Κατά την προσυνεδριακή συζήτηση για το 15ο Συνέδριο αναπτύχθηκαν ορισμένες απόψεις γύρω από τη σχέση του αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού δημοκρατικού μετώπου σε σχέση με το ζήτημα της εξουσίας. Μας τις παρουσιάζει η ίδια η Εισήγηση της Κεντρικής Επιτροπής προς το 15ο Συνέδριο:
«Ορισμένοι σύντροφοι θεωρούν ότι ο δρόμος προς το σοσιαλισμό περνάει υποχρεωτικά από την ανάδειξη κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας του μετώπου και από το σχηματισμό αντίστοιχης κυβέρνησης. Άλλες απόψεις υποστηρίζουν ότι στο Πρόγραμμα του Κόμματος πρέπει να γίνεται λόγος μόνο για την εξουσία της εργατικής τάξης. Να μη γίνεται αναφορά στο ενδεχόμενο να αναδειχθεί στην πορεία της πάλης του μετώπου μια κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων ενώ δε θα έχουν διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις για το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Θεωρούν ότι μια τέτοια αναφορά καλλιεργεί αυταπάτες και μπορεί να οδηγήσει στις “καλένδες” την επίλυση του βασικού προβλήματος της εξουσίας» (Εισήγηση της ΚΕ, Ντοκουμέντα, σελ. 37).
Διαπιστώνουμε ότι στον προσυνεδριακό διάλογο εκφράστηκαν, ουσιαστικά, δύο βασικά ρεύματα σκέψης. Το ένα που θεωρούσε ότι για το Μέτωπο έπρεπε να υπάρξει κοινοβουλευτική πλειοψηφία για το σχηματισμό κυβέρνησης του ΑΑΔΜ. Αυτό σημαίνει ότι το ρεύμα αυτό έβλεπε το ΑΑΔΜ να κατακτάει την εξουσία και να σχηματίζει κυβέρνηση αποκλειστικά με κοινοβουλευτικούς όρους. Στην καλύτερη περίπτωση προσέγγιζε την επαναστατική διαδικασία μέσα από το ΑΑΔΜ, το οποίο, όμως, θα έπρεπε προηγουμένως να κατακτήσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Το άλλο ρεύμα θεωρούσε ότι δεν έπρεπε να γίνει καμία αναφορά σε κυβέρνηση των αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων (ας προσέξουμε: η Εισήγηση δεν μιλάει για κυβέρνηση του ΑΑΔΜ, μιλάει γενικά για κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων), γιατί μια τέτοια αναφορά θα μπορούσε ουσιαστικά, αυτός ήταν ο φόβος αυτού του ρεύματος, να οδηγήσει στη ματαίωση «του βασικού ζητήματος της εξουσίας», δηλαδή της σοσιαλιστικής επανάστασης. Προσθέτουμε παραπέρα ότι από τη στιγμή που αυτό το ρεύμα δεν ήθελε καμία αναφορά σε αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή κυβέρνηση είναι φανερό ότι δεν ήθελε σε καμιά περίπτωση και κυβέρνηση συγκεκριμένα του ΑΑΔΜ.
Εδώ διαπιστώνουμε την απομάκρυνση και των δύο αυτών ρευμάτων από τη Λενινιστική τακτική. Διευκρινίζουμε ότι δεν επιδιώκουμε να μεταφέρουμε αυτούσια τη Λενινιστική τακτική στη χώρα μας. Αυτό δε γίνεται. Άλλωστε ο ίδιος ο Β. Ι. Λένιν δε θα έκανε ποτέ μια τέτοια σχηματική μεταφορά και ήταν πολύ αυστηρός στο πως πρέπει να αντιμετωπίζονται οι συνθήκες της κάθε χώρας συγκεκριμένα – και στο πλαίσιο αυτό και οι ιδιομορφίες της.
