Οι εξελίξεις στην Ουκρανία και το ΚΚΕ (3)

Από τη στιγμή, όμως, που ο άμεσος σοσιαλισμός, όπως αποδεικνύεται,  δε μπορεί να είναι, αυτή τη στιγμή, η λύση της Ουκρανικής κρίσης, τότε μπαίνει το ερώτημα: πάνω σε ποιες αντιθέσεις έπρεπε να οικοδομήσει την πολιτική του παρέμβαση το Κομμουνιστικό Κίνημα της Ουκρανίας;

Η απάντηση, κατά τη γνώμη μας, είναι: Πάνω σε όλες τις άλλες αντιθέσεις, με πυρήνα τις ενδοϊμπεριαλιστικές και ενδοαστικές αντιθέσεις, γιατί αυτές είναι που δίνουν τη δυνατότητα να φτάσει το Κομμουνιστικό Κίνημα και στην επίλυση της βασικής αντίθεσης. Να αποκαλυφθεί ο ρόλος του ιμπεριαλισμού,  ο ρόλος της ντόπιας αστικής τάξης συνολικά  και των ξεχωριστών τμημάτων της.

Παράλληλα, οι αντιθέσεις αυτές, δίνουν τη δυνατότητα της συσπείρωσης της εργατικής τάξης και των νεοδημιουργημένων μικροαστικών στρωμάτων γύρω από τα άμεσα και καυτά προβλήματα που απασχολούν τον Ουκρανικό λαό, προωθούν την ανάπτυξη της ταξικής και πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων.

Ταυτόχρονα δίνουν τη δυνατότητα να αποκαλυφθεί ο ρόλος των ναζιστικών δυνάμεων, που η αστική τάξη, και συγκεκριμένα το τμήμα εκείνο που ήταν προσανατολισμένο και εξαρτημένο από τις ΗΠΑ και Γερμανία, τις χρησιμοποιεί ως μοχλό για την κατάλυση ακόμη και αυτής της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, γεγονός που στην προέκτασή του αφορά και στην κατανόηση του ρόλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως διακρατικής ιμπεριαλιστικής συμμαχίας και θα διέλυε όλη τη μυθολογία γύρω απ’ αυτήν, τον υποτιθέμενο δημοκρατισμό της και την προσδοκία των λαϊκών μαζών για τα οφέλη που θα προέρχονταν από την ένταξη της Ουκρανίας.

Παραπέρα, δίνουν τη δυνατότητα να αποκαλυφθεί και ο αντίστοιχος ρόλος της άλλης διακρατικής συμμαχίας, της Ευρασιατικής Οικονομικής Ζώνης, παρά το γεγονός ότι αυτή, επειδή είναι φορτισμένη με τη σοσιαλιστική μνήμη, συνδέεται στην καρδιά και στο νου των λαϊκών μαζών με την αναβίωση της Σοβιετικής Ένωσης και  σκοπίμως από την πλευρά της Ρωσίας γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης για να αυξάνει την επιρροή της.

Και σε ότι αφορά αυτήν την τελευταία, τη σοσιαλιστική μνήμη, η ύπαρξή της διευκολύνει την πολιτική δράση του Κομμουνιστικού Κινήματος της Ουκρανίας, γιατί μπορεί πιο εύκολα και πιο αποτελεσματικά να αναδεικνύει την ουσία των αντιθέσεων, να παραπέμπει στις κατακτήσεις των εργαζομένων που υπήρχαν στο σοσιαλισμό και με την έννοια αυτή να επιταχύνει την προσέγγιση της βασικής αντίθεσης.

Και εδώ πρέπει να πούμε ότι οι εξελίξεις στην Ουκρανία είναι πολύ διδακτικές για τη χώρα μας σε ότι αφορά στις αντιθέσεις. Αυτό που μας έρχεται ως αποφασιστικής σημασίας δίδαγμα από τις εξελίξεις στην Ουκρανία είναι ότι καμιά αντίθεση δε μπορεί να επιλυθεί, όταν η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της δεν έχουν προβάλει στο πολιτικό προσκήνιο και την κοινωνική αντιπαράθεση με την αυτοτελή τους δράση κάτω από την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κινήματος.

