Το κλειδί που ξεκλειδώνει την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ

Η Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ, στην πρόσφατη συνεδρίασή της, ενέκρινε την εισήγηση που κατέθεσε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Στην εισήγηση αυτή περιέχεται και η πρόταση συνεργασίας προς το ΚΚΕ. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ενώ γνώριζε εκ των προτέρων την απάντηση του ΚΚΕ, παρ’ όλα αυτά απευθύνθηκε με μια πρόταση συνεργασίας προς αυτό, μόνο και μόνο για να νομιμοποιήσει την πρότασή της και να απονομιμοποιήσει την απάντηση του ΚΚΕ. Με ποιο τρόπο;…

Η πρόθεση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι να παρουσιάσει το ΣΥΡΙΖΑ ως τον πόλο συσπείρωσης της Αριστεράς για τη δημιουργία μιας κυβέρνησης, που θα αντιμετωπίσει την πολιτική των μνημονίων, που εφαρμόζει η κυβέρνηση, και τον μερκελισμό, που τα υπαγορεύει. Στη συγκρότηση αυτού του πόλου αποσκοπεί η πρότασή της για τη δημιουργία μιας «δημοκρατικής, πατριωτικής, προοδευτικής, ριζοσπαστικής συμμαχίας», που θα αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας.

Την ίδια στιγμή η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ εντάσσει την πρόταση αυτή στο πλαίσιο ενός ευρύτερου αγώνα, που προφανώς ξεκινάει από την Ελλάδα, που θα βρει απήχηση στους άλλους λαούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα την αλλάξει «από τα μέσα» σε μια πιο φιλολαϊκή κατεύθυνση.

Το ερώτημα που τίθεται τώρα είναι: που βρίσκεται η βάση μιας αρνητικής απάντησης στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ;

Θα μπορούσαμε να αποδεχθούμε, για να διευκολύνουμε την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει υιοθετήσει την πολιτική της Μέρκελ. Αυτή η παραδοχή περιέχει μια δόση από την πραγματικότητα, χωρίς και να την αποδίδει ολοκληρωμένα, μια και η Γερμανία ως μεγάλη ιμπεριαλιστική δύναμη παίζει σημαντικό ρόλο στην πολιτική που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Ένωση και στην εξέλιξη της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Θα μπορούσαμε, επίσης, να αποδεχθούμε πως οι άλλες χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεγάλες και μικρές, υποχωρούν απέναντι στη δύναμη της Γερμανίας. Και αυτός ο ισχυρισμός περιέχει μια δόση αλήθειας, χωρίς, επίσης, να αποδίδει ολοκληρωμένα την ευρωενωσιακή πραγματικότητα με τις αντιθέσεις που υπάρχουν και οξύνονται, τις σχέσεις πολιτικής και οικονομικής εξάρτησης μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και των μικρότερων κρατών – μελών.

Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ παραδέχεται, ταυτόχρονα, ότι η κυβέρνηση Σαμαρά αποδέχεται δουλικά ό, τι της υπαγορεύει η Μέρκελ. Παραδέχεται επίσης ότι αυτή η πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση έχει εξαθλιώσει τους εργαζόμενους, έχει καταστρέψει τα μικροαστικά στρώματα, έχει φέρει τεράστια ανεργία και ότι διακυβεύονται τα εθνικά συμφέροντα της χώρας, σε τέτοιο βαθμό, που μπαίνει πρόβλημα εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας μας. Και τέτοιου είδους επιχειρήματα έχει καταθέσει ο ΣΥΡΙΖΑ.

Το ερώτημα που τίθεται, τώρα, στο ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ απλό: Μέχρι πότε θα πρέπει να περιμένει η χώρα μας, ο λαός μας, και σε ποιο βαθμό εξαθλίωσης πρέπει να φτάσει, για να φυσήξει ο άνεμος της αλλαγής της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να κατανικηθεί ο μερκελισμός, ώστε αυτός να πάψει να υπαγορεύει την πολιτική του στη χώρα μας, με την προϋπόθεση ότι η πρόταση που καταθέτει εξασφαλίζει, τουλάχιστον, μια πορεία κόντρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση της Μέρκελ;

Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα έχει δοθεί από την ίδια την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, γιατί έχει φροντίσει από μόνη της να αφαιρέσει κάθε ριζοσπαστικό στοιχείο από την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Την ίδια στιγμή οι επαφές της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ με το ΣΕΒ αποσκοπούν στην εξασφάλιση της εμπιστοσύνης της αστικής τάξης της χώρας μας, που επιδοκιμάζει όλες τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, που προωθούνται και υπαγορεύει η πολιτική Μέρκελ, γεγονός που θέτει και τα όρια της πολιτικής που θα εφαρμόσει ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση.

