Να ξεκαθαρίσουμε ευθύς εξ αρχής ότι η κατάθεση του νομοσχεδίου για τη δημιουργία της μικρής ΔΕΗ είναι ένα από τα γνωστά προαπαιτούμενα που επέβαλε η τρόικα στη χώρα μας για τη συνέχεια της ροής των δόσεων για το δημόσιο χρέος. Μέσα από αυτήν την πρόταση διασπάται η ΔΕΗ και εκχωρείται ένα σημαντικό τμήμα της στο μεγάλο κεφάλαιο. Πρόκειται για ένα κανονικό ξεπούλημα σε ξένα και ντόπια μονοπώλια.
Όλη η επιχειρηματολογία της κυβέρνησης στηρίζεται, υποτίθεται, στη δημιουργία ανταγωνιστικού περιβάλλοντος για να πέσουν οι τιμές καταναλωτή. Το επιχείρημα αυτό δεν αντέχει σε καμία ορθολογική σκέψη, γιατί έχει ήδη διαψευστεί παταγωδώς σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη από την ίδια την πραγματικότητα. Οι ιδιωτικοποιήσεις σε οποιοδήποτε τομέα, και αυτόν της ενέργειας, το μόνο που έφεραν ήταν οι αυξήσεις των τιμών. Το ίδιο έγινε και με τη μέχρι τώρα ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ. Μόνο αυξήσεις των τιμών έφερε, που φτάνουν στο διπλασιασμό τους, και φυσικά τεράστια κέρδη για τους ιδιώτες.
Οι εργαζόμενοι δε χρειάζονται άλλες αποδείξεις παρά μόνο τους λογαριασμούς της ΔΕΗ που παραλαμβάνουν. Άλλωστε μέσα στο γενικότερο κλίμα εξαθλίωσης που επέβαλε η αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης προέκυψαν οι απλήρωτοι λογαριασμοί, που οδήγησαν στο κόψιμο του ηλεκτρικού ρεύματος για εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένων. Είναι λογικό, λοιπόν, γενικότερα οι εργαζόμενοι να αντιδρούν στην παραπέρα ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, γιατί ξέρουν εκ των προτέρων το αποτέλεσμα.
Αυτό το γενικό αίσθημα αντίθεσης των εργαζομένων στην παραπέρα ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, έστω και εάν δεν εκφράζεται σε αντίστοιχες κινητοποιήσεις, δε μπορεί να το παρακάμψει κανείς, πολύ περισσότερο το ΚΚΕ. Αυτό το αίσθημα προσπαθεί να αξιοποιήσει και ο ΣΥΡΙΖΑ, που στην ουσία αφορά στην πολιτική ωρίμανση της συνείδησης των εργαζομένων, για να δημιουργήσει εκείνους τους δικούς του πολιτικούς όρους, όπως αποφάσισε και στην τελευταία συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του, που θα τον φέρουν στη διακυβέρνηση της χώρας.
Καταθέτει, λοιπόν, μια πρόταση, που, από μια πρώτη ματιά, είναι διαδικαστική. Αφορά στη συγκέντρωση 120 υπογραφών βουλευτών που θα ζητούν δημοψήφισμα για τη δημιουργία ή όχι της μικρής ΔΕΗ. Εάν συγκεντρωθούν οι 120 υπογραφές τότε η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να παραπέμψει το θέμα της μικρής ΔΕΗ στην ολομέλεια της βουλής, όπου θα συζητηθεί η πρόταση για δημοψήφισμα, που για να πραγματοποιηθεί απαιτούνται 180 βουλευτές.
Ο ΣΥΡΙΖΑ απευθύνθηκε στα κόμματα της αντιπολίτευσης, εξαιρουμένης της Χρυσής Αυγής, αποσπώντας τη συγκατάθεση των Ανεξάρτητων Ελλήνων, την κατ’ αρχήν σύμφωνη γνώμη της ΔΗΜΑΡ και ορισμένων ανεξάρτητων βουλευτών. Απευθύνθηκε και στο ΚΚΕ. Να σημειωθεί ότι ακόμη και εάν είχε γίνει αποδεκτό το πολιτικό πλαίσιο που έθεσε το ΚΚΕ οι 120 βουλευτές δε συγκεντρώνονται. Θα εξαρτηθεί από τη στάση ορισμένων ανεξάρτητων βουλευτών. Στο θέμα αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ απαντάει ότι η δυναμική που θα αποκτήσει η πρόταση θα κατορθώσει, τελικά, να έχει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Φυσικά τα πράγματα δεν τελειώνουν εδώ. Αν υποθέσουμε ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι πολιτικοί φορείς, και οι ανεξάρτητοι βουλευτές θα αποδέχονταν το πλαίσιο του ερωτήματος του δημοψηφίσματος που θέτει το ΚΚΕ, πράγμα που δεν είναι καθόλου βέβαιο, υπάρχει ακόμη ο σκόπελος των 180 βουλευτών, που πρέπει να αποσπάσει η πρόταση για το δημοψήφισμα από την ολομέλεια της βουλής για να πραγματοποιηθεί.
