Βαδίζουμε στην τελική ευθεία προς τις εκλογές για την τοπική-περιφερειακή αυτοδιοίκηση και την ευρωβουλή. Τις τελευταίες μέρες με πρωτοβουλία του Ευάγγελου Βενιζέλου ετέθη θέμα κυβερνητικής σταθερότητας σε περίπτωση που η «Ελιά» καταγράψει πολύ χαμηλά ποσοστά.
Αν δηλαδή καταγράψει μια νέα εκλογική βουτιά μετά από εκείνη στις εθνικές εκλογές του 2012. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης ανοιχτά και υπό τύπο εκβιασμού, ξεκαθαρίζει με κάθε ευκαιρία ότι το εκλογικό αποτέλεσμα των ευρωεκλογών θα αποτελέσει είτε έτσι είτε αλλιώς παράγοντα πολιτικής νομιμοποίησης ή απονομιμοποίησης της κυβερνητικής συνεργασίας των ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και της πολιτικής τους.
Μάλιστα όλες αυτές τις μέρες επιμένει, απευθυνόμενος πρωτίστως στους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, ότι «ο καθένας πρέπει να ψηφίσει εν γνώσει των ευθυνών και των συνεπειών» και επαναλαμβάνει ότι «χωρίς τους 30 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ δεν υπάρχει κυβέρνηση, δεν υπάρχει σταθερότητα, δεν υπάρχει εθνική προοπτική».
Οι δηλώσεις αυτές του Ευάγγελου Βενιζέλου τροφοδότησαν ακόμα και παρεμβάσεις από πρωτοκλασάτα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, όπως ο Κώστας Σκανδαλίδης και ο αναπληρωτής υπουργός εσωτερικών Λεωνίδας Γρηγοράκος, που άφησαν ανοιχτό, ανάλογα και με το εκλογικό αποτέλεσμα, ακόμα και το θέμα ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ μετεκλογικά. «Έθεσα το δίλημμα που ήθελαν να θέσουν μετεκλογικά σε βάρος μας» ήταν η απάντηση του Ευάγγελου Βενιζέλου.
Στην πραγματικότητα ομολογείται με τον πλέον εμφαντικό τρόπο ότι οι εκλογές αυτές αποτελούν μια σοβαρή δοκιμασία για το πολιτικό σύστημα της αστικής τάξης συνολικά και όχι μόνο ή κυρίως για το ΠΑΣΟΚ. Στη δεδομένη στιγμή φαίνεται ότι το ΠΑΣΟΚ είναι απλά ο πιο αδύναμος και ευάλωτος κρίκος του. Το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται σε φάση πολιτικού εκφυλισμού και ουσιαστικά εκλογικού αφανισμού του, σε σημείο που έγκυροι αρθρογράφοι του αστικού τύπου κάνουν λόγο για πορεία του ΠΑΣΟΚ «προς τον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας».
Αυτός είναι και ο λόγος που ο Ευάγγελος Βενιζέλος με τέτοια οξύτητα συναρτά τα ποσοστά της «Ελιάς» στις ευρωεκλογές με την σταθερότητα της κυβέρνησης, την παραμονή της παρούσας κυβέρνησης στην εξουσία. Και μπροστά σ’ αυτό το αδιέξοδο προσπαθώντας να συγκρατήσει δυνάμεις που διαρρέουν προς το ΣΥΡΙΖΑ και το «Ποτάμι» ή βρίσκουν καταφύγιο στη ΔΗΜΑΡ αναδεικνύει το μέγεθος της πολιτικής κρίσης στην οποία βρίσκεται η αστική τάξη.
Αυτό το αδιέξοδο μπορεί κανείς να το δει και στην περίπτωση της ΝΔ και του Αντώνη Σαμαρά. Η ΝΔ ως ο βασικός στυλοβάτης του αστικού πολιτικού συστήματος βρίσκεται αντιμέτωπη με πολύ μεγάλη πολιτική φθορά μπροστά στη κάλπη, παρά την επικοινωνιακή καταιγίδα των διακηρύξεων περί του «τέλους του μνημονίου και της τρόικας».
