Φασισμός και επιστημονικός σοσιαλισμός – Γ’ Μέρος

Οι αστικές επαναστάσεις στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, όπως για παράδειγμα η Γαλλική και η Αμερικανική επανάσταση, έφεραν την αστική τάξη στην εξουσία εγκαθιδρύοντας την αστική δημοκρατία. Ο δημοκρατισμός της αστικής δημοκρατίας, που εκφράζεται με τον κοινοβουλευτισμό, εκείνη την εποχή ήταν βασικό συστατικό της γνώρισμα, γιατί η αστική τάξη επιζητούσε την οικονομική ελευθερία μέσα απ’ την πολιτική κατοχύρωση των καπιταλιστικών ή –αλλιώς διατυπωμένο κατά το ελληνικότερο– κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής και γι’ αυτό άλλωστε προχώρησε σε επαναστάσεις ενάντια στο προηγούμενο καθεστώς, που κατοχύρωνε τις φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής.

Στην κατεύθυνση αυτή παραχώρησε σημαντικές ελευθερίες και δικαιώματα στις λαϊκές μάζες. Δε θα μπορούσε να κάνει και διαφορετικά, γιατί σύμμαχος της αστικής τάξης στην πάλη ενάντια στη φεουδαρχία ήταν και η εργατική τάξη, αλλά υπήρχε και ένας δεύτερος πολύ ουσιαστικός παράγοντας. Για να μπορεί η αστική τάξη να εκμεταλλεύεται την εργατική τάξη με καλύτερους όρους για την ίδια έπρεπε να παραχωρήσει δικαιώματα σ’ αυτήν. Πέρα, δηλαδή, από την πάλη για την ανατροπή της φεουδαρχίας, η παραχώρηση δημοκρατικών δικαιωμάτων εκ μέρους της αστικής τάξης προς την εργατική τάξη αφορούσε και τη σχέση της αστικής τάξης με την ίδια την εργατική τάξη, σε συνθήκες που η αστική τάξη είχε καταλάβει την πολιτική εξουσία και δημιουργούσε το δικό της κράτος.

Η κατάσταση αυτή όμως αλλάζει ριζικά στις αρχές του 20ου αιώνα όταν ο καπιταλισμός εισέρχεται στο στάδιο του ιμπεριαλισμού, ως αποτέλεσμα της διαδοχής της ελεύθερης αγοράς απ’ το μονοπώλιο και τη δημιουργία του χρηματιστικού κεφαλαίου. Γι’ αυτό άλλωστε και ο Λένιν μιλάει για ένα νέο, «ιδιαίτερο» στάδιο στην ανάπτυξη του καπιταλισμού και μάλιστα το «τελευταίο» στάδιο του καπιταλισμού.

Σ’ αυτή την εποχή λοιπόν, το πολιτικό εποικοδόμημα της οικονομικής βάσης του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού γίνεται η πολιτική αντίδραση, χωρίς να αναιρείται το βασικό χαρακτηριστικό της αστικής δημοκρατίας και  του κράτους, που κατοχυρώνει τις αστικές – καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Όπως έχουμε ήδη δει στο Β’ μέρος του άρθρου μας «Ταυτόχρονα τα μονοπώλια, ξεπηδώντας απ’ τον ελεύθερο συναγωνισμό, δεν τον καταργούν μα υπάρχουν πάνω και δίπλα σ’ αυτόν, γεννώντας έτσι μια σειρά εξαιρετικά οξείες και βίαιες αντιθέσεις, προστριβές και συγκρούσεις. Το μονοπώλιο είναι πέρασμα απ’ τον καπιταλισμό σ’ ένα ανώτερο σύστημα» (Άπαντα Λένιν, τόμος 27, «Ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 392).

Η παραπάνω αναφορά του Λένιν έχει αντιμετωπιστεί περισσότερο από την άποψη της εμφάνισης μιας νέας οικονομικής κατηγορίας, του μονοπωλίου, και λιγότερο από την ταυτόχρονη εμφάνιση της τάσης προς την πολιτική αντίδραση και της τελικής τοποθέτησης του Λένιν ότι το πολιτικό εποικοδόμημα του ιμπεριαλισμού είναι η πολιτική αντίδραση.

Δηλαδή, συνολικά, στην εξέλιξη του καπιταλισμού τι ακριβώς έχουμε; Έχουμε δύο σαφή στάδια, που στο πρώτο κυριαρχεί ο ελεύθερος συναγωνισμός. Στην αστική δημοκρατία του ελεύθερου συναγωνισμού, με το αντίστοιχο κράτος, κατοχυρώνονται οι αστικές σχέσεις παραγωγής με κυρίαρχη έκφραση στο επίπεδο του εποικοδομήματος τον κοινοβουλευτισμό. Στο δεύτερο στάδιο του καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού και του μονοπωλιακού ανταγωνισμού, η αστική δημοκρατία με το αντίστοιχο κράτος (σύμφυση κράτους και χρηματιστικής ολιγαρχίας) κατοχυρώνει τις αστικές σχέσεις παραγωγής, εμφανίζει παράλληλα την τάση για την πολιτική αντίδραση.

Μόνο που ο μονοπωλιακός ανταγωνισμός δεν καταργεί τον ελεύθερο συναγωνισμό. Στέκεται «πάνω» και «δίπλα» σ’ αυτόν. Δηλαδή στο επίπεδο του εποικοδομήματος ο κοινοβουλευτισμός δεν καταργείται αλλά έχει «πάνω» και «δίπλα» σ’ αυτόν την τάση για την πολιτική αντίδραση, σε συνθήκες πλήρους κυριαρχίας της χρηματιστικής ολιγαρχίας τόσο στην υλική βάση του συστήματος όσο και στο κράτος.

