Είχαμε αναγγείλει ότι θα κλείσουμε τη σειρά των άρθρων μας με το Ε’ και τελευταίο μέρος, όμως οι ανάγκες του θέματος μας επέβαλαν να επεκτείνουμε την ύλη μας, γι’ αυτό το λόγο δημοσιεύουμε το Ε’ μέρος και θα προσθέσουμε αμέσως μετά το ΣΤ’ και τελευταίο μέρος.
Στα όσα έχουμε αναφέρει στα 4 προηγούμενα μέρη του άρθρου μας για την οικονομική, κοινωνική και πολιτική ουσία της εποχής του ιμπεριαλισμού – με έμφαση κυρίως στο ότι το πολιτικό εποικοδόμημα του ιμπεριαλισμού είναι η πολιτική αντίδραση, θα πρέπει να προσθέσουμε και κάτι ακόμα για να γίνουν πλήρως αντιληπτές όλες οι παράμετροι που διαμορφώνουν το έδαφος πάνω στο οποίο φυτρώνει, καλλιεργείται και τρέφεται η φασιστική ιδεολογία, σε όποια της έκφραση, και γενικότερα οι ακροδεξιές αντιλήψεις. Διαφορετικά δε μπορεί να γίνει αντιληπτό το πως ο φασισμός, ως ιδεολογία πια μπορεί υπό συγκεκριμένες πολιτικές προϋποθέσεις να κερδίζει στην επιρροή του λαϊκές μάζες.
Μία από τις πιο σημαντικές σύγχρονες παραμέτρους είναι το πώς εξελίσσεται στις μέρες μας η πραγματικότητα της πνευματικής, επιστημονικής και πολιτιστικής παραγωγής της γνώσης που παίρνει τη θέση της Απολογητικής απέναντι στην καπιταλιστική πραγματικότητα, θέση που εκ των πραγμάτων τροφοδοτεί το μυστικισμό, τη μεταφυσική, τον ανορθολογισμό, το φορμαλισμό και άλλα παρακμιακά φαινόμενα.
Το γεγονός αυτό πατάει ακριβώς πάνω στον «παρασιτισμό που αποτελεί χαρακτηριστικό του ιμπεριαλισμού» και στην ιστορική θέση του ιμπεριαλισμού στην κοινωνική εξέλιξη (παραμονή της σοσιαλιστικής επανάστασης). Ως οικονομικό υπόβαθρο αυτής της πραγματικότητας πρέπει να θεωρήσουμε το γεγονός ότι το καπιταλιστικό μονοπώλιο «γεννάει αναπόφευκτα την τάση προς τη στασιμότητα και το σάπισμα» και έχει την «οικονομική δυνατότητα της τεχνητής συγκράτησης της επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου» (Άπαντα Λένιν, τόμος 27, «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», σελ. 403), πραγματικότητα η οποία τροφοδοτεί και ανανεώνει ιδεαλιστικά φιλοσοφικά ρεύματα μέσα στην κοινωνία, που στις μέρες μας έχουν πάρει πολύ μεγάλη έκταση.
Αυτές οι διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα της επιστημονικής μελέτης του Λένιν για την οικονομική, κοινωνική και πολιτική ουσία του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού παρακάμπτονται ή υποτιμώνται από σειρά διανοούμενους και δημοσιολόγους (κομματικούς ή μη) όταν προσπαθούν να δώσουν ερμηνεία για το φαινόμενο του φασισμού και κυρίως για την επιρροή του στις μάζες. Στους κόλπους δε, ευρύτερα της αριστερής διανόησης επιχειρείται να μετατραπεί σε πηγή των προβληματισμών για την επιρροή του φασισμού η σκέψη του Αντόνιο Γκράμσι.
Κατά τη γνώμη μας η πηγή βρίσκεται στο έργο των Μαρξ-Ένγκελς, που μελέτησαν τις κοινωνικές σχέσεις του καπιταλισμού και τεκμηρίωσαν το φαινόμενο της αποξένωσης συνδέοντάς το επιστημονικά με το «φετιχισμό του εμπορεύματος» (Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τόμος Α’, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 84-97, «ο φετιχικός χαρακτήρας του εμπορεύματος και το μυστικό του»), αλλά και στις λενινιστικές επεξεργασίες για την οικονομική και πολιτική ουσία του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού. Φυσικά δεν παραγνωρίζουμε και δεν θεωρούμε ότι δεν έχουν χρησιμότητα οι σκέψεις του Ιταλού κομμουνιστή Αντόνιο Γκράμσι, ο οποίος μελέτησε το φασισμό βιώνοντάς τον ο ίδιος, όντας έγκλειστος στις φυλακές του φασιστικού καθεστώτος του Μουσολίνι όπου και πέθανε πολύ νέος.
Το φασιστικό φαινόμενο, λοιπόν, σ’ ότι αφορά στην επιρροή που ασκεί στις μάζες και στις μέρες μας τρέφεται εκτός όλων των άλλων και από την πνευματική σαβούρα που παράγει και αναπαράγει ο παρασιτισμός του καπιταλισμού στην εποχή του ιμπεριαλισμού.
