Η πρόταση που κατέθεσε στη βουλή η κυβέρνηση για παροχή ψήφου εμπιστοσύνης θεωρήθηκε από ορισμένους πολιτικούς παρατηρητές ως πρόταση στρατηγικής σημασίας. Η αιτιολόγηση που έδωσαν ήταν απλή. Η κυβέρνηση αποφάσισε να «καθαρίσει» το πολιτικό τοπίο.
Πρώτο: Να βάλει, υποτίθεται, φρένο στην εκλογολογία που αποδιοργάνωνε το έργο της κυβέρνησης σε μια κρίσιμη στιγμή, που η τρόικα βρίσκεται στη χώρα μας, παραπέρα, την ώρα που θα ανοίξει και η συζήτηση για τη ρύθμιση του χρέους.
Δεύτερο: Να βάλει «τελεία και παύλα» σε κάθε συζήτηση για τη διαδικασία εκλογής του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας. Όλα θα γίνουν θεσμικά, ισχυρίζεται η κυβέρνηση. Έτσι θα σταθεροποιηθεί το πολιτικό σκηνικό που τόσο έχει ανάγκη η χώρα μας, κατά τη δική της αντίληψη.
Φυσικά με την πρόταση της κυβέρνησης για παροχή εμπιστοσύνης κανείς δε μπορεί να πειστεί ότι θα σταματήσει η εκλογολογία, γιατί, στην πραγματικότητα η χώρα έχει μπει σε μια μακρά προεκλογική περίοδο, έτσι κι αλλιώς, από την άλλη κανείς δε μπορεί να αποκλείσει και έναν εκλογικό αιφνιδιασμό από την ίδια την κυβέρνηση.
Ανεξάρτητα από τα παραπάνω μέσα απ’ αυτήν την κίνηση η κυβέρνηση επιχειρεί να τακτοποιήσει και τα «του οίκου της». Τελευταία η κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα. Βουλευτές και από τα δύο κόμματα, Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ, είχαν εκφράσει, με δηλώσεις τους, την άποψη ότι πρέπει να σχηματιστεί κυβέρνηση εθνικής ενότητας χωρίς τον Αντώνη Σαμαρά ή έβαζαν όρους περί αλλαγής της πολιτικής της κυβέρνησης για να ψηφίσουν για Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Την ίδια στιγμή στο διεθνή οικονομικό ορίζοντα άρχισαν, για τα ελληνικά ομόλογα, τα spreads να ανεβαίνουν, πράγμα που σήμαινε ότι δυσκολευόταν η επιλογή της κυβέρνησης για εξωτερικό δανεισμό αφού τα επιτόκια θα ήταν απαγορευτικά. Η άνοδος αυτή αποδόθηκε στις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας και την αστάθεια που επικρατεί στο πολιτικό σύστημα.
Στην πραγματικότητα, όμως, η αποσταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος είναι αποτέλεσμα της πολιτικής που εφαρμόζει η κυβέρνηση, που αυξάνει τη δυσαρέσκεια των εργαζομένων και απομακρύνει το ενδεχόμενο της Νέας Δημοκρατίας να ξαναβγεί στη διακυβέρνηση της χώρας.
Με τη σειρά του αυτό προκαλεί την «έλλειψη εμπιστοσύνης» των διεθνών αγορών με αποτέλεσμα την άνοδο των spreads. Πράγμα που στην ουσία του σημαίνει ότι οι διεθνείς αγορές για να δείχνουν την «εμπιστοσύνη» τους σε κάποια κυβέρνηση και να τη δανείζουν πρέπει η κυβέρνηση να εφαρμόζει αντιλαϊκή πολιτική. Φαύλος κύκλος, που εξασφαλίζει, όμως, η χώρα μας να είναι ένα πάντα ένα «αγκιστρωμένο ψάρι».
Την ίδια στιγμή παρατηρήσαμε ότι εξελίσσεται ένα σενάριο ότι αυτήν τη φορά η τρόικα δε θα είναι τόσο αυστηρή, ότι, στο τέλος – τέλος, και ανεξάρτητα από τη στάση της, η κυβέρνηση θα περάσει στο προσχέδιο του προϋπολογισμού τις φοροελαφρύνσεις, έστω και εάν, τελικά, αυτές θα κριθούν από την αποδοχή τους και πάλι από την τρόικα, πράγμα που θα φανεί στην κατάθεση του τελικού προϋπολογισμού τον Δεκέμβρη.
Μέχρι τότε, όμως, η κυβέρνηση, και μέσα από την ψήφο εμπιστοσύνης που θα αποσπάσει, προσδοκώντας και περισσότερους ψήφους από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία που διαθέτει, θα έχει κατορθώσει, υποτίθεται, να έχει αντιστρέψει το σε βάρος της κλίμα, να ξαναπάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων, να αποσπάσει μια συμφωνία για τη διευθέτηση του χρέους και έτσι να προχωρήσει στο άνοιγμα των διαδικασιών για την εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, με την ελπίδα ότι θα εξασφαλίσει, κυρίως από τους ανεξάρτητους βουλευτές, τους 180 απαραίτητους ψήφους.
Φυσικά όλα αυτά είναι σχέδια, όσο και εάν βασίζονται και σε πραγματικά στοιχεία, τα οποία έχει σε εξέλιξη η κυβέρνηση, που δε μπορούν να αναστείλουν τις κοινωνικές διεργασίες, οι οποίες, ανεξάρτητα από ποια πολιτική έκφραση θα πάρουν, κινούνται αντίθετα προς τις επιδιώξεις για εκλογική επανάκαμψη των κυβερνητικών δυνάμεων.
Αυτό ακριβώς το γεγονός επιτρέπει στις κυβερνητικές δυνάμεις και το ΣΥΡΙΖΑ να πολώνουν την πολιτική κατάσταση, γιατί μέσα από την πόλωση κρύβουν και οι δύο πλευρές την οικονομική πραγματικότητα που θα συνεχίσει να υφίσταται ο εργαζόμενος λαός.
Ποια διαφορά υπάρχει πλέον ανάμεσα στο πάγωμα του χρέους ή το παρκάρισμα, όπως λέγεται, στην ΕΚΤ, που προτείνει ο Γιάννης Δραγασάκης και την επιμήκυνση για 70 χρόνια, που θέλει να πετύχει η κυβέρνηση; Και στις δύο περιπτώσεις φορτώνεται το χρέος στις επόμενες γενιές για μια μακρά περίοδο, που κρατάει τη χώρα μας δέσμια των δανειστών και των πολιτικών που υπαγορεύουν.
Η πόλωση επομένως συμφέρει για μια δικομματική αντιπαράθεση, που θα δυσκολεύει την κατανόηση της εξόδου από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία.
Αλλά αυτή είναι η μια πλευρά του πολιτικού ζητήματος που αντιμετωπίζει η χώρα μας. Η άλλη πλευρά είναι το με ποια πρόταση θα αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση. Και το βάρος αυτό πέφτει στο Κόμμα μας, που, επί τέλους, πρέπει να παρέμβει στο πολιτικό σκηνικό που προσπαθούν να δημιουργήσουν κυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ και να δώσει διέξοδο.
COMMENTS