Ειδικά για την περίπτωσή της φαίνεται ότι η πορεία της είναι άμεσα συναρτημένη με την πορεία και την παρουσία της Χρυσής Αυγής. Πρόκειται για μια σχέση, ως προς την εκλογική και πολιτική επιρροή των δύο αυτών κομμάτων, που χαρακτηρίζεται από αυτό που στα μαθηματικά ονομάζεται σχέση «αντιστρόφως ανάλογη».
Είναι μια ακόμα «μαρτυρία» της φάσης αποσταθεροποίησης με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπο το αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα. Να εξαρτάται, δηλαδή, από τη δύναμη που θα πάρει μια ναζιστική και αποδεδειγμένα εγκληματική οργάνωση. Πρόκειται για μια ακόμα κραυγαλέα ομολογία της πολιτικής κρίσης στην οποία βρίσκεται το πολιτικό σύστημα της αστικής τάξης.
Υπ’ αυτό το πρίσμα εξηγούνται τώρα και οι παλινωδίες της κυβέρνησης ως προς τους χειρισμούς της στο θέμα της Χρυσής Αυγής σε ότι αφορά τη δικαστική διάσταση του ζητήματος και την αντιμετώπιση των υπόδικων βουλευτών της. Μάλιστα διόλου τυχαία ο ίδιος ο Αντώνης Σαμαράς με την τηλεοπτική του συνέντευξη στον ANT1 θέλησε να βάλει τέλος στα σενάρια, που φερόταν να εξετάζει η κυβέρνηση, για να τεθεί εκτός νόμου τη Χρυσή Αυγή ενόψει των ευρωεκλογών και των δημοτικών-περιφερειακών εκλογών.
Αυτό μπορεί να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η αστική τάξη της χώρας δεν εγκαταλείπει τις “δεύτερες σκέψεις” για μια «σοβαρή Χρυσή Αυγή» που θα μπορούσε να αποτελέσει κυβερνητικό εταίρο. Αν και αυτό το ενδεχόμενο, όλες οι ενδείξεις δείχνουν ότι θα εξαρτηθεί απ’ το κατά πόσο θα γίνει δυνατό να υπερκεραστούν τα διαλυτικά φαινόμενα σε όλες τις εκφάνσεις του σοσιαλδημοκρατικού χώρου και της λεγόμενης κεντροαριστεράς, καθώς και απ’ την υπέρβαση των αντιθέσεων μεταξύ αστικών και μικροαστικών κομμάτων.
Γεννιέται το ερώτημα: ποιο είναι το υπόβαθρο αυτής της πολιτικής κρίσης που ξυπνάει για την αστική τάξη τον «εφιάλτη» του εκλογικού αποτελέσματος του Μάη του 2012 όταν ο δικομματισμός δέχτηκε ένα αποφασιστικό χτύπημα;
Η απάντηση βρίσκεται στην πορεία της οικονομικής κρίσης και της χρεοκοπίας του ελληνικού καπιταλισμού. Βρισκόμαστε μπροστά σε νέα μνημονιακά δεσμά, η κυβέρνηση έχει αναλάβει δεσμεύσεις που θα καταδικάσουν την ελληνική οικονομία σε μακροχρόνια στασιμότητα και διεθνή επιτήρηση, παρά τις ψευδείς διακηρύξεις της κυβέρνησης που εξαγγέλλει το τέλος της παρουσίας της τρόικας στην Ελλάδα.
Το γεγονός αυτό της άμεσης συνάρτησης του εκλογικού αποτελέσματος με την «οικονομική και πολιτική σταθερότητα της χώρας» βάζει σε διλήμματα και τον ΣΥΡΙΖΑ που διακηρύσσει το «τέλος της λιτότητας» και του «μερκελισμού» στην Ευρώπη. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έχει προσδώσει δημοψηφισματικό χαρακτήρα κυρίως στις ευρωεκλογές και κατέρχεται σ’ αυτές με το σύνθημα «στις 25 ψηφίζουμε, στις 26 φεύγουν».
