Σε ποιο ερώτημα απαντούσε το 15ο Συνέδριο; Ας απαντήσουμε το ερώτημα αυτό με τα ίδια τα «γραφτά» του 15ου Συνεδρίου. Διαβάζουμε από την Εισήγηση της ΚΕ προς το Συνέδριο: «Ένα μεγάλο μέρος του λαού διαισθάνεται ότι κάτι πρέπει να αλλάξει ουσιαστικά, προβληματίζεται, αναζητεί διέξοδο. Εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι, νέοι και νέες δεν υπερασπίζονται πια τα κόμματα που ψηφίζουν. Αμφισβητούν, νιώθουν δυσαρεστημένοι, προδομένοι. Αυτή τη διάθεση του λαού την έχουν συνειδητοποιήσει τα επιτελεία της άρχουσας τάξης, τα άλλα κόμματα και ισχυρά δημοσιογραφικά συγκροτήματα. Γι’ αυτό και μιλάνε συνεχώς για “κρίση πολιτικής” και ευαγγελίζονται “αλλαγές” στο “ξεπερασμένο πολιτικό σύστημα”». Υποχρεώνονται να υιοθετήσουν γνώμες του λαού, αλλά ταυτόχρονα τις νοθεύουν, έτσι που να γίνουν “αλλαγές” χωρίς να αλλάξει ουσιαστικά τίποτε, να μη θιγούν οι βάσεις του συστήματος (15ο Συνέδριο, Ντοκουμέντα, Εισήγηση της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 11)
Και παρακάτω διαβάζουμε: «Αυτό είναι το στίγμα της παρούσας στιγμής που διεξάγεται το 15ο Συνέδριο του ΚΚΕ. Το Συνέδριο έρχεται στην ώρα του, για να δώσει απάντηση τι είδους και σε ποια κατεύθυνση, με ποια προοπτική, πρέπει να γίνουν οι διεργασίες και αλλαγές. Να δώσει στο λαό συγκεκριμένη προοπτική και με βάση αυτή να καθοριστούν τα βήματα της μέρας, του χρόνου, της τετραετίας» (το ίδιο, σελ. 11).
Ας δούμε, κατ’ αρχάς, αν η εκτίμηση που καταθέτει η Εισήγηση είναι σωστή. Κατά τη γνώμη μας όχι μόνο είναι σωστή αλλά εκφράζει όλη την πορεία της Ελληνικής κοινωνίας για όλη την περίοδο μετά το 15ο Συνέδριο μέχρι σήμερα (περιοριζόμαστε αποκλειστικά σ’ αυτήν την περίοδο και δεν επεκτεινόμαστε συνολικά στην περίοδο της Μεταπολίτευσης) με κορύφωση την περίοδο της οικονομικής κρίσης, που ξεσπάει το 2008, και ιδιαίτερα τη διετία του 2010 – 2012, όπου πραγματοποιούνται οι μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις των εργαζομένων, οι αυθόρμητες συγκεντρώσεις στις πλατείες, οι μαζικές μετακινήσεις των ψηφοφόρων στις εκλογές του Μάη του 2012. Προανάκρουσμα όλης αυτής της περιόδου της οικονομικής κρίσης είναι οι κινητοποιήσεις της νεολαίας το Δεκέμβρη του 2008, που καταγράφηκαν ως «Δεκεμβριανά».
Ας θυμηθούμε, παράλληλα, ότι αυτή η περίοδος, από πολιτική άποψη είναι μια περίοδος που η αστική τάξη της χώρας μας και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι, με τη βοήθεια του τότε Συνασπισμού (έχει ήδη συντελεστεί η διάσπαση του Συνασπισμού και η διάσπαση του ΚΚΕ και το ΚΚΕ έχει αποχωρήσει απ’ αυτόν και οι άλλες πολιτικές δυνάμεις καταχρώνται του ονόματος), χαρακτηρίζεται από την «ενσωμάτωση» των αγωνιών των εργαζομένων στον πολιτικό λόγο των αστικών κομμάτων, για να επαληθευτεί το: «αλλαγές γίνονται αλλά αλλαγή δε βλέπουμε».
Παραπέρα χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια των κυβερνητικών αστικών κομμάτων να πραγματοποιήσουν στρατηγικές επιλογές της αστικής τάξης, μέσα από τις οποίες, υποτίθεται, θα έδιναν και απαντήσεις στις αγωνίες των εργαζομένων. Έτσι υπόσχονται ότι η είσοδος της χώρας μας στην ΟΝΕ θα της αποτρέψει το ενδεχόμενο οικονομικής κρίσης, ότι θα της εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη, ότι το ευρώ θα μας προστατέψει επειδή θα είναι ένα ισχυρό νόμισμα και ότι οι εργαζόμενοι θα απολαύσουν την ευημερία (τα περίφημα χρυσά κουτάλια)!
Από πολιτική άποψη τα αστικά κυβερνητικά κόμματα εναλλάσσονταν στην εξουσία θέτοντας στους εργαζόμενους συνεχή διλήμματα και παίρνοντας σταθερά αντιλαϊκά μέτρα, στο όνομα της συμμετοχής της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην ΟΝΕ και από το 2008 και μετά στο όνομα της αντιμετώπισης της κρίσης.
