Τι κάνουμε; (2)

Τελικά ποιο είναι το βασικό κομματικό πρόβλημα που φέρνει το Κόμμα μας σε αδυναμία να παρακολουθήσει τις πολιτικές εξελίξεις, παρά το γεγονός ότι η ηγεσία του Κόμματος έχει την αντίθετη άποψη και επιμένει στην κατεύθυνση που έχει χαράξει, έστω και εάν, κατά καιρούς, παρουσιάζει ορισμένα «στρογγυλέματα» στην κατεύθυνση αυτή, στρογγυλέματα που εκφράζονται με ορισμένες διαφοροποιήσεις στις εκφράσεις στελεχών του και της ίδιας της ηγεσίας, που αφορούν στη στρατηγική του Κόμματος;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι: Το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει το Κόμμα μας είναι ότι ανάγει το σύνολο των αντιθέσεων, που παρουσιάζονται στην κοινωνία, στη βασική αντίθεση της κοινωνίας ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Και αυτή η αναγωγή είναι σωστή μεν, κατ’ αρχήν, αλλά πρέπει να γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην παρακάμπτονται και να μην αντιμετωπίζονται οι άλλες αντιθέσεις σα να μην υπάρχουν.

Στην προηγούμενη συνέχεια αυτού του άρθρου φέραμε το παράδειγμα του πως αντιμετωπίζει το Κόμμα μας τις εξελίξεις στην Ουκρανία. Στο άρθρο που δημοσιεύσαμε για τις πρόσφατες εξελίξεις στην Αργεντινή με την επιλεκτική χρεοκοπία – με τίτλο «Η Αργεντινή και εμείς», θέσαμε ορισμένα ερωτήματα άμεσης προτεραιότητας που θα έπρεπε να απαντήσει το Κόμμα μας για να πάρει θέση σε σχέση με την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα.

Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Το πρόβλημα που υπάρχει στη δράση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ουκρανίας είναι μόνο ότι δε μπόρεσε να παρουσιάσει ένα πρόγραμμα και να αναπτύξει τη δράση του «στην κατεύθυνση της ανατροπής του καπιταλισμού, της αποδέσμευσης από κάθε ιμπεριαλιστική ένωση, για την επικράτηση και οικοδόμηση της εργατικής εξουσίας»;

Ας δούμε τώρα τι ακριβώς παρακάμπτει το δικό μας Κόμμα στις εξελίξεις στην Ουκρανία, που επιφυλάσσει για τον εαυτό του την άποψη «Μόνο ένα ισχυρό εργατικό κίνημα, με την πρωτοπόρα δράση και την επεξεργασμένη επαναστατική στρατηγική του ΚΚ, ενός ΚΚ «παντός καιρού», μπορεί να βάλει φρένο στα σχέδια των αντιδραστικών αστικών δυνάμεων, μεταξύ άλλων και στο ζήτημα της συρρίκνωσης των δημοκρατικών δικαιωμάτων».

Η Ουκρανική κυβέρνηση πήρε μιαν απόφαση. Φασιστική στο περιεχόμενό της και στο πλαίσιο των ενδοαστικών και ενδοϊμεριαλιστικών αντιθέσεων, που εκφράζονται αυτή τη στιγμή στην Ουκρανία. Να απαγορέψει τη Ρώσικη γλώσσα. Αυτή η απαγόρευση αφορά το 20% περίπου του πληθυσμού της Ουκρανίας, που αποτελεί τη Ρώσικη εθνότητα και που κατοικεί στα εδάφη αυτά επί αιώνες και έχουν σφυρηλατηθεί δεσμοί μεταξύ Ρώσων και Ουκρανών, αλλά αφορά και το 40% του πληθυσμού της Ουκρανίας που μιλάει ή δηλώνει ως πρώτη γλώσσα τη Ρώσικη.

Από τη στιγμή που η κυβέρνηση της Ουκρανίας απαγορεύει τη γλώσσα των Ρώσων και των Ρωσόφωνων ουσιαστικά επιχειρεί σε βάρος τους μια εθνοτική κάθαρση στην Ουκρανία με απώτερο στόχο ακόμη και τον εξοστρακισμό τους από τα εδάφη που ζουν. Διαφορετικά δε θα έκανε πόλεμο ενάντια στο Ρώσικο και Ρωσόφωνο πληθυσμό της Ανατολικής Ουκρανίας. Ήδη αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες Ρώσων και Ρωσόφωνων έχουν περάσει και ζουν σε καταυλισμούς σε Ρώσικο έδαφος. Σήμερα, κατά τις Ρωσικές πηγές, υπολογίζονται στις 850.000. Την ίδια στιγμή, βέβαια, ας το σημειώσουμε και αυτό, εκατομμύρια Ουκρανοί ζουν και εργάζονται στη σημερινή Ρωσία.

