Για τα εκλογικά αποτελέσματα (4) – Α’ Μέρος

Οι εκτιμήσεις που έγιναν για τα εκλογικά αποτελέσματα από τα κόμματα, που πήραν μέρος στις πρόσφατες εκλογές, θα μας επιτραπεί να πούμε ότι απέχουν πολύ από το να περιγράφουν τα πραγματικά πολιτικά συμπεράσματα που εξάγονται από τις πρόσφατες εκλογές, πολύ περισσότερο να ανταποκρίνονται στην πολιτική κατάσταση που υπάρχει.

Η Νέα Δημοκρατία θεώρησε ότι το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν ένα μήνυμα για την κυβέρνηση, αλλά, ταυτόχρονα, μετατόπισε τη σαφή εκλογική της μείωση στο …ΣΥΡΙΖΑ, ισχυριζόμενη, μέσα από το συνδυασμό των αποτελεσμάτων στις Περιφερειακές εκλογές και τις Ευρωεκλογές, ότι δεν επετεύχθη ο βασικός εκλογικός του στόχος, που τον διατύπωσε με το σύνθημα «στις 25 ψηφίζουμε στις 26 φεύγουν». Κατέφυγε, επίσης, σε μια παραπλανητική προσθετική μέθοδο, που αφορούσαν άλλους εκλογικούς, πολιτικά συγγενικούς, σχηματισμούς για να αποδείξει «δια της τεθλασμένης» ότι ο συντηρητικός χώρος δεν έχει μειωθεί! Το αποτέλεσμα, πάντως, που έφερε η Νέα Δημοκρατία, είναι το χειρότερο που είχε ποτέ σε Ευρωεκλογές και το δεύτερο χειρότερο μετά το αποτέλεσμα των Εθνικών εκλογών του Μάη του ‘12!

Το ΠΑΣΟΚ (ΕΛΙΑ) μιμήθηκε και αυτό τη στρουθοκαμηλική ερμηνεία της Νέας Δημοκρατίας και προχώρησε ένα βήμα παραπέρα. Αποδέχτηκε ότι τα εκλογικά αποτελέσματα είναι ένα μήνυμα του Ελληνικού λαού προς την κυβέρνηση μεν, αλλά παρακάμπτοντας δε τη δική του πραγματική και συνεχή μείωση, όπως και η Νέα Δημοκρατία,  θεώρησε ότι ενισχύθηκε και από πάνω κάνοντας τη σύγκριση με τις προβλέψεις …των δημοσκοπήσεων, που είχαν διεξαχθεί πριν τις εκλογές. Δεν αρκέστηκε σ’ αυτήν, μόνο, την αλχημεία. Άρχισε να προσθέτει και αυτό τα ποσοστά του συγγενικού πολιτικού χώρου για να αποδείξει ότι ο χώρος της Κεντροαριστεράς έχει δυναμική παρουσία! Για το ΠΑΣΟΚ το αποτέλεσμα είναι το χειρότερο που είχε ποτέ!

Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτίμησε και παρουσίασε το εκλογικό αποτέλεσμα ως νίκη! Η εκτίμηση αυτή στηρίχτηκε στο γεγονός ότι ήρθε πρώτο κόμμα στις Ευρωεκλογές και στο ότι εξέλεξε την Ρένα Δούρου στην περιφέρεια Αττικής. Απέφυγε, όμως, να αναφέρει αν πέτυχε τους εκλογικούς του στόχους, πολύ περισσότερο παρέκαμψε τη μικρή, έστω, μείωση, που υπέστη σε σχέση με τις εκλογές του Ιούνη του ’12, τόσο σε ψήφους όσο και σε ποσοστά. Το κύριο που πρόβαλε ήταν ότι καθιερώθηκε πλέον ως μεγάλη δύναμη, έτοιμη να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας.

