Φασισμός και επιστημονικός σοσιαλισμός – Β’ Μέρος

Είδαμε ότι ο φασισμός ως «ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία» είναι η αλλαγή της μορφής διακυβέρνησης της ταξικής κυριαρχίας της αστικής τάξης. Η αλλαγή της μορφής της αστικής δημοκρατίας. Ειδικά ως προς αυτό, ο Στάλιν στο 17ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ σημείωσε σχετικά με τη νίκη του Γερμανικού ναζισμού:  «πρέπει να τη θεωρεί κανείς και σα δείγμα της αδυναμίας της αστικής τάξης, σα δείγμα, ότι η αστική τάξη δεν είναι πια σε θέση να ασκεί την εξουσία της με τις παλιές μεθόδους του κοινοβουλευτισμού και της αστικής δημοκρατίας και μπροστά σ’ αυτό αναγκάζεται να μεταχειριστεί στην εσωτερική πολιτική τρομοκρατικές μεθόδους διακυβέρνησης – σα δείγμα ότι δεν είναι πια σε θέση να βρει διέξοδο από την τωρινή κατάσταση πάνω στη βάση μιας ειρηνικής εξωτερικής πολιτικής και γι’ αυτό είναι αναγκασμένη να χρησιμοποιήσει την πολιτική του πολέμου» («Ο φασισμός», Γκ. Δημητρώφ, εκδόσεις Πορεία, 1975, σελ. 21).

Η αλλαγή της πολιτικής μορφής της ταξικής κυριαρχίας της αστικής τάξης, ή με άλλα λόγια η αλλαγή της πολιτικής μορφής της αστικής δημοκρατίας με την άνοδο του φασισμού στην εξουσία και την εγκαθίδρυση του φασιστικού κράτους φέρνει πολύ σημαντικές ποιοτικές αλλαγές. Αυτές οι αλλαγές εκφράζονται στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας της αστικής τάξης, στο ιδεολογικό και στο αντίστοιχο επίπεδο της κοινωνικής οργάνωσης, πάνω όμως στη βάση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Οι σχέσεις της οικονομικής εκμετάλλευσης και κατ’ επέκταση κάθε εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο μένουν άθικτες απ’ το φασισμό. Και για να ακριβολογούμε, αυτές οι σχέσεις γίνονται ακόμα περισσότερο βίαιες και απροκάλυπτα τρομοκρατικές. Η στρατιωτική πειθαρχία στην πιο αποκρουστική της μορφή επιβάλλεται ως τρόπος ζωής σε ολόκληρη την κοινωνία.

Στη λειτουργία της μορφής πολιτικής εξουσίας ή διακυβέρνησης του φασισμού εκφράζεται με τον πιο ολοκληρωμένο τρόπο η στροφή της αστικής τάξης προς την πολιτική αντίδραση, η οποία ως τάση χαρακτηρίζει γενικά την εποχή του ιμπεριαλισμού. Όπως μας διδάσκει ο Λένιν:

  • «πολιτικά ο ιμπεριαλισμός είναι γενικά η τάση προς τη βία και την αντίδραση» (Άπαντα Λένιν, τόμος 27, «Ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 395).
  • «ο ιμπεριαλισμός είναι η εποχή του χρηματιστικού κεφαλαίου και των μονοπωλίων, που παντού έχουν την τάση προς την κυριαρχία και όχι προς την ελευθερία».
  • ο ιμπεριαλισμός είναι «αντίδραση σ’ όλη τη γραμμή κάτω από οποιοδήποτε πολιτικό καθεστώς, όξυνση στο έπακρο των αντιθέσεων και σ’ αυτό τον τομέα» (Άπαντα Λένιν, τόμος 27, «Ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 426).

Στην πιο ακραία έκφραση της πολιτικής αντίδρασης καταργείται ο κοινοβουλευτισμός και κάθε άλλου είδους πολιτική ελευθερία, η οποία είναι ή μπορεί δυνητικά να είναι συμβατή και με την κοινοβουλευτική δημοκρατία.