Παράλληλα η στάση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ στην εκλογή προέδρου της κομισιόν, που τάχθηκε υπέρ της εκλογής Γιουνκέρ, και μάλιστα στο όνομα των (ανύπαρκτων) δημοκρατικών αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δείχνει ότι, στην πραγματικότητα, ο ΣΥΡΙΖΑ νιώθει πολύ αδύναμος απέναντι στο μερκελισμό και στη Γερμανική Ευρωπαϊκή Ένωση που κατηγορεί, μια και ο Γιουνκέρ είναι επιλογή της Μέρκελ και εγγυητής της πολιτικής Μέρκελ.

Το γεγονός ότι οι άλλες πολιτικές δυνάμεις, εκτός του ΚΚΕ, στις οποίες απευθύνεται η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, έχουν βουτηχτεί στην κυριολεξία στο βούρκο της μνημονιακής πολιτικής αποδεικνύει ότι η πρόταση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καμία πραγματική βάση αξιοπιστίας για ό, τι, υποτίθεται, θα πρέπει να  δημιουργήσει, δηλαδή τη συμμαχία, και για ό, τι θα πρέπει να αντιμετωπίσει, δηλαδή την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης της Μέρκελ (παραλείπουμε το γεγονός ότι η πολιτική Μέρκελ δεν είναι μόνο της Μέρκελ αλλά  είναι η γενική πολιτική όλων των κυβερνήσεων των μελών – κρατών και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης).

Τέλος τι ακριβώς θα αντικαταστήσει τον μερκελισμό; Εδώ η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ μας τα είπε υπερατλαντικά. Η πολιτική Ομπάμα, της οποίας είναι θιασώτης και η οποία εκφράζεται μέσα από το ΔΝΤ. Εξ ου και οι αντιθέσεις ανάμεσα στο ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μόνο που αυτές οι αντιθέσεις δεν αφορούν στις αναδιαρθρώσεις, που γίνονται σε βάρος των εργαζομένων. Αφορούν στην αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους, στο πλαίσιο των αντιθέσεων που εκδηλώνονται ανάμεσα στις ΗΠΑ – ΔΝΤ και τη Γερμανία.

Και για να γίνουμε πιο σαφείς με την πρόταση του ΔΝΤ, η προσπάθεια των ΗΠΑ είναι να πριονίσει τα πόδια της Γερμανίας έτσι ώστε να μην παίζει τόσο αποφασιστικό ρόλο στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και παγκόσμια και να αναλάβει και η ίδια ένα μέρος από το κόστος της απομείωσης του δημόσιου χρέους, που δεν αφορά μόνο την Ελλάδα αλλά και άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πρόταση, λοιπόν, του ΔΝΤ (ή αλλιώς των ΗΠΑ) δεν αφορά σε κάποια διαφωνία για την εφαρμοζόμενη πολιτική στη χώρα μας. Εκεί συμφωνούν Γερμανία, ΗΠΑ, ΔΝΤ και συνολικά η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Από εδώ πηγάζει η πρόταση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ για ρύθμιση του δημόσιου χρέους συνολικά στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μια πρόταση βέβαια της οποίας η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έχει πλήρη επίγνωση του ουτοπικού της χαρακτήρα μια και ξέρει ότι η απάντηση της Γερμανίας (και από κοντά και της Γαλλίας και άλλων χωρών και συνολικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης) είναι η επιμήκυνση της περιόδου εξόφλησης του χρέους και όχι το κούρεμα του χρέους.

Και όχι μόνο αυτό. Κάθε προσπάθεια από την πλευρά της όποιας Ελληνικής κυβέρνησης να μην εφαρμοστούν οι αναδιαρθρώσεις σε βάρος των εργαζομένων, πολύ περισσότερο να παρθούν πίσω, θα επιφέρει την έξοδο της χώρας μας από το ευρώ. Αυτό μας υπενθυμίζει συνεχώς ο Σόιμπλε. Και δεν είναι χωρίς σημασία. Είναι η απάντηση της Γερμανίας στην περίπτωση που η κυβέρνηση της χώρας μας, η όποια κυβέρνηση, δεν τηρήσει τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει με τα μνημόνια.

