Το επίδικο ζήτημα (5.3)

Ας προσεγγίσουμε, τώρα, ως συνέχεια αυτής της σειράς των άρθρων μας, το πώς θεμελιώνεται το ζήτημα της εξουσίας από την Εισήγηση της Κεντρικής Επιτροπής και τη σχέση του με το ΑΑΔΜ: «Η ανατροπή του καθεστώτος της εξάρτησης και των μονοπωλίων, η αντιμετώπιση των συνεπειών της, δε μπορεί να γίνει από μια οποιαδήποτε κυβέρνηση, εκτός από την εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Τα αντιιμπεριαλιστικά, αντιμονοπωλιακά προβλήματα θα αποτελέσουν τον πυρήνα των προβλημάτων που θα ωθήσουν τις κινητήριες δυνάμεις της κοινωνικής επανάστασης να ανατρέψουν το παλιό και να λύσουν το πρόβλημα της πολιτικής εξουσίας, που είναι και το πρόβλημα – κλειδί για να γίνει το πέρασμα στο σοσιαλισμό με προοπτική την κομμουνιστική κοινωνία» (15ο Συνέδριο, Ντοκουμέντα, σελ. 31).

Ταυτόχρονα, όμως, η Εισήγηση ξεκαθαρίζει και το πώς θα προχωρήσει αυτή η διαδικασία προς την επίλυση του προβλήματος της πολιτικής εξουσίας: «Πως ακριβώς θα προχωρήσει και θα αναπτύσσεται ο αγώνας αυτός εξαρτάται από: Την εξέλιξη του συσχετισμού δυνάμεων, με αποφασιστικό παράγοντα τον ηγετικό ρόλο της εργατικής τάξης μέσα στο λαϊκό κίνημα και του ΚΚΕ ως του συνειδητού πρωτοπόρου τμήματος της βασικής επαναστατικής δύναμης της εποχής μας» (στο ίδιο, σελ. 31/32).

Παράλληλα, η Εισήγηση κάνει πολύ καθαρό και το ρόλο της εργατικής τάξης στην πορεία προς την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας: «Η εργατική τάξη είναι αυτή που μπορεί να εγγυηθεί τον κοινό αγώνα όλων των καταπιεζομένων και εκμεταλλευόμενων στρωμάτων για τα συνολικότερα συμφέροντά τους. Είναι ρόλος ενωτικός και συσπειρωτικός. Παίρνει υπόψη τις αντιθέσεις, αλλά και την κοινότητα συμφερόντων στον αγώνα κατά των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού» (στο ίδιο, σελ.32, υπογράμμιση δική μας).

Παραπέρα, η Εισήγηση αποσαφηνίζει και το ρόλο του ΚΚΕ: «Το ΚΚΕ πρωτοστατεί ώστε το Μέτωπο να οργανώνει και να ιεραρχεί τους κοινωνικοπολιτικούς αγώνες με βάση ένα πλαίσιο στόχων πάλης που δίνουν απάντηση στις πιο οξυμένες εκδηλώσεις της κρίσης στη χώρα, πλαίσιο ανοιχτό σε αλλαγές που θίγουν τα βάθρα του καπιταλιστικού συστήματος» (στο ίδιο, σελ. 33).

Και σε ό, τι αφορά τη στάση του ΚΚΕ απέναντι σε άλλες πολιτικές δυνάμεις η Εισήγηση τοποθετείται ως εξής: «Το ΚΚΕ θα επιδιώξει κοινή δράση, συντονισμό και συνεργασία με πολιτικές δυνάμεις που θα θελήσουν να στηρίξουν τους αντιιμπεριαλιστικούς, αντιμονοπωλιακούς αγώνες. Το ΚΚΕ δε θέτει όρο για κοινή δράση να αποδεχτούν υποχρεωτικά και προκαταβολικά οι άλλες πολιτικές δυνάμεις και σχηματισμοί όλες τις θέσεις του. Η κοινή δράση πρέπει να βασίζεται στη συμφωνία αντίστασης στις επιλογές των ιμπεριαλιστικών οργανισμών σε βάρος των εργαζομένων και της εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας. Να υπερασπίζεται τα δικαιώματα των εργαζομένων από την επίθεση των πολυεθνικών και γενικότερα του μεγάλου κεφαλαίου. Να αντιστέκεται στις αντίστοιχες κυβερνητικές επιλογές. Να δίνει ώθηση στους λαϊκούς αγώνες, να μη δεσμεύει και κλείνει το δρόμο προς τα εμπρός» (στο ίδιο, σελ. 33).