Και ανοίγουμε μια μικρή παρένθεση για να διευκρινίσουμε τι εννοούμε όταν λέμε ότι, μπορεί δυνητικά να είναι συμβατές ορισμένες πολιτικές ελευθερίες με τον κοινοβουλευτισμό, αλλά, δεν σημαίνει ότι είναι έτσι πάντα στη ζωή και αυτό εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, εξαρτάται πάνω απ’ όλα απ’ την ίδια την ταξική πάλη.

Αναφέραμε στο Α’ Μέρος του άρθρου μας το παράδειγμα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στη  χώρας μας πριν και μετά την Χούντα (1967-1974). Οι διαφορές στο περιεχόμενο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στην πριν και τη μετά την ενδιάμεση περίοδο της χούντας είναι σημαντικές για τις δυνατότητες ή τους περιορισμούς στην αναγνώριση δικαιωμάτων, μέσω της συνταγματικής τους κατοχύρωσης, απ’ την πλευρά της αστικής τάξης προς την εργατική τάξη για τη διεξαγωγή της ταξικής πάλης. Κορυφαία διαφορά είναι η νομιμοποίηση του ΚΚΕ. Κλείνουμε την παρένθεση και επιστρέφουμε στο θέμα μας.

Βεβαίως, υπάρχει ποικιλία στις συγκεκριμένες μορφές με τις οποίες εκδηλώνεται και ο φασισμός ως ιδιαίτερο πολιτικό σύστημα της αστικής τάξης και εδραιώνει την κυριαρχία του στην εξουσία. «Η ανάπτυξη του φασισμού και η ίδια η φασιστική δικτατορία παίρνουν στις διάφορες χώρες διαφορετικές μορφές, ανάλογα με τις εθνικές ιδιομορφίες και τη διεθνή θέση της δοσμένης χώρας» («Ο φασισμός» Γκ. Δημητρώφ, εκδόσεις Πορεία, 1975, σελ. 22). Ο φασισμός μπορεί ακόμη και «να συνδυάσει την ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία με μιαν άγαρμπη παραποίηση του κοινοβουλευτισμού» (Στο ίδιο, σελ. 23).

Στο επίπεδο της ιδεολογίας ο φασισμός εκφράζει ολοκληρωτικά αντιδραστικές θέσεις στην αντίληψη για το έθνος και τις διεθνείς σχέσεις. Και εδώ δεν πρόκειται για απλά ένα «εγκεφαλικό και απραγματοποίητο» κατασκεύασμα», αλλά για μια συγκροτημένη ιδεολογική κατασκευή, που αντανακλά και εκφράζει την τάση για τη βία και την πολιτική αντίδραση της εποχής του ιμπεριαλισμού, του χρηματιστικού κεφαλαίου, που ανταποκρίνεται στη διαπάλη μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, των μονοπωλίων, του χρηματιστικού κεφαλαίου και των διεθνών ενώσεων των καπιταλιστών και των ιμπεριαλιστικών καπιταλιστικών κρατών για «το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα» της παγκόσμιας αγοράς, που φτάνει μέχρι και τον παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

Στην πραγματικότητα, ο φασισμός είναι η πιο ολοκληρωμένη ιδεολογία του πολέμου, ο πολιορκητικός κριός του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού για την αναδιανομή της παγκόσμιας αγοράς. Και αυτό επίσης είναι ξεκάθαρο στα όσα αναφέρουν, για τις αιτίες της εμφάνισης και της νίκης του φασισμού όσο, και για το χαρακτήρα του και την αναγκαιότητά του για την αστική τάξη, τα μονοπώλια και το χρηματιστικό κεφάλαιο, τόσο ο Δημητρώφ όσο και ο Στάλιν.

Και σ’ αυτό το σημείο ο Λένιν απ’ το 1916 αναλύοντας την εποχή του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού, σχετικά με το που οδηγεί η πάλη για το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα των αγορών απ’ το χρηματιστικό κεφάλαιο τονίζει ότι:

  • «ιδιαίτερα οξύνεται επίσης η εθνική καταπίεση και η τάση προς τις προσαρτήσεις, δηλαδή προς την παραβίαση της εθνικής ανεξαρτησίας (γιατί η προσάρτηση δεν είναι τίποτε άλλο παρά παραβίαση της αυτοδιάθεσης των εθνών)» (Άπαντα Λένιν, τόμος 27, «Ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 426).

