Φασισμός και επιστημονικός σοσιαλισμός – Α’ Μέρος

Η «Νέα Σπορά» θέλοντας να δώσει συνέχεια στην αρθρογραφία της για το  φαινόμενο του Φασισμού – Ναζισμού δημοσιεύει από σήμερα μια σειρά άρθρων υπό το γενικό τίτλο «Φασισμός και επιστημονικός σοσιαλισμός». Σκοπός αυτής της σειράς των άρθρων είναι η αντίκρουση συγκεκριμένων απόψεων που εμφανίστηκαν σε ορισμένες ιστοσελίδες, που, υποτίθεται, ότι στηρίζονται στη Μαρξιστική – Λενινιστική ανάλυση και μεθοδολογία. Η βάση αυτών των απόψεων είναι η εκτίμηση ότι ο φασισμός είναι «σκέτος βολονταρισμός και βιασμός της πραγματικότητας που δεν απαντάει σε πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας». Επειδή η «Νέα Σπορά» πιστεύει ότι ο φασισμός υπηρετεί πραγματικές ανάγκες της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας χωρισμένης σε τάξεις, και συγκεκριμένα υπηρετεί τις ανάγκες της χρηματιστικής ολιγαρχίας την εποχή του ιμπεριαλισμού, που πολιτικό του εποικοδόμημα είναι η πολιτική αντίδραση,  και επειδή  η γενικόλογη αναφορά στις ανάγκες της κοινωνίας μπορεί να αποπροσανατολίσει από την πραγματική φύση και το περιεχόμενο του φασιστικού φαινομένου τόσο στο επίπεδο των υλικών συνθηκών μιας κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας όσο και στο επίπεδο της πολιτικής και ιδεολογίας και να εκληφθεί ω ένα «εγκεφαλικό – νοητικό κατασκεύασμα», προϊόν του «διανοητικού σωλήνα» προχωράμε στη δημοσίευση αυτής της σειράς των άρθρων, παρουσιάζοντας το Α’ μέρος.   

 

Φασισμός και επιστημονικός σοσιαλισμός

Α’ Μέρος

Την πρώτη του Ιούνη έκανε την εμφάνισή του ένα άρθρο το οποίο καταπιανόταν με «το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής και την αντιμετώπιση του φασιστικού κινδύνου», που για πρώτη φορά –τουλάχιστον εμείς δεν γνωρίζουμε άλλη ανάλογη αναφορά στο δημόσιο λόγο κατά το παρελθόν– έκανε την εμφάνισή της μια καινούργια αντίληψη για τον φασισμό, σύμφωνα με την οποία χαρακτηρίζεται «σκέτος βολονταρισμός και βιασμός της πραγματικότητας που δεν απαντάει σε πραγματικές αντικειμενικές ανάγκες της κοινωνίας».

Το συγκεκριμένο άρθρο κατέληγε ως εξής: «Την απειλή του φασισμού στην Ελλάδα οφείλουμε να τη δούμε πολύ συγκεκριμένα. Και να την αντιμετωπίσουμε έτσι ακριβώς όπως είναι. Έτσι ακριβώς όπως παρουσιάζεται σήμερα. Τον φασισμό οφείλουμε να τον μελετήσουμε και να τον κατανοήσουμε τόσο στην ιστορική όσο και στην σύγχρονη διάστασή του. Αν το κάνουμε, χωρίς δυσκολία θα καταλάβουμε ότι ο φασισμός πέρα απ’ όσα γνωρίζουμε κι απ’ ότι θα μάθουμε γι’ αυτόν, είναι σκέτος βολονταρισμός(Σ.Σ. τονισμός δικός μας). Τίποτα απ’ όσα επαγγέλλεται δεν είναι πραγματοποιήσιμο, τίποτα δεν απαντάει σε πραγματικές αντικειμενικές ανάγκες της κοινωνίας. Ο φασισμός δεν πολεμά και δεν αναιρεί καμία από τις κοινωνικές ή άλλες αιτίες που οδηγούν στην κρίση και στην εξαθλίωση των ανθρώπων. Είναι ένας βιασμός της πραγματικότητας ώστε αυτή να προσαρμοστεί σε εγκεφαλικά κατασκευάσματα (Σ.Σ. το ίδιο), σε μια υπέρβαση των κοινωνικών αντιθέσεων, σε μια ομογενοποίηση και σε μια ομοιομορφία, χωρίς τίποτα ν’ αλλάξει στην κοινωνική δομή. Το αποτέλεσμα του φασισμού είναι η βίαιη υποταγή του αδυνάτου στον ισχυρό. Του εργαζόμενου στον κεφαλαιοκράτη. Όπου και όποτε επιχειρήθηκε το φασιστικό πείραμα ήταν πάντοτε προσωρινό οδηγώντας τους λαούς και τις κοινωνίες σε τερατογενέσεις και σε τραγωδίες. Ακριβώς σ’ αυτό το ζήτημα η γνώση της ιστορίας παίζει ρόλο αναντικατάστατο».