Διαπιστώνουμε ότι ακόμη και αυτό το πραξικόπημα που επιχείρησαν οι αντιδραστικές δυνάμεις πέτυχε, γιατί η εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα ήταν στο περιθώριο της ταξικής πάλης σε κάθε επίπεδο, οργανωτικό, πολιτικό, ιδεολογικό, οικονομικό. Και όλα αυτά παρά το γεγονός ότι εκφράστηκε πολύ καθαρά ότι η αντιφασιστική και η σοσιαλιστική μνήμη είναι ακόμη πολύ ζωντανή και η πλειοψηφία του Ουκρανικού λαού επιθυμεί την αναβίωση της Σοβιετικής Ένωσης και έχει την εκφρασμένη άποψη, και κάτω από αυτές τις καπιταλιστικές συνθήκες που βιώνει, ότι η ζωή επί σοσιαλισμού ήταν πολύ καλύτερη απ’ ότι στον καπιταλισμό.

Και αυτή η διαπίστωση προσλαμβάνει πολύ μεγαλύτερη σημασία από τη στιγμή που όλες οι αντιθέσεις στην Ουκρανική κοινωνία χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη οξύτητα, που «κόβουν» στα δύο την Ουκρανία – και ταξικά, αλλά και την απειλούν μέχρι και με  άμεση διχοτόμηση.

Διαπιστώνουμε, όμως, και κάτι περισσότερο, που αφορά το ίδιο το Κόμμα μας. Οι τοποθετήσεις του Κόμματος δε μπόρεσαν να ξεφύγουν από μια γενικότητα που περιστρέφονταν γύρω από μια προτροπή και ευχή ο Ουκρανικός λαός να ακολουθήσει το δρόμο του σοσιαλισμού, γεγονός που είχε σαν συνέπεια να μη μπορεί να πάρει σωστές θέσεις, όταν χρειαζόταν να τις συγκεκριμενοποιήσει.

Έτσι, ενώ πήρε σωστή θέση σε σχέση με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ότι η Ουκρανία δεν έπρεπε να επιλέξει ιμπεριαλιστή, την ίδια στιγμή δεν κατόρθωσε να αντιληφτεί σωστά την αξιοποίηση των ενδοϊμπεριαλιστικών και ενδοαστικών αντιθέσεων.

Και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δεν έδωσε καμία σημασία στις άλλες αντιθέσεις που διαπερνούσαν την Ουκρανική κοινωνία και εκφράζονταν σε πολιτικό επίπεδο, παρά μόνο στη βασική αντίθεση. Μ’ αυτόν τον τρόπο όχι μόνο ενοποιούσε τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και την ίδια την Ουκρανική αστική τάξη αλλά και άμεσα ζητήματα για τα οποία έπρεπε να αναπτύξουν η εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα την πάλη τους παραπέμπονταν να επιλυθούν στο σοσιαλισμό.

Η επίλυση, όμως, πολιτικών ζητημάτων, όπως π.χ. η αντιμετώπιση του πραξικοπήματος, με δοσμένη τη στάση της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων, με δοσμένο το ρόλο του εργατικού κινήματος, δεν ήταν δυνατόν να επιτευχθεί μέσα από μια τέτοια θεώρηση. Αντίθετα, βοηθούσε να εξελιχτεί η ιμπεριαλιστική επιθετικότητα και να βρίσκει πρακτική εφαρμογή, χωρίς κανένα εμπόδιο.

Στην πράξη, δηλαδή, υποτίμησε τη Λενινιστική επεξεργασία για το πώς πρέπει τα Κομμουνιστικά Κόμματα να αντιμετωπίζουν τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τη Λενινιστική παρακαταθήκη:

Ερώτηση: «Δεν πρέπει να φοβόμαστε μια ενδεχόμενη σοβαρή επίθεση της Ιαπωνίας ενάντια στη Σοβιετική μας Ρωσία, λόγω του πιθανού πολέμου ανάμεσα στην Αμερική και την Ιαπωνία; Τι θα κάνουμε στην περίπτωση αυτή; Θα υπερασπιστούμε τη χώρα μας από την Ιαπωνία σε συμμαχία με την ιμπεριαλιστική Αμερική, χρησιμοποιώντας την ισχύ της σαν μια πραγματική δύναμη;

Απάντηση: «Ασφαλώς θα την υπερασπίσουμε και το είπαμε πολλές φορές ότι για τη σταθεροποίηση της σοσιαλιστικής Δημοκρατίας, η συμμαχία με τον ένα ιμπεριαλισμό ενάντια στον άλλο, από άποψη αρχών δεν είναι πράγμα απαράδεκτο. Η επίθεση της Ιαπωνίας κατά της Σοβιετικής Ρωσίας είναι τώρα πολύ πιο δύσκολη απ’ ό, τι πριν ένα χρόνο».

