Φασισμός και επιστημονικός σοσιαλισμός – ΣΤ’ Μέρος (τελευταίο)

Έχοντας μπροστά μας πια το σύνολο της ανάλυσής μας για το πώς παρουσιάζεται και το τι αντιπροσωπεύει ο φασισμός στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας την εποχή του ιμπεριαλισμού, έχοντας, επίσης, μπροστά μας την έξαρση του φαινομένου του φασισμού, σε  καιρό οικονομικής και πολιτικής κρίσης, τόσο στη χώρα μας όσο και στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όχι μόνο, αλλά και παίρνοντας, ταυτόχρονα, υπόψη το γεγονός ότι επίσημα αστικά κόμματα (Νέα Δημοκρατία, ΛΑΟΣ) είχαν φανερές και υπόγειες διασυνδέσεις ή συνομιλίες με τη Χρυσή Αυγή ακόμη και για κυβερνητική συνεργασία, μα πάνω απ’ όλα ότι υπάρχει ένα τμήμα της αστικής τάξης της χώρας μας που ενισχύει οικονομικά τη Χρυσή Αυγή και της επιφυλάσσει πολιτικό ρόλο τρομοκράτη των εργαζομένων, έχει σημασία το πώς παρουσιάζεται από μια αριστερή αρθρογραφία το φαινόμενο του φασισμού.

Σ’ αυτήν ακριβώς τη συγκυρία έρχεται μια συγκροτημένη και καταληκτική άποψη για να εμφανίσει ούτε λίγο ούτε πολύ το φασισμό ως προϊόν του διανοητικού σωλήνα, ως «σκέτο βολονταρισμό», που δήθεν δεν απαντάει σε καμία κοινωνική ανάγκη, προσπερνώντας ή υποτιμώντας έτσι, τις συγκεκριμένες ανάγκες της χρηματιστικής ολιγαρχίας.

Η άποψη αυτή που εκφράστηκε στα άρθρα του Γιώργου Πετρόπουλου στον «Ημεροδρόμο» έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς τι συνέπειες έχει στο πολιτικό επίπεδο με βάση τα όσα διατείνεται ο ίδιος, γύρω από ένα πρόβλημα που αποσιωπά στα άρθρα του. Αυτό το ζήτημα αφορά στη στάση της αστικής τάξης και τη διαπραγμάτευση που κάνει στο πλαίσιο των διώξεων που έχει ασκήσει κατά της Χρυσής Αυγής.

Σημειώνει χαρακτηριστικά ο αρθρογράφος στο άρθρο του για «το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής και την αντιμετώπιση του φασιστικού κινδύνου»: «Δεν χωράει αμφιβολία πως τα αστυνομικά μέτρα κάθε άλλο παρά μπορούν να περιορίσουν το φασιστικό φαινόμενο. (οι υπογραμμίσεις δικές μας) Δεν υιοθετούμε την άποψη που υπονοεί ότι σ’ αυτά βρίσκεται η αιτία ενίσχυσής του. Πρόκειται για λανθασμένη κι εν πολλοίς επικίνδυνη αντίληψη. Αν δεχτούμε πως ο φασισμός ενισχύεται γιατί διώκεται- καθώς και τους ανόητους παραλληλισμούς με την ποτοαπαγόρευση στην Αμερική-, τότε θα πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως για να περιοριστεί η δύναμη της Χρυσής Αυγής, αυτή πρέπει να αφεθεί ελεύθερη να τρομοκρατεί τον ελληνικό λαό και να εγκληματεί. Πρόκειται για παραλογισμό που συγχέει την ελεύθερη και ανεμπόδιστη πολιτική δράση με δραστηριότητα που κινείται στη σφαίρα του κοινού ποινικού δικαίου. Τα αστυνομικά μέτρα κατά της Χρυσής Αυγής είχαν αναμφισβήτητα μια χρησιμότητα που αφορά στην καταστολή εγκληματικών πράξεων εμποδίζοντας, μέχρι ενός σημείου, την πολιτική αντανάκλασή τους. Εκτίμησή μας είναι πως το κόμμα του κ. Μιχαλολιάκου θα είχε πολύ καλύτερα εκλογικά αποτελέσματα αν οι ψηφοφόροι πήγαιναν στις κάλπες με τα φασιστικά τάγματα να κάνουν παρέλαση στους δρόμους και να τρομοκρατούν. Ο φόβος- κι ακόμη περισσότερο ο τρόμος- είναι πάντοτε με το μέρος εκείνου που μπορεί να τον ασκήσει. Το ίδιο και η αίσθηση της δύναμης που λειτουργικά (σ.σ. προφανώς εκ παραδρομής γράφτηκε λειτουργικά. Μάλλον εννοεί: λειτουργεί) ελκτικά για τα καθυστερημένα πολιτικά στρώματα της κοινωνίας».

