Με αφορμή τα κόκκινα δάνεια

Στα μέσα Αυγούστου θα είναι έτοιμη η κυβέρνηση να παρουσιάσει μια λύση πακέτο που θα αφορά τα κόκκινα δάνεια. Αυτό συμφωνήθηκε στη συνάντηση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, που αποτελείται από τους υπουργούς Οικονομικών, Ανάπτυξης, Δικαιοσύνης και Εργασίας, με τους εκπροσώπους των δανειστών μας, την τρόικα. Η τελική εφαρμογή αυτής της λύσης πακέτου, που θα παρουσιάσει η κυβέρνηση θα τελεί υπό την τελική έγκριση της τρόικα. Υπενθυμίζουμε ότι τα κόκκινα δάνεια διαχωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες, τα επιχειρηματικά δάνεια και τα δάνεια φυσικών προσώπων.

Τα κόκκινα δάνεια εξελίχτηκαν σ’ έναν πραγματικό βραχνά για το τραπεζικό σύστημα της χώρας μας εάν πάρει κανείς υπόψη ότι έχουν ανέλθει, σωρευτικά, στο ποσό των 160δισ. ευρώ, δηλαδή, αντιπροσωπεύουν το 90% του ΑΕΠ.

Από μόνη της η λύση είναι ένας γόρδιος δεσμός με δεδομένο ότι οι τράπεζες δεν θέλουν να υποστούν την οποιαδήποτε απώλεια από τα κεφάλαιά τους, ενώ, από την άλλη, υπάρχει πραγματική αδυναμία αποπληρωμής από τους δανειολήπτες. Προκειμένου, λοιπόν, η κυβέρνηση να προστατέψει τις τράπεζες την πρώτη απόφαση που πήρε είναι η απόρριψη κάθε ιδέας για κούρεμα των δανείων. Οι τράπεζες δε δέχονται καμία συζήτηση με βάση την παραγραφή των δανείων. Αυτό το γεγονός περιορίζει τη λύση του προβλήματος και τη στρέφει ενάντια στους δανειολήπτες.

Η γενική γραμμή που ακολουθείται είναι: σε πρώτη φάση αντιμετωπίζονται οι επιχειρήσεις, που οι υποχρεώσεις τους θα αντιμετωπίζονται πακέτο (τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία, εφορίες, προμηθευτές κλπ). Οι επιχειρήσεις θα είναι υποχρεωμένες να καταθέσουν πρόγραμμα βιωσιμότητας. Εάν δεν κρίνεται ότι αυτό το πρόγραμμα εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα της επιχείρησης οι τράπεζες θα προχωρούν στη διεκδίκηση των οφειλών τους. Οι επιχειρήσεις, δηλαδή, θα κλείνουν. Στην αντίθετη περίπτωση θα υπάρχουν ορισμένες διευκολύνσεις σε σχέση με τις δόσεις εξόφλησης των δανείων.

Το μέγα πρόβλημα, όμως, είναι τα δάνεια που αφορούν τα φυσικά πρόσωπα, όπως λέμε «τον κοσμάκη». Οι δανειολήπτες αυτοί είναι αδύνατον να παρουσιάσουν «πρόγραμμα βιωσιμότητας», γιατί έχουν περιέλθει σε κατάσταση πραγματικής αδυναμίας να εξοφλήσουν τα δάνειά τους. Στην κατεύθυνση αυτή η τρόικα πιέζει να απελευθερωθούν οι κατασχέσεις.

Με την έννοια αυτή μπορεί η τρόικα να παρουσιάστηκε κατ’ αρχήν θετική στην παρουσίαση συνολικής λύσης για τα κόκκινα δάνεια, αλλά αυτό δε σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι στο τέλος θα κάνει πίσω από τις απαιτήσεις της, που ήδη είναι γνωστές εδώ και πολύ καιρό.