Ωστόσο στο εσωτερικό του φαίνεται να υπάρχουν διαφορετικές ερμηνείες για το τι θα θεωρεί ως νίκη για τον ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές, που θα καθορίσουν και τα επόμενα πολιτικά του βήματα και αυτό αποτυπώνεται ακόμα και στα διλήμματα στα οποία βρίσκεται η ίδια η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Αλέξης Τσίπρας έχει δηλώσει ότι πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ ακόμα και με μια ψήφο διαφορά απ’ τη ΝΔ για την ευρωβουλή θα σημάνει πολιτική απονομιμοποίηση της κυβέρνησης και θα πρέπει να οδηγηθούμε σε εθνικές εκλογές για την ανάδειξη νέας κυβέρνησης.
Πρόσφατα, όμως, ο Γιώργος Σταθάκης εκ των σημαντικότερων οικονομικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, με πολύ συγκεκριμένες απόψεις για την οικονομική πολιτική, διαφοροποιήθηκε απ’ την εκτίμηση περί νίκης ακόμα και με μια ψήφο διαφορά, δηλώνοντας ότι θέμα εθνικών εκλογών θα τεθεί μόνο σε περίπτωση που τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ υπερβαίνουν εμφανώς το άθροισμα των ποσοστών της ΝΔ και της «Ελιάς», δηλαδή των δύο κυβερνητικών κομμάτων ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, στις ευρωεκλογές.
Επιπλέον ο γραμματέας της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Βούτσης προσδιόρισε ως νίκη του ΣΥΡΙΖΑ την πρωτιά με μια διαφορά μεγαλύτερη των δύο-τριών μονάδων απ’ τη ΝΔ. Σε κάθε περίπτωση πάντως ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να επενδύει στο δίλημμα που έθεσε ο Ευάγγελος Βενιζέλος ενόψει των ευρωεκλογών «σταθερότητα ή αστάθεια για τη χώρα» και δια στόματος Μανώλη Γλέζου δηλώνει ότι είναι έτοιμος να συνεργαστεί ακόμα και με το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ «αν μετανιώσουν για τα μνημόνια»!
Προκύπτει τώρα το ερώτημα: Γιατί στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις και εκτιμήσεις γύρω απ’ το τι θα θεωρηθεί νίκη για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης;
Η απάντηση βρίσκεται στο γεγονός ότι αυτό θα καθορίσει και τα επόμενα πολιτικά βήματα του ΣΥΡΙΖΑ ως προς την οικονομική του πολιτική και την πορεία προσέγγισης της ηγεσίας του με την αστική τάξη και τα κόμματά της. Τα διλήμματα για το ΣΥΡΙΖΑ είναι καθοριστικά, θα λέγαμε αμείλικτα, με δεδομένη τη στρατηγική του σύλληψη, που δεν διαφοροποιείται απ’ αυτήν της αστικής τάξης για την παραμονή της χώρας στην ΕΕ και το ευρώ.
Το γεγονός αυτό δημιουργεί, σε συνθήκες αστάθειας και κρίσης του αστικού πολιτικού συστήματος, σοβαρά προβλήματα στο ΣΥΡΙΖΑ ως προς τις κοινωνικές δυνάμεις που εκπροσωπεί ή τον ακολουθούν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, από τη μια, θέλει να παίξει το δεύτερο εταίρο σε ένα νέο δικομματισμό, διατηρώντας το “αριστερό” του προφίλ. Από την άλλη, όμως, η προσέγγισή του με την αστική τάξη μοιραία καταλήγει και σε προσέγγιση με τις αστικές πολιτικές δυνάμεις και υπό προϋποθέσεις και σε συνεργασία μαζί τους, οπότε του στραπατσάρει το προφίλ που φιλοτεχνεί.