Η εξέλιξη αυτή είναι και η βάση της γέννησης του φασισμού, που αποτελεί την πλήρη άρνηση του δημοκρατισμού της αστικής δημοκρατίας όντας ο ίδιος ο φασισμός μία απ’ τις μορφές της αστικής δημοκρατίας. Μια απ’ τις πολιτικές μορφές της ταξικής κυριαρχίας της αστικής τάξης. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αντιδραστικές μορφές διακυβέρνησης της αστικής τάξης παρατηρούνται και κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα όταν αναπτύσσεται η πάλη της εργατικής τάξης και έρχεται σε αντιπαράθεση με τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα της αστικής τάξης. Απλά, η πολιτική αντίδραση της αστικής τάξης κάτω από οποιοδήποτε καθεστώς γίνεται το κυρίαρχο στοιχείο στην εποχή του ιμπεριαλισμού, μετατρέπεται σε γενική τάση.

*****

Προκύπτουν τώρα μερικά κρίσιμα ερωτήματα:

  • Γιατί ο φασισμός αναπτύχθηκε ως πολιτικό φαινόμενο και κυριάρχησε μετά τον Α’ παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο αφού πρόκειται για την κατεξοχήν ιδεολογία του πολέμου, τον εκφραστή του πιο βάρβαρου σοβινισμού της αστικής τάξης;
  • Γιατί δεν κυριάρχησε και πριν τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο, όταν είχαν διαμορφωθεί οι βάσεις για το πέρασμα του καπιταλισμού στο στάδιο του ιμπεριαλισμού και η ανθρωπότητα όδευε προς έναν παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο;
  • Και γιατί κατ’ επέκταση, μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο στις χώρες που παρέμειναν στο στρατόπεδο του μονοπωλιακού καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού, ο φασισμός δεν παρέμεινε το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα όπως στην περίοδο του Μεσοπολέμου, αφού όλα (με εξαίρεση την αποσύνθεση του κλασικού αποικιακού συστήματος) τα βασικά στοιχεία του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού ισχύουν ως τα σήμερα;

Η απάντηση καταρχήν βρίσκεται στην ίδια την ταξική πάλη. Ειδικότερα, για την μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο περίοδο, η απάντηση βρίσκεται στις δυνατότητες του Εργατικού και Κομμουνιστικού Κινήματος να αποσπά κατακτήσεις και να εδραιώνει νέες θέσεις στον αγώνα του ενάντια στην αστική τάξη, που εδράζονται στη μεγάλη αντιφασιστική νίκη των λαών το 1945 με την καθοριστική συμβολή της Σοβιετικής Ένωσης και την επικράτηση του σοσιαλισμού στο 1/3 του πλανήτη. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή.

Ο φασισμός δεν προέκυψε από παρθενογένεση. Στην πορεία προς τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο εμφανίστηκαν πρόδρομα φαινόμενα του φασισμού, που αντλούσαν την καταγωγή τους από ρεύματα του αστικού εθνικισμού του παρελθόντος. Τέτοιο παράδειγμα είναι οι μαύρες εκατονταρχίες της Ρωσίας, που αποτέλεσαν δύναμη κρούσης των αντεπαναστατικών δυνάμεων της αστικής τάξης ενάντια στα Σοβιέτ και την προλεταριακή επανάσταση του Οκτώβρη του 1917.

Δεν πρέπει να προσπερνάμε επίσης το γεγονός ότι εχθρικά προς το σοβιετικό σοσιαλιστικό σύστημα στάθηκαν και οι ηγεσίες των μικροαστικών κομμάτων των Μενσεβίκων και των Εσέρων που στάθηκαν ανήμπορες αλλά και αρνήθηκαν να αντιπαλέψουν πραγματικά την απόπειρα πραξικοπήματος των μαύρων εκατονταρχιών του στρατηγού Κορνίλοφ τον Αύγουστο του 1917.

Αυτό το γεγονός δεν είναι μια ρωσική ιδιομορφία. Αυτό θα το συναντήσουμε με άλλη μορφή στη στάση της ηγεσίας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας απέναντι στην άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Άλλωστε, ένα μέρος των φασιστικών κινημάτων προέκυψε επίσης απ’ τους σοσιαλσοβινιστές της Β’ Σοσιαλδημοκρατικής Διεθνούς, οι οποίοι είχαν ταχθεί στη διάρκεια του πολέμου υπέρ του συνθήματος της υπεράσπισης της ιμπεριαλιστικής πατρίδας (και τέτοια στάση κράτησαν και οι ηγεσίες των Μενσεβίκων και Εσέρων στη Ρωσία). Κλασικό και απολύτως αντιπροσωπευτικό παράδειγμα για το θέμα μας αποτελεί ο Μουσολίνι που υπήρξε σημαίνον στέλεχος του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και διευθυντής της κομματικής εφημερίδας Avanti. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο Λένιν χαρακτήριζε ως την πιο ολοκληρωμένη μορφή οπορτουνισμού (επιρροή της αστικής ιδεολογίας στο εργατικό κίνημα) το σοσιαλσοβινισμό και φορείς του οπορτουνισμού τα μικροαστικά στοιχεία.

Αυτό φυσικά δεν δικαιολογεί την απολύτως λανθασμένη και με εγκληματικές συνέπειες για το Κομμουνιστικό και Εργατικό Κίνημα, γραμμή του σοσιαλφασισμού. Ωστόσο πρέπει να σημειώσουμε ότι εν μέρει την εξηγεί ως μια γραμμή, η οποία δεν ήταν ένα κατασκεύασμα στα κεφάλια ορισμένων αριστεριστών, ένα προϊόν απλά του «διανοητικού σωλήνα», είχε πραγματικά ερείσματα στην ταξική πάλη. Ωστόσο το βασικό λάθος της γραμμής του σοσιαλφασισμού, γι’ αυτό και την απορρίπτουμε, είναι ότι δεν έπαιρνε υπόψη της τη λενινιστική τακτική ως προς τη σχέση της πάλης για τη δημοκρατία (δηλαδή της υπεράσπισης του δημοκρατισμού της αστικής δημοκρατίας)  με την πάλη για το σοσιαλισμό και αυτό οδήγησε σε τραγωδίες το Κομμουνιστικό Κίνημα μέχρι που αναπροσάρμοσε ριζικά τη γραμμή του στα μέσα της δεκαετίας του 1930.