Το παραπάνω απόσπασμα (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 42, σελ. 124 – 125) αφορά σε ερώτηση αντιπροσώπου, που υποβλήθηκε στον Β. Ι. Λένιν, στο VII Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ το Δεκέμβρη του 1920 στη Μόσχα. Η απάντηση είναι καθοριστική και η αξία της διαχρονική. Πάνω σ’ αυτήν ακριβώς τη θέση στηρίχτηκε η πολιτική του Ι. Στάλιν για την αντιχιτλερική συμμαχία κατά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.

Το ζήτημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε τώρα είναι το εάν αυτή η Λενινιστική θέση θα μπορούσε να εφαρμοστεί στην περίπτωση της Ουκρανίας από την πλευρά του Κομμουνιστικού Κινήματος, παίρνοντας φυσικά υπόψη τις σημερινές συνθήκες και το πώς εξελίσσονταν  τα γεγονότα στη χώρα αυτή και παίρνοντας πάντα υπόψη ότι η θέση αυτή δε σήμαινε, για την εποχή που τη διατύπωσε ο Β. Ι. Λένιν, ότι η νεαρή Σοβιετική Ρωσία επέλεγε ιμπεριαλιστή. Η θέση μας είναι ότι μπορεί πράγματι να εφαρμοστεί.

Στην περίπτωση της Ουκρανίας το Κομμουνιστικό Κίνημα θα έπρεπε να αξιοποιήσει τη θέση της Ρωσίας όχι για να προσδεθεί στο άρμα της ιμπεριαλιστικής Ρωσίας ούτε για να προωθήσει την ένταξη της Ουκρανίας στην Ευρασιατική Οικονομική Ζώνη,  αλλά για να αντιμετωπίσει την επιθετικότητα των άλλων ιμπεριαλιστικών κέντρων, που είχαν δρομολογήσει ένα πραξικόπημα για να επιβάλουν την πρόσδεση της Ουκρανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΗΠΑ, αλλά, ταυτόχρονα, θα χρησιμοποιούσαν την Ουκρανία για να υπονομεύσουν την ασφάλεια της Ρωσίας.

Στο ίδιο πλαίσιο το Κομμουνιστικό Κίνημα της Ουκρανίας θα μπορούσε να αξιοποιήσει και τις ενδοαστικές αντιθέσεις. Ο συμβιβασμός που θα γινόταν θα ήταν πάνω στην αντιμετώπιση και ματαίωση του πραξικοπήματος και της ουδετερότητας της Ουκρανίας, της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας και της παραχώρησης ουσιαστικής αυτονομίας της Κριμαίας, της οικονομικής στήριξης της Ουκρανίας, έστω με τους όρους που είχαν αποφασιστεί μεταξύ Γιανουκόβιτς και Πούτιν, οι οποίοι δεν αντιστοιχούνταν με τους όρους που έθετε το ΔΝΤ, αρκεί αυτοί οι όροι να μην έθεταν πρόβλημα οικονομικής και κατ’ επέκταση πολιτικής εξάρτησης της Ουκρανίας.

Και αυτή η λύση δε μπορεί παρά να ικανοποιούσε και την Ουκρανία και τη Ρωσία αντίστοιχα, γιατί από τη μια μεριά θα ματαιωνόταν η γεωστρατηγική επέκταση των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης μαζί και το πραξικόπημα, η πραγματοποίηση του οποίου αφαίρεσε αποφασιστικά από τις δυνατότητες δράσης του Κομμουνιστικού Κινήματος, τις δυνατότητες δράσης των λαϊκών μαζών, ενώ, από την άλλη μεριά θα εξασφαλιζόταν η ασφάλεια της Ρωσίας, τη σημασία της οποίας δεν πρέπει να υποτιμήσουμε. Σε ότι αφορά αυτήν την τελευταία θα τη σχολιάσουμε και παρακάτω.

