Για την πρόταση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ*

Είναι φανερό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί, μπροστά και στις επερχόμενες πολιτικές εξελίξεις και, ίσως, μπροστά στο ενδεχόμενο πρόωρων εθνικών εκλογών, να διευρύνει την εκλογική του επιρροή με στόχο να κατακτήσει τη διακυβέρνηση της χώρας ακόμη και με αυτοδυναμία.

Προς τούτο επιλέγει μια τακτική να απευθύνεται σε πολιτικούς χώρους με βασικό στόχο την απορρόφησή τους ή τη συμπαράταξή τους προκειμένου να δημιουργηθεί μια «αριστερή πλειοψηφία», ένας «νέος συνασπισμός εξουσίας» στο πλαίσιο «μιας δημοκρατικής, πατριωτικής, προοδευτικής, ριζοσπαστικής συμμαχίας».

Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την ομιλία του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ στην Κεντρική Επιτροπή :

«Η πρόταση μιας δημοκρατικής, πατριωτικής, προοδευτικής, ριζοσπαστικής  συμμαχίας για την ανατροπή της σημερινής τάξης πραγμάτων, απευθύνεται πρώτα από όλα στην ίδια την κοινωνία.

Η πρόταση για το νέο συνασπισμό εξουσίας αφορά το λαό. 

Στον κόσμο της εργασίας, στους άνεργους, στη νεολαία,  στη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία που συνθλίβεται σήμερα από την πολιτική της κρίσης.

Είναι κατάκτηση του ΣΥΡΙΖΑ. Τη διατυπώσαμε πριν τρία χρόνια. Με μικρά μεγέθη αλλά με μεγάλη πίστη στη δυνατότητα ανατροπής του πάλαι ποτέ δικομματισμού.

Απευθύνεται και σε πολιτικές δυνάμεις.

Χωρίς μισόλογα και παράλογα προαπαιτούμενα.

Με ειλικρίνεια και πολιτική αποφασιστικότητα από την πλευρά μας.

Απευθυνόμαστε στο ΚΚΕ.

Γνωρίζουμε τις διαφορές μας. Δεν ζητάμε από κανέναν να απαρνηθεί τις θέσεις και τις αρχές του.

Πιστεύουμε όμως ότι οι συνθήκες επιβάλλουν να αφήσουμε οριστικά πίσω μας την νοοτροπία που συντηρεί και αναπαράγει εμφύλιες αντιπαραθέσεις.

Καλούμε το ΚΚΕ με τις δικές του αρχές και τις δικές του θέσεις να συμβάλλει στην συνδιαμόρφωση ενός προγράμματος αριστερής διεξόδου.

Απευθυνόμαστε στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αυτά που μας συνδέουν στα κινήματα, στην υπεράσπιση του κόσμου της εργασίας, στην ανάγκη να σταματήσουμε την κοινωνική κατεδάφιση, είναι περισσότερα από αυτά που μας χωρίζουν.

Απευθυνόμαστε στους Οικολόγους Πράσινους. Αυτά μας συνδέουν τόσο στα περιβαλλοντικά, όσο και στα κοινωνικά θέματα, είναι πολύ περισσότερα από αυτά που μας χωρίζουν. Ο δρόμος της ενότητας δεν αθροίζει δυνάμεις, τις πολλαπλασιάζει.

Απευθυνόμαστε στις δυνάμεις και τις προσωπικότητες που ανοιχτή καρδιά στήριξαν την ευρωπαϊκή καμπάνια της αριστεράς και ενίσχυσαν την υποψηφιότητά της ευρωπαϊκής αριστεράς για τη προεδρεία της Κομισιόν.

Απευθυνόμαστε σε όλες τις δυνάμεις που απεγκλωβίζονται από τον μνημονιακό χώρο, και στρέφονται προς την αριστερά. Τους ανεξάρτητους βουλευτές, τα ρεύματα και τις ομάδες που αμφισβητούν πλέον ανοιχτά την πολιτική του Μνημονίου.

Δεν ζητάμε πιστοποιητικό ιδεολογικής και πολιτικής καθαρότητας από κανέναν.

Δεν κρατάμε πολιτικό μητρώο για το παρελθόν. Δεν θα τους αφήσουμε όμως, και δεν πρέπει να τους αφήσουμε, βορά στους εκβιασμούς των μνημονιακών μηχανισμών.