Ίσως φαίνεται πως απομακρυνθήκαμε απ’ το θέμα μας. Όμως μόνο φαίνεται. Θα δούμε παρακάτω τη σημασία αυτών των διαπιστώσεων. Γι’ αυτό το λόγο θα πρέπει να συνεχίσουμε την ιστορική μας αναδρομή.

*****

Το ξέσπασμα του Α’ παγκοσμίου ιμπεριαλιστικού πόλεμου οδήγησε σε μια σειρά προλεταριακών επαναστάσεων και εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων και πολέμων, που οδήγησαν σε μεγάλες ήττες τον ιμπεριαλισμό. Οι εξελίξεις αυτές έθεσαν το περιεχόμενο της ταξικής πάλης σε μια νέα βάση. Στην αντιπαράθεση όχι μόνο μεταξύ των δύο τάξεων, της αστικής και της εργατικής, όπως συνέβαινε στην ως τότε πορεία εξέλιξης του καπιταλισμού, αλλά στην αντιπαράθεση των δύο κοινωνικών συστημάτων, στην αντιπαράθεση καπιταλισμού-σοσιαλισμού, μιας νέας μορφής της ταξικής πάλης σε παγκόσμιο επίπεδο.

Μέσα στη φωτιά του Α’ παγκοσμίου πολέμου δεν ξεπρόβαλλε μόνο η Οκτωβριανή επανάσταση στη Ρωσία που οδήγησε στο πρώτο προλεταριακό-σοσιαλιστικό κράτος στην Ιστορία. Υπήρξε, στο έδαφος της επαναστατικής κρίσης που προκάλεσε η ανθρωποσφαγή των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στις αρχές του 20ου αιώνα, σειρά επαναστάσεων, ταξικών εμφύλιων πολέμων που δεν είχαν την επιτυχή τότε κατάληξη του αγώνα των Μπολσεβίκων. Προλεταριακή επανάσταση έγινε για παράδειγμα στην Γερμανία το 1918, που πνίγηκε στο αίμα από την αστική τάξη. Σειρά επαναστατικών κινημάτων ξεπήδησαν σε σειρά χωρών, όπως για παράδειγμα στην Ιταλία με τα εργατικά συμβούλια, αλλά και σε άλλες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Έτσι εξηγείται και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι σ’ αυτές τις χώρες και πρώτα και κύρια στην Ιταλία και τη Γερμανία, ο φασισμός ανέρχεται στην εξουσία με την αμέριστη στήριξη της αστικής τάξης.

Ο ιμπεριαλισμός και ειδικότερα οι ηττημένες αστικές τάξεις του Α’ παγκοσμίου πολέμου, σε συνδυασμό με τη νίκη της Σοβιετικής Ρωσίας, στερούνται ζωτικό οικονομικό χώρο και μεγαλώνει η κρίση στο εσωτερικό τους. Η ανάγκη του ιμπεριαλισμού για ένα νέο ξαναμοίρασμα του κόσμου με έναν καινούργιο πόλεμο παραμένει. Κλονίζεται και αμφισβητείται η δυνατότητα της αστικής τάξης να παραμένει ως κυρίαρχη τάξη και μπροστά στο ανερχόμενο επαναστατικό εργατικό κίνημα στρέφεται στην ανοιχτή φασιστική δικτατορία για την αντιμετώπισή του. Γι’ αυτό και σε όλη αυτή την περίοδο το χρηματιστικό κεφάλαιο διαβλέποντας πρώτο απ’ όλα τα τμήματα της αστικής τάξης τον κίνδυνο της ίδιας του της ύπαρξης και μπροστά στην προοπτική του σοσιαλισμού, παραχωρεί αυτοτελή πολιτικό ρόλο στο φασισμό σε εκείνη την ιστορική στιγμή.

Βεβαίως, επικράτηση του φασισμού έχουμε και σε αδύναμες και εξαρτημένες απ’ τον ιμπεριαλισμό χώρες, που δεν διαθέτουν ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της ιμπεριαλιστικής εποχής του καπιταλισμού, που είναι η δύναμη για το μοίρασμα και ξαναμοίρασμα της παγκόσμιας αγοράς. Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί η χώρα μας που έζησε και αυτή μια φασιστική και ακόμα πιο συγκεκριμένα ναζιστική δικτατορία, αυτή της 4ης Αυγούστου του 1936 υπό τον Μεταξά, χάρη στη στήριξη που του παρείχαν απλόχερα η αστική τάξη και οι δύο πολιτικοί πυλώνες της, οι Φιλελεύθεροι και το Λαϊκό Κόμμα. Γιατί έγινε αυτό είναι απολύτως εξηγήσιμο και συμβατό με όλα όσα έχουμε πει ως τώρα.

Η Ελλάδα, χώρα μέσου επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, εξαρτημένη από τον ιμπεριαλισμό, τραβηγμένη στον ιμπεριαλισμό χωρίς η ίδια να είναι ιμπεριαλιστική χώρα, βρέθηκε και αυτή μπροστά σε κρίση κατά τη διάρκεια του Α’ παγκόσμιου πολέμου. Η Ελλάδα είχε ταχθεί στο πλευρό των νικητών της τριμερούς ιμπεριαλιστικής συμμαχίας Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας (Αντάντ) μετά από σκληρή πάλη στο εσωτερικό της ελληνικής αστικής τάξης (Βασιλιάς – Βενιζέλος, «εθνικός διχασμός», 1916). Για την Ελλάδα ωστόσο η συμμετοχή της στο πλευρό των νικητών του Α’ παγκοσμίου πολέμου τέλειωσε με την μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή του 1922. Τα αποτελέσματα εκείνης της κρίσης που δεν οδήγησαν σε κοινωνικές ανατροπές πρέπει να αναζητηθούν πρώτα απ’ όλα στο αδύναμο τότε εργατικό κίνημα, άλλωστε μόλις το Νοέμβρη του 1918, ένα χρόνο μετά την Οκτωβριανή επανάσταση της Ρωσίας, ιδρύεται το ΚΚΕ ως ΣΕΚΕ.