Την ίδια στιγμή και επειδή στην προσυνεδριακή συζήτηση «εκφράστηκε ανησυχία μήπως ο αντιιμπεριαλιστικός αντιμονοπωλιακός αγώνας διεξάγεται σε βάρος του αγώνα για το σοσιαλισμό» η Εισήγηση φροντίζει να απαντήσει: «Το αντίθετο. Ο αγώνας αυτός διευκολύνει την ωρίμανση και ανάπτυξη της αντικαπιταλιστικής συνείδησης. Είναι ο δρόμος που βοηθάει να κατανοηθεί η ριζική ρήξη με το παλιό, αφού ο καπιταλισμός βρίσκεται στο ανώτατο στάδιό του, το ιμπεριαλιστικό. Η τελική έκβαση αυτού του αγώνα δεν μπορεί παρά να είναι το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Αλλιώς ό,τι κατακτά ο λαός στο δρόμο του αγώνα θα το χάνει αργά ή γρήγορα, εφόσον δεν αμφισβητείται το καπιταλιστικό σύστημα. Σήμερα μάλιστα, εξαιτίας των διεθνών και εσωτερικών συνθηκών, είναι υποχρεωμένο (Σ.Σ. το ΚΚΕ) να προβάλλει στο λαό τη σοσιαλιστική προοπτική πιο έντονα και πειστικά, αταλάντευτα» (στο ίδιο, σελ. 33/34).

Και για να μην αφήσει κανένα περιθώριο για την οποιαδήποτε αμφιβολία γύρω από τους πραγματικούς στόχους του Κόμματος, ακόμη και απέναντι στις άλλες πολιτικές δυνάμεις και το ρόλο του ΑΑΔΜ, η εισήγηση ξεκαθαρίζει: «Η αντίθεση με τα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό είναι πραγματική. Πηγάζει από τη βασική αντίθεση κεφαλαίου εργασίας, αγκαλιάζει τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού. Το αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό δημοκρατικό μέτωπο πατάει λοιπόν στη σημερινή πραγματικότητα. Δεν αποτελεί σημερινή θέση, επινόηση του ΚΚΕ» (στο ίδιο, σελ. 34).

Από πού πήγαζε αυτή η ανησυχία, που εκφράστηκε στον προσυνεδριακό διάλογο; Πήγαζε από το γεγονός ότι η δημιουργία του ΑΑΔΜ, ως κοινωνικοπολιτικού μετώπου, στο οποίο θα μπορούσαν να ενταχτούν πολιτικές δυνάμεις, πέραν του ΚΚΕ, δυνητικά θα μπορούσε να εξελιχτεί, ως εξουσία, σε ένα στάδιο πριν το σοσιαλισμό, το οποίο θα εγκλώβιζε την εργατική τάξη και το ΚΚΕ στον καπιταλισμό και θα είχε ως συνέπεια μια κυβέρνηση του ΑΑΔΜ να μεταβληθεί σε κυβέρνηση αστικής διαχείρισης, και αυτό κυρίως γιατί θα συμμετείχαν άλλες πολιτικές δυνάμεις, που θα έκφραζαν τα μικροαστικά στρώματα.

Σ’ αυτό το θέμα υπάρχει η απάντηση από την ίδια την Εισήγηση: «Η συνεργασία με άλλες πολιτικές δυνάμεις μπορεί να εκφραστεί με τη μορφή συντονισμού, πολλαπλών συσπειρώσεων και κοινής δράσης για ορισμένα αντιιμπεριαλιστικά αντιμονοπωλιακά αιτήματα στα οποία διαπιστώνεται συμφωνία. Η εμπειρία της κοινής δράσης θα δείχνει κατά πόσο είναι δυνατό να διευρυνθεί με γενικότερους στόχους, κατά πόσο μπορεί να εξελιχθεί σε πολιτική συμφωνία» (στο ίδιο, σελ. 36, υπογράμμιση δική μας).