Τέτοια έκφραση σήψης αποτελεί η κυριαρχία στο επίπεδο της αστικής φιλοσοφίας, των διαφόρων ρευμάτων «σκέψης» που αποτελούν παραλλαγές του υποκειμενικού ιδεαλισμού και κατά κύριο λόγο του νεοθετικισμού από τις αρχές ακόμα του 20ου αιώνα.
Η στροφή αυτή στις αναζητήσεις της αστικής φιλοσοφίας στις αρχές του προηγούμενου αιώνα είχε και έχει έναν και μοναδικό στόχο: την υπονόμευση του μαρξισμού, την υπονόμευση της ενιαίας κοσμοθεωρίας και ενιαίας κοσμοαντίληψης που προσφέρει ο μαρξιστική φιλοσοφία για την ολόπλευρη γνώση του κοινωνικού Είναι. Στόχος αυτών των ρευμάτων σκέψης της αστικής φιλοσοφίας ήταν και είναι το χτύπημα τόσο του υλισμού όσο και της διαλεκτικής προκειμένου να μένουν επτασφράγιστο μυστικό οι νόμοι της διαλεκτικής, τόσο στο επίπεδο της φύσης και της κοινωνίας, όσο και στο επίπεδο της νόησης, η κίνηση ως τρόπος ύπαρξης της ύλης και η αντανάκλαση αυτής της κινούμενης ύλης (του κοινωνικού Είναι) στην κοινωνική συνείδηση.
Με αυτά τα ζητήματα είχε αναμετρηθεί ο Λένιν το 1908 στο βιβλίο του «Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός» (Άπαντα Λένιν, τόμος 18, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή). Κεντρική ιδέα της όλης αντίληψής του μαρξιστή Λένιν για τη φιλοσοφία ήταν: «ούτε απλά υλισμός, ούτε και απλά διαλεκτική. Γιατί ο υλισμός χωρίς διαλεκτική παραμένει στην εποχή μας απλά ένας ευσεβής πόθος και αποδεικνύεται όχι τόσο μαχόμενος, όσο ευάλωτος, ενώ η διαλεκτική χωρίς υλισμό μετατρέπεται αναπόφευκτα σε καθαρά λεκτική τέχνη αντιστροφής των κοινόχρηστων λέξεων, όρων, εννοιών και προτάσεων, που είναι γνωστή από παλιά ως σοφιστική, μετατρέπεται σε μέθοδο λεκτικής παραμόρφωσης των υπαρχουσών εννοιών. Και μόνο η υλιστική διαλεκτική (ο διαλεκτικός υλισμός), μόνο η οργανική συνένωση της διαλεκτικής με τον υλισμό, εξοπλίζει τη σκέψη του ανθρώπου με την ικανότητα και την επιδεξιότητα να στοιχειοθετεί την αντικειμενική-αληθινή εικόνα του κόσμου που μας περιβάλλει, να αλλάζει αυτό τον κόσμο σύμφωνα με τις αντικειμενικές τάσεις και τις νομοτέλειες της ίδιας του της ανάπτυξης» (Έβαλντ Ιλιένκοφ, «Η διαλεκτική του Λένιν και η μεταφυσική του θετικισμού», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 9-10).
Και εδώ διαπιστώνουμε πλέον, για την αναπαραγωγή αυτής της κατάστασης, την ανοιχτή παρέμβαση της αστικής τάξης με τη δημιουργία των περίφημων thinktanks, το πώς προσπαθεί να διαμορφώσει συνολικά τον πολιτισμό, την εκπαίδευση για την παραγωγή και αναπαραγωγή των ανθρώπινων παραγωγικών δυνάμεων, στο πλαίσιο των νέων εργασιακών σχέσεων που επιθυμεί να διαμορφώσει, που οδηγούν στην παραπέρα αποξένωση του ανθρώπου από την ίδια του την εργασία.
Η ανάπτυξη της επιστήμης, ως άμεσης παραγωγικής δύναμης, φέρνει την κοινωνία πιο κοντά στην κατανόηση τόσο βασικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει όσο και στην αντιμετώπισή τους και την τελική τους επίλυση. Έρχεται να αμφισβητήσει βασικές θεωρητικές κατασκευές της αστικής τάξης, μα πάνω απ’ όλα, να αμφισβητήσει την καρδιά της καπιταλιστικής παραγωγής, την έννοια του κέρδους.
Σ’ αυτό το πλαίσιο παρεμβαίνει συνειδητά η αστική τάξη και τα επιτελεία της σε κάθε επίπεδο όχι τόσο για να διασώσει την ιδεολογία της, που στερείται πλέον της όποιας επιστημονικής βάσης, αλλά κυρίαρχα για να αποπροσανατολίσει και να στρέψει τις λαϊκές μάζες προς άλλες κατευθύνσεις καλλιεργώντας τον ατομισμό, τον αριβισμό, το φόβο, την ανασφάλεια, τον ανταγωνισμό, τον αμοραλισμό, την υποκουλτούρα, τις δεισιδαιμονίες και πιο έντονα από ποτέ τη θρησκοληψία.