Σ’ όλη αυτή την περίοδο του Μεσοπολέμου η κρίση του ελληνικού καπιταλισμού στο πλαίσιο της γενικής κρίσης του καπιταλισμού οδηγεί στην εκδίωξη του βασιλιά και την εγκαθίδρυση της αβασίλευτης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, με σκληρά, όμως, μέτρα καταστολής σε βάρος του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος και του νεοσύστατου τότε ΚΚΕ (ιδιώνυμο). Η πολιτική κρίση είναι παρούσα και εκφράζεται στις σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ των βασικών αστικών κομμάτων, μέσω των συνεχών στρατιωτικών κινημάτων και πραξικοπημάτων από στρατιωτικούς της μίας ή της άλλης αστικής παράταξης (Βασιλικοί, Αντιβενιζελικοί – Φιλελευθέροι).

Στην ίδια αυτή περίοδο σε διεθνές επίπεδο, η νίκη του σοσιαλισμού στην Σοβιετική Ρωσία, η δημιουργία της Σοβιετικής Ένωσης, οδηγεί τον ιμπεριαλισμό, πρώτα και κύρια το Βρετανικό, σε αναπροσαρμογή της στάσης του. Οι νικήτριες ιμπεριαλιστικές χώρες του Α’ παγκοσμίου πολέμου στηρίζουν την άνοδο του φασισμού στην εξουσία στις ηττημένες ιμπεριαλιστικές χώρες όπως για παράδειγμα στη Γερμανία για να τις στρέψουν ενάντια στη Σοβιετική Ένωση. Και κάπως έτσι ο Χίτλερ κατακτά το Ράιχσταγκ και εγκαθιδρύει τη ναζιστική δικτατορία για να οδηγηθούμε στο Β’ παγκόσμιο πόλεμο.

Στην Ελλάδα οι εξελίξεις είναι απολύτως συμβατές με τις εξελίξεις που συντελούνται στο επίπεδο των ιμπεριαλιστικών μεγάλων δυνάμεων. Η άνοδος του ναζιστή Μεταξά στην εξουσία το 1936 και η εγκαθίδρυση του δικτατορικού καθεστώτος της 4ης Αυγούστου γίνεται με την από κοινού στήριξη της γερμανόφιλης και της αγγλόφιλης μερίδας της αστικής τάξης. Πρώτα όμως η αστική τάξη φροντίζει να επαναφέρει στην εξουσία τον άνθρωπο σύμβολο της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης της Ελλάδας από τη Μεγάλη Βρετανία. Το βασιλιά Γεώργιο το Β’ το 1935, ο οποίος ήταν έκπτωτος του αξιώματός του απ’ το 1924. Γι’ αυτό και στην ιστορία έχει καταγραφεί το καθεστώς της 4ης Αυγούστου ως βασιλομεταξικό. Ο χωρισμός της αστικής τάξης της Ελλάδας σε δύο στρατόπεδα (Φιλελεύθεροι-Λαϊκό Κόμμα) στο πλαίσιο των αντιθέσεων των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων έχει τις ρίζες του στο ιστορικό παρελθόν της χώρας και διαμορφώνεται στη συγκεκριμένη του έκφραση απ’ τον «εθνικό διχασμό» του 1916 στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Αυτές οι εξελίξεις μετά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο εξηγούν και την συνολική στάση της αστικής τάξης της Ελλάδας κατά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο, που χαρακτηρίστηκε απ’ την απουσία της στον εθνικοαπελευθερωτικό αντιφασιστικό αγώνα και την ανοιχτή συνεργασία με τους Ναζί κατακτητές και το φασιστικό άξονα. Ήταν μια στάση απολύτως συμβατή με τη στάση της Μεγάλης Βρετανίας που σε καμία περίπτωση κατά τη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου, όχι μόνο δεν έκανε πραγματικά επαναστατικό πόλεμο ενάντια στον Άξονα Βερολίνου-Ρώμης, αλλά ούτε καν διεξήγαγε συνεπή αντιφασιστικό αγώνα. Προσπαθούσε μόνο να εκμεταλλευτεί την αντιπαράθεση φασιστικού άξονα – Σοβιετικής Ένωσης, με σκοπό να εξουθενώσει τη μεγάλη Πατρίδα του σοσιαλισμού και να εδραιώσει τα ιμπεριαλιστικά της συμφέροντα σε όλο τον κόσμο που τελούσαν υπό αμφισβήτηση καταρχήν απ’ τις ανερχόμενες τότε ΗΠΑ.

Θα πρέπει επίσης να προσθέσουμε ότι στην επιλογή της δικτατορίας του Μεταξά βαρύνουν όχι μόνο οι διεθνείς αλλά και οι εσωτερικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Τα γεγονότα του Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη, που ξεκινούν από μια απεργία των καπνεργατών είναι κάτι πολύ περισσότερο από διαδήλωση και κάτι λιγότερο από επανάσταση, πρόκειται για κάτι που προσομοιάζει σε εξέγερση. Συνιστούν μια σοβαρή πολιτική κρίση, προοίμιο της επαναστατικής κατάστασης εξαιτίας των αδιεξόδων και των αντιθέσεων στο εσωτερικό της αστικής τάξης, που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση και την εξαθλίωση των εργατών και των μικροαστικών στρωμάτων, ειδικά μετά την κρίση και τη χρεοκοπία της Ελλάδας το 1932.

Η στάση αυτή ακόμα και της αγγλόφιλης αστικής τάξης βρίσκει την καλύτερη έκφρασή της εκείνη την περίοδο, στο πρόσωπο του ηγέτη των Φιλελευθέρων, του ηγέτη της λεγόμενης Δημοκρατικής Παράταξης, στο πρόσωπο του «εθνάρχη» Ελευθερίου Βενιζέλου. Στη σκέψη του Βενιζέλου από το 1934 ωριμάζει ένας πολιτικός σχεδιασμός για τη δημιουργία ενός φασιστικού καθεστώτος στα πρότυπα της Ιταλίας του Μουσολίνι και των μελανοχιτώνων, ενώ από τα τελευταία του λόγια λίγο πριν πεθάνει το Μάρτη του 1936 είναι η έκφραση της πίστης του στη Βασιλεία!

