Μείνανε λίγες μόνο ώρες για να ανοίξουν οι κάλπες των ευρωεκλογών και του δεύτερου γύρου των Περιφερειακών και Δημοτικών εκλογών. Το αποτέλεσμα της προηγούμενης Κυριακής για την αυτοδιοίκηση που ανέδειξε μια καταρχήν «ισορροπία δυνάμεων», κατά τις εκτιμήσεις των αστικών ΜΜΕ, ανάμεσα στην κυβέρνηση και το ΣΥΡΙΖΑ έφερε και τη Χρυσή Αυγή με υψηλά ποσοστά στις Περιφέρειες και στο Δήμο της Αθήνας δίνοντας την ευκαιρία στα στελέχη της να δηλώνουν ότι είναι οι «πραγματικοί και μοναδικοί νικητές των εκλογών».
Αυτή η αυξημένη εκλογική δύναμη της Χρυσής Αυγής είχε ως συνέπεια απ’ το βράδυ της προηγούμενης Κυριακής, κυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ να ερίζουν για τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής ενόψει του δεύτερου γύρου. Η προσπάθεια αυτή του ΣΥΡΙΖΑ, που εντάχτηκε στο γενικό πλαίσιο «ότι κάθε ψήφος που αποσπάται από τη Χρυσή Αυγή είναι προς όφελος της Δημοκρατίας» και που συνοδεύτηκε με το επιχείρημα ότι «δεν χαρίζει την εργατική τάξη στους φασίστες» έδωσε την αφορμή στη ΝΔ να μιλήσει για «κοινό μέτωπο Ναζί και ΣΥΡΙΖΑ» κατηγορώντας τον Αλέξη Τσίπρα ότι είναι διατεθειμένος «να συμμαχήσει ακόμα και με το διάολο». Απ’ την πλευρά του ο ΣΥΡΙΖΑ απαντούσε πως «στο σπίτι του Μπαλτάκου δε μιλάνε για σκοινί».
Μάλιστα αυτή η αντιπαράθεση, κατά την οποία τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ για διαφορετικούς λόγους έλεγαν τη μισή αλήθεια, πυροδοτούταν πέραν της όποιας ρητορικής ενόψει του δεύτερου γύρου και απ’ τα τεκταινόμενα στο δήμο Πειραιά, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ εγκαλείται για ανίερες συμμαχίες με το ψηφοδέλτιο των επιχειρηματιών Μαρινάκη-Κόκκαλη με αντάλλαγμα τη στήριξη της Ρένας Δούρου στην περιφέρεια Αττικής.
Το γεγονός αυτό συσχετίζεται με την όλη συζήτηση για τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής από την άποψη ότι οι συγκεκριμένοι επιχειρηματίες, έχει γραφτεί στον Τύπο, ότι ουσιαστικά ανήκουν σε εκείνα τα τμήματα της αστικής τάξης που ποντάρουν και στηρίζουν ποικιλοτρόπως τη Χρυσή Αυγή.
Σε κάθε περίπτωση αυτή η διαμάχη γύρω απ’ τη στάση των ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής στο δεύτερο γύρο των Δημοτικών – Περιφερειακών εκλογών έδωσε την ευκαιρία στη Χρυσή Αυγή να δηλώνει ότι εκτός από «νικητής των εκλογών» είναι και «ρυθμιστής του πολιτικού παιγνίου»! Αυτή η κίνηση φυσικά προσβλέπει στην ενίσχυση των δυνάμεών της και στην κάλπη των ευρωεκλογών.
Το γεγονός της τυχοδιωκτικής και καιροσκοπικής αντιπαράθεσης μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ στο θέμα αυτό για πρόσκαιρα εκλογικά οφέλη ή εκλογικές ζημιές του αντιπάλου, έρχεται η ίδια η Χρυσή Αυγή να μας πει ότι οδηγεί στην πολιτική νομιμοποίησή της, ως «ρυθμιστικής δύναμης» του πολιτικού συστήματος.
Τα όποια ψηφοθηρικά παζάρια βλέπουμε ενόψει του δεύτερου γύρου των εκλογών στην Αυτοδιοίκηση είναι το αποτέλεσμα και όχι το αίτιο αυτής της κατάστασης, στην οποία η Χρυσή Αυγή θέλει να εδραιωθεί ως κεντρικός παίχτης του πολιτικού συστήματος για να αποσπάσει την εμπιστοσύνη της αστικής τάξης στο σύνολό της. Βασικό στοιχείο για να επιτύχει το σκοπό της αυτό η Χρυσή Αυγή είναι να κερδίσει, κατά πρώτο, τα μικροαστικά στρώματα και να επεκτείνει την επιρροή της στην εργατική τάξη.