Στο επίπεδο της οργάνωσης των κοινωνικών και των ανθρώπινων σχέσεων, ο φασισμός επιβάλλει την πειθαρχία του βούρδουλα, την πειθαρχία που διέπεται απ’ τους όρους λειτουργίας του στρατώνα, την απροκάλυπτη δικτατορία του χρηματιστικού κεφαλαίου που εκδηλώνεται στην τυφλή πίστη και υποταγή στον «αρχηγό» του κράτους και στο φασιστικό κόμμα. Και με την έννοια αυτή συντελείται αλλαγή και στην «κοινωνική δομή». Αν κάποιος δεν μπορεί να δει καμία αλλαγή στην κοινωνική δομή, τότε θα πρέπει λογικά να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι η Δημοκρατία της Βαϊμάρης και η εγκαθίδρυση της ναζιστικής δικτατορίας του Γ’ Ράιχ απ’ τον Χίτλερ δεν έχει απολύτως καμία διαφορά! Μπορεί κανείς να ισχυριστεί κάτι τέτοιο;

Άλλωστε τι άλλο μπορεί να σημαίνει εκτός από αλλαγή στην «κοινωνική δομή» η «ομογενοποίηση και η ομοιομορφία» για την «υπέρβαση των κοινωνικών αντιθέσεων» όπως σημειώνει ο ίδιος ο Γιώργος Πετρόπουλος;

Αν με τον όρο «κοινωνική δομή» ο αρθρογράφος εννοεί τον καπιταλισμό ως κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό γενικά, τότε και πάλι ίσως είναι μικρό το κακό. Πράγματι ο καπιταλισμός ως κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός, που στηρίζεται στην εκμετάλλευση της εργασίας της εργατικής τάξης από μια χούφτα πλουτοκράτες δεν αλλάζει ως προς την οικονομική και κοινωνική ουσία του κάτω από οποιοδήποτε πολιτικό καθεστώς στο οποίο κυρίαρχη τάξη παραμένει η αστική τάξη.

Αν όμως με τον όρο «κοινωνική δομή» εννοεί ο αρθρογράφος ότι δεν αλλάζει τίποτα στη συγκεκριμένη μορφή της οργάνωσης της κοινωνικής λειτουργίας του καπιταλισμού ως κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού τότε πρόκειται για λάθος και σοβαρό θεωρητικό λάθος, που συνεπάγεται εξίσου σοβαρά λάθη στο πεδίο της εφαρμοσμένης πολιτικής απ’ τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης και της πάλης της ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση.

Αλλά αφού βρισκόμαστε για ακόμα μια φορά μπροστά σε μια αμφιλεγόμενη διατύπωση, που μπορεί να προκαλέσει τέτοιες συγχύσεις, οφείλουμε να μιλήσουμε συγκεκριμένα για το θέμα και να το αποσαφηνίσουμε.

Το λάθος που συνήθως γίνεται σ’ αυτή την περίπτωση είναι η μηχανιστική αντίληψη με την οποία διαβάζεται και προσεγγίζεται το έργο των Μαρξ και Ένγκελς, οι οποίοι αποδίδουν τα πρωτεία στην οικονομική βάση του καπιταλισμού για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ωστόσο οι ίδιοι οι Κλασικοί του Μαρξισμού έχουν εξηγήσει ότι η κοινωνία έχει οικονομική βάση, που πάνω της αντιστοιχεί και υπάρχει ένα εποικοδόμημα.

Βάση και εποικοδόμημα αποτελούν την «κοινωνική δομή» ως σύνολο και για να ακριβολογούμε τον «κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό». Και όταν αλλάζει το ένα απ’ τα δύο μέρη του συνόλου τότε συντελούνται αλλαγές και στην «κοινωνική δομή» με την έννοια της συγκεκριμένης οργάνωσης της λειτουργίας του καπιταλισμού, στην προκειμένη περίπτωση, ως κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού.