Τα ιστορικά αυτά γεγονότα εξηγούν γιατί την περίοδο του Μεσοπολέμου η αστική τάξη, το χρηματιστικό κεφάλαιο έδωσαν αυτοτελή πολιτικό ρόλο και στήριξαν την εδραίωση του φασισμού σε σειρά χωρών πρώτα απ’ όλα της Ευρώπης. Μένει να απαντήσουμε τι πραγματικά συνέβη μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο που έληξε με την μεγάλη αντιφασιστική νίκη των λαών το 1945.

*****

Το κυρίαρχο στοιχείο στη στάση της αστικής τάξης σε ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο, μετά την ήττα του φασισμού το 1945, είναι η ενσωμάτωση του βασικού κορμού του φασιστικού μηχανισμού, στις μετέπειτα αστικές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες. Αυτό ισχύει για όλες τις χώρες του καπιταλιστικού κόσμου ανεξαίρετα. Τα βάθρα του φασιστικού κράτους έμειναν στην ουσία τους άθικτα. Αυτό συνέβη και στη Δυτική Γερμανία, αυτό συνέβη και στη χώρα μας. Αυτό το μηχανισμό κατά κανόνα χρησιμοποίησαν οι Αμερικανοί για να υπηρετήσουν το δόγμα Τρούμαν και το σχέδιο Μάρσαλ για την ανασυγκρότηση της Δυτικής Ευρώπης και την ανάσχεση των ισχυρών Εργατικών και Κομμουνιστικών Κινημάτων που προέκυψαν από την πάλη κατά του φασιστικού άξονα στο Β’ παγκόσμιο πόλεμο, για να σταματήσουν τη νικηφόρα προέλαση των δυνάμεων της Ειρήνης και του Σοσιαλισμού.

Από τα πιο σοβαρά και απολύτως αντιπροσωπευτικά παραδείγματα είναι η Ελλάδα, όπου οι υπηρέτες των Ναζί έγιναν υπηρέτες των Αμερικανών στον αντικομμουνιστικό τους αγώνα. Έπειτα, η φασιστική δικτατορία του Φράνκο μακροημέρευσε απ’ το 1936 μέχρι και το 1975. Αντίστοιχη ήταν η κατάσταση και στην Πορτογαλία όπου κυβερνήθηκε από τη φασιστική δικτατορία του Σαλαζάρ από το 1926 μέχρι και το 1974, όταν και την έριξε η «επανάσταση των γαρυφάλλων». Στο τέλος της δεκαετίας του 1960 και των αρχών του 1970 σε σειρά χωρών οι Αμερικανοί επέβαλλαν στρατιωτικές δικτατορίες ανά τον κόσμο, στο σύνολο σχεδόν της Λατινικής Αμερικής αλλά και στην Ελλάδα το 1967. Οι δυνάμεις αυτές αντλούσαν τις ιδεολογικοπολιτικές τους καταβολές απ’ την εποχή του πιο απροκάλυπτου φασισμού και του πιο ωμού αντικομμουνισμού.

Συνολικά, μεγάλο μέρος των συνεργατών των Ναζί και πολλοί απ’ αυτούς τους ίδιους κατέφυγαν στις ΗΠΑ και χρησιμοποιήθηκαν για να υπηρετήσουν τα σχέδια του Ψυχρού Πολέμου των ΗΠΑ ενάντια στη Σοβιετική Ένωση και τις άλλες Σοσιαλιστικές και Λαϊκές Δημοκρατίες. Τα αμερικανικά δολάρια χρησιμοποιήθηκαν για να στηριχθεί η αστική τάξη σε Γαλλία και Ιταλία προκειμένου να θέσουν εκτός του αγώνα για την πολιτική εξουσία τα ισχυρότερα και πιο μαζικά Κομμουνιστικά Κόμματα της Δυτικής Ευρώπης, το Γαλλικό και το Ιταλικό ΚΚ.

Ένας απ’ αυτούς του μηχανισμούς που χρησιμοποίησε ο ιμπεριαλισμός ήταν οι καθοδηγούμενες από τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ, παρακρατικές και ακροδεξιές οργανώσεις που υποχρεώνονταν να ιδρύουν οι χώρες που εντάσσονταν στο ΝΑΤΟ, όπως η Γκλάντιο, η Κόκκινη Προβιά και άλλες. Όλοι αυτοί οι μηχανισμοί στελεχώθηκαν από κόσμο που «διέπρεψε» πριν και κατά τη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου στο πλευρό του φασιστικού άξονα και είχε αντικομμουνιστικούς προσανατολισμούς.

Στην Ιταλία η ακροδεξιά και ο νεοφασισμός χρησιμοποιήθηκε για την επιβολή της «στρατηγικής της έντασης», ως μοχλός πίεσης για τον ιστορικό συμβιβασμό του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας με την αστική τάξη και το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα.

Στην Ιταλία επίσης με τον Μπερλουσκόνι ενσωματώθηκαν τη δεκαετία του 1990 στο σύστημα της διακυβέρνησης σε περίοδο κοινοβουλευτικής δημοκρατίας δυνάμεις του φασιστικού κόμματος και των ακροδεξιών αυτονομιστών της «Λέγκας του Βορρά». Αλλά και σε άλλες χώρες της Ευρώπης είχαμε τις τελευταίες δεκαετίες τη συμμετοχή ακροδεξιών, αλλά και απροκάλυπτα φασιστικών και ναζιστικών δυνάμεων στην κυβερνητική εξουσία που κατά κανόνα ενσωματώνονταν σε κόμματα ή συνασπισμούς κομμάτων της Δεξιάς σε χώρες της Κεντρικής, Βόρειας και Ανατολικής Ευρώπης.