Αυτό το γεγονός θεωρείται απίθανο να συμβεί. Και εδώ αποκαλύπτεται πλήρως ο τακτικισμός του ΣΥΡΙΖΑ, που, όμως δεν πρέπει να υποτιμηθεί καθόλου, γιατί παράγει ένα συγκεκριμένο πολιτικό αποτέλεσμα, που είναι δυνατό να δρομολογήσει πολιτικές εξελίξεις. Και ποιο είναι αυτό;
Στην περίπτωση που συγκεντρωθούν οι 120 βουλευτές και το θέμα της μικρής ΔΕΗ παραπεμφθεί στην ολομέλεια της βουλής είναι εκ των πραγμάτων μια πολιτική ήττα της κυβέρνησης. Σ’ αυτήν την ήττα ελπίζει ο ΣΥΡΙΖΑ για να δρομολογήσει πολιτικές εξελίξεις, που θα ακουμπάνε την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και την προσφυγή σε πρόωρες εκλογές. Πρόκειται, δηλαδή, για μια τακτική, που ευνοεί πλήρως το ΣΥΡΙΖΑ και ταυτόχρονα δρομολογεί την αναδιάταξη του πολιτικού συστήματος με την απαρχή της δημιουργίας της συμμαχίας, για την οποία έκανε λόγο ο ΣΥΡΙΖΑ στην τελευταία απόφαση της Κεντρικής του Επιτροπής.
Στην κατεύθυνση αυτή προσπαθεί ο ΣΥΡΙΖΑ να ρυμουλκήσει το ΚΚΕ και να το θέσει μπροστά στο δίλημμα «ή μαζί μας ενάντια στην κυβέρνηση ή εναντίον μας και κάνεις “πλάτες” στην κυβέρνηση».
Η κυβέρνηση, τώρα, διαβλέποντας τις δυσκολίες που υπάρχουν σε κάθε περίπτωση, και προπαντός στο να συγκεντρωθούν οι 180 βουλευτές για την πραγματοποίηση του δημοψηφίσματος, κατηγόρησε το ΣΥΡΙΖΑ ότι επιδιώκει την πολιτική ανωμαλία. Αυτή η κατηγορία, σε πρώτη ανάγνωση, είναι μια συνηθισμένη ατάκα που εκτοξεύεται ενάντια στο ΣΥΡΙΖΑ.
Σε δεύτερη ανάγνωση, όμως, κρύβει πραγματική ανησυχία, όχι γιατί θα συγκεντρωθούν οι 180 βουλευτές για την πραγματοποίηση του δημοψηφίσματος, αλλά γιατί η κυβέρνηση θα υποχρεωθεί να παραπέμψει το θέμα της μικρής ΔΕΗ στην ολομέλεια της βουλής, πράγμα που ισοδυναμεί με μια πρώτη πολιτική της ήττα, που, επιτέλους, κάποιος προσπάθησε να της βάλει φρένο στο γενικό ξεπούλημα που επιδίδεται.
Και δεν είναι χωρίς σημασία να πούμε ότι αυτή η πολιτική ήττα αντιστοιχεί και στο γενικό αίσθημα των εργαζομένων, που βρίσκονται κάτω από μια συνεχή επίθεση της κυβέρνησης. Ας πάρουμε, ταυτόχρονα, υπόψη ότι ακολουθούν και άλλα νομοσχέδια – προαπαιτούμενα, όπως το νομοσχέδιο για τους αιγιαλούς κλπ..
Μέσα σ’ αυτό το γενικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί, με τα αστικά ΜΜΕ να έχουν επικεντρώσει πάνω στο ΚΚΕ, το ΣΥΡΙΖΑ να «πλευρίζει» το ΚΚΕ αφήνοντας διαρροές ότι μπορεί να εξετάσει την πρόταση του ΚΚΕ για το ερώτημα του δημοψηφίσματος και τελικά να αποδέχεται τη ξεχωριστή κατάθεση προτάσεων για δημοψήφισμα, όπως είχε συμβεί και κατά το παρελθόν, προβάλλει αμείλικτο το ερώτημα: Ποια έπρεπε να είναι η στάση του Κόμματος;
Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα πρέπει να πάρει υπόψη της όλα τα αντικειμενικά δεδομένα έτσι όπως διαμορφώνονται αυτή τη στιγμή και από στιγμή σε στιγμή.