Αυτή η ανησυχία, όμως, στο βάθος, πήγαζε από την έλλειψη κατανόησης της ίδιας της έννοιας του κοινωνικοπολιτικού μετώπου. Και σ’ αυτήν την έλλειψη της κατανόησης βάρυνε και το ιστορικό παρελθόν της εμπειρίας ορισμένων αρνητικών παραδειγμάτων από την προσπάθεια δημιουργίας των λαϊκών μετώπων. Βάρυνε, επίσης, η εμπειρία από τη στάση ορισμένων Κομμουνιστικών Κομμάτων, ιδιαίτερα του Ιταλικού και Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που πρωτοστάτησαν στη διατύπωση της αστικορεφορμιστικής θεωρίας του ευρωκομμουνισμού. Βάρυνε η συμμετοχή του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος σε κυβερνήσεις αστικής διαχείρισης στο πρόσφατο παρελθόν.

Παραπέρα, πολύ περισσότερο, βάρυνε και η ίδια η εμπειρία της χώρας μας, η οποία, κυρίως, επικεντρώθηκε στην απώλεια της εξουσίας στην κρίσιμη περίοδο μετά την απελευθέρωση της χώρας από το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ από την ξενική κατοχή και αποδόθηκε, από την κυρίαρχη άποψη σήμερα στο Κόμμα, στο γεγονός ότι το ΚΚΕ δεν είχε ως στόχο το σοσιαλισμό (ζήτημα με το οποίο θα ασχοληθούμε σε άλλο μας άρθρο).

Ουσιαστικά, όμως, η ανησυχία αυτή πήγαζε από την έλλειψη γνώσης και κατανόησης της Λενινιστικής επαναστατικής τακτικής, η οποία βασιζόταν πάνω σε επεξεργασίες του Κ. Μαρξ και του Φ. Ένγκελς.

Και τελικά τα δύο ρεύματα που παρουσιάστηκαν στον προσυνεδριακό διάλογο είχαν την ίδια αιτία εμφάνισης. Δεν κατανοούσαν ότι το κοινωνικοπολιτικό μέτωπο αντιστοιχούσε σε συγκεκριμένη περίοδο ωρίμανσης της κοινωνίας, περίοδο που αφορούσε τόσο τους υλικούς όρους ωρίμανσης της κοινωνίας, τις αντικειμενικές προϋποθέσεις, όσο και τους υποκειμενικούς και ότι η δημιουργία του μετώπου αποσκοπούσε στην ανατροπή της αστικής τάξης από την εξουσία, ανεξάρτητα από το εάν οι συγκεκριμένοι συσχετισμοί και οι συγκεκριμένες συνθήκες θα οδηγούσαν στον άμεσο σοσιαλισμό. Το κράτος, όμως, που θα προέκυπτε με την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το ΑΑΔΜ θα ήταν μια μορφή εργατικού κράτους, «τύπου κομμούνας», που ήδη μιλήσαμε γι’ αυτό στην προηγούμενη συνέχεια. Θα ήταν μια επαναστατική δημοκρατική δικτατορία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.

Όποιος παρακολουθήσει με προσοχή το πώς εξελίσσεται η σκέψη του Β. Ι. Λένιν από το δεύτερο συνέδριο του ΣΔΕΚΡ το 1903 και της διαπάλης που διεξάγεται γύρω από τα ζητήματα τακτικής, αλλά κυρίως μετά την αστικοδημοκρατική επανάσταση έως τη στιγμή που αποφασίζεται η εξέγερση του Οχτώβρη, διακρίνει στην προσπάθεια των Μπολσεβίκων το σαφή στόχο να πετύχουν την κοινωνική συμμαχία της εργατικής τάξης με τα μικροαστικά στρώματα, που στην συντριπτική τους πλειοψηφία, τότε, ήταν οι αγρότες, που, ταυτόχρονα ήταν και η μεγάλη πλειοψηφία των επαναστατικών δυνάμεων.