Μία εβδομάδα μετά, στις 8 του Ιούνη σε ένα νέο άρθρο υπό τον τίτλο «Το …όραμα της “Χρυσής Αυγής”!» παρουσιάστηκαν βασικές αντιλήψεις της Χρυσής Αυγής για τη σχέση εθνικισμού και ναζισμού, καθώς και οι συγκεκριμένες απόψεις της οργάνωσης αυτής για το έθνος, το κράτος, τη φυλή και το καθεστώς που θέλει να εγκαθιδρύσει, όπως διατυπώνονται σε κείμενα της Χρυσής Αυγής στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και των αρχών του 1990. Εκεί επανεμφανίστηκε η ίδια ακριβώς άποψη περί φασισμού ως «βολονταρισμού και βιασμού της πραγματικότητας για την προσαρμογή της σε εγκεφαλικά κατασκευάσματα».

Και σ’ αυτό το άρθρο η κατάληξη είναι πανομοιότυπη, ουσιαστικά ταυτόσημη με το προηγούμενο κείμενο. Αναφέρεται συγκεκριμένα: «Σε προηγούμενο σημείωμα είχαμε γράψει ότι ο φασισμός είναι σκέτος βολονταρισμός. Είναι βιασμός της πραγματικότητας ώστε αυτή να προσαρμοστεί σε εγκεφαλικά κατασκευάσματα, σε μια υπέρβαση των κοινωνικών αντιθέσεων, σε μια ομογενοποίηση και σε μια ομοιομορφία, χωρίς τίποτα ν’ αλλάξει στην κοινωνική δομή. Όπου και όποτε επιχειρήθηκε το φασιστικό πείραμα ήταν πάντοτε προσωρινό οδηγώντας τους λαούς και τις κοινωνίες σε τερατογενέσεις και σε τραγωδίες. Οι αποδείξεις γι’ αυτό έχουν, ήδη, παρατεθεί ώστε κανείς να μην μπορεί να ισχυριστεί πως δεν ξέρει. Σε πρώτη ανάγνωση μπορεί να προκαλούν γέλιο. Στην πραγματικότητα όμως είναι ένας εφιάλτης που πρέπει να τον αντιμετωπίσουμε όσο είναι καιρός».

Και τα δύο αυτά άρθρα υπογράφονται απ’ το δημοσιογράφο και ιστορικό Γιώργο Πετρόπουλο και δημοσιεύτηκαν στην ιστοσελίδα «Ημεροδρόμος», που εξέπεμψε στο χώρο του διαδικτύου αμέσως μετά τις ευρωεκλογές. Αυτά τα άρθρα αναπαράχθηκαν επίσης και απ’ τις ιστοσελίδες «Εργατικός αγώνας» και «Ίσκρα».

Το βασικό νόημα των δύο αυτών κειμένων συνίσταται στην προσπάθεια να αποδειχθεί ότι ο φασισμός είναι εκείνη η ιδεολογία και πολιτική πρακτική, εκείνο το πολιτικό σύστημα, το οποίο είναι το κατεξοχήν εχθρικό για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των πιο αδύνατων στρωμάτων της κοινωνίας. Αυτό είναι σωστό και ορθά γίνεται λόγος για «τερατογενέσεις και τραγωδίες». Ωστόσο η αντίληψη για το φασισμό ως «σκέτου βολονταρισμού και βιασμού της πραγματικότητας» είναι εξαιρετικά προβληματική, γιατί δεν αποδίδει σωστά και από ιστορική άποψη την εμφάνιση του φασισμού και από την άποψη του περιεχομένου του, επειδή της λείπει η επιστημονική ακρίβεια και σαφήνεια, ενώ αποπροσανατολίζει τους εργαζόμενους από «τα όσα γνωρίζουμε και μάθαμε» για το φασισμό. Προκαλεί επίσης σύγχυση και είναι ιστορικά ανακριβής η αναφορά στο ότι «το φασιστικό πείραμα όπου επιχειρήθηκε ήταν προσωρινό».