Η στάση του αυτή έχει μια διπλή συνέπεια. Πρώτο, δεν του εξασφαλίζει εύκολα τη λαϊκή εμπιστοσύνη, ώστε να αναδειχθεί σε αδιαμφισβήτητη διάδοχη πολιτική δύναμη στη διακυβέρνηση της χώρας. Δεύτερο, δυνάμει, ανοίγει την πόρτα για διαρροές από τα αριστερά.
Στοιχείο πολιτικού αδιεξόδου για το ΣΥΡΙΖΑ είναι και η δημόσια τοποθέτηση Δραγασάκη ότι αν μια κυβέρνηση «κοινωνικής σωτηρίας με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ» δεν πείσει τους εταίρους της ΕΕ και του ΔΝΤ ως προς το θέμα του χρέους και της μνημονιακής πολιτικής τότε ο ΣΥΡΙΖΑ θα προχωρήσει σε δημοψήφισμα, αφήνοντας να εννοηθεί ότι το ερώτημα σε μια τέτοια περίπτωση θα είναι αν ο ελληνικός λαός θα αποδεχτεί ένα νέο μνημόνιο ή όχι.
Όπως και αν δει κανείς την κατάσταση στο κυβερνητικό στρατόπεδο και σ’ αυτό της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν μπορεί παρά να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ασχέτως του τρόπου με τον οποίο τίθενται τα διλήμματα και απ’ τις δύο πλευρές, αυτά έχουν μια πραγματική βάση και αυτή δεν είναι άλλη απ’ το βάθος της οικονομικής κρίσης και της χρεοκοπίας που έχει επιφέρει και την ένταση της εξάρτησης της χώρας μας.
Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή είναι καταδικασμένη σε πολυετή οικονομική και πολιτική ιμπεριαλιστική κηδεμονία, ουσιαστικά ασφυξία, λόγω της συμμετοχής στην ΕΕ και στο ευρώ και αυτό δυσκολεύει σε πολύ μεγάλο βαθμό, αν δεν καθιστά αδύνατη την εξεύρεση πολιτικών λύσεων για τα κόμματα της αστικής τάξης, αλλά και για το ΣΥΡΙΖΑ, που επί της ουσίας δεν αμφισβητεί το καθεστώς εξάρτησης της χώρας μας, απ’ τη στιγμή που ο Αλέξης Τσίπρας αρνείται μετά βδελυγμίας ότι είναι ευρωσκεπτικιστής και δηλώνει «φιλοευρωπαίος».
Μέσα σ’ αυτό το πολιτικό κλίμα η εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα καλούνται να τοποθετηθούν με την ψήφο τους σε λίγες μέρες. Οι συνθήκες πόλωσης είναι οξύτατες και αναμένεται να οξυνθούν ακόμα περισσότερο μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ όσο πλησιάζει το άνοιγμα της κάλπης.
Στην περίπτωση που το άθροισμα της εκλογικής δύναμης που θα συγκεντρώσουν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ (μέσω της Ελιάς) είναι μικρότερο απ’ τις ψήφους και τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ τίθεται, εκ των πραγμάτων, θέμα εθνικών εκλογών. Αυτό μας λέει σε όλους τους τόνους ο Ευάγγελος Βενιζέλος, αυτό μας λέει, με διαφορετικές εκδοχές, και ο ΣΥΡΙΖΑ.
Αντικειμενικά τίθεται θέμα νομιμοποίησης της κυβέρνησης και της μνημονιακής πολιτικής. Τίθεται ακόμα περισσότερο θέμα πολιτικής απονομιμοποιήσης για την κυβέρνηση να προχωρήσει στην επικύρωση ενός τρίτου μνημονίου διαρκείας.
Κατά τη γνώμη της Νέας Σποράς η εκλογική ήττα των κυβερνητικών δυνάμεων συνιστά και πολιτική καταψήφιση της στρατηγικής της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ και εξ’ αντικειμένου τίθεται ζήτημα στρατηγικού προσανατολισμού της χώρας ως προς τη συμμετοχή της στην ΕΕ και το ευρώ απ’ όπου και απορρέει η μνημονιακή πολιτική.
