Το πολιτικό πρόβλημα που έχουμε μπροστά μας, που είναι πρόβλημα του Κόμματος, του ΚΚΕ, με δεδομένη την οικονομική και πολιτική κατάσταση της χώρας μας, τις διεθνείς της συμμαχίες, τη διάταξη των άλλων κομματικών δυνάμεων, τις σχέσεις των τάξεων και το επίπεδο της ταξικής και πολιτικής συνείδησης των λαϊκών μαζών είναι να καθορίσουμε το ποια είναι τα καθήκοντα του επαναστατικού κινήματος στο πλαίσιο της «συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης».
Όλη η επαναστατική τακτική και δράση του Κόμματος, το ξεκαθαρίζουμε εξαρχής, πρέπει να υποτάσσεται στην πραγματοποίηση της κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας εκ μέρους της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, στη συγκέντρωση των απαραίτητων δυνάμεων για την υλοποίηση αυτού του στόχου.
Πράγμα που σημαίνει ότι οι πρώτοι, σταθερoί και κυρίαρχοι, στόχοι του Κόμματος πρέπει να είναι η επίτευξη της ενότητας της εργατικής τάξης και η εξασφάλιση των κοινωνικών συμμαχιών της, ζητήματα στρατηγικής σημασίας για την κατάκτηση της εξουσίας.
Με τη σειρά τους αυτοί οι δύο στόχοι καθορίζουν τη στάση του κόμματος απέναντι στο Εργατικό Κίνημα, δηλαδή, την εργατική του πολιτική, και τη στάση της εργατικής τάξης και του Κόμματος απέναντι στα μικροαστικά στρώματα, δηλαδή, την πολιτική των συμμαχιών.
Το Κόμμα μας, και σωστά, έχει κάνει τη διαπίστωση ότι οι αντικειμενικές συνθήκες για το πέρασμα της Ελληνικής κοινωνίας στο σοσιαλισμό είναι ώριμες. Αυτό σημαίνει ότι οι υλικές προϋποθέσεις, δηλαδή, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, έχουν φτάσει σε τέτοιο επίπεδο που επιτρέπουν το πέρασμα στο σοσιαλισμό.
Επίσης στα επίσημα κείμενα του Κόμματος συνυπάρχει με την παραπάνω διαπίστωση και η θέση ότι ο στρατηγικός στόχος του Κόμματος πρέπει να προβάλλεται και να επιδιώκεται ανεξάρτητα από το συσχετισμό των δυνάμεων.
Όταν μιλάμε, όμως, για συσχετισμό των δυνάμεων αυτόματα μιλάμε για τον υποκειμενικό παράγοντα, την εργατική τάξη και τους συμμάχους της, και το επίπεδο της πολιτικής και ταξικής τους συνείδησης. Οπότε μπορεί εύκολα να συμπεράνει κανείς ότι ένας στόχος, και εδώ μιλάμε για το στρατηγικό στόχο του Κόμματος, μπορεί να είναι ώριμος να επιλυθεί από την άποψη των υλικών προϋποθέσεων, αλλά να μην είναι ώριμος να επιλυθεί από την άποψη των υποκειμενικών προϋποθέσεων.
Πράγμα που σημαίνει, πρακτικά, ότι το επίπεδο της ταξικής και πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης και των συμμάχων της να είναι τέτοιο που, πρώτο, να μην κατανοεί την ανάγκη περάσματος στο σοσιαλισμό, δεύτερο, αφού δεν κατανοεί αυτήν την ανάγκη να μη μπορεί και να την πραγματοποιήσει.
Αυτή η θέση, για το συσχετισμό των δυνάμεων, έτσι όπως είναι διατυπωμένη, λέει τη μισή αλήθεια. Πράγματι, αφού οι αντικειμενικοί όροι είναι ώριμοι για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, πρέπει να προβάλλεται και να διεκδικείται το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Από τη στιγμή, όμως, που ο συσχετισμός των δυνάμεων δεν το επιτρέπει, τότε όλη η τακτική του Κόμματος πρέπει να προσαρμοστεί πάνω στο στόχο της αλλαγής του συσχετισμού των δυνάμεων.
Και αυτό γιατί στην πραγματικότητα τι αντανακλά ο συσχετισμός των δυνάμεων; Αντανακλά το επίπεδο της ταξικής και πολιτικής συνείδησης των λαϊκών μαζών. Των δυνάμεων αυτών που χρειάζονται για το πέρασμα στο σοσιαλισμό.
