται τη «Νέα Ελλάδα», εμείς πιστεύουμε ότι το θέμα των πρόωρων εκλογών εξακολουθεί να υπάρχει. Και μπορεί να προκύψει ακόμη και πιο νωρίς απ’ ότι προβλέπουν οι διαδικασίες εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας.
Αυτό το ενδεχόμενο, το οποίο καθορίζεται όχι μόνο από εσωτερικούς παράγοντες αλλά και εξωτερικούς, δεν πρέπει κανείς να το αποκλείει, γεγονός που επιβάλλει στο Κόμμα μας να κάνει απολύτως ξεκάθαρη τη στάση του πηγαίνοντας προς τις εκλογές, για να μπορεί, μετά τις εκλογές, επίσης να μπορεί να καθορίσει τη στάση του. Για να μην πάει σ’ ένα «ραντεβού στα τυφλά».
Όμως, όσο διαφορετικό και εάν είναι να πάει η χώρα μας σε εκλογές επειδή η κυβέρνηση δεν εξασφάλισε τις 180 ψήφους στη βουλή για την εκλογή νέου Προέδρου Δημοκρατίας από το να πέσει μια κυβέρνηση κάτω από τη λαϊκή πίεση, με τη μορφή που μπήκε στη συνέντευξη, αυτό δεν αποτρέπει στο Κόμμα μας, και για τις δύο περιπτώσεις, να έχει καθαρό πολιτικό στόχο και, πολύ περισσότερο, σαφή πολιτική πρόταση.
Και αυτό γιατί και στην περίπτωση που δε θα βρεθούν οι 180 βουλευτές, πέρα από το γεγονός ότι θα δρομολογηθούν διαδικασίες ενός νέου πολιτικού και κομματικού συστήματος, εκφράζεται μια λαϊκή πίεση, μια λαϊκή πίεση που παίρνει τη μορφή της μη ανοχής, πλέον, στην εφαρμογή και τη συνέχεια της συγκεκριμένης πολιτικής της κυβέρνησης. Μια λαϊκή πίεση που αποκρυσταλλώνεται σε εκλογικά ποσοστά και ωθεί σε πολιτικές ανακατατάξεις.
Πρόκειται, βέβαια, στη συγκεκριμένη φάση, για μια λαϊκή πίεση, που δεν εκφράζεται με την αμεσότητα ενός ενεργού και ισχυρού λαϊκού – ταξικού κινήματος, όπως π.χ. την περίοδο 2010 – 12. Αλλά ακόμη και αυτής της μορφής η λαϊκή πίεση έχει τη σημασία της.
Εκφράζει ένα συγκεκριμένο επίπεδο πολιτικής συνείδησης, που, πιθανά, για να μην πούμε με βεβαιότητα, με μια διαφορετική στάση του Κόμματος μέσα στο Εργατικό Κίνημα να έπαιρνε διαφορετική μορφή έκφρασης στη σημερινή συγκυρία. Σε κάθε περίπτωση, όμως, αυτήν τη λαϊκή πίεση τα αστικά και μικροαστικά κόμματα την παίρνουν υπόψη, το κάθε κόμμα για λογαριασμό του, και προσπαθούν να δρομολογήσουν αντίστοιχες πολιτικές εξελίξεις. Το ίδιο πρέπει να κάνει και το Κόμμα.
Και αυτό το γεγονός δεν είναι ήσσονος σημασίας, ώστε να επιτρέπει να γίνονται τέτοιου είδους διαχωρισμοί. Καμία μορφή λαϊκής πίεσης δε μπορεί να υποτιμάται από την πλευρά του Κόμματος, πολύ περισσότερο, που, έτσι κι αλλιώς, θα επιφέρει οπωσδήποτε αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό. Φυσικά καθοριστικό στοιχείο στη διαμόρφωση της πολιτικής συνείδησης των λαϊκών μαζών είναι η στάση του Κόμματος και η πολιτική του πρόταση, όπως, επίσης, καθοριστικό στοιχείο για την κατεύθυνση των πολιτικών εξελίξεων είναι η δύναμη του ΚΚΕ.