Η Χρυσή Αυγή πανηγύρισε για το εκλογικό της αποτέλεσμα, που της έδωσε σημαντική και πολύ επικίνδυνη αύξηση. Ο θόρυβος, στον οποίο επιδόθηκε μεθοδευμένα, σχετιζόταν με την καλλιέργεια συγκεκριμένων εντυπώσεων, ότι βρίσκεται προ των πυλών της εξουσίας, της «τελικής επέλασης»!  Η εκτίμηση αυτή, βέβαια, απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Αυτό, όμως, που δεν πρέπει να υποτιμηθεί σε καμία περίπτωση είναι η δυναμική της και η ιδεολογικοπολιτική της παρέμβαση, κυρίως στα μικροαστικά στρώματα. Διεισδύει, όμως, και στην εργατική τάξη μα, πάνω απ’ όλα, στη νεολαία. Ο στόχος της πολύ καθαρός. Ο αυτοτελής πολιτικός ρόλος, που θέλει να παίξει, παράλληλα με το γνωστό ρόλο της ως πολιτικός φορέας φόβου, τρομοκρατίας και εγκληματικής δραστηριότητας. Ακόμη μπορεί να χρησιμεύσει και ως «λογική» πολιτική δύναμη, που θα είναι το συμπληρωματικό κόμμα στη διακυβέρνηση της χώρας, ανάλογα με τις επιλογές της αστικής τάξης.

Πριν περάσουμε να προσεγγίσουμε τα πολιτικά συμπεράσματα που βγαίνουν από τα εκλογικά αποτελέσματα του Κόμματος, για το οποίο σκοπεύουμε να αναφερθούμε και στις βασικές του εκτιμήσεις, θα μας επιτραπεί να σταθούμε σε ορισμένα βασικά ζητήματα, που θα διευκολύνουν την κατάθεση των δικών μας συμπερασμάτων και την αντίστοιχη προσέγγιση των επίσημων εκτιμήσεων του Κόμματος από την πλευρά μας, που, όμως, ταυτόχρονα, βοηθάνε και στην παραπέρα κατανόηση των εκτιμήσεων των άλλων κομμάτων, που ήδη αναφερθήκαμε.

Πρώτο: Επαναφέρουμε την εκτίμησή μας για το χαρακτήρα των πρόσφατων εκλογών πιο αναλυτικά. Όλοι οι ερευνητές – σχολιαστές των εκλογικών αποτελεσμάτων κατατάσσουν τις Ευρωεκλογές στις εκλογές β’ τάξης. Μ’ αυτόν τον τρόπο θέλουν να τονίσουν τις διαφορές ως προς τις Εθνικές εκλογές για ανάδειξη κυβέρνησης.

Ταυτόχρονα στη βάση αυτή δικαιολογούν και την έννοια της «χαλαρής ψήφου» ή της «ψήφου διαμαρτυρίας» αμβλύνοντας, ταυτόχρονα, το πολιτικό περιεχόμενο ανάμεσα στην «ψήφο για κυβέρνηση» και στη «χαλαρή ψήφο» ή την «ψήφο διαμαρτυρίας». Προσθέτουμε ότι ορισμένοι ερευνητές προσδίδουν περισσότερο ιδεολογικό χαρακτήρα στις Ευρωεκλογές και περισσότερο πολιτικό χαρακτήρα στις Εθνικές εκλογές.

Με αυτήν την τοποθέτηση, ως «Νέα Σπορά», διαφωνούμε, γιατί δεν παίρνει υπόψη της βασικές πλευρές της εξέλιξης των πολιτικών και οικονομικών πραγμάτων της χώρας μας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία συμμετέχει η χώρα μας, που εκλογικεύονται στους στόχους του κάθε κόμματος και προπαντός των κομμάτων που κυβερνούν.

Κατ’ αρχάς τα ίδια τα κόμματα της Συμπολίτευσης και της μείζονος Αντιπολίτευσης προσέδωσαν εθνικό χαρακτήρα στις πρόσφατες εκλογές με βάση τη στρατηγική τους. Στη δε ερμηνεία των εκλογικών αποτελεσμάτων «έμπλεξαν» τα αποτελέσματα των Δημοτικών και Περιφερειακών εκλογών με αυτά των Ευρωεκλογών για να αποδείξουν την «εθνική τους αντοχή» και κατ’ επέκταση τη δυνατότητα να κυβερνούν.