Σ’ αυτό το σημείο, νομίζουμε ότι πρέπει να σχολιάσουμε ορισμένα ζητήματα, τα οποία κατά τη γνώμη μας είναι καίριας σημασίας:

  • Το πρώτο ζήτημα σχετίζεται με την προπαγανδιστική επανέκδοση της Συμφωνίας της Γιάλτας. Ελέχθη από διάφορα ΜΜΕ στη χώρα μας, και μάλιστα πολύ έντονα, ότι οι εξελίξεις στην Ουκρανία ήταν συμφωνημένες μεταξύ των ΗΠΑ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ρωσίας προκειμένου η τελευταία να ενσωματώσει την Κριμαία ως πρώην δικό της έδαφος και η υπόλοιπη Ουκρανία να περάσει στην επιρροή των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η άποψη αυτή αποτελεί μια χυδαία αντίληψη των πολιτικών εξελίξεων στην Ουκρανία. Και αυτό γιατί δεν παίρνει υπόψη της ότι η γεωστρατηγική των ΗΠΑ είναι καταγραμμένη (μέχρι και λεπτομέρειας) και αυτή τη στιγμή εφαρμόζεται. Και εφαρμόζεται έτσι όπως ακριβώς έχει διατυπωθεί. Και όλη αυτή η γεωστρατηγική αφορά στη μετατροπή της Ουκρανίας σε προγεφύρωμα ενάντια στη Ρωσία. Και αυτός ο στόχος, με εξαίρεση την Κριμαία, φαίνεται σε πρώτο στάδιο ότι έχει επιτευχθεί, γιατί το πραξικόπημα πέτυχε, ο πρόεδρος της χώρας ανατράπηκε και για να διασωθεί φυγαδεύτηκε σε άλλη χώρα, ο πρωθυπουργός της Ουκρανίας είναι άνθρωπος των ΗΠΑ, κατά τη γνωστή φράση της υφυπουργού εξωτερικών των ΗΠΑ, η Ουκρανία ήδη υπέγραψε με την Ευρωπαϊκή Ένωση τη συμφωνία που δεν είχε υπογράψει ο Γιανουκόβιτς (και έγινε η αφορμή για τις κινητοποιήσεις της αντιπολίτευσης με πρωταγωνίστριες τις ναζιστικές δυνάμεις) και, τέλος, ετοιμάζεται η Ουκρανία με τη νέα ηγεσία να εισέλθει στο ΝΑΤΟ. Όλη αυτή η εξέλιξη είναι παραπάνω από φανερό ότι δεν ευνοεί τη Ρωσία. Κατά συνέπεια η θεωρία περί νέας Γιάλτας δεν αποσκοπεί παρά να πέσει στα «μαλακά» η επέμβαση των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ουκρανία.
  • Το δεύτερο ζήτημα αφορά στη στάση του Κομμουνιστικού Κινήματος απέναντι στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, όταν αυτή απειλείται από ένα πραξικόπημα, το οποίο ανεξάρτητα από το εάν φτάνει μέχρι την τυπική κατάργηση του κοινοβουλίου, επί της ουσίας το καταργεί ανατρέποντας το νόμιμο (πάντα στο πλαίσιο αυτής της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας) πρόεδρο και την αντίστοιχη κυβέρνηση για να έρθει μετά να επικυρώσει το αποτέλεσμα του πραξικοπήματος. Και σ’ αυτήν την περίπτωση γνωρίζουμε πολύ καλά τι μέθοδες και μέσα χρησιμοποιούνται για να μετατραπεί η μειοψηφία σε πλειοψηφία κάτω από τον αστικό κοινοβουλευτικό μανδύα, που στην ουσία ο ρόλος του είναι να νομιμοποιήσει το πραξικόπημα. Εδώ πρέπει να σταθούμε στον τρόπο που αντιμετώπισε ο Β. Ι. Λένιν το Κορνιλοφικό πραξικόπημα. Και η τακτική του αρχηγού των μπολσεβίκων ήταν να μην αφαιρεθούν από το επαναστατικό κίνημα οι δυνατότητες δράσης του μέσα και σε εκείνες τις συγκεκριμένες αστικές συνθήκες, που δεν ήταν και οι καλύτερες για το επαναστατικό κίνημα, γι’ αυτό κριτικάριζε και κατηγορούσε από την πρώτη στιγμή την Προσωρινή κυβέρνηση ότι δεν προωθούσε δημοκρατικά μέτρα, όπως κριτικάριζε και τους Μενσεβίκους και τους Εσέρους για τη συμβιβαστική τους στάση απέναντι και στην Προσωρινή κυβέρνηση και ιδιαίτερα απέναντι στον Κορνίλοφ. Και όλα αυτά για να απεγκλωβιστούν οι λαϊκές μάζες από την «ασύγγνωστη ευπιστία» τόσο προς την Προσωρινή κυβέρνηση όσο και προς τους Μενσεβίκους και τους Εσέρους.   
  • Το τρίτο ζήτημα είναι μια γενικότερη τοποθέτηση, στο πλαίσιο της παγκόσμιας γεωστρατηγικής των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, γύρω από το ερώτημα: τι σημαίνει στην πραγματικότητα μια επέκταση των ΗΠΑ και Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ουκρανία; Στο ερώτημα αυτό, κατά τη γνώμη μας, υπάρχει μόνο μια απάντηση. Εδραίωση των ΗΠΑ – ΝΑΤΟ στην Ουκρανία, και με τις δυνάμεις που γίνεται,  σημαίνει αποφασιστικό χτύπημα όχι μόνο στη Ρωσία αλλά και στο ίδιο το Κομμουνιστικό Κίνημα της Ουκρανίας, στη σοσιαλιστική μνήμη, στην προσδοκία για αναβίωση της Σοβιετικής Ένωσης και της παλινόρθωσης του σοσιαλισμού. Σημαίνει, ταυτόχρονα, και χτύπημα του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, γιατί του αφαιρείται ένα βασικό επιχείρημα ως προς το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε, σπέρνει την ηττοπάθεια. Όλοι οι λαοί των πρώην σοσιαλιστικών χωρών, με δημοσκοπήσεις που δημοσιεύονται από αστικά ΜΜΕ, αναπολούν το σοσιαλισμό που ζήσανε και το γεγονός αυτό αφαιρεί ένα από τα βασικά επιχειρήματα της προπαγάνδας –και της αστικής και της “αριστερής”, για το σοσιαλισμό, ως ολοκληρωτισμό, μια και νομιμοποιείται ο σοσιαλισμός που οικοδομήθηκε από την ίδια τη λαϊκή έκφραση και μάλιστα σε καπιταλιστικές συνθήκες. Την ίδια στιγμή μια εδραίωση των ΗΠΑ – ΝΑΤΟ στην Ουκρανία επιτρέπει τη μεταφορά του γεωστρατηγικού ενδιαφέροντος των ΗΠΑ στην Ανατολή. Ούτε αυτή η πλευρά πρέπει να αφήνει αδιάφορο το Κομμουνιστικό Κίνημα.