Η στενόμυαλη και οικονομίστικη αντίληψη, που υποτιμούσε αυτές τις πλευρές του θέματος, «ταλαιπώρησε» στο παρελθόν τη σκέψη αξιόλογων μαρξιστών και κομμουνιστών, όπως για παράδειγμα της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Αντίστοιχα και ο Ν. Μπουχάριν υπέπεσε σε σοβαρά λάθη, που τον απομάκρυναν από μια διαλεκτική προσέγγιση των πολιτικών ζητημάτων, όσον αφορά τις σχέσεις οικονομίας και πολιτικής στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Ενώ ο Τρότσκι οδηγήθηκε σε παντελώς ξένους προς το Μαρξισμό και τη διαλεκτική, θεωρητικούς τυχοδιωκτισμούς, ειδικά ως προς το σκέλος των καθηκόντων του επαναστατικού κινήματος, που άπτονται της σχέσης ανάμεσα στα αστικά δημοκρατικά αιτήματα και το σοσιαλισμό και της στάσης της εργατικής τάξης απέναντι σ’ αυτά για να διεξάγει την ταξική πάλη ενάντια στην αστική τάξη.

Στο έδαφος αυτών των προβληματικών προσεγγίσεων για τις σχέσεις οικονομίας και πολιτικής, το κύριο πρόβλημα που αναδεικνυόταν τότε, ειδικά στην περίοδο του Α’ παγκοσμίου πολέμου αφορούσε στο εθνικό ζήτημα και πιο συγκεκριμένα στη σχέση που έχουν απ’ τη μια μεριά το αίτημα της αυτοδιάθεσης των εθνών και των εθνικοαπελευθερωτικών πολέμων με τον ταξικό εμφύλιο πόλεμο και την προλεταριακή σοσιαλιστική επανάσταση απ’ την άλλη μεριά.

Οι διαφωνίες που αναπτύχθηκαν στους κόλπους του επαναστατικού κινήματος εκείνη την εποχή ήταν οξύτατες και πολύ σοβαρές. Το ουσιώδες πρόβλημα που έφερνε στην επιφάνεια η διαπάλη εκείνη ήταν οι όροι κάτω απ’ τους οποίους μπορεί να μπει σε πρακτική εφαρμογή το μαρξικό «προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε», σε συνθήκες οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ανισομετρίας στην ανάπτυξη του διεθνούς καπιταλισμού.

Οι λενινιστικές υποδείξεις εκείνης της περιόδου για την αντιμετώπιση του θέματος παραμένουν αξεπέραστες και κατά την άποψή μας, εκείνες οι λενινιστικές επεξεργασίες για τον ιμπεριαλισμό αποτελούν τη βάση για την αντιμετώπιση και του σύγχρονου αστικού εθνικισμού και σοβινισμού, ο οποίος στην πιο πλήρη και ολοκληρωμένη μορφή του εμφανίζεται μέσω του φασισμού.

Για το θέμα αυτό, των σχέσεων οικονομίας και πολιτικής, της πάλης για τη δημοκρατία με την πάλη για το σοσιαλισμό, είναι εξαιρετικά χρήσιμες και οι αποσαφηνίσεις του Ένγκελς το 1890 για τη σχέση βάσης και εποικοδομήματος ως προς την πορεία της πάλης των τάξεων και των μορφών που μπορεί να παίρνει η ταξική πάλη, ως προς την αντανάκλαση αυτών των μορφών στις συνειδήσεις των μαζών.

«Σύμφωνα με την υλιστική αντίληψη της ιστορίας, ο καθοριστικός παράγοντας στην ιστορία είναι σε τελευταία ανάλυση η παραγωγή και η αναπαραγωγή της πραγματικής ζωής. Ούτε ο Μαρξ, ούτε εγώ –λέει ο Ένγκελς στον Μπλοχ– ισχυριστήκαμε ποτέ τίποτε παραπάνω. Αν κάποιος τώρα το διαστρεβλώνει αυτό έτσι που να βγαίνει πως ο οικονομικός παράγοντας είναι ο μοναδικά καθοριστικός, τότε μετατρέπει τη θέση σε αφηρημένη, παράλογη φράση που δε λέει τίποτα. Η οικονομική κατάσταση είναι η βάση, αλλά τα διάφορα στοιχεία του εποικοδομήματος … ασκούν και αυτά την επίδρασή τους πάνω στην πορεία των ιστορικών αγώνων και σε πολλές περιπτώσεις αυτά κυρίως καθορίζουν τη μορφή τους…»(Φρ. Ένγκελς «Ο Ένγκελς στον Μπλοχ», Γράμματα, Διαλεχτά Έργα, Εκδόσεις «Γνώση», Τόμος ΙΙ, σελ. 572-574).