Και ένα κλασικό παράδειγμα για αυτήν την τελευταία, για την «επιστημονική» στήριξη της θρησκοληψίας είναι η θεωρία του BigBang, που ανατρέπει και αυτόν ακόμα τον αστικό επιστημονικό ορθολογισμό, εισάγοντας από το παράθυρο στην ίδια την επιστήμη την έννοια του «δημιουργού», του θεού!
Πολλά τέτοια παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν, όπως για παράδειγμα είναι η θεωρία για την αειφορία (sustainabledevelopment), που τεκμηριώνουν τη στροφή προς την αντίδραση «σε κάθε γραμμή». Όλα αυτά εξελίσσονται την ίδια στιγμή που η στροφή προς την πολιτική αντίδραση, προς τη βία και την καταστολή, εκδηλώνεται με όλες τις μορφές της.
Γι αυτό το λόγο έχει ιδιαίτερη σημασία η υπενθύμιση του Λένιν: «Όλες οι τάξεις που καταπιέζουν έχουν ανάγκη, για να περιφρουρήσουν την κυριαρχία τους, από δύο κοινωνικά λειτουργήματα: από το λειτούργημα του δήμιου και από το λειτούργημα του παπά. Ο δήμιος πρέπει να καταπνίγει τη διαμαρτυρία και την αγανάκτηση των καταπιεζόμενων. Ο παπάς πρέπει να παρηγορεί τους καταπιεζόμενους, να τους περιγράφει τις προοπτικές (αυτό είναι πολύ βολικό να γίνεται, όταν δεν προσφέρεται καμιά εγγύηση ότι οι προοπτικές αυτές είναι “πραγματοποιήσιμες”…) μετριασμού των συμφορών και των θυσιών με τη διατήρηση της ταξικής κυριαρχίας κι έτσι να τους συμφιλιώνει μ’ αυτή την κυριαρχία, να τους αποτρέπει από την επαναστατική δράση, να εξαλείφει τις επαναστατικές τους διαθέσεις, να εξουθενώνει την επαναστατική τους αποφασιστικότητα» (Άπαντα Λένιν, τόμος 26, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 240).
Μαζί με τον παπά και το δήμιο και δίπλα σ’ αυτούς έκφραση αυτής της τάσης προς την ιδεολογική αντίδραση είναι η διασπάθιση εκατομμυρίων ευρώ σε ψευδεπίγραφες μελέτες πανεπιστημίων και επιστημονικών ιδρυμάτων, όπου το μόνο που προσφέρουν είναι η αναπαραγωγή ιδεών που θεοποιούν τη λειτουργία της αγοράς, αποβλακώνοντας τις λαϊκές μάζες, ωστόσο γεμίζουν τις τσέπες και τις τραπεζικές καταθέσεις με πολλά ευρώ διαφόρων δημοσιολόγων και δημιουργούν με το αζημίωτο πάντα, μια «επιστημονική γραφειοκρατία» υπηρέτρια και δούλα του συστήματος.
Επίσης, έκφραση αυτής της τάσης του καπιταλισμού στην εποχή του ιμπεριαλισμού προς το σάπισμα, είναι η κυριαρχία κάθε λογής «καλλιτεχνικών» σκουπιδιών και «πολιτιστικών» υποπροϊόντων, το lifestyle, το τηλεοπτικό κουτσομπολιό, η δημοσιογραφία της «κλειδαρότρυπας» κλπ, που δημιουργούν το υπόστρωμα προς την «ομογενοποίηση και την ομοιομορφία» και αντιστοιχούν πλήρως στη δομή της καπιταλιστικής παραγωγής στην εποχή των μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου.
Κακέκτυπο αυτής της τάσης προς το σάπισμα είναι το γεγονός ότι η πνευματική μας ζωή χαρακτηρίζεται από απίθανες περιπτώσεις και γελοίες φιγούρες, στους οποίους οι τηλεοράσεις δίνουν απλόχερα δημόσιο βήμα. Σ’ αυτό το πλαίσιο έρχονται να τροφοδοτηθούν από τα παραπάνω και να «κουμπώσουν» κωμικοτραγικές, αλλά δυστυχώς υπαρκτές, μέσα σε τμήματα των λαϊκών μαζών, απόψεις του τύπου «μας ψεκάζουν».