Αυτό που διαφοροποιεί όμως την περίοδο πριν και μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο είναι το γεγονός ότι μετά το 1945 δεν είναι κυρίαρχο στοιχείο στη στάση της αστικής τάξης η παραχώρηση αυτοτελούς πολιτικού ρόλου στις δυνάμεις του φασισμού. Με σημαντικές μεν εξαιρέσεις, όπως πχ της Πορτογαλίας και της Ισπανίας κυρίως, που επιβεβαιώνουν το γενικό κανόνα, η αστική τάξη δεν προχωράει σε ανοιχτή φασιστική δικτατορία, στις απροκάλυπτα τρομοκρατικές μορφές διακυβέρνησης που χρησιμοποίησε στο Μεσοπόλεμο.

Η αστική τάξη όμως κάνει κάτι άλλο και αυτό ακριβώς αποτελεί και τη σύγχρονη διάσταση του φασιστικού φαινομένου στις μέρες μας. Προχωράει στην ανοιχτή διαβούλευση και τη συνεργασία με τις δυνάμεις του νεοφασισμού-νεοναζισμού, συνολικά της ακροδεξιάς, που έλκουν την καταγωγή τους και τις ιδεολογικοπολιτικές τους ρίζες από το φασισμό και το ναζισμό. Και σε κάποιες περιπτώσεις τις χρησιμοποιεί ανοιχτά και απροκάλυπτα.

Αυτό έγινε στις χώρες του πρώην σοσιαλιστικού συστήματος της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και στη Σοβιετική Ένωση κατά τη διάρκεια και μετά τις αντεπαναστατικές ανατροπές σε βάρος του σοσιαλισμού το 1989-1991. Η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση, συνολικά οι δυνάμεις του ιμπεριαλισμού έδωσαν συγχωροχάρτι στις δυνάμεις των δοσίλογων στις χώρες αυτές και αναγνώρισαν τα ναζιστικά τάγματα από πολίτες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, ειδικά στις Βαλτικές χώρες, ως αντιστασιακούς απέναντι στη «σοβιετική κατοχή»! Σκοπός όλης αυτής της στάσης των δυνάμεων του ιμπεριαλισμού ήταν και είναι –πέραν της αναδιανομής των αγορών που δημιουργήθηκαν με την πτώση του Σοσιαλισμού– να υπηρετηθούν τα σχέδια τους για τη μη επιστροφή των χωρών αυτών στο σοσιαλισμό.

Οι δυνάμεις αυτές των νεοφασιστών και νεοναζιστών χρησιμοποιούνται ενίοτε και απροκάλυπτα για να επιβάλλονται τα ιμπεριαλιστικά σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων. Αυτό ακριβώς ζήσαμε με το πραξικόπημα των ΗΠΑ και της ΕΕ στην Ουκρανία και τη δοτή φασιστική κυβέρνηση Γιατσενιούκ και Τουρστίνοφ μόλις πριν λίγους μήνες, μεγάλο μέρος της οποίας εξακολουθεί να κατέχει θέσεις κλειδιά στη νέα εκλεγμένη με «ελεύθερες εκλογές» κυβέρνηση του Πέτρο Ποροσένκο, του επονομαζόμενου και «μεγιστάνα της σοκολάτας».

Γενικά, το στοιχείο που διακρίνει μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο μέχρι και τις μέρες μας τη στάση της αστικής τάξης, που διαβουλεύεται ανοιχτά και συνεργάζεται χωρίς να παραχωρεί αυτοτελή πολιτικό ρόλο στο φασισμό, το ζούμε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Αποτυπώνεται πιο ευδιάκριτα στη στάση κυρίως της ηγεσίας της ΝΔ και τις σχέσεις της με την ηγεσία της Χρυσής Αυγής. Αυτό το φαινόμενο της ανοιχτής διαβούλευσης και συνεργασίας εκφράζουν τα διάφορα σενάρια που δεν έχουν εγκαταλειφθεί από την αστική τάξη για μια «σοβαρή Χρυσή Αυγή» σε ρόλο ακόμη και κυβερνητικού εταίρου. Αυτή την ανοιχτή διαβούλευση και συνεργασία της αστικής τάξης με το φασισμό εκφράζει το γεγονός ότι επί της ουσίας έχει διατεθεί ο σκληρός πυρήνας του κράτους, στρατός και σώματα ασφαλείας, στην υπηρεσία της Χρυσής Αυγής. Τα εκλογικά αποτελέσματα στα τμήματα που ψηφίζουν ένστολοι καθώς και το γεγονός ότι δύο πρώην στρατηγοί είναι ευρωβουλευτές της, ενώ και μέσα στο δικαστικό σώμα φαίνεται να έχει προσβάσεις η Χρυσή Αυγή, μιλάνε από μόνα τους.

Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να θυμόμαστε τις υποδείξεις του Ένγκελς και του Λένιν ότι «κράτος πάνω απ’ όλα είναι σώματα ένοπλων ομάδων».

Για ποιο λόγο όμως θα αναρωτηθεί κανείς, και δικαιολογημένα, η αστική τάξη διεθνώς και ο ιμπεριαλισμός, κυρίως διαβουλεύεται και συνεργάζεται με φασιστικές δυνάμεις και γενικά αποφεύγει να δίνει αυτοτελή πολιτικό ρόλο σ’ αυτές τις δυνάμεις στις μέρες μας; Η απάντηση δεν είναι δύσκολο να βρεθεί. Υπάρχει στον αρνητικό συσχετισμό των δυνάμεων σε παγκόσμιο επίπεδο σε βάρος των δυνάμεων του Σοσιαλισμού, στην πολύ σοβαρή υποχώρηση του Εργατικού και Κομμουνιστικού Κινήματος. Αυτό κάνει πιο εύκολα τα πράγματα για την αστική τάξη, που δεν αισθάνεται άμεσα την απειλή στην ταξική της κυριαρχία, την άμεση πολιτική απειλή των δυνάμεων του σοσιαλισμού.