Για να δείξουμε πως τα αστικά κόμματα εκμεταλλεύονταν τις ανάγκες του Ελληνικού λαού αρκεί να παραθέσουμε ένα απόσπασμα από τον πρόσφατο λόγο του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη στην εκδήλωση για τα 40χρονα του ΠΑΣΟΚ: «Αντιδράσαμε πετυχημένα στις ευρωεκλογές πιστεύουν μερικοί και θεωρούν ότι είμαστε σε θέση να αντιμετωπίσουμε κάθε εξέλιξη. Παραβλέπουν όμως ότι στις εθνικές εκλογές η μεγάλη πλειοψηφία ψηφίζει με κριτήριο μια εφικτή κυβερνητική λύση που θα ανταποκρίνεται στις επιδιώξεις της. Δεν ψηφίζει απαραίτητα όποιο κόμμα της είναι πιο συμπαθητικό».
Την περίοδο, όμως, για την οποία κάνουμε λόγο, ταυτόχρονα, ωριμάζει η πολιτική συνείδηση των εργαζομένων, οι εργαζόμενοι αναπτύσσουν τους αγώνες τους, παρά τα εμπόδια που παρεμβάλλονται από τον κυβερνητικό και εργοδοτικό συνδικαλισμό και την αυταρχική πολιτική των αστικών κυβερνήσεων του δικομματισμού. Η πραγματικότητα είναι πολύ πιο δυνατή από τα ιδεολογήματα των αστικών κομμάτων, απομυθοποιείται η Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδιαίτερα από τη στιγμή που αρχίζει η εφαρμογή των μνημονίων.
Το αποτέλεσμα είναι, ειδικά την περίοδο 2010 – 2012, να εγκαταλείψουν μαζικά τον κυβερνητικό δικομματισμό οι λαϊκές μάζες, απόδειξη ότι 3.5 εκατ. ψηφοφόροι μετακινήθηκαν, στις εκλογές του Μάη του 2012, σε άλλα κόμματα. Πράγμα που σημαίνει ότι ο Ελληνικός λαός ξεπέρασε τα διλήμματα που του έβαζε ο κυβερνητικός δικομματισμός και αναζητούσε, κατ’ αρχήν, μια διαφορετική πολιτική και προοπτική.
Ας δούμε, τώρα, πιο συγκεκριμένα πως απαντήθηκε το ερώτημα της προοπτικής που έθεσε η Εισήγηση της ΚΕ: «Το ΚΚΕ απαντά στα μακροχρόνια και οξυμένα προβλήματα με το συνέδριό του και με ό, τι συνεπάγεται το σύνθημα:
“ΜΕΤΩΠΟ ΣΤΑ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ”.
Αναγκαία προϋπόθεση για να συγκροτηθεί το μέτωπο αποτελεί η ολόπλευρη ισχυροποίηση του ΚΚΕ» (στο ίδιο, σελ, 12).
Ουσιαστικά, δηλαδή, το 15ο Συνέδριο με τις επεξεργασίες του για το ΑΑΔΜ και το Πρόγραμμα που ψήφισε, πέρα και έξω από τις όποιες ελλείψεις, αδυναμίες και αμφισημίες, για τις οποίες έχουμε κάνει κατ’ επανάληψη λόγο, χάραξε μια πορεία κοινωνικής συσπείρωσης της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων της πόλης και του χωριού, που δεν απέκλειε τις πολιτικές συνεργασίες του ΚΚΕ με άλλα κόμματα πάνω σε αντιιμπεριαλιστικούς αντιμονοπωλιακούς δημοκρατικούς στόχους, στην προοπτική του σοσιαλισμού.
Αυτό το γεγονός του κοινωνικού μετώπου, της συσπείρωσης της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων, του ΑΑΔΜ, πρέπει να το αντιστοιχήσουμε με την άνοδο των αγώνων των εργαζομένων κυρίως την περίοδο της κρίσης και πάνω απ’ όλα με τη διετία 2010 – 2012, όπου σ’ αυτήν τη διετία παρατηρούνται εξόφθαλμα οι έντονες διεργασίες στον Ελληνικό λαό.
Βασικός στόχος της πορείας και της τακτικής που χάραξε το 15ο Συνέδριο ήταν η αλλαγή της πολιτικής συνείδησης των λαϊκών μαζών και ο απεγκλωβισμός τους από τα αστικά κόμματα. Με την έννοια αυτή υλοποιούσε τη βασική λενινιστική τακτική την οποία παραστατικά την περιγράφει ο ίδιος ο Β. Ι. Λένιν σ’ ένα γράμμα του προς την Ι. Φ. Αρμάντ: «Εγώ όμως λέω: να μη σου ξεφύγει το κύριο (η σοσιαλιστική επανάσταση)˙ βάλτο αυτό στην πρώτη γραμμή (η Γιούνιους δεν το έκανε αυτό)· υποτάσσοντας σ’ αυτή, συνδυάζοντας , συνυποτάσσοντας σ’ αυτή, βάζοντας όλα τα δημοκρατικά αιτήματα (ο Ράντεκ + ο Μπουχάριν παραμερίζουν παράλογα το ένα από αυτά) και να μη ξεχνάς ότι μπορεί να ανάψει η πάλη για το κύριο, όταν αρχίσει και η πάλη για το μερικότερο. Κατά τη γνώμη μου, μόνο αυτή η αντίληψη είναι σωστή» (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, Τόμος 49, σελ. 347).