Το ερώτημα είναι: Αυτό το τόσο άμεσο πρόβλημα που δημιούργησε η κυβέρνηση της Ουκρανίας θα αντιμετωπιστεί και θα επιλυθεί σε συνθήκες «εργατικής λαϊκής εξουσίας» (που, βέβαια, γενικά θα επιλυθεί οριστικά κάθε ανάλογο εθνικό ζήτημα) ή θα διεκδικηθεί να επιλυθεί αυτή τη στιγμή, μια και από το Σεπτέμβρη που έρχεται η Ρώσικη γλώσσα θα σταματήσει να διδάσκεται στα σχολεία, να χρησιμοποιείται στα δημόσια έγγραφα, δε θα επιτρέπεται να ακούγεται στους δρόμους;

Και αν επεκτείνουμε το ερώτημα. Από τη στιγμή που η κυβέρνηση της Ουκρανίας επιμένει όχι μόνο στην απαγόρευση της γλώσσας, που θα αλλάξει τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων τόσο ως εθνότητας αλλά και στην καθημερινότητά τους – και πολλών Ουκρανών εκατομμυρίων Ρωσόφωνων, που με την απόφασή της αυτή αμφισβητεί την ίδια την ύπαρξη της Ρώσικης εθνότητας, αλλά, ταυτόχρονα, έχει εξαπολύσει έναν πόλεμο γενοκτονίας στην Ανατολική Ουκρανία, έχουν οι Ρώσοι και οι Ρωσόφωνοι το δικαίωμα να αντισταθούν, με όλα τα μέσα, να διεκδικήσουν την αυτονομία τους και την αναγνώρισή τους ως επίσημης εθνότητας, ενάντια σε μια κυβέρνηση που ήρθε με πραξικοπηματικό τρόπο και την ιμπεριαλιστική ανοιχτή επέμβαση των ΗΠΑ – ΝΑΤΟ και Ευρωπαϊκής Ένωσης (και στους στόχους της ήταν ευθύς εξ αρχής η εθνοκάθαρση, ξεκινώντας από τη γλώσσα), και έχει επιστρατεύσει το νεοναζιστικό εσμό του ¨Δεξιού Τομέα¨ και των ξένων μισθοφόρων και ιδιωτικών στρατών ενάντια στη Ρώσικη εθνότητα και τους Ρωσόφωνους;

Φυσικά τα πράγματα δεν είναι στατικά. Όλα αυτά τα γεγονότα εξελίσσονται πάνω στο έδαφος των ταξικών, των ενδοαστικών και ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Τώρα έχει χυθεί και αίμα και τα πράγματα έχουν γίνει ακόμη πιο δύσκολα. Αλλά ο προσεκτικός παρατηρητής θα διακρίνει ότι «δίπλα» στο εθνικό ζήτημα που έχει προκύψει και που το υπερασπίζονται οι ανακηρυχθείσες «Λαϊκές Δημοκρατίες» αναπτύσσεται, ταυτόχρονα και μια ταξική διαπάλη στο εσωτερικό τους. Εάν, δηλαδή, τα μέσα παραγωγής θα είναι «συλλογικά» ή ιδιωτικά. Μαζί με το εθνικό ζήτημα έρχεται να «κουμπώσει» και το κοινωνικό, που και τα δύο από κοινού θέτουν το πολιτικό θέμα όχι μόνο για τις «Λαϊκές Δημοκρατίες» αλλά για ολόκληρη την Ουκρανία και την κυβέρνηση.

Πάντα, βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και η Ρωσία έχει τους δικούς της γεωπολοτικούς σχεδιασμούς, τις δικές της επιδιώξεις στην Ουκρανική κρίση, αλλά το θέμα της Ρώσικης εθνότητας και των Ρωσόφωνων εξακολουθεί να παραμένει και να περιμένει τη λύση του. Το να μιλάς, λοιπόν, συνεχώς για τα «ιμπεριαλιστικά παζάρια» δεν ξεμπερδεύεις από την ουσία του προβλήματος. Ούτε, επίσης, ξεμπερδεύεις με το θέμα αυτό επειδή εμφανώς ρίχνεις τους τόνους ως προς τη Ρωσία και καταγγέλλεις πιο αποφασιστικά την ανάμειξη στις Ουκρανικές εξελίξεις των ιμπεριαλιστών των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αφήνουμε ασχολίαστο, προς το παρόν, το γεγονός του τι σημαίνει στην πράξη η ένταξη στο ΝΑΤΟ και η εγκατάσταση πυραυλικών συστημάτων στην Ουκρανία για ολόκληρη την Ευρώπη και το τι συνέπειες θα έχει πάνω στο Εργατικό και Κομμουνιστικό Κίνημα, μια πλευρά που δεν αντιμετωπίζεται από τον άφθονο «επαναστατικό ενθουσιασμό» των γραφτών, που αγνοεί τις πρακτικές συνέπειες.

Την ίδια στάση, παραπομπή του θέματος στην εργατική εξουσία, κράτησε το Κόμμα μας και για την περίπτωση της Αργεντινής. Δεν απάντησε σε κανένα ερώτημα απ’ αυτά τα οποία έμπαιναν εξ αιτίας της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας. Με μία γενικόλογη φράση «καθάρισε» το θέμα με αναφορά στις μορφές διαχείρισης της καπιταλιστικής εξουσίας.