Το ουσιαστικότερο όμως: Όντας η χώρα μας μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δε μπορεί παρά να εφαρμόζει τις γενικές κατευθύνσεις της, πολύ περισσότερο, από την ίδια της τη θέση μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι υποχρεωμένη να εφαρμόζει πολιτικές, που της υπαγορεύονται από τις μεγάλες δυνάμεις και το διευθυντήριο των Βρυξελλών, όπως συμβαίνει με τις αποικιοκρατικού χαρακτήρα δανειακές συμβάσεις, τη μνημονιακή πολιτική, τα μεσοπρόθεσμα προγράμματα κ.α..

Ακριβώς αυτό το γεγονός εκφράζεται σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής της χώρας μας, στις διεθνείς της σχέσεις και προσανατολισμούς, επομένως και στις εκλογές. Από εδώ πηγάζει και ο κατά πολύ ενιαίος χαρακτήρας των εκλογών, ο οποίος κατά κύριο λόγο επικεντρώνεται στις στρατηγικές επεξεργασίες των κομμάτων.

Από την πλευρά μας αναφερθήκαμε, σε προηγούμενο άρθρο αυτής της σειράς, ότι στις Ευρωεκλογές εκφράζονται και αντιπαρατίθενται κυρίαρχα οι στρατηγικές των κομμάτων, ακριβώς για να τονίσουμε ότι η στάση απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι στρατηγικής σημασίας ζήτημα, και με αυτόν τον τρόπο, στη συνέχεια, εκφράζονται και οι ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές τους στην προσέγγιση αυτού του ζητήματος.

Όταν ισχυριζόμαστε ότι η στάση απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι στρατηγικής σημασίας ζήτημα εννοούμε ότι η υπεράσπιση του καπιταλιστικού συστήματος ή η ανατροπή του εξαρτάται και από τη θέση που θα πάρει το κάθε κόμμα απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή είναι μια θέση που πάνω απ’ όλα ενδιαφέρει το ΚΚΕ.

Αυτό, γιατί η αστική τάξη της χώρας μας ενσωμάτωσε την Ελλάδα στην ΕΟΚ, και σήμερα Ευρωπαϊκή Ένωση, για να διασφαλίσει ακόμη περισσότερο τη μη ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, που είναι και ο κύριος στόχος της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πέρα από τον παγκόσμιο ρόλο που θέλει να διαδραματίσει, ως διακρατική καπιταλιστική ένωση, στο πλαίσιο του παγκόσμιου ανταγωνισμού. Ο άλλος στόχος της τότε ΕΟΚ, η αντιμετώπιση των σοσιαλιστικών χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, έχει τροποποιηθεί σήμερα και έχει πάρει το χαρακτήρα της μη επιστροφής στο σοσιαλισμό αυτών των χωρών και ιδιαίτερα της μη αναβίωσης της Σοβιετικής Ένωσης.

Τα ίδια γενικά χαρακτηριστικά, όμως, έχουν προσλάβει και οι Εθνικές εκλογές. Και σ’ αυτές κρίνονται οι ίδιοι στρατηγικοί και πολιτικοί στόχοι. Θα θυμίσουμε ότι η κυβέρνηση θεώρησε επιτυχία εθνικής σημασίας, για το (υποτιθέμενο) ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης, την παραμονή της χώρα μας στο ευρώ (ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το ευρώ είναι πηγή κρίσης για τη χώρα μας).

Το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί τώρα είναι: Όσο δε μπορεί κανείς να παρακάμψει τον ενιαίο χαρακτήρα των Εθνικών εκλογών και των Ευρωεκλογών μπορεί, ωστόσο, να τις ταυτίσει; Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι από την πλευρά μας σαφής: Όσο λάθος είναι να παρακάμπτει κανείς τον ενιαίο χαρακτήρα αυτών των εκλογών άλλο τόσο λάθος είναι να τις ταυτίζει απολύτως, παρ’ όλο που έχουν προσλάβει τα ίδια χαρακτηριστικά.