Πρακτικά τι προκύπτει από το συγκεκριμένο απόσπασμα; Προκύπτει καταρχήν μια κραυγαλέα αντίφαση. Από τη μια τα αστυνομικά μέτρα δεν μπορούν να περιορίσουν το φασιστικό φαινόμενο και από την άλλη τα ίδια αυτά αστυνομικά μέτρα έχουν μια χρησιμότητα γιατί αν δεν παίρνονταν η Χρυσή Αυγή θα είχε καλύτερα εκλογικά αποτελέσματα! Τι μαργαριτάρι αλήθεια είναι αυτό;

Την ίδια στιγμή ο αρθρογράφος στέκεται στον εγκληματικό χαρακτήρα της δράσης της Χρυσής Αυγής και αποφεύγει να τοποθετηθεί στη σχέση αυτής της εγκληματικής δράσης με την ιδεολογία του φασισμού. Τι «αναγκάζει» όμως το Γιώργο Πετρόπουλο στην υπεκφυγή από μια συγκεκριμένη τοποθέτηση στο συγκεκριμένο ζήτημα; Μα φυσικά η άποψη του συγγραφέα ότι ο φασισμός είναι «εγκεφαλικό κατασκεύασμα» και «σκέτος βολονταρισμός», αποσυνδέοντας έτσι τις θεωρητικές του κατασκευές από την υλική πραγματικότητα της αστικής κοινωνίας. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν τοποθετείται στο γεγονός ότι ταυτόχρονα με τα αστυνομικά μέτρα που παίρνονται κατά της Χρυσής Αυγής η αστική τάξη συνδιαλέγεται μαζί της στα παρασκήνια (υπόθεση Μπαλτάκου-Κασιδιάρη κλπ). Σ’ αυτή την ιδεολογική αντίληψη του συγγραφέα περί φασισμού ως «σκέτου βολονταρισμού» εδράζεται και η άρνησή του να δώσει εξήγηση γιατί ως τη δολοφονία Φύσσα (Σεπτέμβρης 2013) η Χρυσή Αυγή έχαιρε τέτοιας απροκάλυπτης ασυλίας από την αστική τάξη;

Θα πρέπει ακόμη να επισημάνουμε και κάτι επιπλέον για να καταδειχθεί και η σαθρή βάση της επιχειρηματολογίας στο ζήτημα των αστυνομικών μέτρων κατά της Χρυσής Αυγής. Αυτό το «κάτι» αφορά στην παράβλεψη από τον αρθρογράφο ότι μπορεί μεν να μην είχαμε προεκλογική παρέλαση των ταγμάτων εφόδου της Χρυσής Αυγής, ωστόσο δεν έλειψαν τα φαινόμενα τρομοκρατίας και τραμπουκισμού από τους Χρυσαυγίτες ακόμα και έξω από εκλογικά τμήματα στις τελευταίες εκλογές (2014), με την αστυνομία να περιορίζεται ως συνήθως σε ρόλο παρατηρητή.

Όμως η άποψη αυτή του Γιώργου Πετρόπουλου περί βολονταρισμού δεν είναι η μοναδική άποψη που εκφράστηκε στη συγκεκριμένη συγκυρία. Υπάρχει επίσης και μια άλλη εντελώς διαφορετική άποψη, καθαρά αστική που εκφράστηκε από έναν άλλο δημοσιογράφο ως προς το ζήτημα των αστυνομικών και δικαστικών μέτρων κατά της Χρυσής Αυγής.

Πρόκειται για την τοποθέτηση του γνωστού σκιτσογράφου Στάθη, (κατά κόσμο Στάθη Σταυρόπουλο) σε άρθρο του στο enikos.gr στις 20 του Ιούνη του 2014 με τον τίτλο «Ευδημία κακοδαιμονίας, επιδημία δαιμόνων…». Με αφορμή την ποινή (απαγόρευσης του ομιλείν περί της πολιτικής εκτός του κοινοβουλίου) που επιβλήθηκε στον βουλευτή Αρβανίτη της Χρυσής Αυγής, ο Στάθης φτάνει να αναγνωρίζει το «δικαίωμα» των εκπροσώπων της εγκληματικής Χρυσής Αυγής (την ώρα που αποδέχεται τον εγκληματικό χαρακτήρα των ιδεών και των συνεπειών της ναζιστικής ιδεολογίας της Χρυσής Αυγής) να εκφράζονται ελεύθερα σε μια δημοκρατία, γιατί διαφορετικά όπως αναφέρει αν διώκονται προληπτικά ιδέες τότε η δημοκρατία μετατρέπεται σε τυραννία!

Μάλιστα τεκμηριώνει αυτή την τοποθέτησή του στο όνομά του ότι οι μόνες ιδέες που διώκονταν στην Ελλάδα στο παρελθόν είναι οι ιδέες των κομμουνιστών! Ούτε λίγο ούτε πολύ εμφορούμενος από μια φιλελεύθερη άποψη περί δημοκρατίας, πιο συγκεκριμένα περί «καθαρής δημοκρατίας», φτάνει να αποδέχεται σιωπηρά και τη βασική επιχειρηματολογία της κυβέρνησης περί δύο άκρων, αν και σε άλλες περιπτώσεις την έχει καταδικάσει απερίφραστα και μάλιστα έχει καταδικάσει απερίφραστα την εξίσωση κομμουνισμού-φασισμού, υπερασπιζόμενος την προσφορά στην ανθρωπότητα της Σοβιετικής Ένωσης και του Στάλιν κατά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο.