Στο άρθρο του ο Β. Ι. Λένιν «Για την αναθεώρηση του Προγράμματος του Κόμματος» υπερασπίζεται την ανάγκη ύπαρξης του μίνιμουμ προγράμματος, όταν το άρθρο αυτό γράφεται στις 6 του Οχτώβρη 1917 για το Συνέδριο του Κόμματος που έχει προγραμματιστεί να γίνει στις 17 του Οχτώβρη 1917 και που, ταυτόχρονα, εκφράζει την άποψη ότι «(Εγώ προσωπικά κλίνω να πιστέψω ότι θα νικήσουμε αύριο – αυτό το γράφω στις 6 του Οχτώβρη – και πως μπορεί να αργήσουμε με την κατάληψη της εξουσίας, όμως και το αύριο είναι ωστόσο αύριο κι’ όχι σήμερα.)» (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, Τόμος 34, σελ. 374).

Σ’ αυτό το πρόγραμμα που υπερασπίζεται ο Β. Ι. Λένιν υπάρχουν και όλα εκείνα τα μεταβατικά μέτρα τα οποία επιτρέπουν το όσο το δυνατόν το πιο ανώδυνο πέρασμα στο σοσιαλισμό, γεγονός που φαίνεται καθαρά από τη συμπλήρωση που κάνει ο ίδιος στο προηγούμενο Πρόγραμμα του 1903.

Ας δούμε αυτή τη συμπλήρωση: «Στις στιγμές που περνά η Ρωσία, τώρα που η Προσωρινή κυβέρνηση, η όποια ανήκει στην τάξη των κεφαλαιοκρατών και απολαβαίνει την – κατανάγκη όχι σταθερή – εμπιστοσύνη των πλατιών μαζών του μικροαστικού πληθυσμού, έχει αναλάβει την υποχρέωση να συγκαλέσει Συνταχτική Συνέλευση – μπροστά στο κόμμα του προλεταριάτου μπαίνει το άμεσο καθήκον της πάλης για μια κρατική συγκρότηση που εξασφαλίζει με τον καλύτερο τρόπο τόσο την οικονομική ανάπτυξη και τα δικαιώματα του λαού γενικά, όσο και τη δυνατότητα του πιο ανώδυνου περάσματος στο σοσιαλισμό ιδιαίτερα» (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, Τόμος 32, σελ. 152/153).

Σ’ αυτό το αναθεωρημένο Πρόγραμμα, που προτείνεται να συζητηθεί στο Συνέδριο στις 17 του Οχτώβρη 1917 (Συνέδριο που δεν πραγματοποιήθηκε*, γιατί το πρόλαβαν τα επαναστατικά γεγονότα της εξέγερσης του Οχτώβρη), περιλαμβάνονται και όλα εκείνα τα μεταβατικά μέτρα που είναι αναγκαία για το πέρασμα στο σοσιαλισμό.

Παραθέτουμε τη συγκεκριμένη περικοπή: «Η υψηλή βαθμίδα ανάπτυξης του καπιταλισμού, που επιτεύχθηκε ήδη στις τράπεζες και στους τραστοποιημένους κλάδους της βιομηχανίας, απ’ τη μια, και από την άλλη, το χάος που δημιούργησε ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος και που έχει σαν αποτέλεσμα να προβάλλεται από παντού το αίτημα της επιβολής κρατικού και κοινωνικού έλεγχου στην παραγωγή και τη διανομή των σπουδαιότερων προϊόντων, υποχρεώνει το κόμμα να ζητάει την εθνικοποίηση των τραπεζών, των συνδικάτων (των τραστ) κτλ.» (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, Τόμος 32, σελ. 155/156).

Ακριβώς αυτό το αναθεωρημένο πρόγραμμα για το οποίο μας μιλάει ο Β. Ι. Λένιν στους Τόμους 32 και 34 αντιπροσώπευε το Πρόγραμμα του 15ου Συνεδρίου του Κόμματος και η δημιουργία του ΑΑΔΜ, τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών – και με τις ελλείψεις που είχε, που έθετε ως πρώτο στόχο την αποδέσμευση της χώρας μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, στόχος που είναι ο κρίκος γύρω από τον οποίο εκφράζονται στη σύγχρονη πραγματικότητα της χώρας μας όλες οι οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις.