Για να ολοκληρώσουμε το συλλογισμό μας πάνω σ’ αυτό το θέμα απομένει να προσδιορίσουμε που βρίσκεται η διαφορά της μη απόλυτης ταύτισης. Η διαφορά βρίσκεται στο ότι η χώρα μας, από τη μια, ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δέχεται τις συνέπειες μιας διακρατικής καπιταλιστικής και ιμπεριαλιστικής ένωσης. Αυτό συμβαίνει εξ αιτίας της οικονομικής θέσης της χώρας μας. Από την άλλη η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί όρο για την πορεία της χώρας μας για το σοσιαλισμό.

Επομένως η πάλη για την αποτροπή των συνεπειών από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την αποδέσμευση απ’ αυτήν ταυτίζονται και παίρνουν και σαφή δημοκρατικό, αντιιμπεριαλιστικό και αντιμονοπωλιακό χαρακτήρα, που οδηγεί στην όξυνση της κρίσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και βοηθάει στην όξυνση, επίσης, του συνόλου των αντιθέσεών της, που θα φέρουν και τη διάλυσή της. Η πάλη αυτή δίνει ευρύτερες δυνατότητες συσπείρωσης λαϊκών μαζών, που θίγονται άμεσα από τις συνέπειες της πολιτικής που εφαρμόζεται.

Κατά συνέπεια από αυτήν ακριβώς την πλευρά εξετάζουμε τη μη ταύτιση, από την πλευρά της συσπείρωσης ευρύτερων μαζών, ζήτημα το οποίο αναφέρεται στην τακτική, που συνδέεται, όμως, άμεσα με τη στρατηγική. Το ζήτημα αυτό, βέβαια, αφορά κυρίαρχα στο Κόμμα μας. Αφορά στο ΚΚΕ.

Όταν, λοιπόν, κρίνει κανείς τα εκλογικά αποτελέσματα πρέπει να λάβει υπόψη του και αυτήν την πολιτική πλευρά, που αφορά την τακτική του Κόμματος, την ικανότητά του να αξιοποιεί τέτοιες δυνατότητες της πολιτικής πάλης, που παλιότερα του δημιουργούσαν έναν πολιτικό «αέρα», ένα πολιτικό προβάδισμα, έναν προθάλαμο συσπείρωσης περισσότερου κόσμου. Μια τέτοια στάση δεν έρχεται σε αντίθεση με την πορεία προς το σοσιαλισμό, αντίθετα την υπηρετεί.

Και αυτήν την πλευρά πρέπει, επίσης, να τη λάβουμε υπόψη μας και για τα αστικά και μικροαστικά κόμματα. Για τα αστικά κυβερνητικά κόμματα εξουσίας, τη Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ, τη ΔΗΜΑΡ , τον ΛΑΟΣ και, βέβαια, τα μη κυβερνητικά μικροαστικά κόμματα, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ.

Και ποια διαπίστωση πρέπει να κάνουμε σε σχέση μ’ αυτά τα κόμματα;

Το «Ευρωπαϊκό όραμα» έχει τραυματιστεί σοβαρά. Δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι έχει πάψει να εμπνέει τους λαούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και μια διάσταση αυτού του γεγονότος είναι η χαμηλή συμμετοχή στις Ευρωεκλογές. Έχει πάψει να δίνει εκλογικό «αέρα» στα κόμματα, που υποστηρίζουν τη στρατηγική επιλογή της αστικής τάξης.

Και όχι μόνο αυτό. Το ζήτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτέλεσε ουσιαστικό παράγοντα της κρίσης του αστικού πολιτικού συστήματος για τη χώρα μας. Παρέσυρε τις αστικές πολιτικές δυνάμεις σε μεγάλη φθορά, την ίδια στιγμή που δεν ανοίγει στο ΣΥΡΙΖΑ, τουλάχιστον άμεσα, τον κυβερνητικό ορίζοντα.