Το ζήτημα στην περίπτωση του Στάθη δεν είναι ότι δεν έχει καμία απολύτως βάση η άποψή του για την καταστρατήγηση βασικών προβλέψεων του ποινικού κώδικα και του συντάγματος από την πλευρά της αστικής τάξης ή ο κίνδυνος του προηγούμενου που δημιουργούν τέτοιου τύπου μέτρα για να χρησιμοποιηθούν σε βάρος του εργατικού κινήματος, των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των συνδικαλιστικών και πολιτικών ελευθεριών του λαού.

Το πρόβλημα που αναδεικνύεται είναι άλλο, πολύ πιο σοβαρό και το οποίο αποφεύγει να αναδείξει ο Στάθης. Μπορείς να υπερασπίζεσαι το δημοκρατισμό της αστικής δημοκρατίας υπερασπιζόμενος το «δικαίωμα» του φασίστα να δρα πολιτικά; Ή μήπως, όταν τοποθετείσαι με αυτό τον τρόπο, βάζεις πλάτη να μπει ταφόπλακα στο δημοκρατισμό της αστικής δημοκρατίας από τη στιγμή τουλάχιστον που (θα πρέπει να) θεωρείται κοινός τόπος ότι ο φασισμός είναι ολοκληρωτική άρνηση του δημοκρατισμού της αστικής δημοκρατίας και ως τέτοιος επιδίδεται και σε εγκληματικές πράξεις, που παραβιάζουν ακόμη και αυτό το αστικό ποινικό δίκαιο, που όμως στην πράξη και στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας λειτουργούν ως πολιτική δράση για την ενίσχυση του φασισμού;

Οι εντελώς διαφορετικές στις αφετηρίες τους απόψεις του Γιώργου Πετρόπουλου και του Στάθη Σταυρόπουλου, για το ζήτημα των κατασταλτικών μέτρων σε βάρος της Χρυσής Αυγής δεν τοποθετούνται στην ανάδειξη της πολιτικής στόχευσης και των μεθοδεύσεων της αστικής τάξης μπροστά στην κρίση του πολιτικού συστήματος της αστικής τάξης. Και φτάνουν να παραδίδονται στην αγκαλιά της αστικής τάξης στο όνομα ενός ψευδεπίγραφου αστικού δημοκρατισμού – ο Στάθης, και στο όνομα ψευδεπίγραφων εμποδίων στη δράση της Χρυσής Αυγής – ο Πετρόπουλος. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση το παζάρι Χρυσής Αυγής και αστικής τάξης μένει στο απυρόβλητο και κυρίως παρακάμπτεται το γεγονός ότι η Χρυσή Αυγή αξιοποιείται από την αστική τάξη για να ευνουχίσει το Κομμουνιστικό και Εργατικό Κίνημα στο όνομα του «συνταγματικού τόξου», στο οποίο έχει ενδώσει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και η Αριστερή Πλατφόρμα με τη στάση της στις σχετικές ψηφοφορίες στη βουλή, παρά τις διαφωνίες της. Συνταγματικό τόξο, που ιστορικά έχει αποδειχτεί ότι σε τελική ανάλυση στρέφεται σε βάρος του Κομμουνιστικού και Εργατικού Κινήματος.

Η άποψη λοιπόν περί του φασισμού ως «σκέτου βολονταρισμού» ή η άποψη περί δημοκρατίας που ανέχεται τις φασιστικές ιδέες και δεν τις διώκει προληπτικά για να μην μετατραπεί σε τυραννία, ουσιαστικά αντιμετωπίζουν το φασισμό ως παρέκκλιση από την «κανονικότητα» της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, παρακάμπτοντας το πραγματικό γεγονός ότι ο φασισμός αντιστοιχεί στο πολιτικό εποικοδόμημα του ιμπεριαλισμού, που είναι η πολιτική αντίδραση, και αποσυνδέοντας πλήρως τις αλλαγές στην οικονομική βάση του καπιταλισμού στην ιμπεριαλιστική εποχή, στην αλλαγή του χαρακτήρα της αστικής δημοκρατίας των αστικοδημοκρατικών επαναστάσεων με την αστική δημοκρατία της εποχής του ιμπεριαλισμού.

Στην προέκτασή τους τέτοιου είδους προσεγγίσεις μπορεί να χρησιμοποιούν και μέρος των επεξεργασιών της Κομμουνιστικής Διεθνούς και του Δημητρώφ του 1935 ότι «ο φασισμός είναι η ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο σοβινιστικών, των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου» (Γκ. Δημητρόφ, «Ο φασισμός», εκδόσεις Πορεία, 1975, σελ. 21) και στη βάση αυτή με διάφορες πολιτικές αποχρώσεις να χρεώνουν στο Δημητρώφ αναζήτηση αντιφασιστικών δυνάμεων στους κόλπους της αστικής τάξης με τις οποίες θα μπορούσε να συμμαχήσει η εργατική τάξη για να αντιμετωπίσει τον φασιστικό κίνδυνο, την ίδια στιγμή που οι ηγεσίες των τότε αστικών δυνάμεων και των Σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων αρνούνταν επίμονα να ανταποκριθούν στα καλέσματα του Κομμουνιστικού Κινήματος για την από κοινού αντιμετώπιση του φασισμού – ναζισμού στην άνοδό τους στην εξουσία. Και όχι μόνο αυτό. Με τη στάση τους να τη διευκολύνουν.