Θα προεκτείναμε το συλλογισμό μας προσθέτοντας ότι ένα τέτοιο αποτέλεσμα εμπερικλείει σε λανθάνουσα μορφή την καταδίκη και της στρατηγικής σύλληψης του ΣΥΡΙΖΑ που έχει ως όριο την παραμονή της Ελλάδας στην ΕΕ και το ευρώ. Κατά συνέπεια ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ δικαιούται να νομιμοποιήσει απ’ την «πίσω πόρτα» την μνημονιακή πολιτική με τις υπεκφυγές Δραγασάκη.
Άρα οι συνθήκες επιβάλλουν για το ΚΚΕ πρωτοβουλίες τέτοιες στις οποίες θα πρέπει ο ελληνικός λαός να εκφράσει τη βούλησή του για τον συνολικό στρατηγικό προσανατολισμό της χώρας.
Αν πάλι, στην περίπτωση που η διαφορά μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και του ΣΥΡΙΖΑ είναι μικρή και με αυτή την έννοια το πολιτικό τοπίο παραμείνει «ομιχλώδες» πως θα πρέπει να ερμηνεύσει κανείς την πολιτική κατάσταση;
Η απάντηση είναι εξαιρετικά απλή και συνίσταται στο ότι οι εργαζόμενοι δεν θα έχουν εκφράσει την εμπιστοσύνη τους ούτε στις κυβερνητικές δυνάμεις ούτε και στο ΣΥΡΙΖΑ. Με μία έννοια το εκλογικό αποτέλεσμα θα είναι καταδικαστικό για όλους.
Ουσιαστικά θα εκφράσουν και μέσω της ψήφου τους αυτό που αποτυπώνεται και σε όλες τις μετρήσεις της κοινής γνώμης, ότι, δηλαδή, οι κυβερνητικές δυνάμεις έχουν σημαντική φθορά και ότι οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ έχουν επιφυλάξεις για την αξιοπιστία της πολιτικής του.
Θα καταγραφεί αυτό που σήμερα είναι πανθομολογούμενο, ότι δηλαδή η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να αποσπάσει την πολιτική εμπιστοσύνη των εργαζομένων ακόμα και αυτών που εκλογικά στρέφονται προς το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Άρα το ζήτημα του στρατηγικού προσανατολισμού της χώρας τίθεται περισσότερο επιτακτικά και ειδικά σ’ αυτήν την περίπτωση ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει κανένα πρόσχημα να νομιμοποιήσει απ’ την «πίσω πόρτα» τη μνημονιακή πολιτική στο όνομα της «σκληρής διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο της ΕΕ και του ευρώ» και μάλιστα να κρύβεται πίσω από ένα δημοψήφισμα με το έωλο ερώτημα «ναι ή όχι σε νέο μνημόνιο».
Καμία πολιτική δύναμη δεν έχει το δικαίωμα να δεσμεύει καταδικάζοντας στη μακροχρόνια εξαθλίωση τον ελληνικό λαό. Ο ίδιος ο λαός, πρέπει και επιβάλλεται, να εκφράσει ακέραια τη βούλησή του για το στρατηγικό προσανατολισμό της χώρας. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με ένα δημοψήφισμα, το οποίο θα έχει ένα και μοναδικό ερώτημα: «Ναι ή όχι στη συμμετοχή στην ΕΕ και το ευρώ;».