Αν με τον όρο «βολονταρισμός και βιασμός της πραγματικότητας» εννοούμε κοινωνική και πολιτική οπισθοδρόμηση τότε δεν τίθεται κάποιο ιδιαίτερα σοβαρό ζήτημα. Στην περίπτωση αυτή, όμως, δεν δικαιολογείται και δεν είναι κατανοητή η υπερβολή στο γράψιμο, η έλλειψη σαφήνειας και ακριβολογημένων όρων. Από την άρθρωση της επιχειρηματολογίας του συγγραφέα, όπως παρατέθηκε αναλυτικά παραπάνω, και μάλιστα ως κατακλείδα δύο συνεχόμενων άρθρων, δεν μπορούμε να είμαστε καθόλου σίγουροι για κάτι τέτοιο, αν κάνουμε προσπάθεια εξαγωγής λογικών συμπερασμάτων που εξάγονται απ’ τη συγκεκριμένη άποψη, όπως αυτή διατυπώνεται στα συγκεκριμένα άρθρα.

Επιπλέον, η αναφορά πως ο φασισμός «είναι βιασμός της πραγματικότητας ώστε αυτή να προσαρμοστεί σε εγκεφαλικά κατασκευάσματα» είναι διφορούμενη, φιλοσοφικά λανθασμένη και αντιδιαλεκτική στην ουσία της. Αν ο συγγραφέας εννοεί με αυτή τη φράση ότι ο φασισμός είναι η διαστρεβλωμένη απεικόνιση στο επίπεδο της πολιτικής ιδεολογίας μιας πραγματικής υλικής κατάστασης και κοινωνικής κίνησης, τότε θα πρέπει να πούμε ότι είναι τουλάχιστον ελλιπής τόσο από θεωρητική όσο και από πρακτική πολιτική άποψη.

Γιατί σ’ αυτήν την περίπτωση και πάλι δημιουργείται και ένα άλλο πρόβλημα επιστημονικής συνέπειας και μεθοδολογίας. Σε τι συνίσταται τότε απ’ την άποψη των  πολιτικών ιδεολογιών η διαφορά του φασισμού απ’ το φιλελευθερισμό για παράδειγμα; Όπως μας διδάσκει ο μαρξισμός κάθε αστική ιδεολογία και αστικού προσανατολισμού ρεύμα σκέψης αντανακλά και απεικονίζει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό διαστρεβλωμένα στο επίπεδο της νόησης την υλική πραγματικότητα του καπιταλισμού και της ταξικής πάλης για να συγκαλύψει ή να δικαιολογήσει και να υπερασπιστεί την καπιταλιστική εκμετάλλευση.

Η αστική πολιτική οικονομία «μπορεί να παραμείνει επιστήμη μόνο όσο η ταξική πάλη βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση ή όταν εκδηλώνεται μόνο με μεμονωμένα φαινόμενα» μας λέει ο Καρλ Μαρξ (Κεφάλαιο, πρώτος τόμος, σελ. 20). Αυτή η εποχή όμως έχει παρέλθει. Η εργατική τάξη οργανώνει την πάλη της ενάντια στις δυνάμεις του κεφαλαίου. Και με την έννοια αυτή, η αστική πολιτική οικονομία δε μπορεί παρά να αντανακλά διαστρεβλωμένα την οικονομική πραγματικότητα. Για να μπορεί η οικονομική επιστήμη να είναι επιστήμη πρέπει πλέον να ακολουθήσει την εργατική υπόθεση.

Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, δημιουργείται ένα ακόμη, πολύ πιο σοβαρό επιστημονικό ζήτημα αν δεχτούμε ότι ο φασισμός είναι «πέρα από όσα γνωρίζουμε», «σκέτος βολονταρισμός και εγκεφαλικό κατασκεύασμα που τίποτα από όσα επαγγέλλεται δεν είναι πραγματοποιήσιμο». Γιατί τότε προβάλλει το ερώτημα είναι περισσότερο πραγματοποιήσιμα τα όσα επαγγέλλεται ο οικονομικός και πολιτικός αστικός φιλελευθερισμός;

Ισχύουν στην πράξη η τυπική ισότητα όλων των πολιτών έναντι του νόμου που επαγγέλλεται ο φιλελευθερισμός; Ισχύουν πολύ περισσότερο για όλους τους πολίτες ανεξαίρετα η ελευθερία άσκησης της οικονομικής δραστηριότητας που επίσης επαγγέλλεται ο φιλελευθερισμός; Η εμπειρία και η πραγματικότητα του αντικειμενικά υπαρκτού καπιταλισμού είναι κατηγορηματικά αρνητικές ως προς αυτό. Καμία απ’ τις βασικές αρχές του φιλελευθερισμού δεν ισχύει για όλους. Απ’ αυτό μπορούμε να εξάγουμε το συμπέρασμα ότι ο φιλελευθερισμός είναι «βολονταρισμός», «βιασμός της πραγματικότητας» και «εγκεφαλικό κατασκεύασμα», όπου «τίποτα από όσα επαγγέλλεται δεν είναι πραγματοποιήσιμο»;