Μόνο που μ’ αυτόν τον τρόπο που τοποθετείται το Κόμμα χάνει από τον άμεσο ορίζοντα την καταδίκη της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας και την έμπρακτη αλληλεγγύη στον Ουκρανικό και Αργεντίνικο λαό. Και αυτό δεν είναι ένα θέμα ήσσονος σημασίας. Ενώ η κατάσταση αναδεικνύει την άμεση ανάγκη της αντιιμπεριαλιστικής πάλης, που σε τελική ανάλυση γίνεται και αντικείμενο ιδεολογικής διαπάλης στο εσωτερικό της χώρας μας, χάνει το Κόμμα μας ένα μέτωπο συσπείρωσης των εργαζομένων ενάντια στον ιμπεριαλισμό, το αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο, επιτρέποντας, ταυτόχρονα, στη Νέα Δημοκρατία να κάνει μαθήματα υποτέλειας από το βήμα της βουλής χωρίς να παίρνει απαντήσεις. Λες και δεν υπάρχει πολιτικό θέμα με την υποτελή στάση της κυβέρνησης που ευνοεί και συγκαλύπτει την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα κηρύσσοντας το σύγχρονο Φαναριωτισμό.

Παράλληλα επιτρέπει στο ΣΥΡΙΖΑ να δημαγωγεί και να δικαιολογεί τις υπαναχωρήσεις του αλλά και να φαίνεται ότι είναι αυτός που υποστηρίζει και εκφράζει την αλληλεγγύη του στο λαό της Αργεντινής εκμεταλλευόμενος τα αντιιμπεριαλιστικά αισθήματα του Ελληνικού λαού.

Και όπως θα είδαμε, με τον ερχομό του Ζαν – Κλοντ Γιουνκέρ στην Ελλάδα, έγινε αναφορά στην Αργεντινή για να τονιστεί ότι εάν δεν υπήρχε η «υπεύθυνη στάση» του Αντώνη Σαμαρά και της κυβέρνησής του η Ελλάδα θα είχε εκδιωχθεί από το ευρώ και θα είχε γίνει Αργεντινή, θέση που υποστηρίζει μετά μανίας η κυβέρνηση και όλοι οι απολογητές της από δημοσιογραφικά «πρώτα» ονόματα έως και «ακαδημαϊκούς» φωστήρες της οικονομίας. Το αφεντικό ήρθε για να επικυρώσει την υποτέλεια του υπηκόου.  Από τον τρόπο που χειρίστηκε η κυβέρνηση το ζήτημα της Αργεντινής και οι δηλώσεις Γιουνκέρ δεν αποδεικνύουν τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από την πολιτική και οικονομική εξάρτηση της χώρας μας από τα αφεντικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Να λοιπόν πως ένα θέμα που αφορά την Ουκρανία ή και την Αργεντινή γίνεται αμέσως – αμέσως θέμα που αφορά την Ελλάδα και τη σχέση της με την Ευρωπαϊκή Ένωση, στο πλαίσιο της αντιιμπεριαλιστικής πάλης, πως δίνεται η δυνατότητα να αναπτύξει το Κόμμα μας την ιδεολογική και πολιτική του παρέμβαση και διαπάλη για το ποια στάση πρέπει να κρατήσει η χώρα μας απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα μνημόνια, το χρέος, την αποδέσμευση, την εξάρτηση, τη μονομερή διαγραφή του χρέους και τη δημοσιονομική πολιτική. Και παραπέρα ποια στάση πρέπει να κρατήσει το Κόμμα μας απέναντι στις μεθοδεύσεις της κυβέρνησης για τη συνέχεια που θέλει να δώσει στο χρέος, πάντα με λιτότητα και δημοσιονομική πειθαρχία, που προσπαθεί από τώρα να δημιουργήσει το έδαφος για τις προσεχείς της «επιτυχίες».

Διαπιστώνουμε, λοιπόν, από τη μια, ότι όταν αυτά τα ζητήματα δε γίνονται αντικείμενο της ιδεολογικής διαπάλης δεν υπάρχει καθαρό πολιτικό στίγμα για τους εργαζόμενους, με αποτέλεσμα να βρίσκονται στη «μέση» μιας ανηλεούς και κυνικής δημαγωγίας που είτε κηρύσσει ανοιχτά την υποτέλεια και εξασφαλίζει και την πολιτική υποστήριξη του Ζαν – Κλοντ Γιουνκέρ, είτε δημαγωγεί την ώρα που έχει αποδεχτεί το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Από την άλλη, διαπιστώνουμε ότι όταν αυτά τα ζητήματα δεν γίνονται αντικείμενο της ταξικής πάλης με πρωτοβουλία του Κόμματος το Εργατικό Κίνημα δεν έχει προσανατολισμό, δεν αναπτύσσεται, δεν αντιστέκεται και ο δρόμος για την υλοποίηση της κυβερνητικής πολιτικής δεν έχει κανένα εμπόδιο. Και δεν είναι μόνο αυτό. Ερχόμαστε και στο «καπάκι», ως επιμηθείς, και κάνουμε εκτιμήσεις ότι το Εργατικό Κίνημα βρίσκεται σε ύφεση, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι αυτό το γεγονός εξαρτάται και από τη δική σου στάση, από τη δική σου θέληση για την οργάνωση και ανάπτυξη της ταξικής πάλης. Ουσιαστικά ενοχοποιούμε την εργατική τάξη και τους εργαζόμενους ότι έχουν βολευτεί στον καναπέ τους, κάτι που δεν είναι αλήθεια.