Ζητάμε και επιδιώκουμε μαζί τους ξεκάθαρη συνεννόηση, στην βάση των θέσεων και της πολιτικής αξιοπιστίας.

Παρακολουθούμε, τέλος, τις εξελίξεις και τον προβληματισμό που αναπτύσσεται από σημαντικό μέρος παλιών μας συντρόφων, μετά την εκλογική αποτυχία της ΔΗΜΑΡ.

Δεν είμαστε χαιρέκακοι. Είχαμε, όμως, προειδοποιήσει για τη λάθος πορεία.

Επιδιώκουμε έναν ανοιχτό, ειλικρινή και έντιμο πολιτικό διάλογο σεβόμενοι όμως απόλυτα το δικαίωμά τους να αποφασίσουν συλλογικά αν απαγκιστρώνονται οριστικά από τη μνημονιακή αυλή του κου Σαμαρά και εντάσσουν τον εαυτό τους σε ένα ευρύ αντιμνημονιακό μέτωπο ή όχι.   

Η πλατιά ενότητα των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων μπορεί σήμερα να διαμορφώσουν ένα μεγάλο πλειοψηφικό ρεύμα ανατροπής των Μνημονίων.

Να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για μια πλατιά και αναγκαία λαϊκή ενότητα, ικανή να φέρει την αναγκαία αυτοδυναμία και ένα νέο συνασπισμό εξουσίας.

Γιατί για να χτίσουμε τη νέα Ελλάδα χρειάζεται μια μεγάλη συμπαράταξη δυνάμεων.

Αυτή είναι η πολιτική μας πρόταση.

Δεν είναι καινούρια.

Τη διατυπώσαμε για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 2011.

Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ακόμα μικρός και οι αντιμνημονιακές δυνάμεις κατακερματισμένες.

Ο αγωνιζόμενος λαός στις πλατείες, έστελνε μήνυμα ότι τα πράγματα πρέπει και μπορούν να αλλάξουν.

Και σε αυτή τη λαϊκή προσδοκία ανταποκριθήκαμε καταθέτοντας τότε την πρότασή μας.

Τότε δεν την αγκάλιασαν ηγεσίες.

Την αγκάλιασε ο κόσμος».

Το ερώτημα που προκύπτει, από τη σχετική αναφορά του Αλέξη Τσίπρα, που πιστεύουμε πως είναι «το ζουμί», το συμπύκνωμα της εισήγησης προς την ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ, είναι: Ποιος είναι ο βαθμός αξιοπιστίας αυτής της πρότασης;

Και για να διατυπώσουμε και με διαφορετικό τρόπο αυτό το ερώτημα, που δείχνει την άλλη πλευρά του νομίσματος και που θα μας διευκολύνει στην ανάλυση της πρότασης, που καταθέτει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προς τους άλλους πολιτικούς χώρους:

Μπορεί να είναι μια πραγματική πρόταση, υπό την έννοια ότι ακουμπάει σε πραγματικές ανάγκες του πολιτικού φορέα που τη διατυπώνει ή ακόμη και των κοινωνικών δυνάμεων που συσπειρώνει ή και που δε συσπειρώνει – και μ’ αυτήν την έννοια να παρουσιάζεται και ως ειλικρινής –  έστω και εάν πρόκειται, ταυτόχρονα, για μια τακτική κίνηση, που θα μπορούσε (ίσως και πολύ εύκολα) κανείς να της αποδώσει χαρακτήρα πολιτικού ελιγμού, δηλαδή, και δημαγωγικού πολιτικού λόγου;

Ήδη θέσαμε ένα ερώτημα με δύο όψεις. Αυτό που απομένει για να απαντήσουμε στο ερώτημα που θέσαμε είναι να διευκρινίσουμε την έννοια της πραγματικής ανάγκης, τόσο από την πλευρά του πολιτικού φορέα όσο και των κοινωνικών δυνάμεων, αυτής της πρότασης.

Από την άποψη της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι πραγματική ανάγκη γι’ αυτήν το άνοιγμα σε άλλους πολιτικούς χώρους, με την έννοια της άντλησης δυνάμεων, προκειμένου να δημιουργήσει εκείνους τους συσχετισμούς για να πέσει η παρούσα κυβέρνηση και να την διαδεχτεί ο ΣΥΡΙΖΑ.