Μπροστά σ’ αυτήν την πολιτική κρίση, όπως διαμορφώνεται στο έδαφος της οικονομικής κρίσης, ποιο είναι το καθήκον του ΚΚΕ; Τι πρέπει να κάνει το Κόμμα της εργατικής τάξης, όταν ακόμα και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης βάζει θέμα νομιμοποίησης της κυβέρνησης εκβιάζοντας με το επιχείρημα της κυβερνητικής σταθερότητας τον ελληνικό λαό;
Το ΚΚΕ πρέπει να δώσει ολοκληρωμένη απάντηση και να ηγηθεί ενός κινήματος για την αποδέσμευση απ’ την ΕΕ στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού. Από την άποψη αυτή στις συγκεκριμένες συνθήκες η θέση-προεκλογικό σύνθημα με το οποίο κατέρχεται στις εκλογές αυτές, που παρά τις όποιες φραστικές παραλλαγές σε σχέση με τις εκλογές του 2012, εξαντλείται στο κάλεσμα για ψήφο «ισχυρής εργατικής αντιπολίτευσης», είναι ελλιπές και αφήνει έκθετες τις δυνάμεις του Κόμματος στους σχεδιασμούς της άρχουσας τάξης.
Η στάση αυτή του ΚΚΕ δοκιμάστηκε στις δίδυμες εκλογές του 2012 και οδήγησε σε τραγικά αποτελέσματα για το ίδιο και την εργατική τάξη. Πολύ περισσότερο τώρα, που, όσο πλησιάζουμε στις ευρωεκλογές οξύνεται η πόλωση μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ γύρω απ’ την σταθερότητα της κυβέρνησης και την πορεία της χώρας και ουσιαστικά επανέρχεται σε νέα έκδοση το δίλημμα περί σταθερότητας ή ακυβερνησίας.
Σε περίπτωση δε που το εκλογικό αποτέλεσμα δεν δίνει σαφή προτεραιότητα σε καμία πολιτική δύναμη, ούτε στις κυβερνητικές δυνάμεις ούτε και στον ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και εάν το Κόμμα έχει κάποια σχετική αύξηση των εκλογικών του δυνάμεων, αυτή δεν θα μπορέσει να αντισταθμίσει πολιτικές εξελίξεις, οι οποίες θα είναι σαφώς σε βάρος των εργαζομένων.
Το ΚΚΕ οφείλει να κινηθεί, έστω και τώρα, σε δύο βασικές κατευθύνσεις. Η πρώτη: Να καταθέσει πρόταση διεξόδου από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία, με συγκεκριμένους στόχους και βήματα, που θα αφορούν τα άμεσα και καυτά προβλήματα των εργαζομένων και των μικροαστικών στρωμάτων, ώστε να προσανατολίσει και την πάλη του εργατικού κινήματος.
Η δεύτερη: Όπως πρωτοστάτησε κατά τη δεκαετία του ’90 διεκδικώντας δημοψήφισμα με το ερώτημα «Ναι ή όχι στη συνθήκη του Μάαστριχτ», να ηγηθεί και τώρα ενός κινήματος διεκδικώντας δημοψήφισμα με το ερώτημα «Παραμονή ή αποδέσμευση απ’ την ΕΕ και το ευρώ;».
Οι συγκεκριμένες πρωτοβουλίες δίνουν απάντηση στην οικονομική κρίση καθώς αναδεικνύουν και το βασικότερο παράγοντα της έντασης και της διάρκειας της οικονομικής κρίσης και της χρεοκοπίας της χώρας μας, που είναι η ένταξη στην ΕΕ και την ευρωζώνη. Και βάζουν με πρακτικούς όρους στις λαϊκές μάζες το κύριο πολιτικό καθήκον για να ανοίξει ο δρόμος προς το σοσιαλισμό.
Θα πρέπει να τονίσουμε σ’ αυτό το σημείο ότι καμία σπέκουλα δεν μπορεί να παραπλανήσει τους εργαζόμενους ως προς την ωφελιμότητα της χώρας μας στην ΕΟΚ, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ.
Η Ελλάδα πριν την ένταξη στην τότε ΕΟΚ, το 1980, κατείχε το 0,72% του παγκόσμιου ΑΕΠ ενώ σήμερα το ποσοστό αυτό έχει υποδιπλασιαστεί, πέφτοντας στο 0,34% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Απ’ τη στιγμή της ένταξης στην ΕΟΚ και στη συνέχεια στην ΕΕ και πολύ περισσότερο την τελευταία δεκαπενταετία της ένταξης στην ΟΝΕ, πέφτει σταθερά το ποσοστό της βιομηχανικής και της αγροτικής παραγωγής στο συνολικό ποσοστό του ΑΕΠ.