Από τη στιγμή, λοιπόν, που η πολιτική και ταξική συνείδηση των λαϊκών μαζών είναι χαμηλή όσο και ώριμες να είναι οι αντικειμενικές συνθήκες είναι αδύνατο το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Πολύ περισσότερο όταν θεωρείς ότι το πέρασμα αυτό γίνεται αποκλειστικά με μη ειρηνικό τρόπο.
Τακτική σ’ αυτήν την περίπτωση σημαίνει την πολιτική εκείνη, που θα εκφράζεται και στο Πρόγραμμα του Κόμματος και θα αποφασίζεται στα Συνέδρια, που θα προωθείται εκ μέρους του Κόμματος και που θα στοχεύει στην αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων, δηλαδή, στην άνοδο της πολιτικής και ταξικής συνείδησης των λαϊκών μαζών.
Και στην περίπτωση αυτή οι Κλασσικοί μας έχουν διδάξει ότι υπάρχει ένας και μοναδικός τρόπος για να πετύχεις αυτήν την άνοδο. Το επαναστατικό κίνημα να βάζει μπροστά του ώριμους στόχους προς διεκδίκηση και επίλυση, στόχους που, ταυτόχρονα, θα προετοιμάζουν και θα ωριμάζουν και τις υλικές προϋποθέσεις ακόμη παραπέρα για να διευκολυνθεί ακόμη περισσότερο το πέρασμα στο σοσιαλισμό.
Και εδώ πρέπει να αποσαφηνίσουμε ότι αυτή η αναντιστοιχία ανάμεσα στην ωριμότητα των αντικειμενικών συνθηκών και την ανωριμότητα των υποκειμενικών συνθηκών γίνεται και εκφράζεται ως πολιτική αναντιστοιχία στη καθημερινή δράση του Κόμματος, γιατί μέσα από αυτήν τη δράση για τους ώριμους στόχους προς διεκδίκηση και επίλυση θα αναπτυχθεί η πολιτική και ταξική συνείδηση των λαϊκών μαζών.
Πως εκφράζεται αυτή η αναντιστοιχία στην πολιτική του Κόμματος; Υπάρχουν πάρα πολλά παραδείγματα που θα μπορούσαν να καταδείξουν και να τεκμηριώσουν αυτήν την αναντιστοιχία.
Πριν περάσουμε, όμως, στα συγκεκριμένα παραδείγματα οφείλουμε να σημειώσουμε ότι αυτή η αναντιστοιχία που παρουσιάζεται στην πολιτική του Κόμματος στην καθημερινή του δράση επηρεάζεται αποφασιστικά και από την εγκατάλειψη μιας συγκεκριμένης Λενινιστικής επεξεργασίας που αφορά τον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό.
Ως κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό ο Β. Ι. Λένιν καθόρισε τη σύμφυση του κράτους με τη χρηματιστική ολιγαρχία και την ύπαρξη των κρατικών μονοπωλίων. Μπροστά στο κύμα των ιδιωτικοποιήσεων οι επεξεργασίες του Κόμματος, σταδιακά, έπαψαν να αναφέρονται στον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό. Αυτήν την έλλειψη από την πλευρά μας τη θεωρούμε μέγα λάθος, γιατί και από την άποψη της ουσίας του, δηλαδή, της σύμφυσης του κράτους με τη χρηματιστική ολιγαρχία, αλλά και από την άποψη των κρατικών μονοπωλίων εξακολουθεί να ισχύει.
Η εγκατάλειψη αυτής της επεξεργασίας έχει άμεση επίδραση στην τακτική του Κόμματος, στην πολιτική του, στους προγραμματικούς του στόχους, με βάση τους οποίους θα αναπτυχθεί η δράση των λαϊκών μαζών για να αλλάξει και να αναπτυχθεί, παράλληλα, και η ταξική και πολιτική τους συνείδηση, που θα φέρει και την αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων. Επιδρά ταυτόχρονα και στο Εργατικό Κίνημα και στη στάση του Κόμματος σ’ αυτό, γιατί οι προγραμματικοί στόχοι αυτοί πρέπει να γίνουν και στόχοι του Εργατικού Κινήματος.