Υπάρχουν, όμως, ορισμένα συγκεκριμένα στοιχεία στη Λενινιστική τακτική, τα οποία είναι θεμελιώδη για την τακτική που πρέπει να ακολουθήσει κάθε Κομμουνιστικό Κόμμα και τα οποία πρέπει να παίρνονται πάντα υπόψη στον καθορισμό της:
- Το πρώτο αφορά μια γενική αρχή ότι η τακτική πρέπει να υποτάσσεται πάντα στη στρατηγική, δηλαδή η τακτική δεν πρέπει να χάνει ποτέ το βασικό στόχο της στρατηγικής, που για ένα Κομμουνιστικό Κόμμα είναι η πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης. Υπενθυμίζουμε πως ως τακτική ορίζεται εκείνη η πολιτική, που αποφασίζεται από τα κυρίαρχα καταστατικά όργανα ενός Κομουνιστικού Κόμματος – τα Συνέδρια, που αποσκοπεί στην υλοποίηση του στρατηγικού του στόχου.
- Το δεύτερο που πρέπει να παίρνει υπόψη της η τακτική είναι ότι η ανάπτυξη της ταξικής πάλης πρέπει να αποσκοπεί, ως τελικό της σκοπό, στην κατάκτηση της εξουσίας από την πλευρά της εργατικής τάξης. Μόνο έτσι δε χάνεται ποτέ ο στρατηγικός στόχος από τον ορίζοντα ενός Κομμουνιστικού Κόμματος και αποφεύγει τον οικονομισμό.
- Το τρίτο είναι ότι, στο πλαίσιο της ανάπτυξης της ταξικής πάλης, πρέπει να επιδιώκεται, πριν απ’ όλα, η ενότητα της εργατικής τάξης. Έτσι η εργατική τάξη θα εκφραστεί πολιτικά μέσα από την πρωτοπορία της, κατά το δυνατό στο σύνολό της, μέσα από το δικό της Κόμμα. Η εργατική τάξη, κατά τον Β. Ι. Λένιν είναι ο αποκλειστικός φορέας της σοσιαλιστικής επανάστασης. Αυτό, βέβαια, δεν την εμποδίζει στο να αναζητήσει στην κατεύθυνση αυτή την πραγματοποίηση κοινωνικών συμμαχιών, που θα απογυμνώνουν την αστική τάξη από τις δικές της συμμαχίες, ιδιαίτερα στο χώρο των μικροαστικών στρωμάτων.
- Το τέταρτο είναι ότι η εργατική τάξη μέσα από την ανάπτυξη της ταξικής πάλης πρέπει να εξασφαλίζει και να σφυρηλατεί τις κοινωνικές της συμμαχίες. Αυτό το καθήκον αφορά τους πιο κοντινούς συμμάχους της, που, κατ’ αρχήν, είναι οι μισοπρολετάριοι και τα μικροαστικά στρώματα (ιδιαίτερα τα κατώτερα αλλά ακόμη και μεσαία), που χαρακτηριστικό τους γνώρισμα είναι να ταλαντεύονται ανάμεσα στην εργατική και την αστική τάξη.
- Το πέμπτο είναι ότι η εργατική τάξη πρέπει να προετοιμάζει και να δημιουργεί τα όργανα, ως αντιπροσωπευτικά όργανα, μέσα από τα οποία θα εκφράζονται τόσο η ίδια όσο και οι σύμμαχοί της, όργανα τα οποία θα χρησιμεύσουν και ως όργανα του μελλοντικού κράτους της, του προλεταριακού κράτους, όργανα τα οποία δεν ταυτίζονται με τα συνδικάτα των εργαζομένων ή άλλες κοινωνικές οργανώσεις ή θεσμούς.
- Το έκτο είναι ότι όλη η τακτική του Κομμουνιστικού Κόμματος πρέπει να αποσκοπεί στο να αναπτύσσει την ταξική και πολιτική συνείδηση της εργατικής τάξης, μέσα από την ανάπτυξη της δράσης της και της ταξικής πάλης, ώστε αυτή να προετοιμαστεί για να δώσει την αποφασιστική μάχη σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης και πανεθνικής κρίσης.