Και αυτή η εξέλιξη είναι συνέπεια των δεσμεύσεων που ανέλαβε η χώρα μας για την ένταξη και την παραμονή της στην ΕΕ και το ευρώ και οι οποίες δεσμεύσεις οδήγησαν στην υπερχρέωσή της. Το κλείσιμο της στρόφιγγας του διεθνούς δανεισμού απ’ τις αγορές το 2010 στο πλαίσιο της παγκόσμιας κρίσης του καπιταλισμού ήρθε ως η στιγμή της αποκάλυψης για το πραγματικό αναπτυξιακό πρόβλημα του ελληνικού καπιταλισμού.
Το αίτημα της αποδέσμευσης απ’ την ΕΕ αναδεικνύεται ως κρίκος για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης. Πρώτον γιατί δίνει επί της ουσίας απάντηση στην κυβέρνηση και την αστική τάξη που, πέραν των όποιων φληναφημάτων περί στροφής στην παραγωγή, εστιάζουν όλο το θέμα στην έξοδο στις αγορές, δηλαδή στην αναζήτηση νέων δανεικών. Και δεύτερον, στριμώχνει το ΣΥΡΙΖΑ που επαγγέλλεται τον τετραγωνισμό του κύκλου, μιλώντας για παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας στο πλαίσιο της ΕΕ και του ευρώ.
Το αίτημα της αποδέσμευσης απ’ την ΕΕ αναδεικνύεται επίσης ως κρίκος και για την αντιμετώπιση της πολιτικής κρίσης, που δημιουργήθηκε και οξύνεται στο έδαφος της οικονομικής κρίσης και της χρεοκοπίας του ελληνικού καπιταλισμού.
Δεν θα πρέπει να παραβλέψει κανείς τις προειδοποιήσεις του διευθυντή του «Βήματος» ότι «όπως άλλαξε η οικονομία, έτσι νομοτελειακά θα αλλάξει και η πολιτική» και με επίκεντρο τις ευρωεκλογές σημειώνει ότι «θα ακολουθήσουν διεργασίες, αναδιατάξεις, αναδιοργανώσεις, συγχωνεύσεις και ότι άλλο απαιτεί μια μεγάλη και ολοκληρωμένη αναδιάρθρωση. Ότι έγινε στην οικονομία εν τέλει θα γίνει και στην πολιτική».
Ακριβώς αυτές τις διεργασίες βλέπουμε τώρα με βάση τα εκβιαστικά διλήμματα του Ευάγγελου Βενιζέλου και τα σενάρια που περιλαμβάνουν ακόμα και κυβερνητική συνεργασία ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ ή τμημάτων τους με εξοβελισμό απ’ την πρωθυπουργία του Αντώνη Σαμαρά.
Αυτές τις διεργασίες αποτυπώνει η όξυνση των αντιθέσεων ακόμα και των προσωπικών αντιπαραθέσεων στο αστικό μπλοκ. Αντανάκλαση και έκφραση αυτής της πολιτικής κρίσης και αυτών των διεργασιών είναι η εικόνα των διπλών υποψηφιοτήτων εκ μέρους της ΝΔ στους δήμους και τις περιφέρειες.