Το πρόβλημα των κόκκινων δανείων, βέβαια, είναι γνωστό εδώ και αρκετά χρόνια, και οι πάντες ομολογούν πλέον ότι σχετίζεται, τουλάχιστον για τον απλό κόσμο, με τη γενικότερη κατάσταση εξαθλίωσης των εργαζομένων που ήταν το αποτέλεσμα της μνημονιακής πολιτικής που εφαρμόζεται. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσονται και οι μικροεπιχειρήσεις, που η φορολογική πολιτική της κυβέρνησης τις έφερε σε πραγματικό αδιέξοδο.

Θα ήταν λάθος, όμως, αν το πρόβλημα αυτό αντιμετωπιζόταν σαν μια απλή διευθέτηση αποπληρωμής των δανείων πρώτο, γιατί είναι ένα πραγματικό και σοβαρότατο κοινωνικό πρόβλημα, που αφορά κατά κύριο λόγο τους εργαζόμενους, που έχουν δανειστεί για την αγορά π.χ. μιας κατοικίας και κινδυνεύουν να τη χάσουν, ή τις μικροεπιχειρήσεις των ΕΒΕ. Δεύτερο, γιατί η ανακεφαλαιοποίση των τραπεζών  έγινε με κεφάλαια που φορτώθηκαν στον Ελληνικό λαό και οι τράπεζες ουσιαστικά περιήλθαν στην κατοχή του κράτους, που η κυβέρνηση τις επιστρέφει ξανά στους ιδιώτες πρώην κατόχους τους ή άλλους ιδιώτες.

Η «διευθέτηση», λοιπόν, των κόκκινων δανείων πρέπει να ενταχθεί, τουλάχιστον για το Κόμμα μας, σ’ ένα ευρύτερο πρόγραμμα που αφορά τη συνολική πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Ένωση, και που είναι η γενική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θα «διευθετεί» και το καθεστώς των τραπεζών και το ρόλο τους, τόσο σε ότι αφορά την παραγωγική ανασυγκρότηση και ανάπτυξη της χώρας μας όσο και τον ευρύτερο κοινωνικό τους ρόλο.

Πριν από λίγες ημέρες προέκυψε το ζήτημα με τη μικρή ΔΕΗ. Υπάρχει σε εξέλιξη το ζήτημα με τα εργοστάσια παραγωγής ζάχαρης. Θα σταθούμε κυρίως στο ζήτημα της μικρής ΔΕΗ, γιατί βγαίνουν σημαντικά συμπεράσματα για την πολιτική του Κόμματος.

Τι αποδείχτηκε από τους χειρισμούς όλων των κομμάτων για τη μικρή ΔΕΗ;

Τα κυβερνητικά κόμματα προχώρησαν στη δημιουργία και ιδιωτικοποίηση της μικρής ΔΕΗ, στο πλαίσιο των οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την απελευθέρωση της ενέργειας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ άδραξε την ευκαιρία και εκδήλωσε μια πολιτική πρωτοβουλία προτείνοντας δημοψήφισμα. Το δημοψήφισμα αυτό δεν επρόκειτο να πραγματοποιηθεί σε καμία των περιπτώσεων, γιατί δεν είχε τη δυνατότητα να συγκεντρώσει τους 180 βουλευτές, που απαιτούνται για τη διενέργεια δημοψηφίσματος στο πλαίσιο των όρων που θέτει το Σύνταγμα. Επομένως δεν θα έδινε, τουλάχιστον νομοθετικά, και λύση στο ζήτημα της μικρής ΔΕΗ.

Η πρόταση, κατά συνέπεια, του ΣΥΡΙΖΑ ήταν, πρωτίστως, μια πολιτική πρόταση, που επεδίωκε να αξιοποιήσει τη δυσαρέσκεια των εργαζομένων, πρόταση η οποία σκόπιμα εντάχτηκε στην τακτική του ΣΥΡΙΖΑ για τη δημιουργία της συμμαχίας, που θα τον φέρει στη διακυβέρνηση της χώρας. Άλλωστε, αυτό το πράγμα, δεν το έκρυψε ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ εξ αρχής.