Διαπιστώνουμε και κάτι άλλο. Μη συλλαμβάνοντας το τι πραγματικά έγινε το 2001 στην Αργεντινή από το Αργεντίνικο Κόμμα, όταν στη χώρα αυτή κινητοποιούνταν εκατομμύρια εργαζομένων και μικροαστικών στρωμάτων, έχασε τις εξελίξεις κάτω από τα πόδια του με αποτέλεσμα  13 χρόνια μετά να μην έχουμε καμία πληροφορία για τη δράση του. Για τις προτάσεις του, ακόμη και για την ύπαρξή του την ίδια. Και αυτή η διαπίστωση μας αφορά, γιατί και εμείς έχουμε χάσει δυνάμεις και έδαφος, επειδή όταν μετακινούνταν 3.5 εκατ. ψηφοφόροι δεν πήραμε είδηση το τι ακριβώς συνέβαινε.

Και εμείς μιλάμε, θα μας επιτραπεί η έκφραση, με περίσσευμα έπαρσης και θα λέγαμε και αμετροέπειας για το «Κόμμα παντός καιρού»! Ως τι; Ως άλλοθι μιας λαθεμένης γραμμής; Ως συγκάλυψη για κάτι που δεν είμαστε; Για μια κατάσταση που βιώνουμε και τη γνωρίζουμε και υποψιαζόμαστε ότι η αστική τάξη της χώρας μας μάλλον την ξέρει καλύτερα και από εμάς; Ή για κάτι που κυριαρχεί στο φαντασιακό μας και που ταυτόχρονα υποδηλώνει την απόσπαση του Κόμματος από την πραγματικότητα;

Αν, λοιπόν, με τα παραπάνω που περιγράψαμε, αποδεικνύουμε το πώς το Κόμμα μας χάνει ένα μέτωπο, αυτό της αντιιμπεριαλιστικής πάλης, για να αναπτύξει την πάλη του και τη δράση του, περνώντας στα της εσωτερικής πολιτικής ζητήματα, που, επί της ουσίας, δεν είναι πλέον ζητήματα εσωτερικής πολιτικής, αφού η χώρα μας είναι ενταγμένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ,  θα διαπιστώσουμε πως το Κόμμα μας χάνει τη δυνατότητα να αναπτύξει την πάλη του και στο αντιμονοπωλιακό και στο δημοκρατικό μέτωπο, της δράσης, δηλαδή, ενάντια στα μονοπώλια και της υπεράσπισης των δημοκρατικών ελευθεριών και δικαιωμάτων των εργαζομένων, των κοινωνικών τους κατακτήσεων.

Είναι, τώρα, μια μακρά περίοδος, που με τα μνημόνια πραγματοποιούνται ουσιαστικές αλλαγές και αναδιαρθρώσεις στον Ελληνικό καπιταλισμό, καθοδηγούμενες πλήρως από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΔΝΤ και άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Αναδιαρθρώσεις που αφορούν στον ίδιο τον παραγωγικό τομέα, το κράτος αλλά και τις εργασιακές σχέσεις, τα συνδικαλιστικά, ασφαλιστικά και άλλα δικαιώματα των εργαζομένων. Αλλαγές που αλλάζουν ουσιαστικά την κατάσταση του Ελληνικού καπιταλισμού και των εργαζομένων σε σχέση ακόμη και με το πρόσφατο παρελθόν.

Ποια είναι τα αποτελέσματα; Χάθηκαν βασικοί παραγωγικοί τομείς της Ελληνικής οικονομίας. Από το φτηνό γάλα βρισκόμαστε στο ακριβό γάλα. Από τον ανταγωνισμό για φτηνό ρεύμα βρισκόμαστε στο ακριβό ρεύμα και μπροστά στο ξεπούλημα της ΔΕΗ, ενώ 350.000 χιλιάδες οικογένειες δεν έχουν ρεύμα, γιατί αδυνατούν να το πληρώσουν. Ο ΟΤΕ ξεπουλήθηκε. Τα λιμάνια ξεπουλιούνται. Τα αεροδρόμια το ίδιο. Οι δρόμοι ιδιωτικοποιούνται και «πήζουν» από τα διόδια. Οι αιγιαλοί παραδίδονται βορά στα τουριστικά και άλλα μονοπώλια. Οι εργαζόμενοι χάνουν τα σπίτια τους. Οι τράπεζες ενώ είναι στην ουσία κρατικές θα παραδοθούν ξανά στους ιδιοκτήτες τους ή σε ξένα κεφάλαια. Εκτάσεις γης ξεπουλιούνται αντί πινακίου φακής. Το ΤΑΙΠΕΔ ξεπούλησε το Ελληνικό και φιλέτα γης, κτίρια και είναι έτοιμο να ξεπουλήσει όποια δημόσια περιουσία εμπίπτει στη δικαιοδοσία του. Η φορολογία στα ύψη. Ο ένας φόρος πάνω στον άλλο. Το χρέος αντί να μειώνεται αυξάνεται. Οι μισθοί έχασαν το 40% της αξίας τους. Οι δημόσιοι υπάλληλοι απολύονται. Η ανεργία στο κατακόρυφο. Οι ελαστικές σχέσεις εργασίας και τα τετράωρα, σε αμοιβή, αλλά με πολύ περισσότερες ώρες σε εργασία δίνουν και παίρνουν. Οι ελεύθερες απολύσεις οσονούπω. Η ανασφάλιστη εργασία έχει εκτοξευτεί. Η μετανάστευση επίσης. Συνεταιριστικά εργοστάσια (π.χ. Δωδώνη) ιδιωτικοποιήθηκαν. Το νερό επίσης. Τα νοσοκομεία είναι διαλυμένα. Τα Πανεπιστήμια σε κακά χάλια. Και ο κατάλογος ατέλειωτος.