Και με βάση τα παραπάνω περνάμε στο δεύτερο απόσπασμα από τη συνέντευξη:
Σας ρωτώ γιατί κατηγορείστε από πολλούς ότι παραπέμπετε τη λύση των προβλημάτων στο σοσιαλισμό. Όταν εσείς κερδίσετε τις εκλογές…
«Όσοι τα λένε αυτά καλά θα έκαναν πρώτα να στηρίξουν τις σημερινές προτάσεις μας για τους άνεργους και τις άλλες προτάσεις νόμου για την ελάφρυνση των ΕΒΕ, των αγροτών, την ουσιαστική ανακούφιση των λαϊκών νοικοκυριών. Η πάλη και ο αγώνας, που με συνέπεια και συνέχεια μόνο το ΚΚΕ δίνει καθημερινά, θα πρέπει να κατευθύνεται και στη συνολική λύση του προβλήματος της εξουσίας. Και φυσικά πιστεύουμε -δεν είναι άλλωστε και κανένα φοβερό μυστικό- ότι αυτό μπορεί να το εγγυηθεί ως κοινωνικό σύστημα μόνον ο σοσιαλισμός. Τη βαρβαρότητα του καπιταλισμού τη ζήσαμε, τα ψέματα περί ”κοινωνίας της αφθονίας” έχουν καταρριφθεί. Ο σοσιαλισμός, χωρίς τα όποια λάθη και αδυναμίες του παρελθόντος, μπορεί να καλύψει τις σύγχρονες και συνεχώς διευρυνόμενες λαϊκές ανάγκες».
Είναι φανερό ότι απ’ αυτήν την ερώτηση μας ενδιαφέρει περισσότερο το πρώτο σκέλος της. Εννοούμε αυτό που αναφέρεται στην παραπομπή της επίλυσης των προβλημάτων στο σοσιαλισμό. Και είναι φανερή, επίσης, από την πλευρά του Γραμματέα του Κόμματος η προσπάθεια να διασκεδαστεί μια εντύπωση, που είναι διάχυτη, πλέον, στον πολύ κόσμο, έτσι ώστε να «βγαίνει» και ως ερώτηση μιας δημοσιογράφου, που υπηρετεί σε μια αστική εφημερίδα.
Πρέπει να πούμε ότι αυτή η προσπάθεια δεν αντισταθμίζεται με την απάντηση που δόθηκε, παρ’ όλο, που σωστά λέγεται ότι η πάλη για την επίλυση των άμεσων προβλημάτων των εργαζομένων πρέπει να κατευθύνεται «στη συνολική λύση του προβλήματος της εξουσίας». Είναι αυτό που λέμε στη δική μας κομματική ορολογία ότι η τακτική πρέπει να υποτάσσεται στη στρατηγική.
Αντίθετα. Αν επιβεβαιώνει κάτι αυτή η απάντηση είναι αυτήν την εντύπωση, που επικρατεί στον κόσμο, και στον κόσμο του ΚΚΕ. Και δεν επιβεβαιώνεται μόνο σ’ αυτήν την ερώτηση. Επιβεβαιώνεται και σε άλλη ερώτηση που ακολουθεί.
Την παραθέτουμε:
Να υποθέσω, πάντως, πως το ΚΚΕ δεν πρόκειται να συμμετάσχει σε κυβέρνηση υπό τον Αλ. Τσίπρα; Δεν συζητάτε ούτε να θέσετε όρους κ. Κουτσούμπα, για να δοκιμάσετε τον ΣΥΡΙΖΑ;
«Οι “όροι”, τα κριτήρια, που θέτει το ΚΚΕ για τη συγκρότηση μιας κοινωνικής λαϊκής συμμαχίας, ως ελάχιστες προϋποθέσεις για να δώσει το ΚΚΕ το «παρών» σε διακυβέρνηση, για να βγει η Ελλάδα από την κρίση και να ζήσει καλύτερα ο λαός και η νεολαία, είναι η κοινωνικοποίηση του φυσικού και παραγόμενου πλούτου, η αποδέσμευση από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, η μονομερής διαγραφή του χρέους που δε δημιούργησε ο λαός, η κατάργηση αμέσως όλων των εφαρμοστικών νόμων, των μνημονίων, των αντιδραστικών διατάξεων. Είναι η αντιμετώπιση άμεσα των μεγάλων και οξυμένων προβλημάτων των λαϊκών στρωμάτων, όπως η σταθερή και μόνιμη δουλειά για όλους, οι μισθοί, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, η κατάργηση της επαίσχυντης φορολογίας, το κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα, η εξασφάλιση δημόσιας και δωρεάν υγείας, παιδείας και όλα όσα έχει προτείνει το ΚΚΕ, καταθέτοντας και συγκεκριμένες προτάσεις στη βουλή. Όλα αυτά μπορεί να εγγυηθεί μόνο η εργατική λαϊκή εξουσία. Η ζωή του λαού εξαρτάται κυρίως από το συνολικό δρόμο που βαδίζει η χώρα. Αν αυτός, ο αντιλαϊκός δρόμος μένει στο απυρόβλητο, τότε μπορεί να “καταπιεί” τους όποιους επιμέρους “όρους”, όση καλή πρόθεση ή διάθεση και αν έχεις».