Γνώριζε, επομένως, ο ΣΥΡΙΖΑ ότι, το πολύ – πολύ, η πρόταση που κατέθεσε θα έφτανε μέχρι την ολομέλεια της βουλής, στην καλύτερη περίπτωση, και υπό την προϋπόθεση ότι κυβέρνηση δεν θα θεωρούσε ανομοιογενείς τις προτάσεις των άλλων κομμάτων, όπως και έκανε – και αυτό δεν αφορούσε μόνο στην πρόταση του ΚΚΕ, ώστε να αποφύγει και αυτήν ακόμη τη συζήτηση.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι: μια τέτοια συζήτηση θα ήταν χωρίς πολιτική αξία και κάτω από ποιους όρους η συζήτηση αυτή θα είχε ουσιαστικό περιεχόμενο;

Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, κατά τη γνώμη μας, πρέπει να αναζητηθεί στην πολιτική στάση του Κόμματος.

Η μία περίπτωση είναι το Κόμμα μας να έπαιρνε αυτό την πρωτοβουλία της πρότασης του δημοψηφίσματος, την οποία, όμως, θα την είχε εντάξει προηγουμένως σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο προγραμματικής πρότασης, που θα αφορούσε το σύνολο της πολιτικής της κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τότε, θα είχε αφαιρέσει κάθε ανάλογη πρωτοβουλία από το ΣΥΡΙΖΑ, θα ήταν αυτός που θα «έτρεχε» πίσω από την πρόταση του ΚΚΕ, έστω και εάν η πρόταση του δημοψηφίσματος από την πλευρά του Κόμματος θα αφορούσε αποκλειστικά τη μικρή ΔΕΗ. Θα ήταν εκ των πραγμάτων υποχρεωμένος ο ΣΥΡΙΖΑ να διαφοροποιηθεί από το ΚΚΕ, για να μη χάσει τους συμμάχους, έστω και εάν συνέπιπτε πάνω στην πρόταση του ΚΚΕ στο περιορισμένο «δια ταύτα» για τη μικρή ΔΕΗ.

Παραπέρα, μόνο και μόνο το γεγονός ότι η πρόταση του δημοψηφίσματος θα ήταν ενταγμένη σε μια ευρύτερη προγραμματική πρόταση του ΚΚΕ θα διευκόλυνε την αντιπαράθεση με το ΣΥΡΙΖΑ, παίρνοντας υπόψη και τα αισθήματα των εργαζομένων, που πλειοψηφικά τάσσονται ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, και στην περίπτωση αυτή θα είχε ο ΣΥΡΙΖΑ το πρόβλημα και οι σύμμαχοι που αναζητάει, προκειμένου να σχηματίσει τη συμμαχία, για το εάν θα «πήγαιναν» πάνω σε μια πρόταση, που εξ αρχής θα προσδιοριζόταν με διαφορετικό σκεπτικό.

Μ’ αυτόν τον τρόπο θα αναδεικνύονταν οι πολιτικές οπτικές των κομμάτων, και με την έννοια αυτή τα διαφορετικά πολιτικά «σκεπτικά», που εξ αντικειμένου τα άλλα κόμματα θα πρόβαλαν, η ΔΗΜΑΡ το έκανε ευθέως, ο ΣΥΡΙΖΑ το «μάσησε», και που αυτά αντικειμενικά θα δημιουργούσαν δυσκολίες στα άλλα κόμματα να προσεγγίσουν την πρόταση του ΚΚΕ.

Ο πολιτικός διαχωρισμός μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ, αναγκαίος σε κάθε περίπτωση, πολύ περισσότερο τώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ «προπονείται» για την άνοδό του στη διακυβέρνηση, θα ήταν ουσιαστικός και θα αποκαλυπτόταν η δημαγωγική τακτική του.

Η άλλη περίπτωση θα ήταν, έχοντας κατατεθειμένη το ΚΚΕ στον Ελληνικό λαό την εναλλακτική συνολική του πρόταση, με την οποία θα άγγιζε τα άμεσα προβλήματα ζωτικών τομέων της οικονομίας και των εργαζομένων, να αφήσει να καταθέσει την πρότασή του ο ΣΥΡΙΖΑ κανονικά και με βάση την εναλλακτική του πρόταση να αποκαλύψει το σκόπιμο και δημαγωγικό χαρακτήρα της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ. Να εξηγήσει ποια θα έπρεπε να είναι η πρόταση του δημοψηφίσματος και να καταγγείλει την κυβέρνηση για το περιοριστικό νομοθετικό πλαίσιο που προβλέπει τους όρους για κατάθεση προτάσεων για δημοψήφισμα. Τέλος, αλλά το βασικότερο, να πάρει όλες εκείνες τις πρωτοβουλίες στο επίπεδο της κινητοποίησης των εργαζομένων για να προσπαθήσει να ματαιώσει τη νομοθετική πρωτοβουλία.