Οι μαρξιστές ποτέ δεν προσέγγισαν έτσι το θέμα. Ανέδειξαν ότι πίσω απ’ τις γλυκανάλατες φλυαρίες του αστικού φιλελευθερισμού περί της αναγνώρισης της τυπικής πολιτικής και οικονομικής ισότητας όλων ανεξαίρετα των πολιτών μιας κοινωνίας είναι η αναγνώριση μόνο των δικαιωμάτων της αστικής τάξης να ασκεί στην πράξη την πολιτική της κυριαρχία για να διασφαλίζει την οικονομική εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, να μισθώνει την εργατική της δύναμη για να πραγματοποιείται ο βασικός νόμος του καπιταλισμού, η απόσπαση της υπεραξίας που αποδίδεται ως κέρδος στην ολιγαρχία του πλούτου.

Οι μαρξιστές έχουν καθήκον να διδάσκουν στις μάζες με επιστημονική ευαισθησία και την αντίστοιχη ακρίβεια, και χωρίς ποτέ φυσικά να κουνάνε το δάκτυλο στις μάζες, ότι πίσω απ’ τη διατύπωση κάθε πολιτικής και φιλοσοφικής άποψης κρύβονται και εκφράζονται συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις και συγκεκριμένα ταξικά συμφέροντα που υπάρχουν αντικειμενικά μέσα σε μια ταξική και εκμεταλλευτική κοινωνία. Μόνο έτσι κάποιος μπορεί να μένει συνεπής μαρξιστής, οπαδός του ιστορικού και του διαλεκτικού υλισμού.

Ο τρόπος που διαρθρώνεται η συγκεκριμένη πρόσθετη «στα όσα γνωρίζαμε» αντίληψη περί φασισμού ως «σκέτου βολονταρισμού» στα εν λόγω κείμενα θα μπορούσε κάλλιστα να οδηγήσει στην ερμηνεία ότι ο φασισμός είναι ένα φαντασιακό φιλοσοφικό, πολιτικό, ιδεολογικό και κοινωνικό σχήμα, που δεν αντιστοιχεί στην νεώτερη και σύγχρονη οικονομική πραγματικότητα γενικά και ειδικότερα στην οικονομική πραγματικότητα του καπιταλισμού στην εποχή του ιμπεριαλισμού.

Άλλωστε, όπως σημειώνει ο ίδιος ο αρθρογράφος, ο φασισμός «τίποτα από όλα όσα επαγγέλλεται δεν είναι πραγματοποιήσιμο». Και αυτό το τελευταίο, είναι τεράστιο λάθος γιατί ακόμα και η –σύμφωνα με τα γραφόμενα του αρθρογράφου και σημειωτέον ιστορικού– «προσωρινή» επικράτηση του φασισμού στο παρελθόν, δεν αναιρεί, αντίθετα επιβεβαιώνει το γεγονός ότι ο φασισμός στις διάφορες εθνικές του εκφράσεις υπήρξε ως μια απτή πολιτική-κοινωνική πραγματικότητα, που πράγματι «οδήγησε σε τραγωδίες και τερατογενέσεις» την ανθρωπότητα.

Το πρακτικό πολιτικό πρόβλημα που προκύπτει από τις παραπάνω φιλοσοφικά θολές και αμφίσημες, αλλά και ιστορικά ανακριβείς, διατυπώσεις των άρθρων του  Γιώργου Πετρόπουλου είναι πως υπάρχει ο κίνδυνος, ο φασισμός να κατανοηθεί απ’ τους αναγνώστες και ως μια απλή παρέκκλιση απ’ την «κανονικότητα» της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, την οποία έχουμε συνηθίσει –εντελώς λανθασμένα– να θεωρούμε ως αποκλειστικά μοναδικό πολιτικό σύστημα και εποικοδόμημα, που αντιστοιχεί στον καπιταλιστικό κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό.