Αυτός ο πολιτικός δυϊσμός που εμφανίστηκε απέναντι στο ΑΑΔΜ εκφράστηκε ανάγλυφα εκεί που μπορούσε να εκφραστεί καλύτερα. Και αυτό ήταν το θέμα της πολιτικής εξουσίας:

Το μεν πρώτο ρεύμα δεν έπαιρνε υπόψη ότι ο βασικός στόχος της δημιουργίας του ΑΑΔΜ ήταν η ανατροπή της αστικής τάξης, γι’ αυτό άλλωστε η δημιουργία του ΑΑΔΜ στηριζόταν στις αντίστοιχες κοινωνικές δυνάμεις, που στρέφονταν ενάντια στην αστική τάξη, αλλά και γι’ αυτό συνοδευόταν από τους αντίστοιχους προγραμματικούς στόχους, που η πραγματοποίηση των οποίων εξαρτιόνταν από την ανατροπή της αστικής τάξης και την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το ΑΑΔΜ.

Μ’ αυτόν τον τρόπο έβλεπε την εξέλιξη του ΑΑΔΜ να προχωράει μέσα από τον κοινοβουλευτικό δρόμο, να δημιουργεί κυβέρνηση μέσα από την κατάκτηση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και μέσα απ’ αυτήν την κυβέρνηση, μια αντιιμπεριαλιστική, αντιμονοπωλιακή, δημοκρατική κυβέρνηση, που στην ουσία την έβλεπε ως μια προοδευτική κυβέρνηση, εκτός επαναστατικής διαδικασίας, που δυνητικά θα μπορούσε να δημιουργήσει τους όρους για το πέρασμα στο σοσιαλισμό.

Αυτός ο τρόπος θεώρησης της πορείας του ΑΑΔΜ, προφανώς, δεν έπαιρνε υπόψη του ότι η ανατροπή της αστικής τάξης, που θα σήμαινε η κατάκτηση της εξουσίας από το ΑΑΔΜ και τις αντίστοιχες κοινωνικές δυνάμεις – την εργατική τάξη και τους συμμάχους της, το πιθανότερο ήταν να γίνει με μη κοινοβουλευτικό τρόπο, χωρίς να μπορεί να αποκλείσει κανείς και αυτόν εκ των προτέρων. Πάντως θα ήταν μια κυβέρνηση του ΑΑΔΜ και όχι γενικώς μια προοδευτική κυβέρνηση.

Το δεύτερο ρεύμα τασσόταν ενάντια στην ανάδειξη μιας «κυβέρνησης αντιιμπεριαλιστικών, αντιμονοπωλιακών δυνάμεων, ενώ δεν θα είχαν διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις για το πέρασμα στο σοσιαλισμό», ακριβώς γιατί φοβόταν ότι «μια τέτοια αναφορά καλλιεργεί αυταπάτες και μπορεί να οδηγήσει στις “καλένδες” την επίλυση του βασικού προβλήματος, του προβλήματος της εξουσίας» (15ο Συνέδριο, Ντοκουμέντα, σελ. 37). Και το δεύτερο ρεύμα δεν αναφέρεται συγκεκριμένα σε κυβέρνηση του ΑΑΔΜ, αλλά γενικά σε κυβέρνηση των αντιιμπεριαλιστικών, αντιμονοπωλιακών δυνάμεων, την οποία την αντιμετωπίζει ως ενδεχόμενο και εκτός επαναστατικής διαδικασίας, όπως και το πρώτο ρεύμα.

Η αιτία ήταν η ίδια. Και το δεύτερο ρεύμα δεν έπαιρνε υπόψη του ότι η άνοδος στην εξουσία του ΑΑΔΜ θα ανέτρεπε την εξουσία της αστικής τάξης από τις κοινωνικές δυνάμεις που θα συγκροτούσαν το ΑΑΔΜ, δηλαδή την εργατική τάξη και τους συμμάχους της, και η ανατροπή αυτή θα εκφραζόταν και στο σχηματισμό αντίστοιχης κυβέρνησης του ΑΑΔΜ. Δεν έπαιρνε υπόψη ότι η ανατροπή της αστικής τάξης είναι το στοιχείο που προσδίδει επαναστατικό χαρακτήρα στο ΑΑΔΜ.