Κλείνουμε αυτό το ζήτημα με μία αναφορά μας στις Δημοτικές και Περιφερειακές εκλογές. Αναμφίβολα ο ενιαίος χαρακτήρας για τον οποίο αναφερθήκαμε αρχικά εκφράζεται και σ’ αυτές τις εκλογές. Μόνο που αυτές, πάντα από την άποψη της τακτικής και πάντα έχοντας ως βασικό κρίκο την ανάπτυξη της πολιτικής δράσης για την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, γιατί οι κατευθύνσεις και οι πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης αφορούν και τις Περιφέρειες και τους Δήμους, δίνουν ακόμη περισσότερα περιθώρια για τη συσπείρωση των λαϊκών μαζών. Η απολυτοποίηση επομένως του ενιαίου χαρακτήρα των εκλογών εδώ εκφράζεται ακόμη πιο περιοριστική για τις δυνατότητες συσπείρωσης, που εξακολουθεί, να παρέχει ο συγκεκριμένος θεσμός.

Δεύτερο: Η πιο σημαντική διαπίστωση που προκύπτει από τα εκλογικά αποτελέσματα είναι η επιβεβαίωση της πολιτικής κρίσης στη χώρα μας, την οποία, βέβαια, δεν την αποδέχονται επισήμως τα κόμματα. Και το ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι δεν κάνει λόγο γι’ αυτήν ούτε και το Κόμμα μας, γεγονός το οποίο δημιουργεί ερωτηματικά, που δεν απαντιούνται. Για ποιο λόγο η ηγεσία του Κόμματος δεν κάνει αναφορά σ’ ένα αυτονόητο γεγονός, στην ύπαρξη πολιτικής κρίσης;

Κατά τη γνώμη μας απόδειξη για την ύπαρξη πολιτικής κρίσης είναι και οι πρόσφατες εκλογές. Και ναι μεν τα αστικά κόμματα δεν την παραδέχονται, αλλά στις εκλογές κατέβηκαν με το σύνθημα της πολιτικής σταθερότητας, που χρειάζεται η χώρα για να μπει στον κύκλο της ανάπτυξης, και εισέπραξαν ακόμη μεγαλύτερη μείωση. Δηλαδή αποσταθεροποίηση. Ο κυβερνητικός δικομματισμός βρίσκεται στη χειρότερη θέση της μεταπολιτευτικής του ιστορίας.

Τι σημαίνει αυτή η θέση για τον κυβερνητικό δικομματισμό, το στυλοβάτη του αστικού πολιτικού συστήματος; Σημαίνει πολιτική κρίση του κυβερνητικού δικομματισμού, κρίση του αστικού πολιτικού συστήματος. Κρίση του αστικού πολιτικού συστήματος που έχει αρχίσει, πάνω στο έδαφος της οικονομικής κρίσης, ανοιχτά και ξεκάθαρα, από την εποχή της διακυβέρνησης της χώρας μας από το ΠΑΣΟΚ μετά τις εκλογές του 2009. Ενώ ένα χρόνο πριν, τα «Δεκεμβιανά» του 2008 έρχονται να αναδείξουν, ως προοίμιο, την κρίση εμπιστοσύνης προς τις αστικές πολιτικές δυνάμεις.

Υπάρχει και μια δεύτερη απόδειξη. Όλες οι «μανούβρες» που γίνονται για την αναδιάταξη των αστικών κομματικών δυνάμεων, για το μέλλον της Νέας Δημοκρατίας, της Κεντροαριστεράς, για το μέλλον του Αντώνη Σαμαρά και του Ευάγγελου Βενιζέλου, του Φώτη Κουβέλη, των ανένταχτων βουλευτών και που θα πάνε, των ενταγμένων βουλευτών και που θα πάνε, ακόμη και οι σκέψεις και οι προτάσεις, που κατατίθενται είτε ανοιχτά είτε στο εσωτερικό των αστικών κομμάτων, αφορούν στη σταθεροποίηση του αστικού πολιτικού συστήματος. Αυτό δε σημαίνει τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο παρά  κρίση του αστικού πολιτικού συστήματος.