Και από εδώ αρχίζουν μια σειρά θεωρητικού και πολιτικού χαρακτήρα θεμελιακά προβλήματα για τη στάση του Εργατικού και Κομμουνιστικού Κινήματος απέναντι στο φασισμό, ως πολιτικής ιδεολογίας και μορφής εξουσίας της αστικής τάξης, ειδικότερα των πιο επιθετικών κύκλων του μεγάλου κεφαλαίου, του χρηματιστικού κεφαλαίου. Και αυτό συμπαρασύρει σε μια σειρά προβλήματα που αφορούν στη στάση του Κομμουνιστικού και Εργατικού Κινήματος απέναντι στην αστική τάξη και σε συνθήκες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

*****

Το πρώτο πράγμα που πρέπει να διευκρινιστεί είναι ο χαρακτήρας του φασισμού ως πολιτικού φαινόμενου. Το ζήτημα αυτό έχει ταλαιπωρήσει στο παρελθόν και συνεχίζει να ταλαιπωρεί τη σκέψη των μαρξιστών, τόσο διεθνώς όσο και στη χώρα μας. Ο φασισμός ως πολιτικό σύστημα και πολιτικό εποικοδόμημα του καπιταλισμού είναι αστική δημοκρατία, είναι μια απ’ τις πολιτικές μορφές και απολύτως πραγματοποιήσιμες εκδηλώσεις της εξουσίας της αστικής τάξης στην εποχή του ιμπεριαλισμού.

Το μεγαλύτερο θεωρητικό λάθος, που παρατηρείται ακόμα και στη σκέψη ορισμένων ρευμάτων της μαρξιστικής διανόησης, και πολύ δε περισσότερο, ευρύτερα της αριστερής διανόησης, για τους φιλελεύθερους δε γίνεται καν λόγος, είναι το γεγονός ότι η έννοια της αστικής δημοκρατίας ταυτίζεται κατά κανόνα με την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Το λάθος βρίσκεται στο ότι ένα πολιτικό φαινόμενο ταυτίζεται αποκλειστικά με μια συγκεκριμένη μορφή εκδήλωσής του. Και το συνεπαγόμενο λάθος που γίνεται είναι να μην κατανοείται η αστική δημοκρατία, στις διαφορετικές της πολιτικές μορφές, αλλά και ως κράτος, (δημοκρατία σημαίνει κράτος μας διδάσκει ο Λένιν) ότι κατοχυρώνει πάνω απ’ όλα τις αστικές, κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής.

Πρέπει να είναι απολύτως καθαρό ότι η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία ως πολιτικό σύστημα, ως σύστημα ομαλής εναλλαγής των κομμάτων στην κυβερνητική εξουσία μέσα από εκλογές, που τις διέπει το καθολικό εκλογικό δικαίωμα, είναι μόνο η πολιτειακή έκφραση της αστικής δημοκρατίας και κατά συνέπεια η αστική δημοκρατία δεν μπορεί να κατανοείται τόσο περιοριστικά, μόνο σ’ αυτή τη μορφή εκδήλωσής της.

Η Δημοκρατία πρώτα και πάνω απ’ όλα σημαίνει ύπαρξη Κράτους, σημαίνει κυριαρχία και βία μιας τάξης πάνω σε άλλη ή άλλες κοινωνικές τάξεις και Αστική Δημοκρατία σημαίνει ύπαρξη Αστικού Κράτους, κράτους του οποίου την πολιτική εξουσία έχει η αστική τάξη, κράτους που εκφράζει την ταξική κυριαρχία και βία της αστικής πάνω στην εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα. Αστική δημοκρατία είναι η «δικτατορία της αστικής τάξης» κατά τον ίδιο τρόπο που λέμε ότι η Σοσιαλιστική δημοκρατία είναι η «δικτατορία του προλεταριάτου». Δηλαδή η κυριαρχία της εργατικής τάξης πάνω στην αστική τάξη.

Το φασιστικό κράτος είναι μορφή εξουσίας της αστικής τάξης, ειδικότερα των πιο επιθετικών και ιμπεριαλιστικών κύκλων της, του χρηματιστικού κεφαλαίου. Άλλωστε ανάμεσα στην «καθαρή» κοινοβουλευτική δημοκρατία και στην πιο αποκρουστική και βάρβαρη μορφή της φασιστικής δικτατορίας, που υπήρξε ο ναζισμός στη Γερμανία, υπάρχουν πολλές «ενδιάμεσες» μορφές πολιτειακής λειτουργίας της αστικής δημοκρατίας, λιγότερο ή περισσότερο αυταρχικές και δεσποτικές, λιγότερο ή περισσότερο «δημοκρατικές», «ρεπουμπλικανικές» ή «δικτατορικές». Ολόκληρος ο 20ος αιώνας βρίθει τέτοιων παραδειγμάτων, αλλά όλες αυτές οι μορφές εκφράζουν ως προς το περιεχόμενό τους εξουσία, βία και κυριαρχία της αστικής τάξης πάνω στην εργατική τάξη.