Υπάρχει όμως και ένας άλλος παράγοντας εξίσου σοβαρός. Η ιστορική εμπειρία έχει καταγραφεί ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη των λαών και κυρίως των εργαζομένων. Πρόκειται για τις θηριωδίες του φασιστικού άξονα στο Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Αυτό το ζήσαμε με συγκινητικό τρόπο στην Ανατολική Ουκρανία και στην Κριμαία, όπου το δίλημμα για τους πολίτες της Ανατολικής Ουκρανίας τέθηκε, ελλείψει και μιας επαναστατικής τακτικής από μέρους του Κομμουνιστικού Κόμματος που να διασφαλίζει την εθνική ανεξαρτησία και ακεραιότητα της χώρας, ως εξής: Με τους φασίστες του Κιέβου ή με τη Ρωσία; Κάποιοι μάλιστα αντιλαμβάνονται (είναι άλλης τάξης ζήτημα αν ισχύει πραγματικά, που δεν ισχύει φυσικά) τη συμμαχία ή την προσχώρηση στη σημερινή ιμπεριαλιστική Ρωσία ως έναρξη μιας διαδικασίας για την αναβίωση της Σοβιετικής Ένωσης. Και αυτό δεν είναι ένα ήσσονος σημασίας ιστορικό και πολιτικό γεγονός.

Δηλωτική αυτού του γεγονότος είναι η ίδια η στάση της ηγεσίας Πούτιν στην Ρωσία, για να διασφαλίσει τα δικά της ιμπεριαλιστικά συμφέροντα έναντι των μεγάλων δυνάμεων του δυτικού ιμπεριαλισμού, που την κάνει να εμφανίζεται στο γεωπολιτικό επίπεδο ως συνεχιστής της ΕΣΣΔ και να αξιοποιεί το σοβιετικό και αντιφασιστικό παρελθόν της Ρωσίας κατά τη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου, «παίζοντας» με την ιστορική μνήμη των λαών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και φυσικά της ίδιας της Ρωσίας.

Με εξίσου συγκινητικό τρόπο το ζούμε αυτό το γεγονός της ιστορικής μνήμης και από μια άλλη πλευρά. Μέσα στην ίδια τη Γερμανία! Σε πρόσφατη δημοσκόπηση πάνω απ’ το 80% των ερωτηθέντων τάσσεται κατά του νέου στρατιωτικού δόγματος της Γερμανίας για περισσότερες στρατιωτικές αποστολές εκτός των συνόρων της χώρας. Εκ των βασικότερων λόγων για την αρνητική απάντηση, που δίνουν στο ζήτημα οι ερωτηθέντες, είναι ότι συνδέουν το γεγονός αυτό με το ιστορικό παρελθόν της ναζιστικής Γερμανίας. Είναι πράγματι συγκινητικό, γιατί θα πρέπει κανείς να συνυπολογίσει στα κριτήρια της αξιολόγησης αυτού του αποτελέσματος και αυτής της στάσης των Γερμανών πολιτών, ότι το γερμανικό εργατικό κίνημα είναι από τα πιο «αστικοποιημένα» της εποχής μας, από τα πιο δουλικά, θα μας επιτραπεί να πούμε, στην αστική τους τάξη, όπως ήταν το αγγλικό εργατικό κίνημα στην εποχή των Μαρξ και Ένγκελς.

Άρα εδώ διαπιστώνουμε το ρόλο που παίζει ή μπορεί να παίξει η ιστορική μνήμη, το επίπεδο της κοινωνικής συνείδησης ως μια αντικειμενικής πραγματικότητας που υπάρχει, ανεξάρτητα απ’ τη θέληση των αντιμαχόμενων δυνάμεων στην ταξική και πολιτική πάλη, και έχει οικοδομηθεί στις προηγούμενες ιστορικές εμπειρίες των μεγάλων ταξικών και πολιτικών αγώνων της Ιστορίας. Βλέπουμε με λίγα λόγια αυτά που συναντήσαμε στο Β’ μέρος του άρθρου μας με τα λόγια του Ένγκελς για τη σχέση Βάσης και Εποικοδομήματος και κατ’ επέκταση για τη σχέση της μορφής των ιστορικών αγώνων και της ταξικής πάλης στη συνείδηση των μαζών. «Σύμφωνα με την υλιστική αντίληψη της ιστορίας, ο καθοριστικός παράγοντας στην ιστορία είναι σε τελευταία ανάλυση η παραγωγή και η αναπαραγωγή της πραγματικής ζωής. Ούτε ο Μαρξ, ούτε εγώ –λέει ο Ένγκελς στον Μπλοχ– ισχυριστήκαμε ποτέ τίποτε παραπάνω» (Φρ. Ένγκελς «Ο Ένγκελς στον Μπλοχ», Γράμματα, Διαλεχτά Έργα, Εκδόσεις «Γνώση», Τόμος ΙΙ, σελ. 572).

Βεβαίως δεν υπάρχει μόνο αυτή η πλευρά. Υπάρχει και η πλευρά της στροφής μαζών στο νεοφασισμό και νεοναζισμό, στη σύγχρονη ακροδεξιά όπως απέδειξαν και οι πρόσφατες ευρωεκλογές, παρά το ότι και γι’ αυτές τις μάζες ισχύει η ιστορική εμπειρία των φασιστικών και ναζιστικών θηριωδιών, αλλά το θέμα αυτό θα το αντιμετωπίσουμε στην ανάλυσή μας παρακάτω, στις επόμενες συνέχειες του άρθρου μας.

Με βάση όλα όσα αναφέραμε για τη στάση της αστικής τάξης απέναντι στο φασισμό πριν και μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο, δεν είναι ακριβές ότι το «φασιστικό πείραμα ήταν προσωρινό», και είναι απολύτως λάθος η κατηγορηματικότητα ότι «όπου επιχειρήθηκε ήταν πάντοτε προσωρινό», όπως αναφέρει ο δημοσιογράφος και ιστορικός Γιώργος Πετρόπουλος. Καταρχήν όταν σε ορισμένες περιπτώσεις έχουμε φασιστικές δικτατορίες στην εξουσία για περίπου μισό αιώνα όπως στην Ισπανία και την Πορτογαλία δεν είναι καθόλου προσωρινό γεγονός.