Από την άποψη αυτή η στρατηγική της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και των άλλων δυνάμεων στις οποίες απευθύνεται για τη συμμαχία, εκτός ΚΚΕ, έρχεται σε ευθεία αντίθεση ακόμη και με την πρόταση που διατύπωσε, γιατί, υποτίθεται ότι αυτή γίνεται για να αντιμετωπίσει τη μνημονιακή πολιτική της Μέρκελ, που δεν έχει επιβάλει μόνο στη χώρα μας αλλά και σ’ όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μόνο που η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να λύσει τον κόμπο της στρατηγικής της, πράγμα που αρνείται να κάνει. Και αυτή είναι η αντίφαση, που αποκαλύπτει τη σαθρότητα της πρότασής της.

Κατά συνέπεια η πρόταση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, κάτω από τις καλύτερες προϋποθέσεις γι’ αυτόν, είναι αναποτελεσματική. Στην πραγματικότητα, γίνεται για να λύσει τα χέρια της η ίδια η ηγεσία να απευθυνθεί σε συγγενικές της πολιτικές δυνάμεις με την ελπίδα να δημιουργήσουν πολιτική πλειοψηφία με πρώτο στόχο τη ματαίωση εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας και την αναγκαστική προσφυγή σε εθνικές εκλογές. Ο στόχος είναι σαφής. Να δημιουργηθεί ο πόλος που θα εισφέρει στη σταθεροποίηση του αστικού πολιτικού συστήματος που βρίσκεται σε κρίση.

Αλλά για να μπορεί να διατυπωθεί αυτή η πρόταση, για να έχει «κύρος», με δεδομένη τη στάση της ίδιας της ηγεσίας και των άλλων δυνάμεων που απευθύνεται, και για να μην καταλήξει κατ’ ευθείαν στον κάλαθο των αχρήστων δε θα μπορούσε παρά να συμπεριλάβει και το ΚΚΕ, ως δείκτη αξιοπιστίας. Από μόνο του αυτό το γεγονός αποδεικνύει και το δημαγωγικό της χαρακτήρα.

Όλα τα παραπάνω δε σημαίνουν ότι η πρόταση αυτή δεν είναι επικίνδυνη για το Κόμμα μας, με δεδομένη την τακτική που κρατάει η ηγεσία του. Η ασφυκτική πίεση που νιώθουν οι εργαζόμενοι και τα μικροαστικά στρώματα από την κυβερνητική πολιτική δημιουργεί συνθήκες που επιτρέπουν να περάσει, σ’ ένα βαθμό, αυτή η πρόταση και να βρει απήχηση στη βάση του Κόμματος.

Τον ίδιο κίνδυνο αντιμετωπίζουν και οι άλλες πολιτικές δυνάμεις, στις οποίες απευθύνεται η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, μόνο που αυτές έχουν την αβάντα της ίδιας της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, μια και δεν τους ζητάει «πιστοποιητικά πολιτικής νομιμοφροσύνης», αφού κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος. Γι’ αυτό και οι προσεγγίσεις είναι πιο εύκολες και μπορεί και να αποδώσουν. Είναι το πιο πιθανό.

Το ΚΚΕ για να συμμετάσχει σ’ αυτήν τη συμμαχία πρέπει να καταθέσει ένα πιστοποιητικό πολιτικής νομιμοφροσύνης, μια και, έτσι κι αλλιώς, πρέπει να αρνηθεί την πολιτική του απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και λέμε έτσι κι αλλιώς, γιατί μπορεί η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να το καλεί να συμμετάσχει σε μια συμμαχία κρατώντας τις θέσεις του, στην πραγματικότητα, όμως, το Κόμμα μας θα έχει παραιτηθεί απ’ αυτές, μια και η πολιτική της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει ούτε τις συνέπειες από τη μνημονιακή πολιτική των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων που εφαρμόζεται.

Ακόμη και προϋποθέσεις να έβαζε το Κόμμα απέναντι στην πρόταση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να πάρει μέρος σ’ αυτήν τη συμμαχία αυτές θα λειτουργούσαν ως προαπαιτούμενο για την αλλαγή της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ, πράγμα που δε θα το έκανε δεκτό η ίδια η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, που είναι δεσμευμένη με τη συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στο ευρώ τόσο στην αστική τάξη της χώρας μας όσο και στους ιθύνοντες κύκλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Μια τακτική δε, εκ μέρους του Κόμματος, που θα το έφερνε να αποδέχεται τη συμμετοχή του στη συμμαχία, που του προτείνεται, στην προοπτική μιας σύγκρουσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση, γιατί και αυτό λέγεται, θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη παγίδα, μια και οι άλλες πολιτικές δυνάμεις της συμμαχίας δεν έχουν σκοπό ούτε αυτήν τη σύγκρουση να πραγματοποιήσουν, που, βέβαια, θα οδηγούσε σε έξοδο από το ευρώ και από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και δεν πρόκειται να συμβεί αυτό, γιατί δεν υπάρχει το πολιτικό υπόβαθρο και η πολιτική θέληση εκ μέρους των άλλων πολιτικών δυνάμεων γι’ αυτήν τη σύγκρουση.