Σ’ αυτήν την κρίσιμη πολιτικά στιγμή η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, δεν πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι έχει κάνει τις επιλογές της σε ότι αφορά την πλήρη ενσωμάτωσή της στο αστικό μπλοκ των πολιτικών δυνάμεων. Το ίδιο το γεγονός άλλωστε της υποψηφιότητας Τσίπρα για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Κομισιόν) είναι απολύτως δηλωτικό της οριστικής και αμετάκλητης πορείας του ΣΥΡΙΖΑ, που πετάει μέρα με τη μέρα τις όποιες αρχικές ριζοσπαστικές του εξαγγελίες οι οποίες τον είχαν φέρει στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Για το ΚΚΕ το άμεσο καθήκον είναι να θέσει εμπόδια στην ενσωμάτωση εργατικών μαζών και των μικροαστικών στρωμάτων στην πολιτική του νέου δικομματισμού ή του οποιοδήποτε άλλου κομματικού συστήματος προκύψει. Αυτό το πολιτικό καθήκον οφείλει για λογαριασμό της εργατικής τάξης να το βάλει μπροστά το ΚΚΕ προκειμένου οι εργαζόμενοι και τα μικροαστικά στρώματα να μην ακολουθήσουν την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σ’ αυτή, την πορεία ενσωμάτωσης. Η τοποθέτηση-υπεκφυγή απ’ το ουσιαστικό και οικονομικό και πολιτικό πρόβλημα της χώρας εκ μέρους του Γιάννη Δραγασάκη εξυπηρετεί αυτήν την ανάγκη της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ για να μπορεί να είναι χρήσιμος στην αστική τάξη.
Κατά συνέπεια το ΚΚΕ πρέπει να προβάλει ένα πρόγραμμα εξόδου απ’ την οικονομική και πολιτική κρίση, ένα πρόγραμμα διακυβέρνησης και εξουσίας με κεντρικό σύνθημα την αποδέσμευση της χώρας απ’ την ΕΕ και το ευρώ στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού, χωρίς ωστόσο να είναι άμεσος σοσιαλισμός.
Αυτό το πρόγραμμα που θα προβάλει, που θα προβλέπει και την αντίστοιχη κυβέρνηση, θα εκφράζει την κοινωνική συμμαχία της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων, της εργαζόμενης διανόησης, της νεολαίας και των γυναικών.
Αυτή θα είναι η απάντηση του ΚΚΕ στα διλήμματα της αστικής τάξης περί οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας ή αστάθειας και χάους. Σ’ αυτήν την κατεύθυνση το δημοψήφισμα με το ερώτημα της αποδέσμευσης απ’ την ΕΕ θα συμβάλλει αποφασιστικά ώστε η εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα να μη βρεθούν έκθετα στους σχεδιασμούς των αστικών κομμάτων αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ, μπροστά σε σημαντικές καμπές για την πορεία της ταξικής πάλης, όπως αυτή στην οποία βρισκόμαστε σήμερα.
Η αμεσότητα της προβολής της αποδέσμευσης απ’ την ΕΕ, με πρακτικό τρόπο μέσω του δημοψηφίσματος, συνοδευόμενη με ένα πρόγραμμα διακυβέρνησης και εξουσίας, που θα εκφράζει μια «επαναστατική δημοκρατία» θα συμβάλλει επίσης αποφασιστικά στην ανάσχεση του φασιστικού και νεοναζιστικού κινδύνου, στην αντιμετώπιση και αποδυνάμωση της Χρυσής Αυγής ή με όποιο άλλο μανδύα εθνικιστικού πολιτικού σχηματισμού. Δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής κανενός ότι η Χρυσή Αυγή διατηρεί της δυνάμεις της και κανείς δε μπορεί να αποκλείσει ότι δεν θα βγει ακόμα πιο ενισχυμένη στις κάλπες τόσο των ευρωεκλογών όσο και των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών.
Στο σύνθετο αυτό πολιτικό πεδίο, που η φθορά των αστικών πολιτικών δυνάμεων είναι εμφανής και η κυβερνητική σταθερότητα αμφισβητείται από τους ίδιους τους κυβερνητικούς εταίρους, κάθε αργοπορία δίνει τη δυνατότητα στο αστικό πολιτικό σύστημα να σταθεροποιηθεί και να ξεπεράσει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει. Εδώ θα κριθεί και η ικανότητα του Κόμματος και ειδικά της ηγεσίας του να παρεμβαίνουν και να κατευθύνουν τις πολιτικές εξελίξεις προς όφελος της εργατικής τάξης και των σύμμαχων προς αυτή δυνάμεων.
COMMENTS