Και για να γίνουμε πλήρως συγκεκριμένοι παίρνοντας υπόψη τη σύγχρονη πραγματικότητα θέτουμε τα παρακάτω ερωτήματα: Σε τι απέτρεψε την ενίσχυση του Κόμματος του/της Λεπέν η στάση του Μιτεράν – Σαρκοζί – Ολάντ;  Σε τι απέτρεψε η στάση του ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας την ενίσχυση του ΛΑΟΣ για να φτάσει να γίνει και κυβερνητική δύναμη; Σε τι απέτρεψε η στάση του Προκόπη Παυλόπουλου ή του Ευάγγελου Αντώναρου, που διαφοροποιήθηκαν από τη θεωρία των δύο άκρων, τον Πάνο Μπαλτάκο να έχει τις υπόγειες συνομιλίες με τη Χρυσή Αυγή, που μπορεί να κατέληγαν και σε κυβερνητική συνεργασία; Τι ακριβώς αναδεικνύουν τα γεγονότα της Ουκρανίας, όπου από κοινού Συντηρητικές και Σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις σχεδίασαν και διευκόλυναν την άνοδο των φασιστικών δυνάμεων στην εξουσία;

Στη ρίζα του το πρόβλημα αυτής της προσέγγισης παραβλέπει ότι στις συνθήκες του Μεσοπολέμου όπου το Κομμουνιστικό και Εργατικό Κίνημα υποχρεωνόταν να προχωρήσει σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και στην υπεράσπιση του κοινοβουλευτισμού, αυτό γινόταν ή έπρεπε να γίνεται στο πλαίσιο της υπεράσπισης του δημοκρατισμού της αστικής δημοκρατίας, γιατί στην περίοδο του Μεσοπολέμου η αστική τάξη τον αρνιόταν ολοκληρωτικά, γιατί η αστική τάξη προχωρούσε σε μια απροκάλυπτη αντεπανάσταση σε σχέση με τις πολιτικές κατακτήσεις της Γαλλικής αστικής επανάστασης του 1789 και έδινε αυτοτελή πολιτικό ρόλο στο φασισμό.

Η υπεράσπιση του κοινοβουλευτισμού σε τέτοιες συνθήκες στοχεύει στην κατάδειξη πρώτα απ’ όλα του αντεπαναστατικού ρόλου της αστικής τάξης ως προς τη «δική» της αστική δημοκρατία, όπως κληρονομήθηκε από τις αστικοδημοκρατικές επαναστάσεις, για να αποσπαστούν οι μάζες απ’ την επιρροή της, αν κανείς θέλει πραγματικά να περιφρουρήσει δημοκρατικά δικαιώματα και πολιτικές ελευθερίες, που κατέκτησαν οι εργαζόμενοι. Το ζήτημα δεν μπορεί να τίθεται έτσι σε συνθήκες όπου δεν παραχωρείται αυτοτελής πολιτικός ρόλος από την αστική τάξη στο φασισμό και την ίδια στιγμή η αστική τάξη συναλλάσσεται παρασκηνιακά και απροκάλυπτα με τις δυνάμεις του φασισμού.

Οφείλουμε λοιπόν να παρατηρήσουμε ότι ο Γιώργος Πετρόπουλος ενώ μιλάει για τις σύγχρονες διαστάσεις του φασιστικού φαινόμενου και τις αιτίες που τον τρέφουν δεν μπαίνει στον κόπο να τις προσδιορίσει συγκεκριμένα. Ταυτόχρονα μιλάει για την ανάγκη της γνώσης της ιστορίας μόνο ως προς το θέμα των «τραγωδιών και των τερατογενέσεων που προκάλεσε ο φασισμός» και περιορίζει την αναγκαιότητα της ιστορικής γνώσης μόνο ως προς αυτή τη διάσταση του προβλήματος της αντιμετώπισης του φασισμού. Είναι πολύ χαρακτηριστική η αναφορά του ότι «Όπου και όποτε επιχειρήθηκε το φασιστικό πείραμα ήταν πάντοτε προσωρινό οδηγώντας τους λαούς και τις κοινωνίες σε τερατογενέσεις και σε τραγωδίες. Ακριβώς σ’ αυτό το ζήτημα η γνώση της ιστορίας παίζει ρόλο αναντικατάστατο».

Το σίγουρο είναι ότι η άποψη αυτή όπως διατυπώνεται επιχειρεί να τεκμηριώσει τα περί βολονταρισμού ακριβώς στα περί προσωρινότητας του φασισμού όπου και όποτε επιχειρήθηκε, ζήτημα με το οποίο καταπιαστήκαμε στο Γ’ μέρος του άρθρου μας για να δείξουμε τη λανθασμένη βάση της προσέγγισής του.