Η απάντηση «άνοιξε» πάρα πολλά ζητήματα θεμελιώδους σημασίας. Πρώτα – πρώτα επιβεβαιώνει τα όσα σχολιάσαμε παραπάνω. Δηλαδή την παραπομπή της επίλυσης των λαϊκών προβλημάτων στο σοσιαλισμό. Και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι μέσα στις «ελάχιστες προϋποθέσεις» που θέτει το Κόμμα μας «για να δώσει το “παρών” σε διακυβέρνηση» είναι «η κοινωνικοποίηση του φυσικού και παραγόμενου πλούτου». Διευκρινίζουμε. Δε μιλάμε για μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Μιλάμε γενικά για τους πολιτικούς όρους, που η ηγεσία θέτει ως Κόμμα για τη διακυβέρνηση. Για να δώσει το «παρών».
Θα ξεπεράσουμε την έννοια της κοινωνικοποίησης, που, κατά τη γνώμη μας, εξακολουθεί να κατανοείται λάθος από την ηγεσία του Κόμματος, για να θίξουμε το κύριο. «Η κοινωνικοποίηση του φυσικού και παραγόμενου πλούτου» δε σημαίνει τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από το σοσιαλισμό και μάλιστα σε προχωρημένη του μορφή, σε ώριμη μορφή.
Σε συνδυασμό με την εργατική – λαϊκή εξουσία, που είναι η μόνη εξουσία που μπορεί «να εγγυηθεί» όλα τα παραπάνω, και παίρνοντας υπόψη ότι όταν η ηγεσία του Κόμματος αναφέρεται στην εργατική – λαϊκή εξουσία εννοεί τη δικτατορία του προλεταριάτου, τότε, δε μπορεί να υπάρξει καμία αμφιβολία ότι μιλάμε, ως Κόμμα, τώρα, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες και ανεξάρτητα από το συσχετισμό των δυνάμεων, για τον άμεσο σοσιαλισμό.
Κατά συνέπεια η συνέντευξη αναδεικνύει από μόνη της την αντίφαση. Γιατί είναι αντίφαση να απευθύνεσαι, με τον τρόπο που απευθύνεσαι: «Όσοι τα λένε αυτά καλά θα έκαναν πρώτα να στηρίξουν τις σημερινές προτάσεις μας για τους άνεργους και τις άλλες προτάσεις νόμου για την ελάφρυνση των ΕΒΕ, των αγροτών, την ουσιαστική ανακούφιση των λαϊκών νοικοκυριών», σα να «αρνείσαι» την κατηγορία, την ώρα που στην επόμενη ερώτηση την επιβεβαιώνεις.
Και για να είμαστε πιο σαφείς. Δεν αμφισβητούμε την πάλη του Κόμματος, τις προσπάθειες που κάνει για την επίλυση των άμεσων προβλημάτων των εργαζομένων, παρά το γεγονός ότι διαφωνούμε με τον τρόπο που διεξάγει αυτήν την πάλη. Με τη στάση του Κόμματος στο Εργατικό Κίνημα, για την κατάσταση του ΠΑΜΕ. Αλλά η ηγεσία του Κόμματος γνωρίζει πάρα πολύ καλά ότι με τους σημερινούς συσχετισμούς αυτά τα προβλήματα δε λύθηκαν. Και όχι μόνο δε λύθηκαν αλλά οξύνθηκαν ακόμη περισσότερο. Και γνωρίζει και τους λόγους.
Η ανάπτυξη της πάλης του Εργατικού Κινήματος, της ταξικής πάλης ωθεί χωρίς άλλο στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού, όταν, όμως, αντιστοιχείται και με την πολιτική πάλη του Κόμματος, στο πλαίσιο «της συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης».