Ποτέ στη χώρα μας δεν πέρασαν τόσες αντιδραστικές αλλαγές με τόση ευκολία και μιλάμε ειδικά για τα δύο τελευταία χρόνια, που οι δυνάμεις του Κόμματος μειώθηκαν. Ποτέ δεν υπήρξε τόση μεγάλη ανισότητα ανάμεσα στους «έχοντες και κατέχοντες και στους μη έχοντες και μη κατέχοντες», χαρακτηριστικό της σύγχρονης καπιταλιστικής βαρβαρότητας στη χώρα μας και σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτή η κατάσταση έχει φτάσει να ανησυχεί ακόμη και ρεαλιστές αστούς πολιτικούς που εκφράζουν έντονους προβληματισμούς για την παραπέρα πορεία του καπιταλισμού.

Όλες  αυτές οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, που πραγματοποιούνται στη χώρα μας – και γενικότερα, περιγράφουν ένα πλαίσιο διαρθρωτικών αλλαγών για τον καπιταλισμό (στρατηγικής σημασίας), που, όμως, ενδιαφέρουν άμεσα και την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα, που τα καταστρέφει, και που το χαρακτηριστικό τους είναι ότι πραγματοποιούνται για να διευκολύνουν την αναπαραγωγή του κεφαλαίου.

Και ενδιαφέρουν την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα από την άποψη ότι είναι διαφορετικό πράγμα να ιδιωτικοποιείται η ενέργεια και να έχει ακριβό ρεύμα ο εργαζόμενος, είναι διαφορετικό πράγμα οι τράπεζες να χρηματοδοτούνται από τον κρατικό κορβανά και να χάνει ο εργαζόμενος το σπίτι του, είναι διαφορετικό πράγμα οι αλλαγές για την παραγωγή γάλακτος στην Ελλάδα να φέρνουν πιο ακριβές τιμές και ταυτόχρονα να υπονομεύουν την ικανότητα της χώρας στην παραγωγή γάλακτος, την ώρα που τα ξένα μονοπώλια θα καταλαμβάνουν την Ελληνική αγορά, είναι διαφορετικό πράγμα να ξεπουλιέται η δημόσια περιουσία, ενώ θα έπρεπε να παραμένει κρατική, και τόσα άλλα παραδείγματα.

Και είναι διαφορετικό πράγμα όχι από την άποψη ότι ένας κρατικός, κεφαλαιοκρατικός στην ουσία του τομέας, δε θα λειτουργεί με τα συνήθη ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, αλλά από την άποψη ότι η κρατική ιδιοκτησία διευκολύνει την εργατική τάξη στην αντιμονοπωλιακή πάλη της και για να μην υπάρξουν οι ιδιωτικοποιήσεις και για καλύτερες κοινωνικές υπηρεσίες, αλλά και από την άποψη της υλικής προετοιμασίας της κοινωνίας για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό. Κάποτε πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι καπιταλισμοί δεν είναι ίδιοι μεταξύ τους, και αυτή είναι μια Λενινιστική θέση. Φυσικά οι καπιταλισμοί των διαφορετικών χωρών είναι καπιταλισμοί και χαρακτηρίζονται από τα ίδια γνωρίσματα ως προς την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είναι και ίδιοι.

Ένας «δικός» μας καπιταλισμός, στην κρατικομονοπωλιακή βαθμίδα (μια έννοια μάλλον ξεχασμένη στην Κομματική μας φιλολογία), που αντιστοιχεί στην ιστορική εξέλιξη του καπιταλισμού στο «σκαλοπατάκι» πριν το σοσιαλισμό, κατά τον Λένιν, μας φέρνει πιο κοντά στο σοσιαλισμό.

Είναι σημαντικό, λοιπόν, σε μια εποχή εκτεταμένων ιδιωτικοποιήσεων που ευνοούν το ντόπιο κεφάλαιο αλλά κυρίως το ξένο κεφάλαιο στην επέκτασή του και την αναπαραγωγή του να υπάρχει μια απάντηση από τη πλευρά της εργατικής τάξης που να τη συσπειρώνει στην αντιμονοπωλιακή της πάλη και να της εξασφαλίζει τις κοινωνικές της συμμαχίες.

Αυτή η αντιμονοπωλιακή πάλη δεν θα είναι μια απλή αντιπαράθεση ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις ούτε μια επιστροφή σ’ έναν κρατισμό που ήδη γνωρίζουμε το πώς λειτούργησε ( και που δεν ήταν ό, τι χειρότερο γνωρίσαμε στη χώρα μας αν τον συγκρίνουμε με ιδιωτικές επιχειρήσεις που άρμεγαν τον κρατικό κορβανά). Θα είναι μια πρόταση που θα αφορά βασικούς τομείς της κοινωνικής παραγωγής, που έχουν άμεση σχέση και με την καθημερινότητα των εργαζομένων και την υλική βάση της χώρας μας. Η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ είναι άμεσο πρόβλημα για τους εργαζόμενους, γιατί παράγει το επίσης άμεσο αποτέλεσμα της ακριβής τιμής του ρεύματος. Η υπονόμευση της αγροτικής μας παραγωγής είναι άμεσο πρόβλημα για τους εργαζόμενους, γιατί παράγει ως άμεσο αποτέλεσμα τις ακριβές τιμές στα τρόφιμα και τη διατροφική εξάρτηση από τα ξένα διατροφικά μονοπώλια. Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών είναι άμεσο πρόβλημα για τους εργαζόμενους, γιατί θα χάσουν τα σπίτια τους και γιατί πρέπει να βάζουν πάντα το χέρι τους στη τσέπη τους για να τις χρηματοδοτούν, γεγονός που επιβάλλει την κρατικοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Μια απλή πρόταση που περιορίζεται στο να μην ιδιωτικοποιηθεί η ΔΕΗ ή η επίδειξη αδιαφορίας για το εάν το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας θα είναι κρατικό ή ιδιωτικό ή θα περάσει σε ξένα κεφάλαια δε μας λύνει το πρόβλημα. Και είναι λάθος στάση.