Η έννοια της προσωρινότητας προκύπτει από ένα βασικό μεθοδολογικό και φιλοσοφικό λάθος, που προκαλείται απ’ τη σύγχυση της έννοιας της προσωρινότητας με την έννοια της περιοδικότητας στην εμφάνιση και επανεμφάνιση ενός φαινομένου σε διαφορετική μορφή και νέα ποιότητα. Στην πραγματικότητα και εδώ υπάρχει η ίδια σύγχυση για τη σχέση αστικής δημοκρατίας και κοινοβουλευτισμού που αναλύσαμε στην αρχή της μελέτης μας σημειώνοντας ότι λανθασμένα η αστική δημοκρατία ταυτίζεται με μια συγκεκριμένη μορφή εμφάνισής της όπως είναι ο «καθαρός» κοινοβουλευτισμός.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση για το θέμα που εξετάζουμε, απολυτοποιείται το γεγονός της παραχώρησης απ’ την αστική τάξη αυτοτελούς πολιτικού ρόλου στο φασισμό όπως έγινε στο Μεσοπόλεμο, και παρακάμπτεται το γεγονός της διαδοχής του με την ανοιχτή διαβούλευση και συνεργασία, που έφτασε στο επίπεδο ακόμα και της κυβερνητικής ενσωμάτωσης τέτοιων δυνάμεων στο πλαίσιο της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας όπως είδαμε μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο και συνεχίζεται απρόσκοπτα ως τις μέρες μας.

Ο κίνδυνος από μια τέτοια προσέγγιση είναι να οδηγηθούμε σε λάθος συμπεράσματα ως προς τη σχέση της αστικής τάξης με το φασισμό. Και το λάθος με τις σπουδαιότερες αρνητικές επιπτώσεις για το Εργατικό και Κομμουνιστικό Κίνημα είναι να δώσουμε αυτόνομη εντελώς διάσταση από τη θέληση της ίδιας της αστικής τάξης στην ανάπτυξη του φασιστικού φαινομένου.

Το θεμελιώδες πολιτικό πρόβλημα που προκύπτει απ’ αυτό το μεθοδολογικό και φιλοσοφικό λάθος περί «προσωρινότητας», είναι ότι δεν μπορεί να δώσει ικανοποιητική απάντηση στο γιατί μεγάλο μέρος των δυτικών αστικών κοινοβουλευτικών δημοκρατιών συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο είχαν έντονα στοιχεία αυταρχισμού, όπου σε ορισμένες περιπτώσεις έφτασαν και σε ανοιχτά δικτατορικού χαρακτήρα στοιχεία στην λειτουργία τους.

Στην πραγματικότητα, το λάθος αυτό οδηγεί στο σπάσιμο της σχέσης μεταξύ πολιτικής και οικονομίας στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Αυτές οι λανθασμένες προσεγγίσεις οδηγούν σε ένα διπλό λάθος απ’ τη στιγμή που ο φασισμός δεν κατανοείται ως μια μορφή της αστικής δημοκρατίας και η αστική δημοκρατία κατανοείται σε μια και μόνο μορφή εκδήλωσής της, την κοινοβουλευτική δημοκρατία, τον «καθαρό κοινοβουλευτισμό». Είτε υποτιμάται ο κίνδυνος του φασισμού στο πλαίσιο της γενικής τάσης του ιμπεριαλισμού προς την πολιτική αντίδραση, είτε κάθε μορφή αυταρχισμού και στροφή προς αντιδραστικές μορφές διακυβέρνησης στο πλαίσιο ακόμα και της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας να χαρακτηρίζονται φασισμός. Το παράδειγμα της ελληνικής αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στις μέρες μας είναι επίσης αντιπροσωπευτικό αυτού του λάθους. Μπροστά στην άρνηση –σημαντικών είναι η αλήθεια– πτυχών της λειτουργίας της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας για να περάσει η βάρβαρη μνημονιακή αντεργατική πολιτική της ΕΕ, υιοθετείται από ένα μέρος του λαού αλλά και των πολιτικών δυνάμεων το σύνθημα «η Χούντα δεν τελείωσε το 73»!

Η ιστορική γνώση του τι προηγήθηκε και τι επακολούθησε του Β’ παγκοσμίου πολέμου στις σχέσεις φασισμού και αστικής τάξης είναι διδακτική από πολλές απόψεις. Η απολύτως λανθασμένη προσέγγιση στη βάση των παραπάνω επιστημονικών και θεωρητικών λαθών περί προσωρινότητας οδηγεί και σε ένα άλλο πρόβλημα στην προσέγγιση του χαρακτήρα των σύγχρονων αστικών κοινοβουλευτικών δημοκρατιών. Η προσέγγιση του Γιώργου Πετρόπουλου παραβλέπει το γεγονός ότι η αστική τάξη ενσωμάτωσε στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας φασιστικές, ή προερχόμενες από την ακροδεξιά, δυνάμεις.

Αυτό το γεγονός της απορρόφησης των φασιστικών στοιχείων μέσα στον μηχανισμό της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας εξηγείται απ’ την ίδια την εποχή μας ως εποχής του ιμπεριαλισμού, της κυριαρχίας του χρηματιστικού κεφαλαίου που έχει την «τάση προς την κυριαρχία και όχι την ελευθερία», γιατί όπως είδαμε σε προγενέστερη ενότητα του κειμένου μας ο Λένιν είναι ξεκάθαρος στις επεξεργασίες του ότι «ο ιμπεριαλισμός είναι γενικά η τάση προς την αντίδραση, σε όλη τη γραμμή και κάτω από οποιοδήποτε καθεστώς». Με δύο λόγια και πάλι θα επαναλάβουμε ότι η προσέγγιση του Γιώργου Πετρόπουλου στο θέμα όπου αντιμετωπίζει το φασισμό ως «προσωρινό πείραμα» σπάει τη σχέση οικονομίας και πολιτικής στην εποχή του ιμπεριαλισμού και συντελείται κατά συνέπεια και μια άλλη εκτροπή καθώς σ’ αυτό το πλαίσιο σπάει η σχέση της πάλης του Εργατικού και Κομμουνιστικού Κινήματος για τη δημοκρατία με την πάλη για το σοσιαλισμό, όπως συγκεκριμένα την αντιμετωπίζουν οι λενινιστικές επεξεργασίες.


Ακολουθεί το Δ’ Μέρος

COMMENTS