Και ακριβώς όλα αυτά, ως έκφραση της τάσης προς το σάπισμα και τη στασιμότητα, αντανακλούν αυτό που συμβαίνει μέσα στην οικονομική βάση του καπιταλισμού στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Εκφράζουν πνευματικά και αντανακλούν με στρεβλό τρόπο την «κυριαρχία του χρηματιστή πάνω στον έμπορο» και το βιομήχανο, την κυριαρχία του «πλασματικού κεφαλαίου» πάνω στην «πραγματική οικονομία». Στη φασιστική ιδεολογία και αντίληψη, αυτή η στρεβλή απεικόνιση της υλικής πραγματικότητας του «μονοπωλιακού καπιταλισμού» και της «κυριαρχίας του χρηματιστικού κεφαλαίου» βρίσκει την πιο πλήρη, ολοκληρωμένη και τρομακτική έκφρασή της, στο όνομα υποτίθεται της αντιμετώπισης αυτής της πραγματικότητας.
Η αλήθεια όμως, είναι πως, πάνω σ’ αυτή την εξέλιξη του καπιταλισμού, στην κυριαρχία του μονοπωλίου και του χρηματιστικού κεφαλαίου παίρνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις αυτό που σημειώσαμε αρχικά και που ο Μαρξ επεσήμανε από τα πρώτα φιλοσοφικά του έργα και στη συνέχεια τεκμηρίωσε επιστημονικά μελετώντας τις κοινωνικές σχέσεις του καπιταλισμού: η αποξένωση του ανθρώπου από τα δημιουργήματά του, την κοινωνία και τον ίδιο του τον εαυτό, ως αποτέλεσμα της αποξένωσης του εργάτη από τα μέσα παραγωγής τα οποία ανήκουν στην ιδιοκτησία του καπιταλιστή. Όπως έχει υπογραμμίσει ο Καρλ Μαρξ «το μυστηριώδες της εμπορευματικής μορφής συνίσταται λοιπόν απλούστατα στο ότι αντανακλάει στους ανθρώπους τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της δουλειάς τους σαν υλικά χαρακτηριστικά των προϊόντων και γι’ αυτό η κοινωνική σχέση των παραγωγών με τη συνολική εργασία φαίνεται σ’ αυτούς σαν μια κοινωνική σχέση αντικειμένων που υπάρχει έξω απ’ αυτούς» (Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τόμος Α’, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 85).
Το αποτέλεσμα είναι ο σύγχρονος άνθρωπος, παρά το γεγονός της αδιαμφισβήτητης προόδου των επιστημών και της τεχνολογίας, γιατί ο καπιταλισμός εξακολουθεί να αναπτύσσεται, να δέχεται με μεγαλύτερη ένταση απ’ ότι στο παρελθόν ένα συνεχές σφυροκόπημα αποπροσανατολιστικών και αντιδραστικών απόψεων, που «ακουμπάει» κυρίως στα πιο καθυστερημένα και εγκαταλελειμμένα τμήματα της κοινωνίας, εργαζομένων και μικροαστικών στρωμάτων, τα τμήματα που καταστρέφονται εξ αιτίας των οικονομικών κρίσεων, όπου βρίσκουν έδαφος αυτές οι απόψεις, που αντιστρέφουν την πραγματικότητα.
Εδώ βρίσκεται το πνευματικό φυτώριο και το λίπασμα για να «ανθίζει» η φασιστική ιδεολογία και κάθε γενικά αντιδραστική κοινωνική και πολιτική ιδεολογία. Σ’ αυτό το κοινωνικό φαινόμενο της αποξένωσης βρίσκεται η υλική δύναμη των διαφόρων αντεπιστημονικών θεωριών και αντιλήψεων.
Ειδικότερα στις μέρες μας και στο πλαίσιο της βαθύτερης οικονομικής κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού αποδεικνύεται στον υπέρμετρο βαθμό, ίσως όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία, η αδυναμία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής να επιλύσει στοιχειώδη προβλήματα επιβίωσης των εργαζομένων. Η ίδια η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είναι τέτοια που αποδεικνύει ότι είναι δυνατή η επίλυση των βιοτικών προβλημάτων των σύγχρονων κοινωνιών. Όμως η ύπαρξη του κέρδους ως κινήτρου στην οικονομική δραστηριότητα φέρνει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Οδηγεί τόσο στην αναπαραγωγή παλιότερων μορφών όσο και στην εμφάνιση νέων μορφών εξαθλίωσης τις λαϊκές μάζες.
Η μεγάλη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων οδηγεί τον καπιταλισμό σε συνθήκες «χρόνιας υπερπαραγωγής» με αποτέλεσμα να είναι παρούσα σταθερά η ανάγκη για απαξίωση και καταστροφή των ίδιων των προϊόντων του, ιδιαίτερα σε περιόδους οικονομικών κρίσεων, όπου εκεί η καταστροφή προσλαμβάνει τεράστιες διαστάσεις.