Άλλωστε, όταν με βάση τις επεξεργασίες της Κομμουνιστικής Διεθνούς διαπιστώνουμε ότι ο φασισμός «είναι η αλλαγή της μορφής της ταξικής κυριαρχίας της αστικής τάξης» τότε τι άλλο είναι αυτό εκτός από αλλαγή στη μορφή του εποικοδομήματος; Άρα και αλλαγή στη μορφή της κοινωνικής δομής στο σύνολό της, με την έννοια της συγκεκριμένης οργάνωσης της λειτουργίας του καπιταλισμού ως κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, απ’ τη στιγμή που αλλάζει ένα απ’ τα δύο συστατικά μέρη που αποτελούν την κοινωνία, την «κοινωνική δομή». Είναι θέμα με δύο λόγια της «σε τελική ανάλυση, παραγωγής και αναπαραγωγής της πραγματικής ζωής» όπως μας υποδεικνύει πολύ χαρακτηριστικά ο Ένγκελς. Ο ίδιος ο Δημητρώφ μας λέει επίσης πολύ χαρακτηριστικά ότι, «η άνοδος του φασισμού στην εξουσία δεν είναι μια απλή αντικατάσταση μιας αστικής κυβέρνησης από μιαν άλλη αστική κυβέρνηση».

Και η αλλαγή αυτή στο εποικοδόμημα και με τον τρόπο αυτό και στην «κοινωνική δομή» μπορεί να εξηγηθεί με τη σειρά της απ’ τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί στην οικονομική βάση του καπιταλισμού. Στην αντικατάσταση του «ελεύθερου ανταγωνισμού» απ’ τον «μονοπωλιακό ανταγωνισμό». Στις νέες ποιοτικές σχέσεις που φέρνει η είσοδος του καπιταλισμού στην εποχή του ιμπεριαλισμού.

Το κεφάλαιο είναι γενικά η κοινωνική σχέση που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό σε όλα τα στάδια εξέλιξης και ανάπτυξής του. Ωστόσο η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου πάνω στο έδαφος του ελεύθερου ανταγωνισμού, οδηγεί στη δημιουργία του μονοπωλίου που γίνεται η κυρίαρχη κοινωνική σχέση αυτής της εποχής και οδηγεί με τη σειρά της στη δημιουργία του χρηματιστικού κεφαλαίου και στην πάλη για το μοίρασμα της παγκόσμιας αγοράς, το μοίρασμα του κόσμου, στην ακόμα μεγαλύτερη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου.

«Ο ελεύθερος συναγωνισμός είναι η βασική ιδιότητα του καπιταλισμού και της εμπορευματικής παραγωγής γενικά. Το μονοπώλιο είναι η άμεση αντίθεση του ελεύθερου συναγωνισμού. Ο τελευταίος αυτός όμως άρχισε μπροστά στα μάτια μας να μετατρέπεται σε μονοπώλιο, δημιουργώντας τη μεγάλη παραγωγή, εκτοπίζοντας τη μικρή, αντικαθιστώντας τη μεγάλη με την πολύ μεγάλη, οδηγώντας τη συγκέντρωση της παραγωγής και του κεφαλαίου ως το σημείο που απ’ αυτήν αναπτυσσόταν και αναπτύσσεται το μονοπώλιο: (…). Ταυτόχρονα τα μονοπώλια, ξεπηδώντας απ’ τον ελεύθερο συναγωνισμό, δεν τον καταργούν μα υπάρχουν πάνω και δίπλα σ’ αυτόν, γεννώντας έτσι μια σειρά εξαιρετικά οξείες και βίαιες αντιθέσεις, προστριβές και συγκρούσεις. Το μονοπώλιο είναι πέρασμα απ’ τον καπιταλισμό σ’ ένα ανώτερο σύστημα». (Άπαντα Λένιν, τόμος 27, «Ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 392)