Ταυτόχρονα έχει επίδραση και στις κοινωνικές συμμαχίες, στη δημιουργία και το περιεχόμενο του αντιμονοπωλιακού αντιιμπεριαλιστικού δημοκρατικού μετώπου, στον πολιτικό του ρόλο, στη δημιουργία κυβέρνησης, στην αλλαγή των τάξεων στην εξουσία (γι’ αυτό το θέμα παραπέμπουμε στο τελευταίο άρθρο μας της στήλης «Θεωρία – Ανάλυση» με τίτλο «Οι μάσκες πέφτουν…»).
Είναι διαφορετικό πράγμα, και περνάμε τώρα στα συγκεκριμένα παραδείγματα, να υποστηρίζεις τη διεκδίκηση και την επίλυση του τεράστιου προβλήματος των «κόκκινων δανείων», που αφορά ένα μεγάλο τμήμα των εργαζομένων, που κινδυνεύουν να χάσουν τα σπίτια τους, μέσα από τη θέση για κρατικοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, να εξηγείς στις λαϊκές μάζες ότι αυτή η κρατικοποίηση είναι απολύτως αναγκαία αλλά με μια κυβέρνηση του ΑΑΔΜ, που, ταυτόχρονα θα σημαίνει και αλλαγή των τάξεων στην εξουσία, και διαφορετικό πράγμα να υποστηρίζεις την «κοινωνικοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος» με εργατική λαϊκή εξουσία, δηλαδή τον άμεσο σοσιαλισμό, που οι συσχετισμοί των δυνάμεων δεν επιτρέπουν να πραγματοποιηθεί.
Η πρώτη θέση σε πλησιάζει στο σοσιαλισμό και αντικειμενικά και υποκειμενικά. Με μια κυβέρνηση και ένα κράτος του ΑΑΔΜ και την αλλαγή των τάξεων στην εξουσία γίνεται πιο κατανοητός ο τρόπος διεκδίκησης και επίλυσης των άμεσων προβλημάτων των εργαζομένων, τους βοηθάει να κατανοήσουν την ανάγκη του σοσιαλισμού και να αγωνιστούν γι’ αυτόν.
Πριν απ’ όλα τους βοηθάει να συσπειρωθούν στα συνδικάτα τους, να σφυρηλατήσουν την ενότητά τους, να έρθουν σε αντιπαράθεση με την κυβερνητική πολιτική και τα αστικά και μικροαστικά κόμματα, να ανεβάσουν την ταξική τους συνείδηση αλλά και την πολιτική τους συνείδηση ως τάξη «για τον εαυτό της». Αυτή η τακτική δε σε αποκόβει από την ανάγκη προβολής του σοσιαλισμού, αντίθετα τη διευκολύνει.
Η δεύτερη θέση, ενώ φαίνεται ότι διεκδικεί τον άμεσο σοσιαλισμό, στην πραγματικότητα σε απομακρύνει απ’ αυτόν. Και αυτό για έναν απλό λόγο. Το άμεσο το εμφανίζει ως μακροπρόθεσμο στη συνείδηση των λαϊκών μαζών, ως ζήτημα του μέλλοντος, έστω και εάν είναι άμεσο. Και αυτό γιατί ο σοσιαλισμός δεν έχει κατασταλάξει στη συνείδηση των εργαζομένων ως άμεσο καθήκον. Και αυτό ακριβώς το ζήτημα επιλύει η τακτική που υποστηρίζει η «Νέα Σπορά» σε σχέση με την τακτική που ακολουθεί το Κόμμα.
Ανάλογα παραδείγματα μπορούμε να φέρουμε πολλά, για τον ενιαίο φορέα φαρμακοβιομηχανίας, ενέργειας, τηλεπικοινωνιών, μεταφορών, της ναυπηγικής βιομηχανίας, των συνεταιριστικών βιομηχανιών της αγροτικής παραγωγής, για την υγεία την παιδεία, τους μικρούς και μεσαίους αγρότες που εξαρτώνται από το τραπεζικό σύστημα μετά την ιδιωτικοποίηση της Αγροτικής Τράπεζας για τους ΕΒΕ κλπ.