Αυτό μπορεί κανείς να το δει ανάγλυφα στην ιστορία της χώρας μας και ας περιοριστούμε σ’ αυτό το σημείο στην μεταπολεμική περίοδο. Στην Ελλάδα υπήρχε κοινοβουλευτική δημοκρατία, με βασιλιά, με αυξημένο και αυτονομημένο στην πράξη το ρόλο του στρατού, με αποφασιστικά παρεμβατικό ρόλο της Εκκλησίας στα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα, με έντονη τη δολοφονική δράση παρακρατικών οργανώσεων και φυσικά με το ΚΚΕ στην παρανομία, με τα έκτακτα στρατοδικεία, τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, τις εξορίες και τις θανατικές εκτελέσεις σε πλήρη λειτουργία, ειδικά κατά τα πρώτα χρόνια μετά τον εμφύλιο.

Όλα αυτά κρατήθηκαν σε ισχύ μέχρι και το 1974, δηλαδή και κατά τη διάρκεια της 7χρονης στρατιωτικής δικτατορίας των συνταγματαρχών. Το μετεμφυλιακό και προδικτατορικό κράτος της αστικής τάξης ήταν μια αστική δημοκρατία, όπως αστική δημοκρατία ήταν και η μεταπολιτευτική πολιτειακή οργάνωση της χώρας χωρίς βασιλιά και με κατοχυρωμένες συνταγματικά πολλές και σημαντικές πολιτικές ελευθερίες και δημοκρατικά δικαιώματα για το εργατικό κίνημα, με νόμιμο το ΚΚΕ. Και οι δύο ήταν όχι μόνο αστικές δημοκρατίες, αλλά αστικές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες.

Αστική και μάλιστα κοινοβουλευτική δημοκρατία έχουμε και σήμερα, όπου οι Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου και οι υποδείξεις της τρόικας, οι απαγορεύσεις των απεργιών και η κατάργηση στην πράξη στοιχειωδών προβλέψεων του αστικού συντάγματος, καθώς και η ανεμπόδιστη, μέχρι κάποια στιγμή, εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής, που «ακονίζει τις λόγχες της στο πεζοδρόμιο» είναι αντικειμενικά πραγματική καθημερινότητα.

Αστική δημοκρατία επίσης, ήταν και η 7χρονη στρατιωτική δικτατορία της Χούντας (1967-1974) με την έννοια της ύπαρξης αστικού κράτους, με την έννοια ότι εξέφραζε μια συγκεκριμένη μορφή άσκησης της ταξικής κυριαρχίας της αστικής τάξης. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι η ίδια η Χούντα πραγματοποίησε προς το τέλος της και μια ψευδεπίγραφη φιλελευθεροποίηση, προσπαθώντας να ενσωματώσει πτυχές του κοινοβουλευτισμού.

Αυτά ισχύουν ως προς την επιστημονική τοποθέτηση του ζητήματος για το κράτος, χωρίς απ’ αυτό το γεγονός να κάνει το λάθος κανείς να υποτιμήσει τις διαφορετικές μορφές του και κατά συνέπεια τα διαφορετικά καθήκοντα, που έμπαιναν και μπαίνουν και σήμερα για την πάλη του Κομμουνιστικού και Εργατικού Κινήματος για να μπορεί να υπηρετεί η πάλη για τη δημοκρατία την πάλη για το σοσιαλισμό. Η παράβλεψη, υποτίμηση ή αγνόηση των διαφορετικών μορφών εκτρέπουν την εργατική τάξη από τα συγκεκριμένα κάθε φορά επαναστατικά της καθήκοντα. Αυτό πρέπει να είναι αδιαμφισβήτητο και κάθε υποτίμηση αυτής της αλήθειας οδηγεί σε θεμελιακά λάθη και η ηγεσία του Κόμματος υπέπεσε σε εξαιρετικά σοβαρά και ασυγχώρητα τέτοια λάθη ως προς τα συμπεράσματά της στο Β’ τόμο της Ιστορίας του ΚΚΕ (1949-1968).

Ως προς τα ζητήματα του κράτους είναι εξαιρετικά σαφείς τόσο οι Μαρξ και Ένγκελς όσο και ο Λένιν, ο οποίος στο μνημειώδες έργο του «Κράτος και Επανάσταση» (Άπαντα Λένιν, τόμος 33, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή) όταν μιλάει για την εξάλειψη των κοινωνικών τάξεων και την απονέκρωση του κράτους στον κομμουνισμό κάνει λόγο για το ξεπέρασμα της δημοκρατίας γενικά.