Σ’ αυτή την κατεύθυνση η Χρυσή Αυγή κινείται μεθοδικά και με σχέδιο, «παίζοντας» στην κυριολεξία με την μικροαστική ανοησία και τον μικροαστικό τυχοδιωκτισμό της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και αξιοποιώντας τις υπόγειες ή και άμεσες διασυνδέσεις της με άλλους αστικούς σχηματισμούς, όπως απέδειξε και η υπόθεση Μπαλτάκου.
Η Χρυσή Αυγή εκμεταλλεύεται αυτό το σκηνικό για να διευρύνει τις δυνατότητες πολιτικής διείσδυσης σε εκείνα τα τμήματα των μικροαστικών στρωμάτων και της εργατικής τάξης, που σήμερα είτε εκφράζονται είτε ταλαντεύονται προς τ’ αριστερά και αυτό δεν αφορά αποκλειστικά και μόνο όσους εργαζόμενους στρέφονται προς το ΣΥΡΙΖΑ. Σ’ αυτό το στόχο εντάσσεται η ευέλικτη ρητορική των κεντρικών στελεχών της Χρυσής Αυγής ότι «δεν δίνουμε γραμμή για το δεύτερο γύρο, αλλά οι ψηφοφόροι μας δε θα ψηφίσουν τους διώκτες μας», υπονοώντας τους υποψηφίους της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου.
Μάλιστα παρατηρήθηκαν και «προωθημένες» προβοκατόρικου τύπου ενέργειες, εμπνευσμένες από τα πιο μαύρα και επικίνδυνα κατάστιχα του γκαιμπελισμού, όπως η ανοιχτή επιστολή του υποψηφίου δημοτικού συμβούλου με τη Χρυσή Αυγή στην Αθήνα, του Χρήστου Γούδη που απευθυνόταν στον υποψήφιο δήμαρχο του ΣΥΡΙΖΑ, Γαβριήλ Σακελαρίδη!
Το πρώην στέλεχος του ΛΑΟΣ και νυν εκλεκτός του Κασιδιάρη σημείωνε ότι «δεν θα επιθυμούσα να τον δω (σ.σ. εννοεί τον Καμίνη) να υποστηρίζεται από τους εθνικιστές στο δεύτερο γύρο των δημοτικών εκλογών». Ενώ στην ίδια επιστολή ο Χρήστος Γούδης, τόνιζε και πάλι απευθυνόμενος στο Γαβριήλ Σακελαρίδη ότι «μας ενώνουν, δεδομένου ότι ούτε εσείς είστε κομμουνιστές, ούτε εμείς είμαστε φασίστες. Είστε περισσότερο διεθνιστές και λιγότερο εθνικιστές απ’ ότι εμείς, μέχρις εδώ όμως. Η καταχρηστική λεκτική ερμηνεία των όρων δεν κάνει καλό σε κανένα μας».
Σταθήκαμε κάπως αναλυτικά στο περιεχόμενο αυτής της επιστολής για να δώσουμε τη δυνατότητα στους αναγνώστες μας να το συγκρίνουν με το απόσπασμα που παραθέτουμε ευθύς αμέσως:
«Αγαπητέ φίλε της αριστεράς
…Εθνικός ή διεθνικός δρόμος και στόχος; Αυτό είναι το ζήτημα. Και οι δυο μας αγωνιζόμαστε ειλικρινά και αποφασιστικά για ελευθερία και μόνο ελευθερία. Θέλουμε να πραγματοποιηθεί τελικά η ειρήνη και η ομόνοια – για τον κόσμο όλο εσύ, για τον γερμανικό λαό εγώ. Ότι αυτή η πραγματοποίηση δεν είναι δυνατή στο υπάρχον σύστημα είναι εντελώς ξεκάθαρο και προφανές και στους δυο μας. Το να μιλάμε για ηρεμία σήμερα σημαίνει να κάνουμε κατοικία μας το κοιμητήριο. Το να είμαστε ειρηνικοί κάτω από αυτή την κυβέρνηση σημαίνει να γίνουμε πασιφιστές και άνανδροι. Εσύ κι εγώ γνωρίζουμε ότι μια κυβέρνηση, ένα ψευδολόγο σύστημα, ένα σύστημα που χαρακτηρίζεται από βαθύτερη, ενδόμυχη ψευτιά, θα ανατραπεί, ότι επομένως πρέπει να θυσιαστούμε να παλέψουμε για ένα νέο κράτος. […] Ως εδώ μπορούμε να συμφωνήσουμε»!
Πρόκειται για απόσπασμα απ’ το άρθρο του θεωρητικού και υπεύθυνου προπαγάνδας των Ναζί, Γιόζεφ Γκαίμπελς, με τίτλο «Εθνικοσοσιαλισμός ή μπολσεβικισμός;», το οποίο δημοσιεύτηκε το 1925. Οι ομοιότητες με την επιστολή Γούδη είναι προφανείς και άκρως αποκαλυπτικές για το παιχνίδι που παίζεται σήμερα απ’ την πλευρά της Χρυσής Αυγής, στο οποίο ηλιθιωδώς αλλά ταυτόχρονα και άκρως επικίνδυνα έχει τσιμπήσει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ μπροστά στις άμεσες εκλογικές σκοπιμότητες για «πρωτιά».