Η καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων από τον ίδιο τον καπιταλισμό για να μπορεί να επιβάλλει την οικονομική εκμετάλλευση, δίνει πρωτοφανείς διαστάσεις στο φαινόμενο της αποξένωσης, το οποίο αντανακλάται:
- Στην κατά πολύ υψηλότερη –σε σχέση με τα επίπεδα ανεργίας, που κατά την αστική πολιτική οικονομία θεωρούνται «φυσιολογικά» στον καπιταλισμό – ανεργία και στην αδυναμία αντιμετώπισής της. Στις σύγχρονες συνθήκες ο καπιταλισμός προσπαθεί να επιλύσει αυτό το ζήτημα με πολιτικές ανακύκλωσης της ανεργίας – ευέλικτες μορφές εργασίας, μερική απασχόληση, minijobs κλπ., και αυτό είναι ένα πρόβλημα που αφορά ταυτόχρονα χώρες με πολύ διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης του καπιταλισμού και θέσης στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα.
- Στη λογική της «εργασιακής περιπλάνησης», που αυξάνει την αβεβαιότητα, την ανασφάλεια, το άγχος και τελικά το σταθερό φόβο για την απώλεια της εργασίας. Η απόγνωση, δε, γίνεται μόνιμος βραχνάς για τους εργαζόμενους, όταν πλησιάζουν στα 50 τους, όπου τους περιμένει η πρόωρη απόλυση και η ένταξή τους σε καθεστώς μακροχρόνιας ανεργίας. Ουσιαστικά η εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων υποχρεώνει τον καπιταλισμό αν θέλει να παραμείνει καπιταλισμός να «σκοτώνει τα άλογα» όχι όταν γεράσουν, αλλά πολύ πιο νωρίς.
- Μια από τις πιο αποκρουστικές και κραυγαλέες αντιφάσεις του καπιταλισμού στην οποία εκφράζεται το φαινόμενο της αποξένωσης του εργαζόμενου από τα μέσα παραγωγής είναι το γεγονός ότι τα σύγχρονα μέσα παραγωγής ενσωματώνουν μεγάλο μέρος διανοητικής εργασίας με αποτέλεσμα να απελευθερώνονται θέσεις εργασίας την ίδια στιγμή που θα έπρεπε να αυξάνεται ο ελεύθερος χρόνος των εργαζομένων. Το πιο σημαντικό όμως αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ενσωμάτωσης διανοητικής εργασίας στα μέσα παραγωγής είναι ότι την ίδια στιγμή στον καπιταλισμό απαξιώνει τη μορφωτική πρόοδο του ανθρώπου. Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται στη διάρθρωση και στο περιεχόμενο σπουδών των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων κάθε βαθμίδας, όπου ο ταξικός διαχωρισμός περνάει πολύ πιο έντονα μέσα στη διάρθρωση και μ’ αυτόν τον τρόπο και στην παραγωγή επιστημονικού δυναμικού πολλών ταχυτήτων με επικρατούσα την τάση για λιγότερες και πιο εξειδικευμένες γνώσεις.
- Στην πράξη το γεγονός αυτό οδηγεί σ’ ένα πολύ συνηθισμένο φαινόμενο των ημερών μας. Από τη μια μεριά να εντείνεται η ζήτηση εξειδικευμένης εργασίας χρηστικών κυρίως ιδιοτήτων, δηλαδή το επιστημονικό δυναμικό στη μεγάλη του πλειοψηφία λειτουργεί μόνο ως χρήστης των μέσων παραγωγής, από την άλλη η αντικειμενική τάση της κοινωνίας και των επιστημών για περισσότερη μόρφωση να καταλήγει, πάντα σε καπιταλιστικές συνθήκες, σε ένα ατελέσφορο συνεχές κυνήγι τίτλων σπουδών, που στο βάθος αντανακλά την αγωνία για συσσώρευση περισσότερων επαγγελματικών προσόντων – για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της αναζήτησης εργασίας από ανταγωνιστική θέση, που στην αγορά εργασίας δεν βρίσκουν, έτσι κι αλλιώς την πραγματική τους αντιστοιχία. Έτσι φτάνουμε στο αντιφατικό φαινόμενο, από τη μια, η εξειδικευμένη εργασία χαμηλών προσόντων να φτάνει να αμείβεται με μισθούς των 250 – 300 ευρώ, στο πλαίσιο των ευέλικτων σχέσεων εργασίας, από την άλλη, εργαζόμενοι με μεταπτυχιακά, διδακτορικά, ξένες γλώσσες κλπ να δουλεύουν για 500 ευρώ, όσο είναι δηλαδή ο κατώτερος μισθός του ανειδίκευτου εργάτη!
Η βαρβαρότητα αυτή του καπιταλισμού για να υποστηριχθεί ιδεολογικά έχει ανάγκη τα πιο ανορθολογικά και σκοταδιστικά επιχειρήματα που αντιστρατεύονται κάθε στοιχειώδη τυπική λογική. Σ’ αυτό το υπόστρωμα γεννιούνται ως αντιστάθμισμα μια σειρά σκοταδιστικές «αντισυστημικές» αντιλήψεις και ιδέες, που με τη σειρά τους δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την επιρροή του φασισμού στις μάζες, ειδικότερα στις περιπτώσεις των περιθωριοποιημένων τμημάτων της κοινωνίας, των ανέργων κλπ.