Είναι άλλης τάξης ζήτημα η στάση που πρέπει να κρατάει η εργατική τάξη και το Κομμουνιστικό Κόμμα απέναντι στα ζητήματα της δημοκρατίας, για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας της εργατικής τάξης. Ο ίδιος ο Λένιν μας διδάσκει πως η εργατική τάξη που δεν διαπαιδαγωγείται να παλεύει για την πιο πλέρια δημοκρατία, με την έννοια του δημοκρατισμού, δεν μπορεί να υπηρετήσει και να υλοποιήσει τα επαναστατικά καθήκοντά της για την έλευση και εφαρμογή του σοσιαλισμού, δε διδάσκεται να οργανώσει το δικό της επαναστατικό εργατικό κράτος στην πορεία προς την οριστική απονέκρωση κάθε μορφής κράτους και πολιτικής εξουσίας, την εξάλειψη των κοινωνικών τάξεων και την αυτοδιεύθυνση της οικονομίας και κοινωνίας.

Άλλωστε η εξουσία της εργατικής τάξης δεν είναι τίποτα άλλο παρά η εγκαθίδρυση της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας, του επαναστατικού κράτους της εργατικής τάξης, ενός κράτους όχι με την καθαυτό έννοια του όρου, αλλά «μισοκράτους», ως αναγκαίου μεταβατικού –και πολλές φορές «στενάχωρου» όπως το χαρακτήριζε ο ίδιος ο Μαρξ– σταδίου στην πορεία προς την πλήρη και οριστική εξάλειψη των κοινωνικών τάξεων, τον κομμουνισμό. Και εδώ πάλι μπορεί με βάση την ιστορική εμπειρία του 20ου αιώνα να διακρίνει κανείς ποικίλες μορφές συγκεκριμένων εκδηλώσεων του κράτους που εξέφραζε την εξουσία της εργατικής τάξης, τη «δικτατορία του προλεταριάτου». Υπάρχει το παράδειγμα της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, υπάρχουν και τα παραδείγματα χωρών της Ευρώπης μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο, που οι περισσότερες απ’ αυτές ονομάζονταν Λαϊκές ή Λαοκρατικές Δημοκρατίες, όπως πχ η Ανατολική Γερμανία. Υπάρχει επίσης και το παράδειγμα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας σε μια άλλη γωνιά του πλανήτη ή ένα επίσης διαφορετικό παράδειγμα αυτό της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Κούβας.

*****

Τα πιο σημαντικά και επιστημονικά σπουδαία και πιο σοβαρά πράγματα που γνωρίζουμε για το φασισμό, το χαρακτήρα του και την αντιμετώπισή του, γράφτηκαν (με μελάνι και αίμα) και ειπώθηκαν (με λόγια και με πράξεις ηρωισμού και θυσίες) από το Κομμουνιστικό Κίνημα στα μέσα της δεκαετίας του 1930 και στις παραμονές του Β’ παγκοσμίου πολέμου. Όσα ξέρουμε για το φασισμό τα μάθαμε από τις επεξεργασίες της Κομμουνιστικής Διεθνούς εκείνη την περίοδο. Πουθενά σ’ αυτές τις επεξεργασίες, ούτε γίνεται λόγος, ούτε υπονοείται έστω κάτι, «πέραν των όσων γνώριζαν», για «βολονταρισμό» και «απραγματοποίητα εγκεφαλικά κατασκευάσματα».

«Ο φασισμός –διαβάζουμε στην εισήγηση του Γκ. Δημητρώφ στο 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1935– δεν είναι μια εξουσία πάνω από τάξεις, ούτε και είναι η εξουσία των μικροαστικών στρωμάτων ή του κουρελοπρολεταριάτου ενάντια στο χρηματιστικό κεφάλαιο. Ο φασισμός είναι η εξουσία του ίδιου του χρηματιστικού κεφαλαίου. Είναι η οργάνωση της τρομοκρατικής, βάρβαρης καταπίεσης της εργατικής τάξης και των επαναστατικών στοιχείων της αγροτιάς και της διανόησης. Στην εξωτερική πολιτική, ο φασισμός είναι σοβινισμός στην πιο βάρβαρη μορφή του, που καλλιεργεί ένα κτηνώδες μίσος ενάντια στους άλλους λαούς». («Ο φασισμός», Γκ. Δημητρώφ, εκδόσεις Πορεία, 1975, σελ. 22).