Το ίδιο ακριβώς πρόβλημα αντιμετωπίζει το Κόμμα μας σε σχέση με το δημοκρατικό μέτωπο, δηλαδή την πάλη για την υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών και δικαιωμάτων των εργαζομένων, των κοινωνικών τους κατακτήσεων, το ζήτημα του φασισμού, τα ζητήματα της εθνικής ανεξαρτησίας και ασφάλειας της χώρας μας, της συνεργασίας με τις άλλες χέρες και πάνω απ’ όλα με το κυρίαρχο πρόβλημα της Ελληνικής κοινωνίας, την αποδέσμευση από όλους τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, Ευρωπαϊκή Ένωση, ΝΑΤΟ, ΔΝΤ, κλπ..

Αυτό που ανέδειξε η ίδια η ζωή τόσα χρόνια είναι ότι το Κόμμα μας έχει άμεση ανάγκη από την κατάθεση μιας πολιτικής πρότασης που θα ενοποιεί τα τρία αυτά μέτωπα πάλης, που πάνω τους θα δέσουν και όλα τα άλλα μέτωπα πάλης. Για τον πολιτισμό, για την παιδεία, την επιστημονική έρευνα, την υγεία, την κοινωνική ασφάλιση, τον αθλητισμό, την ειρήνη, τον ελεύθερο χρόνο των εργαζομένων, τη διασκέδαση, τις διακοπές, κλπ., και που η πρόταση αυτή θα συνδυάζει την πάλη για τα άμεσα προβλήματα των εργαζομένων ( έτσι όπως τα προσδιορίσαμε) με την προοπτική του σοσιαλισμού.

Αυτή η πρόταση δε μπορεί να χαρακτηριστεί με κανένα επιχείρημα ως μια διαχειριστική πρόταση στο πλαίσιο της καπιταλιστικής πραγματικότητας. Πολύ περισσότερο δεν κλείνει το μάτι στον οπορτουνισμό. Έτσι κι αλλιώς θα αναπτυχθεί πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού αλλά θα κινείται σε αντίθετη κατεύθυνση. Ενάντια στον καπιταλισμό, γιατί θα προβλέπει την εκδίωξη της αστικής τάξης από την εξουσία, θα προβλέπει   τον ερχομό της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων (ειδικότερα των κατώτερων) στην εξουσία, με τη δική τους κυβέρνηση και το δικό τους κράτος, ένα κράτος που δεν θα είναι αστικό, που δεν θα είναι η άμεση δικτατορία του προλεταριάτου, αλλά θα είναι κατά κυρίαρχο τρόπο εργατικό και θα στηρίζεται στην άμεση κινητοποίηση των λαϊκών μαζών, με όλα τα μέσα, ενώ θα είναι αποτέλεσμα της ανάπτυξης της ταξικής πάλης με τη χρησιμοποίηση όλων των μορφών πάλης. Θα είναι μια εξουσία που θα καθιερώσει τους δικούς της λαϊκούς αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, που δε θα έχουν καμία σχέση με τον αστικό κοινοβουλευτισμό.

Είναι μια πρόταση που παίρνει υπόψη όλες τις αντιθέσεις έτσι όπως αναπτύσσονται και εκφράζονται στην Ελληνική κοινωνία, γιατί το βασικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού σήμερα είναι να οξύνει όλες τις αντιθέσεις της κοινωνίας (και ταυτόχρονα τη βασική αντίθεση πάνω απ’ όλες), και τελικά, είναι μια πρόταση που «ανοίγει» τη βασική αντίθεση της κοινωνίας ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, την κάνει κατανοητή πριν απ’ όλα στην ίδια την εργατική τάξη και ευρύτερα στους άμεσους συμμάχους της, δηλαδή ανεβάζει το επίπεδο της ταξικής και πολιτικής συνείδησης. Δίνει τη δυνατότητα να συσπειρώσει την εργατική τάξη και τα διάφορα τμήματά της, να ενισχύσει την ενότητά της και πολιτικά να την εκπροσωπήσει το Κόμμα της, το ΚΚΕ.

Επομένως η πρόταση αυτή είναι μια επαναστατική πρόταση, που μπορεί να εξελιχθεί και στην πιο αποφασιστική μάχη που θα μας οδηγήσει στο σοσιαλισμό. Δεν έχει καμία σχέση με άλλες προτάσεις που ισχυρίζονται ότι το ΚΚΕ δεν είναι σε θέση να εκπροσωπήσει ολόκληρη την εργατική τάξη, απόψεις που μιλούν για το ενιαίο εργατικό μέτωπο ή απόψεις που σκοπεύουν στη δημιουργία μετώπων ερήμην της επαναστατικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης. Είναι μια πρόταση που αφορά το Κόμμα, αλλά και μια πρόταση που στέκεται απολύτως κριτικά απέναντι στην πολιτική που εφαρμόζει η ηγεσία του Κόμματος.