Το επιχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ ότι υπάρχουν ακόμα παραπλανημένοι ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής είναι έωλο, θα λέγαμε και παιδαριώδες, ύστερα από όσα έχουν συμβεί τους τελευταίους μήνες.
Ούτε εμείς ως Νέα Σπορά αποδεχόμαστε ότι όλοι οι ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής είναι νεοναζί, αλλά οφείλουμε να προβληματιστούμε σοβαρά χωρίς να συγκαλύπτουμε το πρόβλημα ότι λαϊκά στρώματα, πρώτα απ’ όλα μικροαστικά, με την ψήφο τους στη Χρυσή Αυγή «διαβαίνουν το Ρουβίκωνα», γιατί εναποθέτουν την ψήφο τους σε ένα κόμμα με ναζιστική ηγεσία, σε ένα κόμμα τα μέλη της οποίας έχουν αποδεδειγμένα δολοφονήσει ανθρώπους, είτε μετανάστες είτε πολιτικούς αντιπάλους, και αυτό δύσκολα μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι δεν το γνωρίζει.
Επομένως δηλώσεις και στάσεις που αποσκοπούν στην απορρόφηση των ψήφων της Χρυσής Αυγής, και μάλιστα στο όνομα της δημοκρατικής λειτουργίας, δεν συνιστούν τίποτα άλλο από μια άμβλυνση της αποφασιστικής στάσης που πρέπει να κρατάει ένας πολιτικός οργανισμός απέναντι στη Χρυσή Αυγή. Ας θυμηθούμε τα «χαϊδέματα» του Φρανσουά Μιτεράν με τον Λεπέν και που οδήγησαν!
Κατά την άποψη της Νέας Σποράς τα αίτια της καταγραφής της Χρυσής Αυγής ως σταθερά ανερχόμενης πολιτικής δύναμης πρέπει να αναζητηθούν σε τρεις αλληλοεξαρτώμενους παράγοντες:
● Στην πρωτόγνωρη και απότομη οικονομική εξαθλίωση ευρύτερων μαζών, των μικροαστικών στρωμάτων και της εργατικής τάξης, στη μαζική εμφάνιση νεόπτωχων. Κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις αυτή η κατάσταση οδηγεί και στην πολιτική εξαθλίωση έως και την πολιτική αποκτήνωση τμημάτων των λαϊκών μαζών.
Σε συνθήκες τέτοιας οικονομικής καταστροφής και τόσο μεγάλων αδιεξόδων με διάχυτο το αίσθημα της «εθνικής ταπείνωσης», του φόβου και της αβεβαιότητας, της ανασφάλειας, όπως αυτές οι συνθήκες που βιώνει η χώρα μας σήμερα, τμήματα των λαϊκών στρωμάτων γίνονται πολύ περισσότερο ευάλωτα στην αφομοίωση του εύπεπτου και φτηνού λαϊκισμού και έχουν την τάση να καταφεύγουν στην αγκαλιά της πιο επικίνδυνης δημαγωγίας και του «τυφλού» μίσους, του πιο αντιδραστικού εθνικισμού.
Το παράδειγμα της Γερμανίας του Μεσοπολέμου με τον Χίτλερ είναι κλασικό. Επίσης κλασικό, αν και ελάχιστα γνωστό, είναι και το παράδειγμα της Ρωσίας κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο στις παραμονές της Οκτωβριανής επανάστασης, σε ότι αφορά το πρόδρομο του φασισμού φαινόμενο, των μαύρων εκατονταρχιών και του ρόλου που θέλησαν να παίξουν για την κατάπνιξη των Σοβιέτ, αποτελώντας τη γραμμή κρούσης του αποτυχημένου κορνιλοφικού πραξικοπήματος.
Τα δύο αυτά παραδείγματα είναι αντιπροσωπευτικά και ως προς τον αντικειμενικό χαρακτήρα της εμφάνισης του φασιστικού φαινομένου στο έδαφος της οικονομικής εξαθλίωσης αλλά και ως προς τις δυνατότητες αντιμετώπισής τους σε συνάρτηση με τη σωστή ή λανθασμένη στάση του Κομμουνιστικού Κόμματος απέναντι στο συγκεκριμένο πρόβλημα.
● Η δεύτερη αιτία της ενίσχυσης της Χρυσής Αυγής βρίσκεται στη νομιμοποίηση που παρέχει το πολιτικό σύστημα της αστικής τάξης στην πολιτική παρουσία και δράση της Χρυσής Αυγής.