- Το έβδομο είναι ότι η εργατική τάξη συνειδητοποιεί την ιστορική της αποστολή μέσα από την πάλη της για την επίλυση ώριμων στόχων που έχει μπροστά της, παίρνοντας, παράλληλα, πάντα υπόψη της ότι, ταυτόχρονα, η πάλη της πρέπει να συνδυάζει και την ωρίμανση των υλικών προϋποθέσεων για το πέρασμα στο σοσιαλισμό και να προωθεί αυτήν την ωρίμανση μέσα από τα αιτήματα που προβάλλει, πράγμα που σημαίνει την ύπαρξη αντίστοιχων προβλέψεων στο Πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος.
- Το όγδοο είναι ότι το Κόμμα της εργατικής τάξης πρέπει πάντα να λαμβάνει υπόψη του τους υπαρκτούς συσχετισμούς δυνάμεων που επικρατούν σε μια συγκεκριμένη χώρα, στο πλαίσιο των παγκόσμιων συσχετισμών που υπάρχουν και των σχέσεων μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κρατών, ιδιαίτερα της συγκεκριμένης χώρας και των γειτονικών κρατών και των σχέσεων αυτών των κρατών με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
- Το ένατο είναι ότι το κάθε Κομμουνιστικό Κόμμα στη χάραξη της τακτικής του πρέπει να παίρνει υπόψη του την παγκόσμια πείρα του επαναστατικού κινήματος και να θεωρεί ότι η δική του επαναστατική πάλη για το πέρασμα στο σοσιαλισμό είναι, ταυτόχρονα, συμβολή στην παγκόσμια επανάσταση.
- Το δέκατο είναι ότι το επαναστατικό κίνημα δε δεσμεύεται για τις μορφές πάλης που χρησιμοποιεί, είναι υπέρ όλων των μορφών πάλης και όλων των μορφών περάσματος στο σοσιαλισμό, ειρηνικών και μη ειρηνικών. Από αυτήν την άποψη, ενώ εξαντλεί κάθε προσπάθεια για να εξασφαλίσει το επαναστατικό πέρασμα στο σοσιαλισμό με ειρηνικά μέσα, εξαρτά τη στάση του τελικά ως προς τις μορφές πάλης από τη στάση της αστικής τάξης.
- Το ενδέκατο είναι το τι πρέπει να θεωρεί επαναστατική αλλαγή το επαναστατικό κίνημα στη σύγχρονη εποχή, την εποχή του ιμπεριαλισμού. Επαναστατική αλλαγή πρέπει να θεωρείται, πριν απ’ όλα, η εκδίωξη της αστικής τάξης από την εξουσία και η κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της. Το εάν η πάλη του επαναστατικού κινήματος θα οδηγήσει στον άμεσο σοσιαλισμό είτε θα ανοίξει το δρόμο αποφασιστικά για το σοσιαλισμό θα εξαρτηθεί από τους συγκεκριμένους συσχετισμούς δυνάμεων, που επικρατούν στη δοσμένη περίοδο και τις συγκεκριμένες κοινωνικές συμμαχίες της εργατικής τάξης. Που σημαίνει ότι στην πορεία ανάπτυξης της πάλης του επαναστατικού κινήματος για το πέρασμα στο σοσιαλισμό το Κομμουνιστικό Κόμμα έχει ανάγκη από την ύπαρξη ενός μίνιμουμ Προγράμματος, που θα οδηγεί στην εκδίωξη της αστικής τάξης από την εξουσία αλλά, ταυτόχρονα, και στο άνοιγμα του δρόμου για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, παραπέρα έχει ανάγκη και του γενικού του Προγράμματος, που θα τονίζει την ανάγκη όχι μόνο του περάσματος στο σοσιαλισμό αλλά και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, που, με βάση την πείρα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε, θα περιγράφει σε αδρές γραμμές τα πρώτα βήματα της οικοδόμησης. Σ’ αυτό το γενικό Πρόγραμμα θα είναι ενταγμένο το μίνιμουμ Πρόγραμμα, ως προοίμιο του γενικού. Εδώ πρέπει να γίνει μια διευκρίνιση που αφορά δύο σκέλη. Το ένα είναι ότι