 

*****

 

Οι παραπάνω απόψεις θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως δεξιά παρέκκλιση. Υπάρχει όμως και η αριστερή παρέκκλιση στο θέμα του φασισμού, η οποία έχει επίσης εκφραστεί σ’ αυτές τις συνθήκες και στην πολιτική συγκυρία που διανύουμε. Κεντρικό της στοιχείο είναι η παράκαμψη ή και η άρνηση του γεγονότος ότι ο φασισμός έχει δική του ιδεολογία ως προς τα θέματα του κράτους, του πολιτικού συστήματος και του έθνους (ο βολονταρισμός κατά τον Πετρόπουλο). Αυτό το ζήτημα είναι που διαφοροποιεί το φασισμό από τα άλλα αστικά ιδεολογικά ρεύματα.

Στην περίπτωση της αριστερής παρέκκλισης στην ερμηνεία του φασισμού, ως πολιτικού φαινομένου, απολυτοποιείται το γεγονός ότι ο φασισμός στο οικονομικό πεδίο κατοχυρώνει και αυτός όπως κάθε αστική ιδεολογία τις αστικές-κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής και «εξαφανίζονται» από τον ορίζοντα τα ζητήματα που αφορούν στο πολιτικό εποικοδόμημα.

Τέτοια ήταν η γραμμή του σοσιαλφασισμού στην περίοδο του Μεσοπολέμου η οποία αναπαράγεται στην ουσία της, με διαφορετική μορφή, από την ηγεσία του Κόμματός μας, του ΚΚΕ, σήμερα. Είναι απολύτως αντιπροσωπευτική η τοποθέτηση της ηγεσίας όπως εκφράζεται στον πρόλογο του βιβλίου του Ντατ «Φασισμός και κοινωνική επανάσταση» (εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή). Προλογίζοντας το βιβλίο (Δεκέμβρης 2013) η Ελένη Μπέλου σημειώνει ότι: «το βιβλίο προσφέρει μια γνώση για την ανάγκη πάλης του κομμουνιστικού κινήματος, τόσο με το φασισμό όσο και με το ρεφορμισμό-οπορτουνισμό, που σε τελευταία ανάλυση εξίσου εξυπηρετούν τη διατήρηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, του συστήματος» (σελ. 9-10 του βιβλίου).

Υπογραμμίζουμε ιδιαίτερα το «εξίσου», γιατί ακριβώς αυτό δείχνει το που οδηγεί η απολυτοποίηση της αντίληψης που ανάγει τη βασική αντίθεση του καπιταλισμού μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας σε μοναδική αντίθεση του καπιταλιστικού συστήματος. Επιπρόσθετα σ’ αυτό θα πρέπει να αναφέρουμε ότι το συγκεκριμένο στέλεχος του Κόμματος κάνει λόγο για «φαινομενικά αντιφατική τάση» όσον αφορά την ταυτόχρονη εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ και της Χρυσής Αυγής στις εκλογές του 2012! (ο.π, σελ. 8)! Ο παραλογισμός είναι τόσο προφανής που τα λόγια περιττεύουν για το τι σημαίνει η επαναφορά από το παράθυρο της γραμμής του σοσιαλφασισμού γενικά και ειδικά στις μέρες μας.

Στην προέκτασή της η γραμμή αυτή της απολυτοποίησης της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού, υπηρετείται σήμερα από την ηγεσία του Κόμματος με την άρνηση των λενινιστικών επεξεργασιών για τον ιμπεριαλισμό. Ο ιμπεριαλισμός στις επίσημες αποφάσεις του Κόμματος περιγράφεται με δύο και μόνο λέξεις, ως «μονοπωλιακός καπιταλισμός» και τίποτε άλλο. Θα το πούμε απερίφραστα. Είναι μια εκχυδαϊσμένη αριστερίστικη άποψη που αποτελεί επανέκδοση του «ιμπεριαλιστικού οικονομισμού ως γελοιογραφίας του μαρξισμού» αλλά και του πυρήνα των απόψεων του Κάουτσκι για τον υπεριμπεριαλισμό.

Ακριβώς αυτή την αποδοχή των σημερινών «θεωρητικών» επεξεργασιών της ηγεσίας υποκρύπτει το άρθρο το οποίο υπέγραφε στην προσωπική του στήλη «Ημεροδρόμος» στις 8 Μάη 2013 όταν εργαζόταν στο Ριζοσπάστη, ο δημοσιογράφος Νίκος Μπογιόπουλος δίνοντας τον τίτλο «Φασισμός=Καπιταλισμός»!.

Αυτή η απαράδεκτη εξίσωση που αποτελεί τον πυρήνα της αντίληψης της ηγεσίας του Κόμματος για το θέμα εξισώνει δύο διαφορετικά πράγματα. Έναν κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό και ένα πολιτικό φαινόμενο, παραβλέποντας ότι ο φασισμός ως προς το κράτος, το έθνος και το πολιτικό σύστημα έχει –όπως έχουμε ήδη αναφέρει– δική του ιδεολογία που αντιστοιχεί στο πολιτικό εποικοδόμημα του ιμπεριαλισμού, που είναι η «πολιτική αντίδραση», διαφέροντας από άλλες μορφές αυταρχισμού της αστικής δημοκρατίας, διότι ο φασισμός είναι η πλήρης και ολοκληρωτική άρνηση του δημοκρατισμού της αστικής δημοκρατίας.