1. Από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ:
Πρώτο: Ο ΣΥΡΙΖΑ εντάσσει την πρόταση που κατέθεσε στη γενική του τακτική για τη δημιουργία της συμμαχίας που επιδιώκει και που θα τον φέρει στη διακυβέρνηση. Την τακτική αυτή, από την πλευρά μας, την έχουμε κρίνει και έχουμε καταθέσει την άποψη ότι σκοπεύει στη σταθεροποίηση του αστικού πολιτικού συστήματος και στο ξεπέρασμα της πολιτικής κρίσης.
Δεύτερο: Ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να φέρνει σε αδιέξοδο το ΚΚΕ και να στο πλαίσο αυτό να του φόρτωνε το βάρος μιας κάθετης αρνητικής απάντησης (την ίδια στιγμή που θα οικοδομεί τη συμμαχία που χρειάζεται), ως άρνησης που θα κάνει πλάτες στην κυβέρνηση.
Τρίτο: Η κυβέρνηση έχει αποκωδικοποιήσει εντελώς την τακτική του ΣΥΡΙΖΑ και ευνοεί τη μετάθεση της πολιτικής αντιπαράθεσης για τη μικρή ΔΕΗ σε αντιπαράθεση μεταξύ ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ.
Τέταρτο: Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ ενώ δεν αντιμετωπίζει επί της ουσίας την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ και συνολικά της ενέργειας επιχειρεί να καρπωθεί το γενικό αίσθημα των εργαζομένων σε βάρος, ταυτόχρονα, της κυβέρνησης και του ΚΚΕ, την ώρα που θα αναδιαμορφώνεται το πολιτικό σύστημα της χώρας μας, με τη συμμαχία που επιδιώκει να δρομολογήσει, γεγονός που συμφέρει την αστική τάξη και την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση και με δεδομένες τις υπαναχωρήσεις, που έχει πραγματοποιήσει και στο πλαίσιο της στρατηγικής του, της παραμονής της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ.
Πέμπτο: Ο ΣΥΡΙΖΑ στοχεύει στον αποπροσανατολισμό των εργαζομένων σε ότι αφορά τη μνημονιακή πολιτική της κυβέρνησης, καλλιεργώντας την εντύπωση ότι δίνει τη μάχη ενάντια στα μέτρα του μνημονίου, την ίδια στιγμή που ο ίδιος κάνει λόγο για απεμπλοκή από το μνημόνιο και όχι για κατάργηση, όπως ήταν η αρχική του δέσμευση.
Έκτο: Ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να συσκοτίσει και να συγκαλύψει τις πραγματικές και απαράγραπτες ευθύνες του για την εξέλιξη ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ (τότε ως ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ), όταν με ευθύνη και των δικών του δυνάμεων και σε συμμαχία με τη ΔΑΚΕ και την ΠΑΣΚΕ συνέβαλε επί κυβέρνησης Σημίτη στο πρώτο βήμα της ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ με τους χειρισμούς που έκανε σε ότι αφορά το ασφαλιστικό ταμείο των εργαζομένων της ΔΕΗ.
2. Από την πλευρά του Κόμματος:
Πρώτο: Η ηγεσία του Κόμματος επιχειρεί να απαντήσει στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ μεταθέτοντας το ζήτημα της μικρής ΔΕΗ σε ζήτημα περιεχομένου του ερωτήματος ενός δημοψηφίσματος, που είναι απίθανο να πραγματοποιηθεί, γιατί είναι απίθανο να συγκεντρώσει τους 180 βουλευτές.
Παρακάμπτει μ’ αυτόν τον τρόπο τα πραγματικά πολιτικά ζητήματα που έχει μπροστά του με την κυβερνητική πολιτική, τους όρους ανάπτυξης της ταξικής πάλης, τις αντίστοιχες πρωτοβουλίες που το ίδιο θα έπρεπε να πάρει, την ώρα που δίνει τη δυνατότητα στο ΣΥΡΙΖΑ να ελίσσεται αφήνοντας την εντύπωση ότι μπορεί να συζητήσει το περιεχόμενο του ερωτήματος σ’ ένα ενδεχόμενο δημοψήφισμα, πράγμα που αντιτίθεται στην ίδια την πρόταση που καταθέτει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ειλικρινής στη θέση αυτή θα είχε φροντίσει ο ίδιος να θέσει το περιεχόμενο του ερωτήματος του δημοψηφίσματος εκ των προτέρων μ’ αυτόν τον τρόπο, πράγμα, όμως, που θα απέκλειε τη συμμαχία με τις άλλες δυνάμεις που απευθύνθηκε και θα τον έφερνε σε αντίθεση με την ίδια του την πολιτική..