κάθε προλεταριακή επανάσταση (με τους αντίστοιχους συμμάχους της) δεν οδηγεί αναγκαστικά στον άμεσο σοσιαλισμό. Αυτό δε σημαίνει ότι η επανάσταση αυτή δεν είναι προλεταριακή, ότι δεν οικοδομεί το δικό της κράτος, που δεν είναι η δικτατορία του προλεταριάτου αλλά δεν είναι και το αστικό κράτος. Είναι ένα κράτος, που ο Β. Ι. Λένιν το ονόμαζε «κράτος τύπου Κομούνας», που στηρίζεται στην άμεση κινητοποίηση των λαϊκών μαζών, που εξασκούν βία πάνω στην αστική τάξη. Είναι μια επαναστατική δημοκρατική δικτατορία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, που την ίδια στιγμή που επιδιώκει να σε οδηγήσει στο πέρασμα στο σοσιαλισμό την ίδια στιγμή δεν έχει βγει ολοκληρωτικά από τον καπιταλισμό. Είναι μέρος της μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Γι’ αυτό το λόγο, και περνάμε τώρα στο δεύτερο σκέλος της διευκρίνισης, ότι η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της δε δεσμεύονται ως προς τις μορφές πάλης και περάσματος στην επαναστατική δημοκρατική δικτατορία. Το ΑΑΔΜ, λοιπόν, ως εξουσία σημαίνει μια επαναστατική δημοκρατική δικτατορία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, που έχει εκδιώξει την αστική τάξη από την εξουσία – αυτό το στοιχείο της δίνει τον επαναστατικό της χαρακτήρα, που για την κατάκτηση της εξουσίας δε δεσμεύεται για τις μορφές πάλης. Είναι υπέρ όλων των μορφών πάλης, γιατί είναι μια επαναστατική εξουσία.
- Το δωδέκατο, τέλος, είναι ότι κάθε επαναστατική αλλαγή δε μπορεί παρά να έχει εξασφαλίσει την πλειοψηφία του λαού και να στηρίζεται σ’ αυτήν, γι’ αυτό το λόγο το επαναστατικό κίνημα πρέπει να παρουσιάζεται ότι απηχεί και εκφράζει τα γενικά συμφέροντα του λαού, τα οποία δε μπορούν να πραγματοποιηθούν παρά μόνο με την εκδίωξη της αστικής τάξης από την εξουσία και την άνοδο της εργατικής τάξης και των συμμάχων της σ’ αυτήν. Και αυτό το γεγονός παίρνει μια ιδιαίτερη και ενισχυμένη πολιτική και κοινωνική αξία στη σύγχρονη εποχή, την εποχή του ιμπεριαλισμού, από τη στιγμή που η αστική τάξη, τόσο στο κοινωνικό όσο και στο πολιτικό επίπεδο, δείχνει τα μεγάλα αδιέξοδά της και συνεχώς ενισχύει την πολιτική αντίδραση, εγκαταλείποντας ακόμη και κλασσικές δημοκρατικές διακηρύξεις της. Αυτή η πλειοψηφία στηρίζεται, πρωτίστως, στο ότι η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της αποτελούν έτσι κι αλλιώς την πλειοψηφία του λαού, αλλά και υπολογίζεται στο βαθμό της κοινωνικής συσπείρωσης πάνω στην ανάπτυξη της δράσης της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, πράγμα που σημαίνει ότι αυτή η πλειοψηφία μπορεί να εκφραστεί πέρα και έξω από τη διαδικασία των αστικών γενικών εκλογών για το αστικό κοινοβούλιο. Εάν εκφραστεί και κοινοβουλευτικά, τότε, θα έχουμε και το ειρηνικό, κοινοβουλευτικό πέρασμα στην επαναστατική εξουσία.
Έχοντας περιγράψει τα δύο βασικά ρεύματα που παρουσιάστηκαν στον προσυνεδριακό διάλογο του 15ου Συνεδρίου, παραπέρα έχοντας δώσει τις βασικές πλευρές της Λενινιστικής τακτικής θα δούμε στην επόμενη συνέχεια πως το 15ο Συνέδριο έλυσε αυτή τη «διαφορά» απόψεων, που παρουσιάστηκε μεταξύ των δύο αυτών βασικών ρευμάτων.
COMMENTS