Από αυτήν την άποψη είναι μια πρόταση που απευθύνεται συνολικά στα μέλη, τα στελέχη, τους φίλους, τους οπαδούς και ψηφοφόρους του Κόμματος, στην εργατική τάξη και όλους τους εργαζόμενους, τα μικροαστικά στρώματα. Είναι ένα «κάλεσμα» ιδεολογικής διαπάλης, παραμονής στο Κόμμα, αλλαγής της πολιτικής του Κόμματος και με αυτήν την έννοια και ενίσχυσης του Κόμματος.

Η βάση αυτής της πρότασης βρίσκεται στις Λενινιστικές επεξεργασίες και στο 15ο Συνέδριο του Κόμματος, που, όμως ξεπερνάει, τις ελλείψεις του, τις αντιφάσεις του, τις αμφισημίες του και τις διπλές αναγνώσεις. Είναι εμπλουτισμένη με τις σημερινές εξελίξεις και δικαιωμένη από τις ίδιες τις εξελίξεις.

Η «Νέα Σπορά» δεν κατασκευάζει ¨αποθήκες¨ υποδοχής των διαφωνούντων. Δεν πέφτει στην παγίδα της αντιηγετικής υστερίας, ούτε στις παγίδες της συνωμοσιολογίας. Έχει σταθερά προσανατολισμό στην ανοιχτή ιδεολογική διαπάλη, μακριά από χαφιεδίστικες και ασφαλίστικες πρακτικές,  που χρησιμοποιούν άλλοι σε βάρος μας. Μένουμε σταθεροί στο ζήτημα για το ποια πολιτική γραμμή εκ μέρους του Κόμματος θα αντιμετωπίσει τα λαϊκά προβλήματα, θα μας οδηγήσει στο σοσιαλισμό. Και στο πλαίσιο αυτό εντάσσει και το ζήτημα της ηγεσίας του Κόμματος ως πολιτικού ζητήματος.

Ακριβώς γι’ αυτό έχει την εντιμότητα να απευθύνεται «με ανοιχτά χαρτιά» στην ηγεσία και να την υποβάλει σε κριτική. Κριτική που παίρνει υπόψη της την ιστορική πείρα, που μας λέει ότι το Κομμουνιστικό Κίνημα και η δράση του είναι πολύ πιο σοβαρή υπόθεση από την κατασκευή φιλόδοξων ομάδων, κινήσεων, ηγετικών φραξιονισμών,  αντιηγετικών φραξιονισμών, που βγάζουν το ανάθεμα μεταξύ τους ή ενάντια στην ηγεσία, αλλά στην πραγματικότητα υπονομεύουν την ύπαρξη του Κόμματος.

Η γνώμη μας είναι ότι ο ιστορικός κύκλος του Κόμματος δεν έχει κλείσει και υπηρετούμε αυτήν την άποψη, υπερασπίζοντας το Μαρξισμό – Λενινισμό, παρά το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή η ηγεσία του έχει παρασύρει ολόκληρο το Κόμμα σε μια αριστερίστικη παρέκκλιση, μακριά από τις επεξεργασίες των Κλασσικών. Παρέκκλιση που έχει φέρει το Κόμμα και το Εργατικό Κίνημα σε αδιέξοδο και που οι εργαζόμενοι το πληρώνουν πολύ ακριβά.

Στο πλαίσιο αυτών των απόψεων της «Νέας Σποράς» και της ανοιχτής ιδεολογικής διαπάλης καταθέτει τη γνώμη της για το «τι κάνουμε;».

Και αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να παραδεχτούμε πλέον, πρώτη απ’ όλους η ηγεσία του Κόμματος, τα μέλη και στελέχη του, οι οπαδοί του και οι ψηφοφόροι του, στο μέτρο της ευθύνης του καθ’ ενός μας, ότι οι επεξεργασίες του τελευταίου Συνεδρίου του Κόμματος δε μας εφοδιάζουν με τα απαραίτητα ιδεολογικά και πολιτικά εργαλεία και μέσα για να αντιμετωπίσουμε τη σημερινή βάρβαρη καπιταλιστική πραγματικότητα.

Πρέπει να αποκατασταθεί ο Μαρξισμός – Λενινισμός από κάθε ξένη πρόσμειξη προς αυτόν, να αποκατασταθεί η ιδεολογική και πολιτική ενότητα του Κόμματος. Να σκύψουμε πιο αποφασιστικά στη μελέτη της Λενινιστικής τακτικής, που στις μέρες μας δεν είναι μόνο επίκαιρη αλλά και απολύτως αναγκαία.

Είναι η ώρα των γενναίων αποφάσεων και τα όποια στρογγυλέματα, που μπορούν να χρησιμεύουν και για πολιτικό άλλοθι, αλλά, ταυτόχρονα, να είναι και αποτέλεσμα «των τοίχων» που βρίσκει μπροστά του το Κόμμα και ίσως αφορούν και την εκλογική του επιβίωση, το κέρδισμα χρόνου, δε φτάνουν ούτε επιλύουν το κομματικό – πολιτικό μας πρόβλημα, μπροστά και στις σημαντικές εξελίξεις που έρχονται. Ο «ηρωισμός» της επαναστατικότητας αποδείχτηκε ατελέσφορος και σε βάρος του Κόμματος και του Εργατικού Κινήματος.