*****
Την ίδια στιγμή, όμως, αυτή η στροφή του καπιταλισμού προς την αντίδραση «σε κάθε γραμμή» γεννάει και την τάση επαναστατικοποίησης των λαϊκών μαζών, γιατί τις φέρνει αντιμέτωπες με την πραγματική κατάσταση του καπιταλισμού, ιδιαίτερα σε περιόδους καπιταλιστικών οικονομικών κρίσεων. Το πρόβλημα σ’ αυτήν την περίπτωση συγκεντρώνεται στη στάση που θα πάρει απέναντι στην κρίση και την ταξική πάλη το επαναστατικό υποκείμενο, η εργατική τάξη και το Κόμμα της εργατικής τάξης.
Ανοίγουμε μια μικρή παρένθεση. Το πρόβλημα αυτό, που εδράζεται στην αποξένωση που γεννούν οι κοινωνικές σχέσεις στον καπιταλισμό, το αντιμετώπισε με πρακτικούς πολιτικούς όρους για να προχωρήσει η υπόθεση της επανάστασης στη Ρωσία και ο Λένιν. Στις παραμονές της εξέγερσης του Οκτώβρη διαπιστώθηκαν σοβαρές ταλαντεύσεις στο εσωτερικό των μπολσεβίκων. Ο Λένιν υποχρεώθηκε να απαντήσει στις αιτιάσεις αυτές, που ισχυρίζονταν ότι, υπάρχει πισωγύρισμα στις διαθέσεις των λαϊκών μαζών επειδή αυξάνουν τις δυνάμεις τους και οι μαυροεκατονταρχίτες (πρόδρομο του φασισμού φαινόμενο όπως έχουμε ήδη γράψει με άλλες αφορμές). Έγραψε σχετικά:
«Η εξέλιξη της επανάστασης οδήγησε στην πράξη και τους εργάτες και την αγροτιά (σ.σ. μικροαστούς) σ’ αυτόν ακριβώς το συνδυασμό: της έντασης των διαθέσεων των συνειδητών ανθρώπων που διδάσκονται με την πείρα και του μίσους των πιο πλατιών μαζών που αγγίζει τα όρια της απόγνωσης ενάντια στους αυτουργούς των λοκάουτ και τους καπιταλιστές. Ακριβώς έτσι εξηγείται η “επιτυχία” των παλιανθρώπων του μαυροεκατονταρχίτικου Τύπου που παριστάνουν τους μπολσεβίκους. Το ότι οι μαύροι δείχνουν χαιρεκακία όταν βλέπουν να πλησιάζει η αποφασιστική μάχη της αστικής τάξης με το προλεταριάτο, αυτό γινόταν πάντα, αυτό είναι απόλυτα αναπόφευκτο. Κι αν κανείς αφεθεί να τρομοκρατηθεί απ’ αυτό το γεγονός, πρέπει να απαρνηθεί όχι μόνο την εξέγερση, αλλά και την προλεταριακή επανάσταση γενικά. Γιατί στην καπιταλιστική κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει φούντωμα αυτής της επανάστασης που να μην συνοδεύεται από τη χαιρεκακία της μαύρης εκατονταρχίας και από τις ελπίδες της να αποκομίσει όφελος. (…)
(…) Και είναι μήπως παράξενο ότι το καταβασανισμένο και το κατατυραννισμένο από την πείνα και την παράταση του πολέμου πλήθος “αρπάζεται” από το μαυροεκατονταρχίτικο δηλητήριο; Μπορεί κανείς να φανταστεί καπιταλιστική κοινωνία στις παραμονές της κατάρρευσής της χωρίς απόγνωση μέσα στις καταπιεζόμενες μάζες; Και μπορεί η απόγνωση των μαζών που ανάμεσά τους υπάρχει όχι λίγο σκοτάδι, να μην εκφράζεται με την αυξημένη κατανάλωση κάθε λογής δηλητηρίων; Όχι, απελπιστική είναι η θέση των ανθρώπων που μιλώντας για τις διαθέσεις των μαζών, φορτώνουν τη δική τους αβουλία στις μάζες. Οι μάζες χωρίζονται σε στοιχεία που συνειδητά αναμένουν και σε στοιχεία που ασυνείδητα είναι έτοιμα να πέσουν σε απόγνωση, οι μάζες όμως των καταπιεσμένων και των πεινασμένων δεν είναι άβουλες» (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, «Γράμμα σε συντρόφους», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 413-415).
Καταρχήν σ’ αυτό το απόσπασμα του Λένιν παρατηρούμε ορισμένα άκρως ενδιαφέροντα φαινόμενα με διαχρονικό χαρακτήρα. Το πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι οι μαυροεκατονταρχίτες «παρίσταναν τους μπολσεβίκους»! Αυτή την τακτική ακολούθησαν και οι ναζιστές στη Γερμανία. Όπως είδαμε και στην εισήγηση του Δημητρώφ στο 7ο συνέδριο της ΚΔ «οι γερμανοί φασίστες (…) παριστάνουν τους “σοσιαλιστές” μπροστά στις μάζες και παρουσιάζουν τον ερχομό τους στην εξουσία σαν “επανάσταση”». Αυτό το φαινόμενο παρατηρείται με διάφορες παραλλαγές και στη χώρα μας με τη Χρυσή Αυγή για την τακτική και το ρόλο της οποίας έχουμε αναφερθεί στα άρθρα μας «Για τη Χρυσή Αυγή και το ρόλο της στο πολιτικό σύστημα» και «Η γκαιμπελική τακτική και η ιδεολογική παρέμβαση της Χρυσής Αυγής».