Που οδηγεί όμως αυτή η ιδεολογική σύλληψη της ηγεσίας που αναπαράγει ο Νίκος Μπογιόπουλος μπροστά στο πραγματικό γεγονός της εκτόξευσης της Χρυσής Αυγής σε τρίτη πολιτική δύναμη με σχεδόν 10%; Οδηγεί στην αμηχανία, τη σύγχυση και εν τέλει στο φόβο μπροστά στο φασισμό. Πως εκφράζεται αυτό στην πράξη;

Εκφράζεται με τις υπεκφυγές της ηγεσίας του Κόμματος. Άρθρο του Ριζοσπάστη στις 6 του Ιούνη, με την υπογραφή Θ.Λ, στη στήλη «Αποκαλυπτικά» κατέληγε να λέει ότι «το τσάκισμα της Χρυσής Αυγής προϋποθέτει το τσάκισμα του συστήματος που τη γεννά, του καπιταλισμού» (ο τονισμός της λέξης «προυποθέτει» δικός μας).

Η αντίληψη αυτή έρχεται ως συνέπεια της γενικότερης αντίληψης του Κόμματος για την τακτική που πρέπει να ακολουθήσει για να φτάσει στο σοσιαλισμό. Ακόμη και όταν ισχυρίζεται ότι: «Το ναζισμό δεν μπορεί να τον αντιμετωπίσει το σάπιο αστικό κράτος, αλλά η Λαϊκή Συμμαχία που θα έχει στόχο να βάλει τέρμα στην εξουσία των μονοπωλίων στο καπιταλιστικό σύστημα που γεννά και θρέφει ναζιστικά μορφώματα, όπως τη δολοφονική Χρυσή Αυγή και τις παραφυάδες της», από τη στιγμή που τάσσεται υπέρ του άμεσου σοσιαλισμού και υποβιβάζει την πάλη για την υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών, των δημοκρατικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων των εργαζομένων είναι σα να ισχυρίζεται ότι πρώτα θα νικηθεί ο καπιταλισμός για να τσακιστεί τελικά και ο φασισμός.

Αντίθετα, προϋπόθεση για να νικηθεί ο καπιταλισμός είναι η ανάπτυξη της πάλης – σε σύνδεση με την πάλη για το σοσιαλισμό, για την υπεράσπιση του δημοκρατισμού που έχει κατακτήσει η εργατική τάξη σε συνθήκες αστικής δημοκρατίας, η πάλη να τσακιστεί ο φασισμός. Ο Λένιν απέναντι στο Κορνιλοφικό πραξικόπημα αντέταξε τη δράση της εργατικής τάξης για να συντρίψει το πραξικόπημα και για να φτάσει στην επανάσταση του Οκτώβρη.

Σ’ αυτή την ιδεολογική σύλληψη της ηγεσίας για την τακτική του Κόμματος στηρίζεται η άρνηση ανάληψης πρωτοβουλιών για την υπεράσπιση του δημοκρατισμού της αστικής δημοκρατίας ως συστατικό στοιχείο της πάλης για το σοσιαλισμό και αφήνεται έτσι ελεύθερο το πεδίο στην αστική τάξη να προχωράει ανεμπόδιστη στην πολιτική αντίδραση. Και εδώ καταγράφουμε δύο παρατηρήσεις μας. Η πρώτη έχει να κάνει με το πώς πρέπει να αντιμετωπίζεται ο αστικός δημοκρατισμός. Περισσότερο, από διάφορες πλευρές, ταυτίζεται με τον αστικό κοινοβουλευτισμό, ο οποίος επί της ουσίας έχει αποστερηθεί ενός πραγματικού δημοκρατισμού, παρά με τις κατακτήσεις της εργατικής τάξης για ελευθερίες και δικαιώματα, μπροστά στην τάση για την πολιτική αντίδραση της εποχής του ιμπεριαλισμού. Η δεύτερη έχει να κάνει με την πρόταση για τη δημιουργία ενός «αντιφασιστικού μετώπου», που προέρχεται από διάφορες πλευρές, για την αντιμετώπιση του φασισμού, πρόταση που παραπέμπει στην ΕΑΔΕ του πάλαι ποτέ ΚΚΕεσ. και παραβλέπει το πώς στέκονται οι αστικές δυνάμεις απέναντι στο φασισμό.

Σ’ αυτή ακριβώς την αντίληψη, που επί της ουσίας αναπαράγει τη γραμμή του σοσιαλφασισμού εδράζεται και το γεγονός ότι η ηγεσία του ΚΚΕ εξαντλείται σε γενικόλογα καλέσματα «για απομόνωση τους Χρυσής Αυγής» και μάλιστα αμέσως μετά τον πρώτο γύρο των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών, όταν δηλαδή ο νεοναζισμός είχε ήδη πάρει εξαιρετικά υψηλά ποσοστά και είχε αυξήσει τους δυνάμεις του σε σχέση με το 2012. Μπροστά σ’ αυτό το αδιέξοδο ήρθαν και οι γενικόλογες υποσχέσεις για ανάληψη πρωτοβουλιών από μεριάς της Κεντρικής Επιτροπής για την αντιμετώπιση τους Χρυσής Αυγής μετά και τις ευρωεκλογές, χωρίς τίποτα το συγκεκριμένο στην πράξη.