Ποια, λοιπόν πρέπει να είναι η απάντηση του Κόμματος στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ; Μήπως μια σκέτη άρνηση ή μήπως πρέπει να την αγνοήσει; Τίποτα απ’ όλα αυτά. Πρέπει να της την επιστρέψει ως μπούμερανγκ. Και αυτό όχι για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ όσο για το λαϊκό κόσμο που ακολουθεί το ΣΥΡΙΖΑ.

Για να έχει, όμως, επιτυχία μια τέτοια απάντηση πρέπει να τελεί κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις:

Η πρώτη. Η ηγεσία του Κόμματος πρέπει επί τέλους να αναγνωρίσει ότι υπάρχει πολιτική κρίση στη χώρα μας. Αυτό το γεγονός την υποχρεώνει να καταθέσει πρόταση που θα περιλαμβάνει και το ζήτημα της διακυβέρνησης και θα δίνει λύση σ’ αυτό, στο πλαίσιο της αλλαγής των τάξεων στην εξουσία, στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού αλλά όχι με προτεραιότητα τον άμεσο σοσιαλισμό.

Η πρόταση αυτή θα περιλαμβάνει ως κυρίαρχο στόχο την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, τη μονομερή διαγραφή του χρέους, μέτρα για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, μέτρα για την ανακούφιση των εργαζομένων και των μικροαστικών στρωμάτων, κρατικοποίηση συνολικά του χρηματοπιστωτικού συστήματος, επιστροφή των ΔΕΚΟ στο κράτος και όλων των συνεταιριστικών παραγωγικών μονάδων, υπό εργατικό έλεγχο, κρατικοποίηση βασικών κλάδων της οικονομίας, μέτρα για τη δημόσια υγεία και την παιδεία, τη νεολαία, την ανεργία, την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας της χώρας μας, μέτρα για την προστασία των δημοκρατικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών, των δημοκρατικών δικαιωμάτων και κοινωνικών κατακτήσεων, αντιμετώπιση του φασιστικού κινδύνου, ανάπτυξη των διεθνών σχέσεων της χώρας μας στη βάση της ειρηνικής και ισότιμης συνεργασίας, με προτεραιότητα τις γείτονες χώρες και τις χώρες της Βαλκανικής κ.α..

Η πρόταση αυτή θα γίνει η βάση της ανάπτυξης των αγώνων του Εργατικού Κινήματος για τη διεκδίκηση των άμεσων και καυτών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι λαϊκές μάζες, οι εργαζόμενοι και τα μικροαστικά στρώματα.

Η δεύτερη. Πρέπει να ξανατονίσουμε  ότι η πολιτική κρίση αφορά και τον ίδιο το ΣΥΡΙΖΑ. Η δυσπιστία που εκδηλώνουν οι ίδιες οι λαϊκές μάζες απέναντί του – ακόμη και αυτές που τον ακολουθούν, είναι ένα στοιχείο, που δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο. Από την άλλη μεριά αυτή τη στιγμή, όπως καταδείχτηκε και από τη συνεδρίαση της Κεντρικής του Επιτροπής, επικρατεί ένα κλίμα στις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, σε κάθε επίπεδο, που αντανακλά τις διαφορετικές προσεγγίσεις ως προς την παραπέρα πορεία του, που είναι πολύ περισσότερες απ’ ότι όσες εμφανίζονται ως επίσημες και που όριό τους, βέβαια, είναι η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτές οι διαφορετικές προσεγγίσεις κατά βάση αφορούν στην αδυναμία ενσωμάτωσης των δυνάμεων, που ακολουθούν το ΣΥΡΙΖΑ, στην πολιτική που θέλει να επιβάλει η ηγεσία του. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι λαϊκές μάζες που ακολουθούν το ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πολιτικά δεδομένες γι’ αυτόν.

Η στάση, κατά συνέπεια, του Κόμματος απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να ακολουθεί τη θεμελιώδη αρχή της στάσης της εργατικής τάξης απέναντι στα μικροαστικά στρώματα, κυρίως σε ότι αφορά στα κατώτερα, γιατί η κοινωνική αναφορά του ΣΥΡΙΖΑ είναι σχεδόν η ίδια μ’ αυτήν του Κόμματος. Αυτό σημαίνει ότι η κριτική που απευθύνεται στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, πέρα από το να την αποκαλύπτει, θα επιτρέπει και την προσέγγιση των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ από την πλευρά του Κόμματος, παίρνοντας υπόψη το επίπεδο συνείδησης αυτών των δυνάμεων, γεγονός που θα αντανακλάται και στην πρόταση του Κόμματος.