Απ’ τη μια μεριά είναι η ανοχή ή και η απροκάλυπτα πολυποίκιλη στήριξη με τη διάθεση ακόμα και μέρους του επίσημου κρατικού μηχανισμού για την διεύρυνση της επιρροής μιας νεοναζιστικής οργάνωσης, όπως συμβαίνει με τα σώματα ασφαλείας, τις ένοπλες δυνάμεις και τις μυστικές υπηρεσίες και βεβαίως τμήματα της επίσημης Εκκλησίας της Ελλάδας.
Αυτό το ζήσαμε με την κραυγαλέα ασυλία την οποία απολάμβανε η Χρυσή Αυγή μέχρι και τη δολοφονία Φύσσα το Φθινόπωρο του 2013. Αυτό το ζούμε και τώρα με τις παλινωδίες στο θέμα του χειρισμού της δικαστικής υπόθεσης, όπου συναντάμε το «παράδοξο» η κοινοβουλευτική ομάδα και η ηγεσία της Χρυσής Αυγής να βρίσκεται προφυλακισμένη ως εγκληματική οργάνωση αλλά την ίδια ώρα να της επιτρέπεται να κατέλθει νόμιμα στις εκλογές, μεταθέτοντας για μετά από τις κάλπες τις όποιες δικαστικές εξελίξεις!
Απ’ την άλλη μεριά, είναι η πολιτική απενοχοποίηση της ιδεολογίας και της πολιτικής πρακτικής γενικά της ακροδεξιάς και ειδικότερα του ναζισμού και του φασισμού, γεγονός που περνάει και μέσα από τα αστικά ΜΜΕ. Ως στοιχείο πολιτικής απενοχοποίησης του εθνικισμού και της πολιτικής αντίδρασης λειτούργησε η τρικομματική συγκυβέρνηση ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΛΑΟΣ υπό τον Παπαδήμο.
Η είσοδος στην κυβέρνηση του εθνικιστικού, ακροδεξιού, υμνητή του ναζιστή δικτάτορα Μεταξά και βαθύτατα αντικομμουνιστικού κόμματος του Γιώργου Καρατζαφέρη με την ταυτόχρονη υπουργοποίηση του πρώην γραμματέα της Νεολαίας της Χουντικής ΕΠΕΝ Μάκη Βορίδη, καθώς και του ακροδεξιού και δηλωμένου αντικομμουνιστή Άδωνι Γεωργιάδη, ήταν το πρώτο βήμα.
Στη συνέχεια η προσχώρηση στη ΝΔ αυτών των δύο στελεχών μαζί με τον πρώην βουλευτή του ΛΑΟΣ και επίσης ναζιστή στις πεποιθήσεις του, Θάνο Πλεύρη, όπου και αναδείχτηκαν σε στελέχη πρώτης γραμμής για την κυβέρνηση και την κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ, ήταν το χαλί που έστρωσε πολιτικά το δρόμο για την εκτόξευση της Χρυσής Αυγής από ένα περιθωριακό πολιτικό φαινόμενο σε κοινοβουλευτικό κόμμα με σημαντική επιρροή.
Στην κυριολεξία τότε «απελευθερώθηκαν» δυνάμεις που είχαν βρει καταφύγιο κυρίως στη ΝΔ, μετά την πτώση της Χούντας των συνταγματαρχών και την έλευση της μεταπολίτευσης για να εκφραστούν «αυθεντικά». Όταν ένας ακροδεξιός, χουντικός, είναι σήμερα κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ ή υπουργός και δεν ντρέπεται γι’ αυτό ο πρωθυπουργός της χώρας γιατί να ντραπεί ο απλός εργαζόμενος, ειδικά αν έχει δεξιές πολιτικές καταβολές και πεποιθήσεις, αν μετατραπεί σε υποστηρικτή της Χρυσής Αυγής;
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι κομβικό ζήτημα για να στρέφονται λαϊκές μάζες χωρίς ενοχές στη νεοναζιστική Χρυσή Αυγή είναι η επίσημη ιδεολογία της ΕΕ που εξισώνει το ναζισμό-φασισμό με τον κομμουνισμό και την ιστορία του εργατικού κινήματος. Επίσημη ιδεολογία της ΕΕ είναι η κατασυκοφάντηση της Σοβιετικής Ένωσης και των πρώην λαϊκών και σοσιαλιστικών δημοκρατιών της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης ως «ολοκληρωτικών καθεστώτων», και στη χώρα μας αυτό το εξειδικεύουν οι κυρίαρχες αστικές πολιτικές δυνάμεις συκοφαντώντας το ρόλο και την ιστορία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, στο όνομα των «αριστερών ιδεοληψιών» της μεταπολίτευσης που ευθύνονται για την σημερινή κρίση όπως και για τον εμφύλιο πόλεμο σύμφωνα με τους ίδιους ισχυρισμούς!