Οι πρόσφατες εκλογές τον ανέδειξαν πρώτη δύναμη αλλά, ταυτόχρονα, του εμφάνισαν και μηνύματα δυσπιστίας. Γι’ αυτό και απευθύνεται σ’ αυτούς τους πολιτικούς χώρους. Φυσικά αυτό το άνοιγμα γίνεται με τους πολιτικούς όρους που θέτει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή είναι πρώτο κόμμα. Και γίνεται με διαφορετική στόχευση για κάθε ιδιαίτερο πολιτικό χώρο.

Ταυτόχρονα προσπαθεί να αξιοποιήσει δύο παράγοντες παράλληλα, από τη μια την κινητικότητα, που παρατηρείται στο χώρο της λεγόμενης Κεντροαριστεράς, που γενικά κινείται προς διάλυση, και από την άλλη τη μεγάλη δυσαρέσκεια των εργαζομένων και των μικροαστικών στρωμάτων απέναντι στην κυβερνητική πολιτική.

Οι πολιτικοί όροι που θέτει, όμως, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη στιγμή, επί της ουσίας, περιορίζονται στην ανάγκη μιας θολής αντιμνημονιακής πολιτικής και στην αντιμετώπιση της λιτότητας. Καμία αλλαγή δεν προβάλλει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ως προς τις στρατηγικές της επιλογές. Ούτε καν ως προς το ευρώ. Οι επιλογές αυτές είναι εκτός συζήτησης.  Ακόμη και η «Αριστερή Πλατφόρμα» έχει χαμηλώσει εντυπωσιακά τους τόνους ως προς αυτό το θέμα.

Με δοσμένες, όμως, τις στρατηγικές επιλογές της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και τη γενικότερη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης τίθεται άμεσα το ζήτημα του κατά πόσο είναι εφικτή η πολιτική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ. Τουλάχιστον ως προς το ΚΚΕ. Γεγονός που δεν το αγνοεί. Παρ’ όλα αυτά το καλεί σε πολιτική συνεργασία.

Από την άποψη των λαϊκών δυνάμεων, τώρα, που απευθύνεται η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ η πρόταση που καταθέτει, πρακτικά για την ανατροπή της κυβέρνησης, έστω και μέσα από μια γενικόλογη και θολή διατύπωση, είναι και γι’ αυτές μια πραγματική ανάγκη, με την έννοια ότι οι λαϊκές δυνάμεις επιθυμούν πραγματικά την ανατροπή της πολιτικής, που εφαρμόζει η σημερινή κυβέρνηση, άρα και την ανατροπή της ίδιας της κυβέρνησης. Πραγματική ανάγκη που ισχύει ακόμη, για να πάρουμε τη χειρότερη περίπτωση για μας, και για την εκδοχή να θέλουν να πάρουν μια «ανάσα» από την επίθεση «κατά ριπές» που δέχονται από την κυβέρνηση.

Νομίζουμε, τώρα, πως μπορούμε να έχουμε μια συνολική απάντηση για την πρόταση που κατέθεσε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.

Πατώντας η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ πάνω σε μια πραγματική ανάγκη των λαϊκών δυνάμεων, των εργαζομένων και των μικροαστικών στρωμάτων, προσπαθεί να διευρύνει την επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ, θέτοντας ένα δηλητηριώδες δίλημμα στις λαϊκές δυνάμεις: «Αν θέλετε να απαλλαγείτε από την κυβέρνηση των μνημονίων αναδείξτε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ»!

Την ίδια στιγμή, βέβαια, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έχει κάνει όλες εκείνες τις κινήσεις που δε διασφαλίζουν σε τίποτα τους εργαζόμενους και τα μικροαστικά στρώματα ότι θα απαλλαγούν από την μνημονιακή πολιτική. Γι’ αυτό το λόγο και ταυτίζει το σύνολο της μνημονιακής πολιτικής, που είναι η γενική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μόνο με τη λιτότητα.

Με αυτήν την έννοια και μόνο περιορίζεται να μιλάει γενικόλογα για μια πιο δίκαιη αναδιανομή τους εισοδήματος και για μια οικονομική πολιτική, που θα εφαρμόσει με περισσότερη κοινωνική ευαισθησία και δικαιοσύνη. Όσο για το δημόσιο χρέος – και ότι συνδέεται μ’ αυτό, το αφήνει στη γενικολογία της «σκληρής διαπραγμάτευσης»!