Με δυο λόγια ο ΣΥΡΙΖΑ αποκαλύπτεται ότι επιχειρεί μ’ έναν τακτικισμό να απορροφήσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια που προκαλεί η πολιτική της κυβέρνησης, να παρουσιάζεται ταυτόχρονα με αντιμνημονιακό προφίλ και να μπλοκάρει το Κόμμα.
Αλλά είναι εξ ίσου φανερό ότι και η ηγεσία του Κόμματος επιχειρεί να απαντήσει με έναν άλλο αντίστοιχο τακτικισμό, που μετατρέπει το ουσιαστικό ζήτημα της αντιμετώπισης της κυβερνητικής πολιτικής, της στάσης του απέναντι στις λαϊκές μάζες, δια μέσου της ιδιωτικοποίησης της μικρής ΔΕΗ, σε ένα ερωτηματικό ενός πιθανού ή και απίθανου δημοψηφίσματος.
Δεύτερο: Η ηγεσία του Κόμματος δε βλέπει, και εάν το βλέπει δεν το αντιμετωπίζει αποτελεσματικά, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ακολουθεί συγκεκριμένα βήματα στην τακτική του και ότι θα έχει το Κόμμα μπροστά σε ένα διαρκές δίλημμα, που θα το φέρνει να απολογείται ως συνενόχου της κυβερνητικής πολιτικής. Η απάντηση που δίνει δεν «τελειώνει» μια και καλή την τακτική του ΣΥΡΙΖΑ. Νομίζει ότι την τελειώνει προσπαθώντας μέσα από το περιεχόμενο ενός ερωτήματος να αναπτύξει την πολιτική του, αφήνοντας ένα πολιτικό κενό πάνω στο οποίο κινείται ο ΣΥΡΙΖΑ. Σ’ αυτό το κενό δεν απαντάει. Και το κενό αυτό είναι η συνολική πρόταση που πρέπει να καταθέσει το Κόμμα σε αντιστοιχία με τα καθήκοντα της στιγμής.
Τρίτο: Η ηγεσία του Κόμματος μη μιλώντας για πολιτική κρίση δε μπορεί να αντιστοιχηθεί με τα καθήκοντα της στιγμής. Διαφορετικά θα έβλεπε ότι η αντινεοφιλελεύθερη συμμαχία, που προσπαθεί να χτίσει ο ΣΥΡΙΖΑ δε μπορεί να αντιμετωπίσει τη «νεοφιλελεύθερη» πολιτική της κυβέρνησης, που στην πραγματικότητα είναι η συνολική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την ώρα που «από τα κάτω» έχει ωριμάσει η πολιτική συνείδηση των λαϊκών μαζών που αναζητούν διέξοδο, και όχι μόνο έχει ωριμάσει, αλλά με τα αποτελέσματα και των πρόσφατων εκλογών οι λαϊκές μάζες έχουν απορρίψει την πολιτική της κυβέρνησης. Με αυτόν τον τρόπο η τακτική που ακολουθεί η ηγεσία εκθέτει το Κόμμα στο συνολικό σχεδιασμό της αστικής τάξης, που εμπεριέχει τους τακτικισμούς του ΣΥΡΙΖΑ για την αναδιάταξη του πολιτικού συστήματος.
Τέταρτο: Ανεξάρτητα, λοιπόν, από τον τρόπο που θα κατατεθούν οι προτάσεις για το δημοψήφισμα και το περιεχόμενο του ερωτήματος, αυτό που έχει σημασία είναι το πώς το ίδιο το Κόμμα θα αντιμετωπίσει την κυβερνητική πολιτική και την τακτική του ΣΥΡΙΖΑ μέσα από την κατάθεση δικής του και αυτοτελούς συνολικής πρότασης, που θα δίνει διέξοδο από την πολιτική της κυβέρνησης και ταυτόχρονα «θα πετάει έξω» το ΣΥΡΙΖΑ, έτσι ώστε να μην επιτρέψει να εγκλωβιστούν οι λαϊκές μάζες στην τακτική του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά, ταυτόχρονα, και να μην επιτρέπει να παρεμβάλλεται η κυβέρνηση ανάμεσα στο ΚΚΕ και το ΣΥΡΙΖΑ.