Στην επίσημη ιδεολογία της ΕΕ και στην αποδοχή της από το πολιτικό σύστημα της αστικής τάξης της χώρας μας βρίσκεται και η πηγή της θεωρίας των δύο άκρων, η πολιτική κάλυψη που παρείχε στην εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής η κυβέρνηση και κυρίως η ΝΔ και ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς εξισώνοντας με κάθε ευκαιρία αυτό το εγκληματικό φαινόμενο με τη δράση του κομμουνιστικού κινήματος και γενικότερα του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στο όνομα μιας ψευδεπίγραφης καταδίκης της «βίας από όπου και αν προέρχεται».
Σ’ αυτό θα πρέπει να συνυπολογιστεί και η στάση του επίσημου κράτους και της μεγάλης εργοδοσίας όπου με μοχλό τη δικαστική εξουσία έχουν στην πράξη περιορίσει σε τέτοιο υπέρμετρο βαθμό τα συνδικαλιστικά δικαιώματα και τις πολιτικές ελευθερίες με την κήρυξη ως παράνομων και καταχρηστικών, εκατοντάδων απεργιών τα τελευταία χρόνια.
● Ο τρίτος παράγοντας είναι η στάση της ίδιας της αστικής τάξης, η οποία με αιχμή το εφοπλιστικό κεφάλαιο τροφοδοτεί και ενισχύει την πολιτική αντίδραση, την ακροδεξιά και το νεοναζισμό-νεοφασισμό. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι συγκεκριμένοι επιχειρηματίες που «εισβάλλουν» απευθείας στην πολιτική με εφαλτήριο το Δήμο Πειραιά, το κάνουν σε μια πόλη όπου στην ευρύτερη περιοχή της οποίας εκτυλίχθηκαν το προηγούμενο διάστημα οι πιο εγκληματικές και αποκρουστικές πρακτικές της Χρυσής Αυγής με τη δολοφονική επίθεση κατά των δυνάμεων του ΚΚΕ και των εργατικών σωματείων της Ναυπηγοεπισκευαστικής Ζώνης στο Πέραμα. Στο Κερατσίνι άλλωστε δολοφονήθηκε ο ακτιβιστής καλλιτέχνης Παύλος Φύσσας, ενώ δύναμη κρούσης των ταγμάτων εφόδου της Χρυσής Αυγής είναι η τοπική οργάνωση της Νίκαιας απ’ την οποία προήλθαν και οι εκτελεστές των δολοφονικών επιθέσεων.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο επίσης ότι λούμπεν στοιχεία της αστικής τάξης, ελεγχόμενα από το κοινό ποινικό δίκαιο, όπως στην περίπτωση του Βόλου, διεκδικούν με αξιώσεις τη δημοτική αρχή της πόλης. Θυμίζουμε επίσης ότι στην περιοχή εκείνη είχε προηγηθεί ιδεολογική -και όχι μόνο- τρομοκρατία απ’ την τοπική οργάνωση της Χρυσής Αυγής κατά των εργατών του εκεί εργοστασίου της Χαλυβουργίας προκειμένου να αποδεχτούν τους όρους του Μάνεση και να μην προχωρήσουν σε απεργία, όπως οι συνάδελφοί τους στο εργοστάσιο της Αττικής.
Τα παραδείγματα αυτά είναι άκρως αποκαλυπτικά για λογαριασμό ποιων δουλεύουν οι Χρυσαυτίτες και με ποιων τις πλάτες έχουν τέτοια πολιτική ασυλία, παρά την εικόνα διωκόμενων που θέλουν να εμφανίζουν τα ηγετικά της στελέχη. Η στάση αυτή της άρχουσας τάξης ή τμημάτων της δείχνει και τα πολιτικά όρια του συστήματος, τον εκφυλισμό της λειτουργίας του κοινοβουλευτισμού και τη στροφή προς την πιο ακραία μορφή πολιτικής αντίδρασης. Εκεί πάνω φυτρώνουν και λιπαίνονται η ακροδεξιά και το φασιστικό φαινόμενο.
Το κυρίαρχο στοιχείο της Χρυσής Αυγής, που όπως είπαμε αρχικά, είναι ο εύπεπτος και φτηνός λαϊκισμός, η δημαγωγία, σε συνδυασμό με την εγκληματική δράση και την τρομοκρατία, δίνουν τη δυνατότητα στη νεοναζιστική αυτή οργάνωση να εμφανίζεται ως δύναμη που δήθεν υπερασπίζεται την εθνική ανεξαρτησία, τη λαϊκή κυριαρχία και επιζητά την κοινωνική δικαιοσύνη μπροστά στην αθλιότητα και τον πόνο που παράγει το «επίσημο» πολιτικό σύστημα της αστικής τάξης της χώρας.
Η Χρυσή Αυγή επιχειρεί στα λόγια να συγκαλύψει πίσω απ’ το μανδύα του εθνικισμού και της «εθνικιστικής ιδεολογίας» τα πιστεύω της στο Χίτλερ και την ίδια στιγμή δεν διστάζει να αντιγράφει τις πιο μαύρες μεθόδους των γερμανών ναζιστών και να διαπαιδαγωγεί μ’ αυτές τα μέλη της. Μεθόδους που δεν αφορούν μόνο «τα μαχαίρα να ακονίζονται στα πεζοδρόμια» αλλά και τη γκαιμπελική προπαγάνδα για να σπείρει το δηλητήριό της στα μικροαστικά στρώματα και την εργατική τάξη και βεβαίως στη νεολαία.