Στην επόμενη συνέχεια θα δούμε το πώς ακριβώς επιλύθηκε αυτός ο πολιτικός δυϊσμός. Κρίνουμε, όμως, σκόπιμο να αναφερθούμε σ’ ένα απόσπασμα από την τελική ομιλία της τότε Γενικής Γραμματέως του Κόμματος, Αλέκας Παπαρήγα, το οποίο θεωρούμε ιδιαίτερα σημαντικό: «Μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα, σύντροφοι, ο βασικός ή μοναδικός πολιτικός φορέας, να είναι το Κόμμα μας; Δεν μπορούμε να το αποκλείσουμε. Ναι, θεωρητικά δεν μπορούμε να το αποκλείσουμε. Τότε τι θα κάνουμε; Ας πούμε ότι το Κόμμα είναι ο βασικός ή ο μοναδικός φορέας. Σημαίνει τότε ότι ωριμάζει αυτόματα η δυνατότητα, να κάνουμε άμεσο και πρακτικό καθήκον τη σοσιαλιστική επανάσταση; Το Μέτωπο, όμως, είναι κοινωνική συμμαχία. Δε θα είναι παράρτημα του Κόμματος, ούτε δορυφόρος του. Βεβαίως, το Κόμμα θα προσπαθήσει, αξιοποιώντας τον καθοδηγητικό του ρόλο (θα είναι λάθος αν δεν προσπαθήσει να το κάνει), να επαναστατικοποιεί το Μέτωπο και τις θέσεις του. Αλλά δεν παύει το ίδιο το κοινωνικό μέτωπο να είναι σύμμαχος του Κόμματος» (στο ίδιο, σελ. 88/89).

Θα αναφερθούμε τώρα στο ιστορικό παράδειγμα της Οχτωβριανής Επανάστασης. Οι Μπολσεβίκοι μπόρεσαν να εκφράσουν την κοινωνική συμμαχία της εργατικής τάξης με τα μικροαστικά στρώματα (κυρίαρχα με την αγροτιά) παίρνοντας την πλειοψηφία μέσα στα Σοβιέτ και προχωρώντας στην εξέγερση του Οχτώβρη. Οι προγραμματικοί στόχοι που επεξεργάστηκε ο ίδιος ο Β. Ι. Λένιν με το αναθεωρημένο Πρόγραμμα που πρότεινε για το Συνέδριο στις 17 του Οχτώβρη του 1917 σε καμιά περίπτωση δε συνιστά το άμεσο πέρασμα στο σοσιαλισμό, γι’ αυτό άλλωστε και προβλέπει την ύπαρξη των μεταβατικών μέτρων.

Η εξέγερση του Οχτώβρη έλυσε το πρόβλημα της πολιτικής εξουσίας και στο πολιτικό επίπεδο κυριάρχησε το Κόμμα των Μπολσεβίκων. Την πρώτη κυβέρνηση που σχημάτισαν οι Μπολσεβίκοι την στήριξαν οι αριστεροί Εσέροι και ένα πολύ μικρό τμήμα των Μενσεβίκων.

Το ερώτημα που τίθεται από την πλευρά μας είναι: Ποιος μπορεί να αποκλείσει μια τέτοια εξέλιξη στη χώρα μας μέσα από την προσπάθεια κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας από το ΑΑΔΜ από τη στιγμή που θα έχει πραγματοποιηθεί η κοινωνική συμμαχία της εργατικής τάξης με τα μικροαστικά στρώματα, κατώτερα και μεσαία, της πόλης και του χωριού;

*Στην πραγματικότητα το Συνέδριο αυτό ενώ είχε εξαγγελθεί τελικά με νεότερη απόφαση αναβλήθηκε. Οι αναγνώστες μας για περισσότερες πληροφορίες γύρω απ’ αυτό το θέμα μπορούν να αναζητήσουν στον Τόμο 34 τη σημείωση 70 στη σελίδα 482.

COMMENTS