Υπάρχει και τρίτη απόδειξη. Τα αστικά ΜΜΕ. Την ώρα που μιλάνε για την οικονομική αναδιάρθρωση, που, κατά τη γνώμη τους, έχει επιτευχθεί με την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, ταυτόχρονα, τονίζουν την ανάγκη μιας «πολιτικής αναδιάρθρωσης», που θα αφορά στο πολιτικό σύστημα. Αυτήν την πολιτική αναδιάρθρωση την καθορίζουν ως άμεσης προτεραιότητας καθήκον, που θα σταθεροποιεί την οικονομική αναδιάρθρωση, πολύ περισσότερο θα εξασφαλίζει τις στρατηγικές επιλογές της αστικής τάξης της χώρας μας.

Τέλος απόδειξη για την πολιτική κρίση είναι και η ίδια η στάση του ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά  μετά τις εκλογές. Οι κινήσεις της ηγεσίας του στο εσωτερικό της χώρας με το ΣΕΒ, μα πιο πολύ η πρόσφατη υποψηφιότητα του Αλέξη Τσίπρα για την Προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ιδιαίτερα η στάση του απέναντι στις άλλες υποψηφιότητες όσο και η επιχειρηματολογία του για την προώθηση, στη θέση  του Προέδρου, του Ζαν – Κλοντ Γιουνκέρ δε δείχνουν τίποτα άλλο παρά την προσπάθεια εξασφάλισης της σταθεροποίησης του πολιτικού συστήματος στη χώρα μας όσο και την εξασφάλιση της πολιτικής πορείας της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Με δυο λόγια. Η άρχουσα τάξη επιζητεί εναγωνίως τη διαμόρφωση πολιτικών σχηματισμών, ενός νέου κομματικού συστήματος, ακόμη και την προώθηση ενός νέου Συντάγματος, με αποκλειστικό στόχο να διασφαλίσει το πολιτικό της σύστημα για την όσο το δυνατόν απρόσκοπτη εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής. Στο έδαφος, όμως, της οικονομικής κρίσης και πολύ περισσότερο των νέων αντιλαϊκών μέτρων που αναμένονται αυτό δε σημαίνει ότι θα κατορθώσει να το πετύχει. Είναι συνάρτηση της στάσης του Εργατικού και Κομμουνιστικού Κινήματος, για το εάν θα συνεχιστεί και θα βαθύνει αυτή η πολιτική κρίση.

Το επιστέγασμα των παραπάνω είναι ότι η πολιτική κρίση, ως παράγοντας διαμόρφωσης συγκεκριμένης στάσης του εκλογικού σώματος, δε μπορεί παρά να λαμβάνεται αποφασιστικά υπόψη σε μια ανάλυση των εκλογικών αποτελεσμάτων, παράλληλα με τη στάση που κράτησε το Κόμμα μας απέναντι σ’ αυτήν την κρίση.

Τρίτο: Ποια είναι η συγκεκριμένη διάταξη δυνάμεων που προέκυψε από τις πρόσφατες εκλογές και κάτω από ποιες συνθήκες προέκυψε αυτή; Αυτό το ζήτημα είναι μεγάλης σημασίας, γιατί αφορά και την αντιμετώπιση των εκλογικών αποτελεσμάτων, μα πάνω απ’ όλα αφορά στην εκτίμηση, και στο πλαίσιο της υπάρχουσας πολιτικής κρίσης, να καταλήξει κανείς προς τα πού πάει η φορά των πολιτικών πραγμάτων.

Και αυτό το ζήτημα πρέπει να το δει κανείς τόσο γενικά αλλά και ιδιαίτερα από τη σκοπιά του πως τοποθετήθηκε και πως εξακολουθεί να τοποθετείται το ΚΚΕ απέναντι στην οικονομική και πολιτική κρίση.  Άρα και η εργατική τάξη και το Εργατικό Κίνημα.  Του πως η τοποθέτηση αυτή βοήθησε την προσέγγιση της εργατικής τάξης με τα μικροαστικά στρώματα της πόλης και του χωριού, και κυρίως των κατώτερων μικροαστικών στρωμάτων. Με τη νεολαία, που η προσέγγισή της αποτελεί κρίσιμο ζήτημα, ακόμη και για το μέλλον του ίδιου του Κόμματος.