Η αντιστοιχία του φασισμού ως μια απ’ τις πιθανές μορφές του εποικοδομήματος του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού εξηγείται απ’ τις αλλαγές στην οικονομική βάση οι οποίες συνίστανται βασικά στο γεγονός ότι «το χρηματιστικό κεφάλαιο δεν θέλει ελευθερία, μα κυριαρχία» όπως σωστά έχει επισημάνει απ’ τις αρχές του 20ου αιώνα ο Χίλφερντινγκ (Άπαντα Λένιν, τόμος 27, «Ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», σελ. 388). Το χρηματιστικό κεφάλαιο επιδιώκει την κυριαρχία για να εξάγει κεφάλαια και να μοιράζει τον κόσμο σε αντίθεση με τον αστό του 19ου και των προηγούμενων αιώνων που επιζητούσε την οικονομική ελευθερία για να πουλάει και να εξάγει εμπορεύματα.

Αυτή είναι και η θεμελιακή αλλαγή στην οικονομική βάση πάνω στην οποία εδράζεται η άρνηση της αστικής τάξης να υπερασπίζει με συνέπεια, κάποτε και να τις εγκαταλείπει ολοκληρωτικά, τις πολιτικές και ιδεολογικές κατακτήσεις του αστικού διαφωτισμού της Γαλλίας του 1789 και της επανάστασής της και βλέπει στο φασισμό τον καλύτερο φύλακα των συμφερόντων της για την αντιμετώπιση του Εργατικού και Κομμουνιστικού Κινήματος, για την αντιμετώπιση της προοπτικής του σοσιαλισμού και της αταξικής κοινότητας, του κομμουνισμού.

Όπως είδαμε πριν από λίγο στις λενινιστικές επεξεργασίες «το μονοπώλιο είναι πέρασμα απ’ τον καπιταλισμό σ’ ένα ανώτερο σύστημα». Αυτό το «ανώτερο σύστημα», αν το δούμε από μια άλλη οπτική, δεν είναι τίποτα άλλο από την ωρίμανση των αντικειμενικών συνθηκών, της υλικής βάσης για το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Σ’ αυτό το «ανώτερο σύστημα» στο οποίο οδηγεί το μονοπώλιο, οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής γίνονται εμπόδιο για την παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.

Το συμπέρασμα είναι ότι η αστική δημοκρατία των αστικοδημοκρατικών επαναστάσεων, χωρίς να έχει αλλάξει στο βασικό της χαρακτήρα, δηλαδή στην κατοχύρωση των αστικών σχέσεων παραγωγής, δεν είναι η ίδια με την αστική δημοκρατία της εποχής του ιμπεριαλισμού. Η πορεία της έρχεται σε αντιστοιχία με την  τάση για βία και κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου.

Στην πορεία αυτή αποβάλλει συνεχώς τα δημοκρατικά της χαρακτηριστικά (με την έννοια του δημοκρατισμού της, των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών των εργαζομένων και συνολικά του λαού), γιατί η οικονομική βάση του ιμπεριαλισμού «απαιτεί» ως πολιτικό εποικοδόμημα την πολιτική αντίδραση. Και γνωρίζουμε σήμερα κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, που λειτουργούν τυπικά ως τέτοιες, ενώ στην ουσία τους έχουν αφαιρέσει πάρα πολλά από τα δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες των εργαζομένων. Η πλήρης άρνηση του δημοκρατισμού της αστικής δημοκρατίας είναι ο φασισμός, ό οποίος δεν καταργεί το βασικό της χαρακτηριστικό στην οικονομική βάση. Τις αστικές σχέσεις παραγωγής.

Από εδώ βγαίνει και το συμπέρασμα ότι ο φασισμός δεν είναι ένας βολονταρισμός της αστικής τάξης  και ιδιαίτερα του χρηματιστικού κεφαλαίου, διαφορετικά δεν θα υπήρχε αντιστοιχία μεταξύ πολιτικής και οικονομίας στον ιμπεριαλισμό.