Κατά δεύτερο, οφείλουμε με βάση την παραπάνω διαπίστωση να επαναλάβουμε ότι ο Λενινισμός, όχι μόνο δεν αποτελεί μια ρώσικη ιδιομορφία του Μαρξισμού, αλλά είναι αναντικατάστατος για τη μελέτη όλων των σύγχρονων οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών φαινομένων, συμπεριλαμβανομένου και του φασισμού. Αυτό είναι και το νόημα των υποδείξεων του Στάλιν ότι «ο Λενινισμός είναι ο Μαρξισμός στην εποχή του ιμπεριαλισμού». Σ’ αυτό το πλαίσιο και για τις ανάγκες πραγμάτευσης του θέματός μας για το φασισμό, αξίζει της προσοχής μας η διαπίστωση του Λένιν ότι δεν υπάρχει καπιταλιστική κοινωνία στις παραμονές της κατάρρευσής της που να μην οδηγεί σε απόγνωση τις μάζες και στην κατανάλωση κάθε λογής ιδεολογικών δηλητηρίων.
*****
Κλείνουμε αυτή την παρένθεση και περνάμε τώρα στο επίδικο ζήτημα που αφορά στην επιρροή του φασισμού στη χώρα μας, γεγονός που αποτυπώνεται στο 9,4% της Χρυσής Αυγής, συνολικά στην άνοδο της ακροδεξιάς και του σύγχρονου φασισμού στις χώρες-μέλη της ΕΕ. Κατά την άποψή μας η άνοδος της επιρροής τέτοιων πολιτικών δυνάμεων στις μάζες αποτελούν έκφραση της οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού και της συνεπαγόμενης πολιτικής κρίσης που εδράζεται πάνω σε αυτήν, και για την περίπτωσή μας, και στα πολιτικά αδιέξοδα της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με τη σειρά του, αυτό το φαινόμενο της αυξημένης επιρροής των δυνάμεων της ακροδεξιάς και του νεοφασισμού και νεοναζισμού αποτελεί παράγοντα όξυνσης της πολιτικής κρίσης, έντασης των αντιθέσεων στο στρατόπεδο της αστικής τάξης.
Οι αστικές πολιτικές δυνάμεις, από τη φύση τους και τη θέση τους στο πολιτικό σύστημα, δίνουν μια μονοσήμαντη ερμηνεία στο φαινόμενο της ανόδου της Χρυσής Αυγής αποδίδοντάς την στην οικονομική κρίση. Πρόκειται για αλήθεια μεν, αλλά για τη μισή αλήθεια, στην οποία τελευταία προσχωρεί δια της διολίσθησης και ο ΣΥΡΙΖΑ εστιάζοντας το όλο πρόβλημα της ανόδου της Χρυσής Αυγής στις μνημονιακές πολιτικές και παρακάμπτει τις πολιτικές παραμέτρους που σχετίζονται με τη στάση της αστικής τάξης στην τροφοδότηση των δυνάμεων της ακροδεξιάς και του νεοναζισμού στην Ελλάδα και στην ΕΕ. Γεγονός που οφείλεται στο στόχο της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να διασώσει σ’ αυτές τις συνθήκες πολιτικής κρίσης την πολιτική εξουσία της αστικής τάξης και την στρατηγική της σε ότι αφορά την παραμονή στην ΕΕ και το ευρώ.
Η μισή αυτή αλήθεια για τη σχέση των συνεπειών της οικονομικής κρίσης και της πολιτικής ανόδου της Χρυσής Αυγής, εκφράζεται στα πρωτοφανή επίπεδα αύξησης όχι μόνο της σχετικής αλλά και της απόλυτης εξαθλίωσης των μαζών.
- Σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές στη χώρα μας υπάρχουν πάνω από 1,5 εκ. άνεργοι, αγγίζοντας σταθερά τα τελευταία χρόνια το 27%.
- Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ περίπου 1.200.000 εργαζόμενοι λαμβάνουν τη μισθοδοσία τους με καθυστέρηση από τρεις μήνες έως και έναν ολόκληρο χρόνο (12 μήνες). Επίσης ένα εκατομμύριο εργαζόμενοι δεν λαμβάνουν το νόμιμο επίδομα άδειας. Δε μιλάμε καν για τις περιπτώσεις μερικής απασχόλησης που ισοδυναμεί με μισθούς της τάξης των 200 ευρώ, ήτοι 2 με 2,5 ευρώ ωρομίσθιο! Πολύ δε περισσότερο δεν χρειάζεται να αναφέρουμε πόσο ελάχιστος είναι ο αριθμός των ανέργων που δικαιούται και λαμβάνει το πενιχρό επίδομα ανεργίας.
- Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) οι άνεργοι και ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός υπερτερούν κατά ένα τουλάχιστον εκατομμύριο από τους εν ενεργεία εργαζόμενους. Πιο συγκεκριμένα πέρσι υπολογιζόταν ότι όσοι είχαν απασχόληση ήταν 3.642.102, ενώ όσοι δεν εργάζονταν (χωρίς σ’ αυτούς να συνυπολογίζονται οι συνταξιούχοι) ανέρχονταν 4.690.163 άτομα.
- Σύμφωνα με διάφορες στατιστικές οι άστεγοι και οι άνθρωποι που διαβιούν σε επισφαλείς συνθήκες στέγασης υπολογίζονται σε 20.000. Άλλες στατιστικές ανεβάζουν τον αριθμό στους 30.000 αστέγους.
- Σύμφωνα, επίσης, με τα επίσημα στοιχεία, τα λεγόμενα «κόκκινα δάνεια» -μη εξυπηρετούμενα και προβληματικά δάνεια (στεγαστικά, καταναλωτικά, επιχειρηματικά κλπ)- με δύο λόγια το ιδιωτικό χρέος ανέρχεται στα 110 δις ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 58% του ΑΕΠ! Εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά ζουν με το βραχνά του πλειστηριασμού της πρώτης τους κατοικίας.
- Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΜΕ της ΓΣΕΒΕΕ, την πενταετία της οικονομικής κρίσης έβαλαν λουκέτο 120 χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ενώ σήμερα διαθέτει ασφαλιστική ενημερότητα μόλις το 50% των μικρομεσαίων και ελεύθερων επαγγελματιών, που είναι ασφαλισμένοι στον ΟΑΕΕ (380 χιλιάδες από τις 760 χιλιάδες περίπου).
- Και τέλος σύμφωνα πάντα με τα επίσημα στοιχεία, τα συνολικά χρέη που περιλαμβάνουν τις ληξιπρόθεσμες οφειλές των φορολογουμένων προς την εφορία υπολογίζονταν στα τέλη Μαΐου ότι υπερβαίνουν τα 66 δισεκατομμύρια ευρώ! Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι είναι αντιμέτωποι με κατάσχεση περιουσιακών τους στοιχείων.
Αυτή η κοινωνική πραγματικότητα της οικονομικής κρίσης είναι μια υλική, αντικειμενική πραγματικότητα που πάνω της οικοδομούνται στάσεις, συμπεριφορές και αντιλήψεις, ιδεολογίες. Πάνω σ’ αυτή την κοινωνική πραγματικότητα και εμπειρία τους οι εξαθλιωμένες μάζες όπως μας υποδεικνύει ο Λένιν «χωρίζονται σε στοιχεία που συνειδητά αναμένουν και σε στοιχεία που ασυνείδητα είναι έτοιμα να πέσουν σε απόγνωση, οι μάζες όμως των καταπιεσμένων και των πεινασμένων δεν είναι άβουλες».
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες το κρίσιμο θέμα είναι η στάση του Κομμουνιστικού και Εργατικού Κινήματος, των μόνων ικανών δυνάμεων να βάλουν φραγμό στην άνοδο της Χρυσής Αυγής και να μετατρέψουν την οικονομική κρίση σε επαναστατική κρίση, για την ανατροπή της εξουσίας της αστικής τάξης.
Ειδικότερα τώρα για να γίνει κατανοητό το απαράδεκτο της καλλιέργειας απόψεων που αποσυνδέουν τη φασιστική ιδεολογία από την υλική της βάση, ή διαστρεβλώνουν τη σύνδεσή της με αυτή την υλική βάση πρέπει να συνυπολογίσουμε δύο βασικές πτυχές του συγκεκριμένου προβλήματος της ανόδου της Χρυσής Αυγής, η οποία πλέον μετρά πάνω από μισό εκατομμύριο ψηφοφόρους.
Το πρώτο αφορά στη στάση της αστικής τάξης που διαπραγματεύεται με τη Χρυσή Αυγή για το μελλοντικό της ρόλο στα πολιτικά πράγματα της χώρας μας (οι δικαστικές εξελίξεις είναι ένα είδος πολιτικής διαπραγμάτευσης αστικής τάξης-Χρυσής Αυγής). Το δεύτερο στοιχείο, ως συνέπεια του πρώτου, είναι το πώς γίνεται ο φασιστικός κίνδυνος ένας πραγματικός κίνδυνος, που δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Άρα η τοποθέτηση απέναντι σ’ αυτό το πρόβλημα έχει τεράστια σημασία για την αντιμετώπισή του, ως έκφραση της τάσης προς την πολιτική αντίδραση.
Ακολουθεί το ΣΤ’ και τελευταίο μέρος
COMMENTS