Η τρίτη. Η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση έγινε κυρίως από την πρόταση που κατέθεσε για τη δημιουργία αριστερής κυβέρνησης. Μ’ αυτόν τον τρόπο εκμεταλλεύτηκε τις διαθέσεις των λαϊκών μαζών μετά τις μαζικές κινητοποιήσεις του ’10 – ’12.

Η πρόταση που καταθέτει τώρα κινείται πολύ μακριά από την προηγούμενη. Αντανακλά τους «προωθητικούς συμβιβασμούς», όπως, εφευρετικά, είπε βασικό του στέλεχος στη συνεδρίαση της Κεντρικής του Επιτροπής, στην προσπάθειά του να δικαιολογήσει τη θέληση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να υπηρετήσει την αστική τάξη, αλλά και να απευθυνθεί σε φθαρμένους πολιτικά χώρους. Την ίδια στιγμή οι τόνοι της Αριστερής Πλατφόρμας είναι φανερά πεσμένοι.

Εάν η ηγεσία του Κόμματος διαμορφώσει μια πρόταση, αυτήν που θα έπρεπε να έχει στις εκλογές του Μάη του’12, με βάση συγκεκριμένες προγραμματικές κατευθύνσεις, τότε, είναι βέβαιο ότι θα προσεγγίσει, το λιγότερο, τις δυσαρεστημένες μάζες που ακολουθούν το ΣΥΡΙΖΑ, επειδή δε συμφωνούν με τις υποχωρήσεις και τους συμβιβασμούς του στο ρόλο του πυλώνα ενός νέου δικομματισμού.

Η τέταρτη. Είναι άμεσης προτεραιότητας ζήτημα η αλλαγή στάσης του Κόμματος στο Εργατικό Κίνημα και γενικότερα στο συνδικαλιστικό κίνημα. Είναι ένα θέμα, που ως «Νέα Σπορά» το έχουμε θίξει κατ’ επανάληψη. Η εργατική πολιτική του Κόμματος πρέπει να ενώνει την εργατική τάξη, να εξασφαλίζει τη συμμαχία με τα μικροαστικά στρώματα, και με βάση τις προγραμματικές κατευθύνσεις να ενθαρρύνει την ανάπτυξη των αγώνων της εργατικής τάξης στη διεκδίκηση των άμεσων και καυτών προβλημάτων που αντιμετωπίζει. Αυτό δε σημαίνει υποταγή στον κυβερνητικό συνδικαλισμό ούτε, πολύ περισσότερο, παραίτηση από την ιδεολογικοπολιτική διαπάλη. Βάση συσπείρωσης των εργαζομένων είναι τα σωματεία τους και τα συνδικάτα τους.

Η πέμπτη. Είναι απόλυτη ανάγκη να παρθούν μέτρα για την αναδιοργάνωση των κομματικών δυνάμεων, της λειτουργίας των ΚΟΒ, της επανασυσπείρωσης δυνάμεων, που έχουν κριτική στάση απέναντι στο Κόμμα, εξ αιτίας της τακτικής που κρατάει μέχρι τώρα. Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η δημοκρατική λειτουργία του Κόμματος, με βάση το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, που για να μην καταλήξει νεκρό γράμμα, πρέπει η ηγεσία του Κόμματος να παίρνει υπόψη της τις διαφορετικές απόψεις, όχι μόνο των μελών του αλλά και των φίλων και ψηφοφόρων του που το στηρίζουν.

Όλες οι παραπάνω παρατηρήσεις μας έχουν κατεπείγοντα χαρακτήρα μπροστά και στις εξελίξεις που έρχονται. Όταν σημαντικό μέρος των δυνάμεων του Κόμματος, φίλων, οπαδών και ψηφοφόρων του, έχει φτάσει στο σημείο να «σφίγγει τα δόντια» για να στηρίξει το Κόμμα ή συμμετέχει με κρύα καρδιά στις δραστηριότητες του Κόμματος, τότε, κάθε καθυστέρηση ισοδυναμεί με υποτίμηση πραγματικών κινδύνων για το ίδιο το Κόμμα. Η αλλαγή στην πολιτική του Κόμματος είναι προϋπόθεση για το ξεπέρασμα των δυσκολιών, που αντιμετωπίζει το Κόμμα σήμερα και επανασυσπείρωσης δυνάμεων που απομακρύνθηκαν απ’ αυτό.

COMMENTS