Αυτό, παραπέρα, σημαίνει ότι δεν μπορείς να επικαλείσαι την πάλη του Εργατικού Κινήματος, στην κατάσταση που είναι και με τις εκτιμήσεις που κάνεις γι’ αυτό, ως πολιτική σου θέση για την επίλυση του πολιτικού προβλήματος της χώρας. Αυτό το ξέρει η ηγεσία του Κόμματος και το αντιλαμβάνονται καλύτερα και οι λαϊκές μάζες. Επομένως από μόνη της η αναφορά στην πάλη του Εργατικού Κινήματος δεν είναι αρκετή.
Όπως ξέρει πάρα πολύ καλά, επίσης, η ηγεσία του Κόμματος ότι η επίλυση των προβλημάτων από την πλευρά των εργαζομένων και όλων των καταπιεσμένων στρωμάτων παραπέμπει πάντα σε πολιτική εξουσία και αντίστοιχη κυβέρνηση. Γι’ αυτό άλλωστε μιλάει και η ίδια για εργατική – λαϊκή εξουσία.
Και η αντίφαση τώρα γίνεται ακόμη περισσότερο σαφής: Όταν οι συσχετισμοί των δυνάμεων δεν σου επιτρέπουν το πέρασμα στο σοσιαλισμό, ενώ ως πρόταση του Κόμματος καταθέτεις το πέρασμα στον άμεσο σοσιαλισμό, τότε, η σχέση του Κόμματος με το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας και της αντίστοιχης κυβέρνησης πως διαμορφώνεται;
Προφανώς διαμορφώνεται ως άρνηση συμμετοχής σε μια κυβέρνηση, που «οι όροι» που βάζεις, στην απάντηση που δίνεται, δεν αντιστοιχούν, ταυτόχρονα, στη δοσμένη πολιτική συνείδηση των λαϊκών μαζών και στα χαρακτηριστικά μιας κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, για να μπορεί να δώσει το ΚΚΕ το «παρών» σε μια διακυβέρνηση. Τότε, όμως, είναι σα να βάζεις τον «όρο» στο ΣΥΡΙΖΑ να αποδεχτεί το άμεσο πέρασμα στο σοσιαλισμό. Πράγμα αδύνατον.
Και όχι μόνο αδύνατον. Του δίνεις και την «αβάντα» να εκμεταλλεύεται την έλλειψη της αντίστοιχης πολιτικής συνείδησης των λαϊκών μαζών για το άμεσο πέρασμα στο σοσιαλισμό σε βάρος σου, που και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ με την πολιτική του βάζει εμπόδια στη δημιουργία της. Και ενώ δίνεις σωστή απάντηση ως προς την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δίνεις, παράλληλα, λάθος απάντηση ως προς την πολιτική συνείδηση των λαϊκών μαζών. Και όχι μόνο αυτό.
Δίνεις στο ΣΥΡΙΖΑ τη δυνατότητα να «παίζει» με την καθυστερημένη συνείδηση των λαϊκών μαζών προς όφελός του. Να παίζει με τις «ανάσες», όπως αντίστοιχα «παίζει» και η σημερινή κυβέρνηση. Και ενώ δίκαια καταγγέλλεις το «δικομματικό καβγά», στην πραγματικότητα, το αποτέλεσμα είναι να μη γίνεσαι κατανοητός από την εργατική τάξη και εκείνα τα μικροαστικά στρώματα, τα οποία, υποτίθεται, ότι θέλεις να συσπειρώσεις για το άμεσο πέρασμα στο σοσιαλισμό. Και κάτι χειρότερο.
Μ’ αυτόν τον τρόπο απευθύνεσαι, ως πρωτοπορία, αποκλειστικά και μόνο σε ένα πρωτοπόρο τμήμα της εργατικής τάξης, που κατανοεί, βέβαια, την πρόταση του Κόμματος, αλλά δεν απευθύνεσαι σε ολόκληρη την εργατική τάξη, που δεν την κατανοεί ακόμη. Η ενότητα της εργατικής τάξης και η εργατική τάξη ως κορμός της κοινωνικής συμμαχίας θα φέρει το πέρασμα στο σοσιαλισμό.
Με την πρωτοπορία, το ΚΚΕ, και ένα πρωτοπόρο τμήμα της εργατικής τάξης άμεσος σοσιαλισμός δεν έρχεται. Ταυτόχρονα αποτρέπεις τη συσπείρωση των μικροαστικών στρωμάτων, γιατί τα μικροαστικά στρώματα δεν τάσσονται υπέρ «της κοινωνικοποίησης του φυσικού και παραγόμενου πλούτου», που σημαίνει γι’ αυτά τα στρώματα άμεσος σοσιαλισμός.