Είναι ώρα για την έμπρακτη αλλαγή της στάσης του Κόμματος στο Εργατικό κίνημα, ως απαραίτητης προϋπόθεσης συσπείρωσης και ενότητας της εργατικής τάξης, ανάπτυξης της δράσης της ως κορμού του λαϊκού κινήματος. Στο πλαίσιο αυτό είναι ώρα να αποκατασταθεί ο πραγματικός ρόλος του ΠΑΜΕ, για να αντιμετωπιστεί ο κυβερνητικός συνδικαλισμός κάθε απόχρωσης, ο αστικός ρεφορμισμός και ο σοσιαλρεφορμισμός.

Είναι η ώρα να παραδεχτούμε ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα στη λειτουργία του Κόμματος. Οι οργανώσεις του δε βρίσκονται κοντά στους εργαζόμενους, δε αποτελούν τον πυρήνα της δράσης του Κόμματος, παρουσιάζουν έντονα λειτουργικά προβλήματα έως και διαλυτικά φαινόμενα και το αποτέλεσμα είναι τα μέλη του Κόμματος να οδηγούνται στην αδρανοποίηση και στην τυπική διεκπεραίωση των κομματικών καθηκόντων, στην απομάκρυνση. Αν συνδυάσουμε αυτές τις πλευρές της λειτουργίας του Κόμματος και με την ευκολία που επιδεικνύεται για διαγραφές για «ψύλλου πήδημα» τότε αναδεικνύεται μια κομματική κατάσταση που απέχει πολύ από τους Λενινιστικούς κανόνες λειτουργίας του Κόμματος. Το αποτέλεσμα είναι το Κόμμα να έχει περιοριστεί, κυρίως, στην από «τα πάνω» πολιτική δουλειά.

Είναι ώρα να παραδεχτούμε ότι τα στελέχη που αναδείχτηκαν στη βάση των πρόσφατων επεξεργασιών του Κόμματος, της συμφωνίας τους μ’ αυτές, απέχουν πολύ από το να μπορούν να διαχειριστούν πολιτικές καταστάσεις, που χαρακτηρίζονται από σύνθετα καθήκοντα και απαιτήσεις. Και αυτό ο κόσμος το έχει «τούμπανο και εμείς κρυφό καμάρι». Αυτό ήταν το αποτέλεσμα των επεξεργασιών του Κόμματος που δεν ανοίγουν τον ορίζοντα των στελεχών.

Είναι ώρα να ζωντανέψει ο ουσιαστικός διάλογος μέσα στο Κόμμα, να εισακούονται οι διαφορετικές απόψεις, να ζωντανέψει ο διάλογος με τους οπαδούς και φίλους του Κόμματος, τους ψηφοφόρους του, που ζουν μέσα στον κόσμο και μεταφέρουν την άποψη των πλατιών μαζών για την εικόνα του Κόμματος. Μια εικόνα τραυματισμένη και πολλές φορές απογοητευτική. Είναι ώρα να ακούμε πιο πολύ το τι μας λένε οι λαϊκές μάζες, όχι για να υποχωρήσουμε σε απαράδεκτους συμβιβασμούς, αλλά για να πάρουμε υπόψη το επίπεδο της ταξικής και πολιτικής τους συνείδησης. Να μην προβαίνουμε σε εκτιμήσεις που τις ενοχοποιούν και τις προσβάλουν.

Είναι ώρα το Κόμμα να πρωτοστατήσει στην ανάπτυξη των αγώνων της εργατικής τάξης, να αναστηλώσει το κύρος του και να αντιμετωπίσει τις συμμαχίες της εργατικής τάξης με πιο ουσιαστικό τρόπο. Να διαλύσει απόψεις, που καλλιεργούνται, για την πολιτική του στάση, να δώσει απάντηση στις κατηγορίες ότι έχει μετατραπεί σε συστημικό κόμμα.

Είναι ώρα να δώσει όλες του τις δυνάμεις για την ανάκαμψη του συνδικαλιστικού κινήματος και να τελειώνουν οι πειραματισμοί στη σχέση του ΠΑΜΕ με τα συνδικάτα.

Είναι ώρα για την αποφασιστική βελτίωση του Ριζοσπάστη και των άλλων εντύπων του Κόμματος. Να αντιμετωπιστεί το ιστορικό παρελθόν της δράσης του Κόμματος με πραγματικά κριτήρια του ιστορικού υλισμού, πέρα και έξω από αντιεπιστημονικές και υποκειμενικές προσεγγίσεις. Μόνο έτσι θα έχουμε καθαρή εικόνα της ιστορίας του Κόμματος και σε τελική ανάλυση μόνο έτσι θα ξεκαθαρίσει το ποιος είναι τι.

Για όλα τα παραπάνω προβλέπονται οι αντίστοιχες καταστατικές λειτουργίες, επομένως και οι τρόποι για να επιλυθούν τα αδιέξοδα του Κόμματος. Γιατί κάποια στιγμή το ερώτημα στην ηγεσία θα τεθεί εκ των πραγμάτων και των αποτελεσμάτων.

Τι Κόμμα θα παραδώσει;

COMMENTS