Είναι ενδεικτικό ότι όλο το προηγούμενο διάστημα η ηγεσία του Κόμματος δια μέσου και των σελίδων του Ριζοσπάστη με αρθρογραφία για να υπερασπιστεί τις συγκεκριμένες απόψεις της για το φασισμό, κουνούσε το δάκτυλο στις «πλατείες» και τις… «ανώριμες μάζες» των «αγανακτισμένων» ότι με τα συνθήματα τους τροφοδότησαν τη Χρυσή Αυγή.

Η καταφυγή σε θεωρητικούς βερμπαλισμούς και σχήματα του τύπου «Φασισμός=Καπιταλισμός», που αντλούν την επαναφορά τους εκτός όλων των άλλων και από κάποιες λανθασμένες απόψεις του Μπρεχτ στο θέμα του φασισμού, και μπροστά στο πραγματικό γεγονός της ανόδου της επιρροής της Χρυσής Αυγής οδηγεί, σε μια ανάλογη αμηχανία με τη στάση της ηγεσίας μπροστά στο φασιστικό φαινόμενο και τον αρθρογράφο Νίκο Μπογιόπουλο. Απλά στη συγκεκριμένη περίπτωση εκφράζεται με ηθικές επικλήσεις, ατελέσφορα παρακάλια και απορίες του τύπου «Άνθρωπέ μου είσαι ναζί;»  όπως τιτλοφορεί άρθρο του στο enikos.grστις 20 του Μάη 2014, δηλαδή μεταξύ πρώτης και δεύτερης Κυριακής των τοπικών εκλογών και της κάλπης των ευρωεκλογών. Η διαφορά με την ηγεσία του Κόμματος είναι ότι στην περίπτωση αυτή, αντί να έχουμε το σήκωμα του δάκτυλου στις «ανώριμες πολιτικά μάζες», έχουμε …παράδοση ατελέσφορων μαθημάτων ιστορίας και ηθικολογίας από καθέδρας.

Φαίνεται πως οι σύγχρονοι οπαδοί των αριστερίστικων απόψεων περί ταύτισης και εξίσωσης του φασισμού με τον καπιταλισμό δεν διδάχτηκαν τίποτα από τα «αριστερά» λάθη του Κομμουνιστικού Κόμματος στη Γερμανία του Μεσοπολέμου, που είχαν ως αιτία την υποτίμηση της θεωρίας και την απάντηση με όρους αριστερισμού στην προδοσία και το ξεπούλημα του δεξιού οπορτουνισμού και τελικά βρέθηκαν αφοπλισμένοι στην άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία.

Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ένα ακόμα στοιχείο. Η γραμμή του σοσιαλφασισμού ισχυριζόταν ότι ο φασισμός δεν είχε δική του ιδεολογία. Μάλιστα η άποψη του Ντατ στο βιβλίο «Φασισμός και κοινωνική επανάσταση» χαρακτηρίζει το φασισμό «επίπλαστη ιδεολογία» (σελ. 245 του βιβλίου) σε σχέση με το «πραγματικό σύστημα του φασισμού» γεγονός, που, παρά τις σε αρκετές περιπτώσεις σωστές επισημάνσεις για τη σχέση φασισμού και καπιταλισμού, καταλήγει να υποτιμάει το φασισμό ως ιδιαίτερη αστική πολιτική ιδεολογία με την αντίστοιχη πολιτική πρακτική.

Αλήθεια, δεν έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι η γραμμή του σοσιαλφασισμού εξαφάνιζε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της φασιστικής ιδεολογίας σε σχέση με τις άλλες αστικές ιδεολογίες, ενώ αρνητές της γραμμής του σοσιαλφασισμού όπως ο Γιώργος Πετρόπουλος αρνούνται, εξ αντικειμένου, τον ιδιαίτερο αυτό χαρακτήρα του φασισμού σε σχέση με άλλα αστικά ιδεολογικά ρεύματα στο όνομα της αντιεπιστημονικότητάς του ως «σκέτου βολονταρισμού»;

Και οι τέσσερις τοποθετήσεις στις οποίες σταθήκαμε έχουν ένα κοινό στοιχείο. Απομακρύνονται από το διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό, από τη μαρξιστική φιλοσοφία και τοποθετούνται πολιτικά απέναντι στο φασισμό με τον τρόπο που τοποθετούνταν οι οπαδοί του ουτοπικού σοσιαλισμού απέναντι στον καπιταλισμό. «Ο μέχρι τώρα σοσιαλισμός (σ.σ. ουτοπικός σοσιαλισμός)–σημειώνει ο Ένγκελς– επέκρινε, βέβαια, τον υπαρκτό καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και τις συνέπειές του, αλλά δεν μπορούσε να τον εξηγήσει, συνεπώς ούτε να τα βγάλει πέρα μαζί του. Μπορούσε μονάχα να τον απορρίψει ως κακό». (Φρίντριχ Ένγκελς, «Αντι-Ντίρινγκ», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 33).