Παραπέρα. Του πως η στάση αυτή συνέβαλε στην κατανόηση των πολιτικών στόχων του Κόμματος, στην όξυνση ή στην άμβλυνση της ταξικής πάλης, και τέλος, του πως θα διακρίνει κανείς αν μια τροποποίηση αυτής της πολιτικής στάσης του Κόμματος θα συμβάλει στη συνέχεια της πολιτικής κρίσης, και παραπέρα, ακόμη και στην όξυνση της οικονομικής κρίσης, γιατί η ύφεση συνεχίζεται, με το να διεκδικήσουν η εργατική τάξη, η νεολαία και τα καταστρεμμένα μικροαστικά στρώματα τα όσα πρέπει να διεκδικήσουν. Την υλοποίηση των άμεσων αιτημάτων τους, την επαναφορά των κοινωνικών τους κατακτήσεων.

Επομένως τα εκλογικά αποτελέσματα δε μπορούν να αντιμετωπιστούν ως μια προσθετική πράξη εκλογικών ποσοστών. Αυτή η αντιμετώπιση είναι απλή πρακτική αριθμητική. Ενώ «η πολιτική είναι άλγεβρα» και στις μέρες μας είναι πολύ περισσότερο από άλγεβρα.

Τέταρτο: Οι αναλυτές των εκλογικών αποτελεσμάτων έδωσαν ιδιαίτερη σημασία σε ορισμένα χαρακτηριστικά αυτών των εκλογών με κέντρο βάρος τις Ευρωεκλογές. Μίλησαν για την κινητικότητα των ψηφοφόρων, που υπήρξε μεταξύ των κομμάτων, σημείωσαν την απώλεια των κοινωνικών αναφορών, που αφορά κυρίως τα κυβερνητικά κόμματα, αναφέρθηκαν στη  διασπορά των ψήφων προς συγγενικούς πολιτικούς σχηματισμούς, για να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει έλλειψη εμπιστοσύνης προς τα κόμματα από την πλευρά του εκλογικού σώματος.

Από τα παραπάνω χαρακτηριστικά θα σταθούμε σε ορισμένες επισημάνσεις που κατά τη γνώμη μας έχουν σημασία. Η Νέα Δημοκρατία είναι το κόμμα, που κατά κύριο λόγο τροφοδοτεί την αύξηση της Χρυσής Αυγής. Ο ΣΥΡΙΖΑ παίρνει απ’ όλα τα κόμματα με θετικό ισοζύγιο. Εμφανίζει τάση σταθεροποίησης. Οι εργαζόμενοι και τα μικροαστικά στρώματα εγκαταλείπουν τα κυβερνητικά κόμματα. Περιορίζεται η κοινωνική αναφορά των αστικών κυβερνητικών κομμάτων. Το Ποτάμι συγκράτησε μετακινήσεις προς τα αριστερά κυρίως και η βάση των ψηφοφόρων του είναι τα μεσοαστικά στρώματα, όπως τα ονομάζουν οι αναλυτές. Οι απώλειες του ΚΚΕ κινήθηκαν προς το ΣΥΡΙΖΑ, ενώ υπήρξε και προς το ΚΚΕ επιστροφή ψηφοφόρων από το ΣΥΡΙΖΑ. ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ έχουν τις ίδιες κοινωνικές αναφορές από την άποψη της κοινωνικής σύνθεσης. Η Χρυσή Αυγή διεισδύει στα μικροαστικά στρώματα, στην εργατική τάξη και έχει πλέον ισχυρές προσβάσεις στη νεολαία.

Αύριο θα ακολουθήσει το δεύτερο μέρος.

COMMENTS