*****

Συνολικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, πολιτικά και ιδεολογικά ο φασισμός, ως ιδεολογική κατασκευή για να συγκρατήσει την κοινωνική πρόοδο που αντιστρατεύεται τα συμφέροντα του μονοπωλιακού και χρηματιστικού κεφαλαίου, είναι η αντεπανάσταση της αστικής τάξης σε σχέση με τις κατακτήσεις του αστικού διαφωτισμού, όταν ακόμα τότε η αστική τάξη έβλεπε στην εργατική τάξη ένα σύμμαχό της για την ανατροπή του φεουδαρχικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού. Αυτός είναι και ο λόγος που ο φασισμός δεν ανέχεται τη σύγκρουση των ιδεών και έρχεται σε πλήρη αντιπαράθεση με τα επιτεύγματα της επιστήμης, όπως άλλωστε αυτήν τη σύγκρουση των ιδεών την περιορίζει και η κοινοβουλευτική δημοκρατία, η οποία και αυτή έρχεται σε αντίθεση με τα επιτεύγματα της επιστήμης. Γι’ αυτό και ένα απ’ τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία των ανοιχτών δικτατοριών γενικά και των φασιστικών δικτατοριών ειδικότερα είναι η πιο στυγνή λογοκρισία σε κάθε προοδευτική ιδέα και σκέψη, όχι κατ’ ανάγκη εκφρασμένη αποκλειστικά απ’ τους μαρξιστές.

Η επιστήμη, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, σύμφωνα με το Μαρξ, παίζει βασικό ρόλο, και στις μέρες μας ακόμη πιο πολύ στην παραγωγική διαδικασία. Η εξέλιξη και πρόοδος της επιστήμης οδηγεί στην επαναστατικοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων. Η επιστήμη είναι η ίδια μια παραγωγική δύναμη και η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων φέρνει τη σύγκρουση με τις σχέσεις παραγωγής. Βάζει στην ημερήσια διάταξη απ’ την άποψη της ιστορικής εξέλιξης το πέρασμα σε έναν ανώτερο, του καπιταλισμού κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, τον κομμουνισμό. Βάζει στην ημερήσια διάταξη της ιστορίας την προλεταριακή-σοσιαλιστική επανάσταση.

Αυτή η γενική πορεία της ιστορικής εξέλιξης της ανθρωπότητας δεν κατευθύνεται μόνο στην απονέκρωση του κράτους και την εξάλειψη των κοινωνικών τάξεων, αλλά κατευθύνεται παράλληλα με αυτά – και με αυτά ως αναγκαίες προϋποθέσεις, και προς την τελική συγχώνευση των εθνών σε μια παγκόσμια ανθρώπινη κοινότητα, όπου η προσωπική πρόοδος του κάθε μέλους της κοινωνίας θα είναι όρος και προϋπόθεση για τη συνολική κοινωνική πρόοδο. Είναι το –κατά τον Μαρξ– πέρασμα απ’ το βασίλειο της Αναγκαιότητας, στο βασίλειο της Ελευθερίας.

Σ’ αυτή την πραγματική ιστορική κίνηση της πορείας της ανθρωπότητας προς την τελική συγχώνευση των εθνών, που από την άποψη της κατεύθυνσης της ιστορικής εξέλιξης είναι μια αντικειμενική υλική πραγματικότητα και στην εποχή του Λένιν, και στην εποχή του Στάλιν και του Δημητρώφ αλλά και σήμερα, στην εποχή με δυο λόγια του ιμπεριαλισμού, έρχεται να απαντήσει ο φασισμός και στην πιο ακραία του εκδοχή ο ναζισμός με το ιδεολόγημα της φυλής ή σε άλλες εκδοχές της ράτσας. Και πάνω σ’ αυτή τη βάση ο εθνικισμός, ο σοβινισμός και ο ρατσισμός αν και δεν ταυτίζονται ως έννοιες, στην πράξη εκφράζουν αλληλένδετες και αλληλοσυμπληρούμενες αντιδραστικές ιδέες οι οποίες στο φασισμό γενικά και στο ναζισμό ειδικότερα βρήκαν την πιο «αρμονική» συνύπαρξη σε ένα ενιαίο ιδεολογικό σύνολο.