Στην περίπτωση της ηγεσίας του Κόμματος και απόψεων τύπου Νίκου Μπογιόπουλου έχουμε τη διολίσθηση στο επίπεδο ενός χυδαίου υλισμού, που αρνείται τη διαλεκτική στην προσέγγιση του φαινομένου του φασισμού. Ενός υλισμού δηλαδή «όχι τόσο μαχόμενου, όσο ευάλωτου» στην αστική τάξη. Ενώ, στην περίπτωση του Γιώργου Πετρόπουλου, αλλά εμμέσως και στην περίπτωση του Στάθη, έχουμε την υιοθέτηση ιδεαλιστικών αντιλήψεων για την προσέγγιση του προβλήματος, που αρνούνται το γεγονός ότι: «Η πραγματική ενότητα του κόσμου συνίσταται στην υλικότητά του». (Φρίντριχ Ένγκελς, «Αντι-Ντίρινγκ», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 55).

Έτσι λοιπόν και οι τέσσερις εκφραστές των παραπάνω διαφορετικών απόψεων στοιχίζονται σε μια ενιαία πολιτική στάση απέναντι στο φασισμό όπου με διαφορετικές μορφές απλά τον απορρίπτουν ως κακό, γιατί δεν μπορούν να τον εξηγήσουν και να τα βγάλουν πέρα μαζί του. Η διάδοση τέτοιων αντιλήψεων σ’ αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή και πολιτική συγκυρία συντείνουν σε ένα διπλό αποπροσανατολισμό από τα καθήκοντα που πρέπει να αναλάβει το Εργατικό και Κομμουνιστικό Κίνημα. Από τη μια είναι λανθασμένες και ατεκμηρίωτες επιστημονικά απόψεις και από την άλλη αυτές οι απόψεις εκδηλώνονται στο όνομα της κομμουνιστικής ταυτότητας των εκφραστών τους.

Από την ανάγκη λοιπόν να απαντηθούν συγχύσεις που προκαλούνται στο όνομα του μαρξισμού δώσαμε και τον τίτλο «Φασισμός και επιστημονικός σοσιαλισμός» στη σειρά αυτή των άρθρων μας που γράφτηκαν με αφορμή την άποψη περί βολονταρισμού. Ο προσεκτικός αναγνώστης και ο καλοπροαίρετος παρατηρητής θα διαπιστώσει ότι για να αναμετρηθούμε με τη συγκεκριμένη άποψη του Γιώργου Πετρόπουλου όπως εκφράστηκε στον «Ημεροδρόμο» και αναπαράχθηκε από τον «Εργατικό Αγώνα» και την «Ίσκρα» σταθήκαμε αναλυτικά σε όλες εκείνες τις επεξεργασίες του Μαρξισμού-Λενινισμού και της Διεθνούς που καταρρίπτουν όχι μόνο τη συγκεκριμένη άποψη περί «βολονταρισμού», αλλά αντιμετωπίζουν ως λαθεμένη και τη βάση των επεξεργασιών στις οποίες στηρίζει την τακτική σε σχέση με τη στρατηγική του ΚΚΕ η ηγεσία του Κόμματος. Θέλαμε με δύο λόγια να αντιπαρατεθούμε με απόψεις που κατά τη γνώμη μας έστω και αν έχουν διαφορετικές αφετηρίες καταλήγουν στο ίδιο τέρμα: να αφοπλίζουν θεωρητικά την εργατική τάξη. Στο πλαίσιο αυτής της ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης και αντιπαράθεσης επιχειρήσαμε να προβάλλουμε τις δικές μας απόψεις για το θέμα του φασισμού και της αστικής δημοκρατίας.

Εν κατακλείδι θα λέγαμε ότι στην προσέγγιση του φασισμού, τόσο ο χυδαίος υλισμός της ηγεσίας του ΚΚΕ και του Νίκου Μπογιόπουλου, όσο και ο ιδεαλισμός του Γιώργου Πετρόπουλου, οδηγούν το Εργατικό και Κομμουνιστικό Κίνημα στο στρουθοκαμηλισμό. Παρακάμπτουν από διαφορετικές αφετηρίες και δρόμους τον ιδιαίτερο πολιτικό και ιδεολογικό χαρακτήρα του φασισμού σε σχέση με τις άλλες αστικές ιδεολογίες.

Ειδικότερα δε, ο Γιώργος Πετρόπουλος ξεχνάει ότι ο Καρλ Μαρξ απ’ το 1845 κιόλας, μας διδάσκει ότι «η κοινωνική ζωή είναι στην ουσία της πρακτική. Όλα τα μυστήρια, που παρασέρνουν τη θεωρία προς το μυστικισμό, βρίσκουν τη λογική τους λύση στην ανθρώπινη πράξη και στην κατανόηση αυτής της πράξης» γιατί τελικά «η διαμάχη για την πραγματικότητα ή τη μη πραγματικότητα της απομονωμένης απ’ την πράξη νόησης είναι καθαρά σχολαστικό ζήτημα» (Καρλ Μαρξ, «Θέσεις για το Φόιερμπαχ», στο «Ο Λουδοβίκος Φόιερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας» του Φρίντριχ Ένγκελς, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, θέση 8 και 2 αντίστοιχα, σελ. 67 και 65).

COMMENTS