Υπενθυμίζει δε προηγουμένως ότι: «Να εδώ είναι η ουσία, ότι στον Μπουχάριν (ως ένα βαθμό και στον Ράντεκ) ακριβώς παρουσιάζεται κάτι τέτοιο, αλλά αυτό δεν είναι σωστό. “Άμεση πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας” με “την πλήρη άρνηση από τα δημοκρατικά αιτήματα” – αυτό είναι κάτι το ακατανόητο, το απερίσκεπτο, το μπερδεμένο, ακριβώς εδώ τα μπερδεύει ο Μποχάριν» (στο ίδιο, σελ. 346).
Κατά τη γνώμη μας αυτήν ακριβώς την τακτική αντιπροσώπευε το 15ο Συνέδριο. Ξεκαθάρισε ότι η επανάσταση θα είναι σοσιαλιστική και χάραξε μια τακτική (έστω και με λάθη και διπλοαναγνώσεις) που αποκρυσταλλώθηκε και στους προγραμματικούς στόχους.
Επειδή αυτό το γράμμα, που παραθέσαμε παραπάνω, ο Β. Ι. Λένιν το συντάσσει στις 25 του Δεκέμβρη του 1916, όταν βρισκόταν στην Ελβετία, και επειδή μπορεί να σκεφτεί κανείς ότι αλλάζει τη στάση του μετά το Φλεβάρη του 1917, έχουμε να διευκρινίσουμε ότι σ’ αυτήν την τακτική παραμένει σταθερός και μετά τη σύνταξη των «Θέσεων του Απρίλη», ακόμη μέχρι και τη συγγραφή του έργου «Η καταστροφή που μας απειλεί και πως πρέπει να την καταπολεμήσουμε» (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, Τόμος 34, σελ, 151 – 199), δηλαδή, στα μέσα Σεπτέμβρη (10 – 14) του 1917 λίγο πριν την Επανάσταση.
Κύριος στόχος του Β. Ι. Λένιν μέσα απ’ αυτήν την τακτική είναι η μεταστροφή της πολιτικής συνείδησης των λαϊκών μαζών, της «ασύγγνωστης ευπιστίας» τους, όπως έλεγε ο ίδιος, προς την τότε αστική κυβέρνηση. Αυτή η τακτική αποτυπώνεται και στο αναθεωρημένο Πρόγραμμα που καταθέτει στο Κόμμα των Μπολσεβίκων και που γράφτηκε τον Απρίλη – Μάη του 1917 και δημοσιεύτηκε το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιούνη του 1917 (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, Τόμος 32, σελ. 135 – 162), αλλά αποτυπώνεται και στο άρθρο του «Σχετικά με την αναθεώρηση του Προγράμματος του Κόμματος» (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, Τόμος 34, σελ. 351 – 382), που γράφτηκε στις 6 – 8 (19 – 21) του Οχτώβρη του 1917.
Και για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία για το πώς αντιμετώπιζε ο Β. Ι. Λένιν τη σχέση της τακτικής του Κόμματος με την πολιτική συνείδηση των λαϊκών μαζών και την αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων καταθέτουμε το παρακάτω απόσπασμα: «Ο μαρξισμός στηρίζει την πολιτική στην πραγματικότητα και όχι στη “δυνατότητα”. Είναι δυνατό ένα φαινόμενο να μετατραπεί σε άλλο – και η δική μας τακτική δεν είναι αποστεωμένη. Parlez – moidelaréalité etnonpasdespossibilités» (Μιλάτε μου για την πραγματικότητα και όχι για δυνατότητες) (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, Τόμος 49, σελ. 348)!
Τι ακριβώς σημαίνουν τα παραπάνω λόγια του Β. Ι. Λένιν για το δικό μας Κόμμα; Μπορεί οι αντικειμενικές συνθήκες να δίνουν τη «δυνατότητα» για το πέρασμα στο σοσιαλισμό αλλά υποκειμενικές συνθήκες, η πραγματικότητα, να μην το επιτρέπουν εφ’ όσον δεν έχουν ωριμάσει. Και απ’ αυτήν την άποψη τεκμηριώνεται η σχέση της τακτικής με την πολιτική συνείδηση των λαϊκών μαζών και την αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων και των αντίστοιχων προγραμματικών στόχων που μέσα από την πάλη για την επίλυσή τους θα αλλάξουν οι συσχετισμοί και η μάχη για το μερικότερο θα ανάψει τη φωτιά και για το γενικότερο.
COMMENTS