Η αύξηση της Χρυσής Αυγής, ο ρόλος που επιδιώκει να παίξει στο πολιτικό σύστημα φέρνουν και τους προβληματισμούς για τον περιορισμό της δράσης της. Τέτοιοι προβληματισμοί υπάρχουν ακόμα και στο στρατόπεδο της αστικής τάξης. Όχι για λόγους αρχής, ή προοδευτικότητας ή έστω σεβασμού στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, όπως ίσως αφελώς νομίσει κάποιος. Υπάρχουν τμήματα της αστικής τάξης που πολύ απλά εκτιμούν ότι η εδραίωση και η ενδυνάμωση της Χρυσής Αυγής, σ’ αυτή τη φάση και τουλάχιστον, πέρα από ένα όριο δημιουργεί περισσότερα για την αστική τάξη προβλήματα από όσα λύνει. Κυνική εκτίμηση αλλά αυτός είναι ο τρόπος που σκέφτεται η αστική τάξη.
Στο πλαίσιο αυτών των ανησυχιών, ένας δημοσιογράφος πρώην κομμουνιστής, πολιτικός αναλυτής σήμερα στην υπηρεσία της αστικής τάξης, ο Παύλος Τσίμας εγκάλεσε «τα κόμματα της αριστεράς» ότι δεν κάνουν το καθήκον τους, δεν βρίσκονται στα σπίτια των φτωχών και των ανέργων και έχουν αφήσει βορά στα χέρια της Χρυσής Αυγής τις εργατογειτονιές και τις λαϊκές συνοικίες της Αθήνας και της Αττικής συνολικά.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι ποιος και με πιο τρόπο μπορεί να αντιμετωπίσει την άνοδο της Χρυσής Αυγής αποτελεσματικά; Να βάλει φρένο στην άνοδο της επιρροής της στα μικροαστικά στρώματα, στη νεολαία, στις προσπάθειές της να κερδίσει τμήματα της εργατικής τάξης.
Η αστική τάξη είναι προφανές ότι είναι αδύνατο να παίξει τέτοιο ρόλο και αυτό αποτυπώνεται στη στάση των αστικών κοινοβουλευτικών δυνάμεων. Η γραμμή «άμυνας» τους είναι το λεγόμενο «συνταγματικό τόξο», το οποίο λειτουργεί στην πράξη σε όφελος της Χρυσής Αυγής διότι την απενοχοποιεί αφού εξισώνει στη λογική των «δύο άκρων» το φασιστικό φαινόμενο με το κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα. Την ίδια ώρα η περίπτωση Μπαλτάκου έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι η αστική τάξη έχει ανάγκη τη Χρυσή Αυγή και ότι τη στιγμή που η αστική τάξη εμφανίζεται ως προστάτιδα του συντάγματος δε διστάζει να συναλλάσσεται πολιτικά με νεοναζιστικές, δηλαδή «αντισυνταγματικές» δυνάμεις.
Άλλωστε, η ίδια η θεωρία του συνταγματικού τόξου από μόνη της δεν μπορεί να εγγυηθεί την υπεράσπιση των αστικών και δημοκρατικών ελευθεριών. Η ιστορική πείρα το επιβεβαιώνει αυτό περίτρανα. Και μόνο η περίπτωση της κοινοβουλευτικής ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία λειτουργεί και σ’ αυτό το σημείο ως ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα, όχι μόνο της ανημπόριας της αστικής τάξης να αντιμετωπίσει το φασιστικό φαινόμενο αλλά και της άρνησής της να το κάνει.
Το κύριο βάρος στην αντιμετώπιση της ακροδεξιάς και του νεοναζισμού-νεοφασισμού πέφτει κατά συνέπεια στις πλάτες του ΚΚΕ και στο εργατικό κίνημα. Είναι οι μόνες ικανές και αξιόπιστες δυνάμεις να εμποδίσουν την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα να στραφούν στην πολιτική αντίδραση. Θα σημειώσουμε πολύ επιγραμματικά χωρίς να επεκταθούμε αυτή τη στιγμή ότι η ηγεσία του Κόμματός μας έχει σταθεί τουλάχιστον ανεπαρκώς σ’ αυτό το καθήκον.