Ως προς τη σχέση του φασισμού με την κοινοβουλευτική έκφραση της αστικής δημοκρατίας ο Δημητρώφ τονίζει: «Ο ερχομός του φασισμού στην εξουσία, δεν είναι μια απλή αντικατάσταση μιας αστικής κυβέρνησης από μιαν άλλη. Είναι η αλλαγή της μορφής διακυβέρνησης της ταξικής κυριαρχίας της αστικής τάξης, της αστικής δημοκρατίας, με μιαν άλλη μορφή, την ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία. Το να παραβλέπουμε αυτή τη διαφορά είναι σοβαρό λάθος». (Στο ίδιο, σελ. 23)

Και παρακάτω συνεχίζει διευκρινίζοντας ότι «δεν πρέπει να φανταζόμαστε τον ερχομό του φασισμού στην εξουσία τόσο ομαλό και απλό, σαν να έπαιρνε μια οποιαδήποτε επιτροπή του χρηματιστικού κεφαλαίου την απόφαση να εγκαθιδρύσει τη συγκεκριμένη μέρα τη φασιστική δικτατορία. Στην πραγματικότητα ο φασισμός φτάνει στην εξουσία συνήθως από αμοιβαίο, κάποτε σκληρό αγώνα ανάμεσα στον ίδιο και στα παλιά αστικά κόμματα ή ένα συγκεκριμένο τμήμα αυτών των κομμάτων. Ακόμη και ύστερα από αγώνα και μέσα στο ίδιο το φασιστικό στρατόπεδο, (…). Όλα αυτά δεν μειώνουν τη σημασία του γεγονότος ότι πριν από την εγκαθίδρυση της φασιστικής δικτατορίας, οι αστικές κυβερνήσεις περνάνε κατά κανόνα ορισμένα στάδια και παίρνουν μια σειρά αντιδραστικά μέτρα που προετοιμάζουν και βοηθούν άμεσα τον ερχομό του φασισμού στην εξουσία. Όποιος δεν αγωνίζεται σ’ αυτά τα στάδια προετοιμασίας ενάντια στα αντιδραστικά μέτρα της αστικής τάξης και ενάντια στον ανερχόμενο φασισμό, αυτός όχι μόνο δεν είναι σε θέση να εμποδίσει τη νίκη του φασισμού, αλλά αντίθετα την επιταχύνει κιόλας». (Στο ίδιο, σελ. 23-24)

Είναι σαφές από τα εκτενή αποσπάσματα που διαβάσαμε ότι η Κομμουνιστική Διεθνής όριζε τον φασισμό στο επίπεδο των οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων και της εξουσίας, ως έναν απ’ τους πολιτικούς εκφραστές της αστικής τάξης και ειδικότερα των ταξικών συμφερόντων και των στόχων του χρηματιστικού κεφαλαίου. Ο φασισμός είναι πολιτικό σύστημα, το οποίο είναι μια από τις πιθανές μορφές, που αντιστοιχούν στο πολιτικό εποικοδόμημα της εποχής του ιμπεριαλισμού. Της εποχής δηλαδή του «μονοπωλιακού καπιταλισμού» και της «κυριαρχίας του χρηματιστικού κεφαλαίου».

Μεταξύ των δύο παγκόσμιων πολέμων, την περίοδο του Μεσοπόλεμου και στο πλαίσιο των συνεπειών του Α’ παγκοσμίου πολέμου, του κραχ του 1929, της διεθνούς οικονομικής κρίσης και της γενικής κρίσης του καπιταλισμού, ο φασισμός κυριάρχησε σε μεγάλο μέρος της γης και ανήλθε στην εξουσία σε μια σειρά χώρες. Στο ερώτημα γιατί τότε κυριάρχησε ο φασισμός, ο Δημητρώφ κωδικοποιεί σε τρεις αιτίες σύμφωνα με τις οποίες ήταν αναγκαίος για την αστική τάξη σ’ εκείνη τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή:

  • «Οι ιμπεριαλιστικοί κύκλοι προσπαθούν να ρίξουν ολόκληρο το βάρος της κρίσης πάνω στους ώμους των εργαζομένων»
  • «Θέλουν να λύσουν το πρόβλημα των αγορών υποδουλώνοντας τους αδύνατους λαούς, αυξάνοντας την αποικιακή καταπίεση και ξαναμοιράζοντας τον κόσμο δια μέσου του πολέμου».
  • «Προσπαθούν να προλάβουν την αύξηση των δυνάμεων της επανάστασης συντρίβοντας το επαναστατικό κίνημα των εργατών και αγροτών και χτυπώντας στρατιωτικά τη Σοβιετική Ένωση, το προπύργιο του παγκόσμιου προλεταριάτου». («Ο φασισμός», Γκ. Δημητρώφ, εκδόσεις Πορεία, 1975, σελ. 19-20).

Ακολουθεί το Β’ Μέρος.

COMMENTS