Η απάντηση, όμως, στην ερώτηση «άνοιξε» και ένα άλλο θέμα. «Υπέδειξε» την πραγματική λύση και την αντίστοιχη πολιτική πρόταση από την πλευρά του Κόμματος. Έστω και ακούσια. Και εξηγούμαστε.
Αν στην απάντηση που έδωσε ο Γραμματέας του Κόμματος αντί να χρησιμοποιήσει τη φράση για την «κοινωνικοποίηση του φυσικού και παραγόμενου πλούτου» χρησιμοποιούσε τη φράση «κρατικοποίηση βασικών τομέων της παραγωγής, όπως του τραπεζικού συστήματος, της ενέργειας, επιστροφή όλων των ΔΕΚΟ στο δημόσιο, των συνεταιριστικών αγροτικών παραγωγικών μονάδων στους αγρότες κλπ., τότε, αυτή η απάντηση θα ήταν το πλαίσιο μιας προγραμματικής πρότασης εκ μέρους του Κόμματος, που θα αντιστοιχούσε στο επίπεδο της πολιτικής συνείδησης των λαϊκών μαζών, που θα την προωθούσε παραπέρα, με την αναγκαία συμπλήρωση ότι η πρόταση αυτή απαιτεί την αλλαγή των τάξεων στην εξουσία και ότι αυτή η εξουσία θα ήταν, πράγματι, μια εργατική – λαϊκή εξουσία με κορμό την εργατική τάξη και τις σύμμαχες δυνάμεις, τα μικροαστικά στρώματα.
Θα ήταν μια επαναστατική εξουσία, μια εξουσία του ΑΑΔΜ, που δεν θα ήταν αστική, που δεν θα ήταν η δικτατορία του προλεταριάτου, αλλά θα ήταν μια εξουσία που θα έφερνε το σοσιαλισμό πιο κοντά, που θα άνοιγε το δρόμο για το σοσιαλισμό, γεγονός που θα κρινόταν από την ετοιμότητα του Κόμματος να οδηγήσει την ταξική πάλη μέχρι τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Αυτή η προγραμματική πρόταση θα είχε όλα τα Λενινιστικά χαρακτηριστικά, γιατί θα συνδύαζε την πάλη για την επίλυση των άμεσων προβλημάτων με εκείνα τα μέτρα, που στο υλικό επίπεδο θα ωρίμαζε τους υλικούς όρους της κοινωνίας για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, σε συνδυασμό με το χαρακτήρα της πολιτικής εξουσίας. Και σ’ αυτήν την περίπτωση το ΚΚΕ θα έδινε το «παρών» στη διακυβέρνηση ως ουσιαστικός πολιτικός παράγοντας αυτής της εξουσίας. Επομένως θα έλυνε και τις απορίες των λαϊκών μαζών για το εάν το ΚΚΕ θέλει ή δε θέλει να κυβερνήσει.
Σ’ αυτήν την πρόταση οι λαϊκές μάζες θα «διάβαζαν» το συνδυασμό της πάλης για την επίλυση των άμεσων προβλημάτων τους με την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας και το σχηματισμό της αντίστοιχης κυβέρνησης. Αλλά δε θα ήταν μόνο αυτό.
Η προγραμματική αυτή πρόταση θα αποκάλυπτε και τον πραγματικό χαρακτήρα της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, το πραγματικό παιχνίδι που παίζει με τις προσδοκίες των λαϊκών μαζών, θα του στερούσε τη δυνατότητα να συσπειρώσει τα μικροαστικά στρώματα, να επεκτείνει την επιρροή του στην εργατική τάξη, γενικά να παρασύρει κοινωνικές δυνάμεις να τις κατευθύνει και να τις υποτάξει στη στρατηγική της αστικής τάξης.
Ταυτόχρονα θα ήταν και μια έμπρακτη απάντηση σε όλους εκείνους που «διδάσκουν» το Λενινισμό με τέτοιο τρόπο, που θα ανάγκαζαν τον Β. Ι. Λένιν να ωρύεται απελπισμένος ότι «δεν είμαι Λενινιστής». Όλους εκείνους που σπέρνουν τη σύγχυση στο όνομα του ΑΑΔΜ, ενώ στην πραγματικότητα το έχουν αρνηθεί.
Όμως με το συγκεκριμένο ζήτημα θα ασχοληθούμε σε επόμενο σχόλιό μας.
COMMENTS