Οι δύο βασικές θεωρητικές πηγές των λαθών της ηγεσίας σ’ αυτό το σημείο βρίσκονται στα εξής:
● Πρώτο: Οι επεξεργασίες της ηγεσίας στηρίζονται στο δόγμα σύμφωνα με το οποίο όλες οι αντιθέσεις που αναπτύσσονται στον καπιταλισμό και υπάρχουν τόσο στο επίπεδο της οικονομίας όσο και της πολιτικής ανάγονται αποκλειστικά και μόνο στη βασική αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας με αποτέλεσμα να υποτιμώνται μια σειρά καθήκοντα και πρώτα απ’ όλα το καθήκον της πάλης για τη δημοκρατία ως συστατικό στοιχείο της πάλης για το σοσιαλισμό. Αυτό αντικειμενικά αφήνει ανοιχτό το πεδίο στον εύπεπτο λαϊκισμό και τη δημαγωγία της Χρυσής Αυγής με αποτέλεσμα να εμφανίζεται στα μάτια των λαϊκών στρωμάτων ως η δύναμη εκείνη που μιλάει στη γλώσσα του απλού κόσμου.
●Δεύτερο: Λογική συνέπεια του πρώτου είναι στην αντίληψη της ηγεσίας του Κόμματος να γίνεται η παντελώς λανθασμένη από άποψη επιστημονικής ακρίβειας και πρακτικής πολιτικής άποψης, εξίσωση: καπιταλισμός = φασισμός. Είναι λάθος από θεωρητική άποψη γιατί ο καπιταλισμός είναι κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός ενώ ο φασισμός είναι πολιτικό φαινόμενο, πολιτικό σύστημα. Είναι διπλό λάθος από πρακτική πολιτική άποψη γιατί αυτή η απαράδεκτη εξίσωση ευνουχίζει τα αντανακλαστικά των λαϊκών στρωμάτων, διευκολύνει την απενοχοποίηση του φασιστικού κινδύνου στη συνείδηση των μικροαστικών στρωμάτων, των λεγόμενων μικρονοικοκυρέων.
Και τελικά όλα αυτά καταλήγουν σε ένα επί της ουσίας επιχείρημα διαφυγής και υπεκφυγής απ’ το πρόβλημα γιατί «το τσάκισμα της Χρυσής Αυγής προϋποθέτει το τσάκισμα του καπιταλισμού, του συστήματος που τη γεννά». Στην πραγματικότητα και στο θέμα της Χρυσής Αυγής ακολουθείται η ίδια μεθοδολογία στη σχέση της πάλης για την αποδέσμευση απ’ την ΕΕ και της πάλης για το σοσιαλισμό. Αντιστρέφονται οι όροι της οργάνωση της πάλης και τελικά μένει μετέωρη η όποια ρητορική ακόμα και κατά του καπιταλιστικού συστήματος.
Και αυτό έχει τον αντίχτυπό του στη στάση του Κόμματος τις τελευταίες μέρες, που ενώ εγκαλεί επισημαίνοντας γενικά σωστά κάποιες πλευρές της στάσης του ΣΥΡΙΖΑ, που χαριεντίζεται επικίνδυνα για ψηφοθηρικούς λόγους με τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής, ωστόσο δεν παίρνει την πρωτοβουλία να αναδείξει και το παιχνίδι που παίζει η Χρυσή Αυγή, και με τον τρόπο αυτό να μπει ανάχωμα στην περαιτέρω διείσδυσή της σε μικροαστικά στρώματα, στην προσπάθειά της να αποκτήσει δεσμούς με τμήματα της εργατικής τάξης.
Ωστόσο πρέπει να κρατήσουμε ότι παρά τα λάθη του και στο θέμα αυτό, το Κόμμα μας δεν συντάχθηκε με το συνταγματικό τόξο. Και αυτό είναι μια σημαντική παρακαταθήκη.
Αντίθετα ο ΣΥΡΙΖΑ, τόσο η ηγεσία του όσο και η αριστερή αντιπολίτευση στο εσωτερικό του έχουν δέσει τα χέρια τους και δεν μπορούν να δώσουν απάντηση στο πρόβλημα της αντιμετώπισης της Χρυσής Αυγής. Και αυτό γιατί:
– Η ηγεσία του αποδέχτηκε και εντάχθηκε στο συνταγματικό τόξο ψηφίζοντας στη βουλή μαζί με την κυβέρνηση διατάξεις που αύριο μπορούν κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν σε βάρος και του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ και πρώτα απ’ όλα σε βάρος του ΚΚΕ και του εργατικού κινήματος. Και συντασσόταν με την κυβέρνηση Σαμαρά την ώρα που ορθά κατάγγελλε το «ακροδεξιό παρακράτος του Μαξίμου» και είχαμε τα ραντεβού Μπαλτάκου-Κασιδιάρη.
– Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στη συνέχεια είχε πολλά «μπροστά πίσω» στο θέμα ανάλογα με τη συγκυρία και το φόβο του «πολιτικού κόστους» για να καταλήξει τις τελευταίες μέρες σε παρακινδυνευμένα ψηφοθηρικά παιχνίδια μπροστά στο δεύτερο γύρο της κάλπης, αγνοώντας ότι παίζει στο γήπεδο της Χρυσής Αυγής. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να ξεχνάει ότι «όποιος κατουρήσει στη θάλασσα το βρίσκει στο αλάτι».