Σε κάθε περίπτωση το συμπέρασμα ποιο είναι;

Ότι η έλλειψη μια τέτοιας προγραμματικής πρότασης, που αφορά βασικά και άμεσα προβλήματα τόσο για την υλική παραγωγική βάση της χώρας μας όσο και για τους εργαζόμενους, στερεί από το Κόμμα μας ακόμη και από εκείνες τις άμεσες πολιτικές πρωτοβουλίες, που μπορεί να τις αξιοποιήσει για να ενισχύσει τη θέση του, και όχι μόνο αυτό, αλλά και για να προσανατολίσει την πάλη του Εργατικού Κινήματος, και με την έννοια αυτή, να συμβάλλει και στην ανασυγκρότησή του αντιμετωπίζοντας, ταυτόχρονα, και τον κυβερνητικό και εργοδοτικό συνδικαλισμό αλλά και τον αστικό ρεφορμισμό των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ, που φρόντισαν παρέα με την ΔΑΚΕ και την ΠΑΣΚΕ να μπλοκάρουν και να ματαιώσουν τις κινητοποιήσεις των εργαζομένων στη ΔΕΗ.

Το πρόβλημα αυτό, της έλλειψης, δηλαδή, μιας τέτοιας προγραμματικής πρότασης, εμφανίζεται το ίδιο οξυμένο και στην περίπτωση των τραπεζών και στη ρύθμιση που πρόκειται να κάνουν σε σχέση με τα κόκκινα δάνεια κυβέρνηση και τρόικα. Όπως το πρόβλημα της μικρής ΔΕΗ θα βγαίνει στους λογαριασμούς των νοικοκυριών έτσι και το πρόβλημα των κόκκινων δανείων, της ανακεφαλαιοποίησης και των stresstestsτων τραπεζών θα βγει στις κατασχέσεις των σπιτιών, στο κλείσιμο των μικροεπιχειρήσεων των ΕΒΕ.

Και έτσι φτάνουμε στην ουσία της υπόθεσης. Τι ακριβώς θα προτείνει το Κόμμα μας σ’ αυτήν την περίπτωση; Ποιες πρωτοβουλίες θα πάρει; Θα καταθέσει μια πρόταση που θα αφορά τη συνολική εθνικοποίηση – κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, που, όμως, αυτή θα είναι ενταγμένη σε μια συνολικότερη πρόταση, για την οποία η «Νέα Σπορά» από την εμφάνισή της κάνει λόγο;

Και αυτό το λέμε, γιατί αυτήν την περίοδο θα  ακολουθήσει το ζήτημα των αιγιαλών και άλλα ζητήματα σημαντικά, που δίνουν τη δυνατότητα στο Κόμμα να ενισχύσει την πολιτική του δράση, να αποκαλύψει την πολιτική της κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να δυναμώσει τους δεσμούς μεταξύ της εργατικής τάξης και των μικροαστικών κομμάτων, κυρίως των κατώτερων, να αποκαλύψει τη δημαγωγία του ΣΥΡΙΖΑ.

Διαφορετικά το Κόμμα μας θα ετεροκαθορίζεται σε σχέση με άλλες πολιτικές δυνάμεις, θα “τρέχει” να διαχωρίζεται αντί να πρωτοπορεί, και στο τέλος θα παρουσιάζει μια εικόνα αντιφατικών πολιτικών τοποθετήσεων, όπως έγινε και στην περίπτωση της μικρής ΔΕΗ, πιεσμένο από τις ίδιες τις πολιτικές εξελίξεις. Αλλά γι’ αυτό το θέμα θα αναφερθούμε σε επόμενο άρθρο μας.

COMMENTS