Πέμπτο: Αυτό, τελικά, που βγαίνει από τις ίδιες τις εξελίξεις είναι ότι το πολιτικό ζητούμενο που αναδεικνύεται επικεντρώνεται στην ανάγκη της κατάθεσης μιας συνολικής πρότασης, που δεν θα παραπέμπει στον άμεσο σοσιαλισμό, γιατί αυτό επιτρέπει στο ΣΥΡΙΖΑ με την τακτική που ακολουθεί να εγκλωβίζει τις λαϊκές μάζες, που δεν «φτάνει» η πολιτική τους συνείδηση μέχρι σ’ αυτό το επίπεδο, αλλά θα απεγκλωβίζει τις λαϊκές μάζες από τους τακτικισμούς του ΣΥΡΙΖΑ και την προσπάθειά του να απορροφήσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια, θα τις ωριμάζει πολιτικά και ταυτόχρονα θα αντιμετωπίζει τα άμεσα και μεγάλα προβλήματα των εργαζομένων, ενώ δεν θα επιτρέπει στο ΣΥΡΙΖΑ να φέρνει το Κόμμα σε θέση συνενόχου με την κυβέρνηση.
Αυτή η πρόταση, που θα δίνει διέξοδο στην οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία, που θα ανοίγει το δρόμο για το σοσιαλισμό, για την οποία κάνει λόγο σταθερά η «Νέα Σπορά», και που αντιστοιχεί στα καθήκοντα αυτής της στιγμής δίνει τη δυνατότητα στο Κόμμα να πάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να αντιμετωπίζει ταυτόχρονα και την πολιτική της κυβέρνησης και τους τακτικισμούς του ΣΥΡΙΖΑ. Να αποκαλύπτει ότι ο αντινεοφιλελευθερισμός του ΣΥΡΙΖΑ είναι κάλπικος και αδυνατεί να αντιμετωπίσει την πολιτική της κυβέρνησης. Να αντιστοιχηθεί με τις απαιτήσεις της ταξικής πάλης.
Αυτή η πρόταση επιτρέπει στο Κόμμα να εκλαϊκεύσει τη θέση του για την ανάγκη αλλαγής των τάξεων στην εξουσία, την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα (κυρίως τα κατώτερα) της πόλης και του χωριού, μπροστά στα αδιέξοδα που έχει φέρει η αστική τάξη τους εργαζόμενους και τη χώρα μας. Να ωριμάσει την ταξική και πολιτική συνείδηση των εργαζομένων για το πέρασμα στο σοσιαλισμό.
Γράφαμε σε προηγούμενο άρθρο μας: «Η πρόταση αυτή θα περιλαμβάνει ως κυρίαρχο στόχο την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, τη μονομερή διαγραφή του χρέους, μέτρα για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, μέτρα για την ανακούφιση των εργαζομένων και των μικροαστικών στρωμάτων, κρατικοποίηση συνολικά του χρηματοπιστωτικού συστήματος, επιστροφή των ΔΕΚΟ στο κράτος και όλων των συνεταιριστικών παραγωγικών μονάδων, υπό εργατικό έλεγχο, κρατικοποίηση βασικών κλάδων της οικονομίας, μέτρα για τη δημόσια υγεία και την παιδεία, τη νεολαία, την ανεργία, την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας της χώρας μας, μέτρα για την προστασία των δημοκρατικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών, των δημοκρατικών δικαιωμάτων και κοινωνικών κατακτήσεων, αντιμετώπιση του φασιστικού κινδύνου, ανάπτυξη των διεθνών σχέσεων της χώρας μας στη βάση της ειρηνικής και ισότιμης συνεργασίας, με προτεραιότητα τις γείτονες χώρες και τις χώρες της Βαλκανικής κ.α.».
Η περίοδος από τις εκλογές του Μάη του ’12 έχει φέρει το Κόμμα μπροστά σε ένα συνεχές δίλημμα. Στο πως θα δώσει διέξοδο στην οικονομική κρίση προς όφελος των εργαζομένων και θα ανοίξει το δρόμο για το σοσιαλισμό. Η εξέλιξη των πολιτικών και οικονομικών πραγμάτων στη χώρα μας, και με την ευκαιρία της κατάθεσης του νομοσχεδίου για τη μικρή ΔΕΗ, έχει δώσει λύση σ’ αυτό το δίλημμα. Η ηγεσία του Κόμματος δε μπορεί για πολύ να παρακάμπτει αυτήν την πραγματικότητα. Το δίλημμα δεν αφορά μόνο την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Αφορά και την αντιμετώπιση της κυβερνητικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένης και της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ.
COMMENTS