Κορυφαίο, όμως, παράδειγμα που αναδεικνύει την πολιτική αναντιστοιχία του Κόμματος σε σχέση με την πολιτική και ταξική συνείδηση των εργαζομένων είναι το ζήτημα της αποδέσμευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η θέση του Κόμματος είναι «αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση με μονομερή διαγραφή του χρέους, κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων και εργατική λαϊκή εξουσία». Μόνο και μόνο το βάρος και ο όγκος του καθήκοντος σε μια εποχή που οι διεθνείς συσχετισμοί είναι καταθλιπτικά σε βάρος του σοσιαλισμού και υπέρ του καπιταλισμού ακυρώνουν την αποδοχή αυτής της θέσης από την πλευρά των εργαζομένων και φρενάρουν τις διεργασίες που γίνονται σε βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στους κόλπους των εργαζομένων.
Η πάλη για την αποδέσμευση γίνεται πιο κατανοητή, λόγω και των συνεπειών που υφίστανται οι εργαζόμενοι, εάν συνδυαστεί με την προώθηση του ΑΑΔΜ, την αλλαγή των τάξεων στην εξουσία, που θα εκφράζουν το ΑΑΔΜ, με μια κυβέρνηση του ΑΑΔΜ αλλά όχι με τον άμεσο σοσιαλισμό, που μπορεί να σε φτάσει, όμως, κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις, μέχρι και την αποδέσμευση που, ταυτόχρονα, θα κρίνει αποφασιστικά και τη μάχη για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Δηλαδή η μάχη για την αποδέσμευση να μετατραπεί σε μάχη για τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Αυτό το ενδεχόμενο κανείς δε μπορεί να το αποκλείσει εκ των προτέρων αλλά και κανείς δε μπορεί να το επιβάλει επίσης εκ των προτέρων. Το μόνο βέβαιο είναι ότι θα δοθεί μια μάχη μεγάλης σπουδαιότητας για την αστική τάξη.
Και αυτό γιατί η πάλη για την αποδέσμευση στην πράξη μετατρέπεται σε μάχη στρατηγικής σημασίας μια και αφορά άμεσα τη στρατηγική της αστικής τάξης. Η στρατηγική της αστικής τάξης δεν είναι από τα ζητήματα που επιδέχονται άμεσες αλλαγές. Είναι μακροπρόθεσμος σχεδιασμός της αστικής τάξης. Και αυτή τη στιγμή δεν έχουν εμφανιστεί τα σημάδια που προτίθεται να την αλλάξει.
Αντίθετα την υπερασπίζεται «με νύχια και με δόντια» και κάθε ζήτημα που προκύπτει είτε πολιτικό είτε οικονομικό το εξαρτά από την παραμονή της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επομένως μέσα από την τακτική που θα προσεγγίσεις αυτό το ζήτημα επιλύεις ένα ζήτημα στρατηγικής σημασίας για το επαναστατικό κίνημα, που έτσι ή αλλιώς θα επιδράσει και για την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Από την άποψη αυτή η πάλη για την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση γίνεται πολύ πιο κατανοητή και συνειδητοποιείται πολύ περισσότερο μέσα από την επεξεργασία του ΑΑΔΜ, παρά από τη θέση που προβάλλει επισήμως το Κόμμα. Και αυτό γιατί η αποδέσμευση είναι ο κρίκος που συνδέει όλα τα καθημερινά και άμεσα προβλήματα των εργαζομένων και των μικροαστικών στρωμάτων που αντιμετωπίζουν από τη βάρβαρη πολιτική που εφαρμόζεται.
Η πρόταση κατ’ επέκταση της «Νέας Σποράς», που έχει προβληθεί κατ’ επανάληψη από την αρθρογραφία της, προβάλλει τους προγραμματικούς εκείνους στόχους, που είναι ώριμοι για να επιλυθούν, που θα γίνουν και στόχοι του Εργατικού Κινήματος, στηρίζεται στη μελέτη της Λενινιστικής επαναστατικής τακτικής, έχει ως προϋπόθεση την ανάπτυξη της πάλης των εργαζομένων, που θα φέρει και την ανάπτυξη της ταξικής και πολιτικής τους συνείδησης, έχει ως σταθερό στόχο την αλλαγή των τάξεων στην εξουσία, ανοίγει το δρόμο για το σοσιαλισμό, τον φέρνει πιο κοντά.
Από την άποψη αυτή η κατηγορία που προβάλλεται από την ηγεσία του Κόμματος ότι όποιος διαφωνεί με την τακτική του Κόμματος διαφωνεί και με το στρατηγικό του στόχο δεν είναι μόνο ατεκμηρίωτη αλλά και παντελώς ανυπόστατη.
COMMENTS