Ο φασισμός ταυτίζει την έννοια του έθνους με τη φυλή, που εμφανίστηκε ως κοινωνική κατηγορία στο ιστορικό παρελθόν, σε προηγούμενους του καπιταλισμού κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς, όπως ήταν η πρωτόγονη κοινότητα. Στόχος αυτής της ιδεολογικής κατασκευής του φασισμού είναι να αναπροσαρμόσει αυτή την έννοια στις ανάγκες της κυριαρχίας του χρηματιστικού κεφαλαίου και πάνω απ’ όλα στην ανάγκη του για αναδιανομή της παγκόσμιας αγοράς, αλλά και ως γραμμή άμυνας της αστικής τάξης και κρούσης ενάντια στην προλεταριακή επανάσταση και το πέρασμα στο σοσιαλισμό.

Αυτό το ιδεολόγημα της φυλής, ο φασισμός το εντοπίζει στο κυρίαρχο στοιχείο κάθε χώρας, κάθε έθνους-κράτους, και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το βασικό πολιτικό σύνθημα των φασιστικών κινημάτων κάθε ξεχωριστής χώρας είναι το ίδιο. «Η Γερμανία στους Γερμανούς», «Η Ουκρανία στους Ουκρανούς», «η Ελλάδα στους Έλληνες» κλπ.

Αυτό το στοιχείο της φασιστικής αντίληψης που εδράζεται στην ταύτιση έθνους και φυλής, ο φασισμός το χρησιμοποιεί για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του χρηματιστικού κεφαλαίου για την αναδιανομή των αγορών η οποία γίνεται όχι μόνο με ειρηνικά αλλά και με πολεμικά μέσα και από εδώ, προκύπτει και η θεωρία περί ανώτερων και κατώτερων εθνών στη βάση του φυλετικού και βιολογικού διαχωρισμού των ανθρώπων. Αυτή είναι και η βάση πάνω στην οποία αναπτύσσονται ρατσιστικές ιδέες και αντιλήψεις, το δίκαιο του αίματος, ο ίδιος ο ρατσισμός ως συστατικό στοιχείο του φασισμού, ειδικότερα του ναζισμού.

Αυτά όλα είναι η δικαιολογητική βάση της καταπίεσης των αδύναμων λαών και εθνών-κρατών, των εξαρτημένων χωρών από μια χούφτα ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Όπως όμως έχουμε σημειώσει εκτός απ’ τους στόχους του χρηματιστικού κεφαλαίου για την αναδιανομή της παγκόσμιας αγοράς, ο φασισμός υπηρετεί και τις ανάγκες της αστικής τάξης συνολικά για την κατάπνιξη του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος και του αγώνα του τελευταίου για το σοσιαλισμό. Και ακριβώς όπως δικαιολογεί στον εξωτερικό στίβο τη διαπάλη για την αναδιανομή των αγορών, με το ιδεολόγημα της φυλής και των ανώτερων και κατώτερων εθνών, έτσι και στον εσωτερικό αγώνα κάθε αστικής τάξης ενάντια στην εργατική τάξη αυτό υπηρετείται με το να αντιμετωπίζονται οι κομμουνιστές ως στοιχείο φυλετικού εκφυλισμού.

Στην πιο ακραία τους εκδοχή αυτές οι απόψεις εκφράστηκαν απ’ τις φασιστικές δικτατορίες της Γερμανίας, της Ιαπωνίας και της Ισπανίας. Ωστόσο οι απόψεις αυτές είναι απόψεις αστικές, απόψεις που εκφράζουν αστικό εθνικισμό-σοβινισμό που αντιστοιχούν στο εποικοδόμημα της εποχής του ιμπεριαλισμού, γιατί ο ιμπεριαλισμός όπως είδαμε «είναι αντίδραση σε όλη τη γραμμή και κάτω από οποιοδήποτε πολιτικό καθεστώς».

Ακολουθεί το Γ’ Μέρος.

COMMENTS