Τελικά η πρόταση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από ένας πολιτικός εκβιασμός των λαϊκών δυνάμεων, των εργαζομένων και των μικροαστικών στρωμάτων, που κατά κύριο λόγο απευθύνεται. Δεν είναι, όμως μόνο αυτό.

Ταυτόχρονα, προκειμένου να εξασφαλίσει την προσφυγή σε εθνικές εκλογές πρέπει να ματαιώσει την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, γεγονός που τον αναγκάζει την πρόταση, που υποτίθεται ότι την απευθύνει προς το λαό, να τη διαχειριστεί και με  τις κορυφές των πολιτικών χώρων που απευθύνεται. Και εδώ αναδεικνύεται όλη η οπορτουνιστική πολιτική των ελιγμών που κάνει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.

Από το ΚΚΕ γνωρίζει ήδη την απάντηση. Οπότε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θέτει το ΚΚΕ κάτω από το εκβιαστικό δίλημμα να χάσει ένα τμήμα της εκλογικής του δύναμης εκμεταλλευόμενη τη μεγάλη δυσαρέσκεια των λαϊκών δυνάμεων, που φυσικά εκδηλώνεται και στην εκλογική βάση του Κόμματος. Το ίδιο ισχύει και για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αν και δεν έχει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.

Με τους άλλους χώρους, όμως, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Η πρόταση αυτή θα πάρει τη μορφή ενός σκληρού παζαριού, που θα περιλαμβάνει τη ματαίωση της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας από την παρούσα βουλή, αλλά και που θα εκδηλωθεί και με μια διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ με στελέχη και βουλευτές αυτών των χώρων – και σε μια μελλοντική κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Πράγμα που σημαίνει ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα προχωρήσει σε νέες υποχωρήσεις και προσαρμογές σε σχέση και με τη σημερινή του πολιτική, που ήδη έχει αποβάλει τα όποια ριζοσπαστικά στοιχεία διέθετε. Θα αναμένουμε να δούμε και πως θα εκφραστεί πρακτικά αυτό το παζάρι μέχρι την ημέρα της εκλογής του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας.

Και για να πούμε, τελικά, ακριβώς τι συμβαίνει με την πρόταση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, ουσιαστικά πρόκειται για μια «αίτηση» προς την ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ για να πάρει την «άδειά» της προκειμένου να διεκπεραιώσει μια ήδη δρομολογημένη πολιτική.

Γι’ αυτό το λόγο δεν είναι τυχαίο ότι στη συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ, που προηγήθηκε της συνεδρίασης της Κεντρικής Επιτροπής ο Αλέξης Τσίπρας καθόρισε το ακριβές περιεχόμενο της πρότασης που καταθέτει: «θα πρέπει να αποφύγουμε το ιστορικό προηγούμενο της ΕΔΑ το ’58, όπου ενώ είχε αναδειχθεί δεύτερη δύναμη, απέφυγε να ενσωματώσει το κέντρο, με αποτέλεσμα το ’61 να πέσει από το 24% στο 14%»!

Η πρόταση λοιπόν που κατέθεσε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο αξιόπιστη δεν είναι, όχι μόνο δεν περιέχει ούτε ένα κόκκο ειλικρίνειας, αλλά είναι και σε χειρότερη έκδοση από την προηγούμενη πρόταση, που έκανε για «Αριστερή κυβέρνηση» στις εκλογές του ’12.

Το πρόβλημα που υπάρχει, πιο σημαντικό και σοβαρό τώρα για το ΚΚΕ, απ’ ότι την προηγούμενη φορά, είναι το ποια απάντηση θα εισπράξει ο ΣΥΡΙΖΑ από την πλευρά της ηγεσίας του Κόμματος, και δεν εννοούμε εδώ την προφανή άρνηση συμμετοχής του Κόμματος σε μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αλλά την απάντηση – πρόταση που θα καταθέσει το Κόμμα μας για τη διέξοδο από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία, από την πολιτική κρίση, η οποία τώρα φαίνεται καθαρά ότι περιλαμβάνει και το ΣΥΡΙΖΑ.

Αλλά αυτό το θέμα θα το αντιμετωπίσουμε στο αμέσως επόμενο άρθρο μας.

*Το άρθρο αυτό είχε γραφτεί χωρίς να έχει τελειώσει η συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, οπότε αγνοεί τις τελικές αποφάσεις της.

COMMENTS