– Ούτε όμως και η Αριστερή αντιπολίτευση στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ είναι μια φερέγγυα δύναμη για να δώσει απάντηση στο πρόβλημα. Παρά τις διαφωνίες της τελικά στοιχήθηκε πίσω απ’ την ηγεσία του Αλέξη Τσίπρα, δίνοντας στην κυβέρνηση Σαμαρά την ευκαιρία να αθροίζει και τις δικές της βουλευτικές ψήφους στο συνταγματικό τόξο. Το χειρότερο όλων είναι ότι η Αριστερή Πλατφόρμα γνωρίζει τις συνέπειες αυτής της πολιτικής τοποθέτησης και στάσης και παρόλα αυτά φοβήθηκε να διαφοροποιηθεί έμπρακτα απ’ την ηγεσία Τσίπρα.
– Εξαίρεση αποτελούν μεμονωμένα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ χωρίς κάποιο ρόλο στη λήψη και την εφαρμογή της πολιτικής γραμμής της αξιωματικής αντιπολίτευσης που μιλούν για τους «πικρούς καρπούς του συνταγματικού τόξου» το οποίο οδηγεί στην ενδυνάμωση και όχι στην αποδυνάμωση της Χρυσής Αυγής. Αλλά καθώς όλα δείχνουν για την ηγεσία και τα υψηλόβαθμα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν και ιδιαίτερη σημασία όλα αυτά μπροστά στο χρώμα του εκλογικού χάρτη της Περιφέρειας Αττικής ή των Δήμων του Λεκανοπεδίου το βράδυ της Κυριακής.
Όλα αυτά καταλήγουν και με τη συνενοχή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ στο να προσφέρουν τις προϋποθέσεις που θέλει η Χρυσή Αυγή για να νομιμοποιήσει πολιτικά ενισχυμένο ρόλο στο πολιτικό σκηνικό και στις επερχόμενες διεργασίες. Και επιχειρεί να το κάνει αυτό παίζοντας το ρόλο του θύματος, του κυνηγημένου του συστήματος. Θυμάται τις δολοφονίες δύο μελών της αλλά για τις δικές της δολοφονίες δε λέει κουβέντα. Αλήθεια Ηλία που είναι τα άλλα βίντεο που επικαλείστε για να απειλείτε το «σύστημα»; Γιατί δεν τα δίνετε στη δημοσιότητα; Τι φοβάστε; Φοβάστε μήπως το γεγονός ότι θα φανεί περίτρανα πως δεν είστε διωκόμενοι όπως θέλετε να εμφανίζεστε αλλά διώκτες του λαού και γι’ αυτό συναλλάσσεστε με το «σάπιο καθεστώς» στο πρόσωπο των διαφόρων Μπαλτάκων, που κατά τ’ άλλα καταγγέλλετε;
Σε κάθε περίπτωση όλη αυτή η εξέλιξη στο βαθμό που επιτευχθεί ο στόχος της πολιτικής νομιμοποίησης της Χρυσής Αυγής και μέσα απ’ τις κάλπες θα έχει αποφασιστική επίδραση και στο νομικό σκέλος της υπόθεσης. Και τι θα γίνει τότε; Απλά ο Φύσσας θα είναι ένας ακόμα νεκρός μέχρι τον επόμενο;
Το άρθρο αυτό σε άλλη συγκυρία θα έκλεινε εδώ. Ωστόσο λίγο πριν το άνοιγμα της κάλπης των ευρωεκλογών και του δεύτερου γύρου των Δημοτικών και Περιφερειακών εκλογών θα μας επιτραπεί μια επισήμανση συνοψίζοντας όλα όσα ειπώθηκαν ως τώρα.
Το ζήτημα της αντιμετώπισης της Χρυσής Αυγής και του φασιστικού φαινομένου είναι ένα ακόμα κριτήριο ψήφου με βάση το οποίο πρέπει να ψηφιστεί το ΚΚΕ, στο πλαίσιο που θέτει η Νέα Σπορά και συμπυκνώνεται στο άρθρο «Γιατί ψηφίζουμε ΚΚΕ;»
Θα προσθέταμε μόνο ένα πολύ συγκεκριμένο επιχείρημα προς τους ταλαντευόμενους ψηφοφόρους του ΚΚΕ που στρέφονται προς το ΣΥΡΙΖΑ. Αν θέλουν να είναι δίκαιοι με τη συνείδησή τους, θα πρέπει όσο θυμωμένοι είναι με τη στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ, άλλο τόσο να θυμώνουν και να οργίζονται με τις μικροαστικές ανοησίες και τυχοδιωκτισμούς της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ που διευκολύνουν την αναβάπτιση του ρόλου της Χρυσής Αυγής στο πολιτικό σύστημα.
COMMENTS