Εδώ πρέπει να σταθούμε και σε ορισμένα άλλα ζητήματα, τα οποία προκύπτουν για το Κόμμα μας. Οι εξελίξεις στην Ουκρανία καταρρίπτουν με τον πιο πειστικό τρόπο την επεξεργασία της ηγεσίας του Κόμματος για την ιμπεριαλιστική πυραμίδα. Βέβαια αυτήν την επεξεργασία της ηγεσίας του Κόμματος, που την επέβαλε χωρίς καμία δυνατότητα συζήτησης, την έχει καταρρίψει η «Νέα Σπορά» με συγκεκριμένη αρθρογραφία, στηριγμένη στα πραγματικά οικονομικά στοιχεία, που αφορούν τις οικονομικές σχέσεις των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων με τις υπόλοιπες χώρες.

Η Ουκρανία, όμως, μια χώρα με 44εκατ. πληθυσμό και με έκταση πάνω από 600000χιλ. τ.χ. και με διαμορφωμένο κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό, αποτελεί μια έμπρακτη απόδειξη για το ανυπόστατο αυτής της επεξεργασίας.  Και αυτό γιατί είναι πολύ καθαρό ότι οι εξελίξεις στην Ουκρανία επιβλήθηκαν από τον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για να γίνει εξάρτημα της μιας ή της άλλης ιμπεριαλιστικής δύναμης. Κατά συνέπεια διαψεύδεται και η θέση για το ζήτημα της εξάρτησης έτσι όπως την έχει διαμορφώσει η ηγεσία του Κόμματος.

Ταυτόχρονα οι εξελίξεις στην Ουκρανία αναδεικνύουν την ανάγκη και τη χρησιμότητα της αντιιμπεριαλιστικής πάλης, της υπεράσπισης των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών των λαϊκών μαζών, των κοινωνικών κατακτήσεων, τη σύνδεσή της με την πάλη των εργαζομένων ενάντια στα μονοπώλια, ενάντια στην ένταξη της χώρας στις διακρατικές ιμπεριαλιστικές συμμαχίες, για την οικονομική ανασυγκρότηση της οικονομίας, μετά, μάλιστα, από τις καταστροφικές συνέπειες της καταστροφικής καπιταλιστικής παλινόρθωσης.

Οι εξελίξεις αυτές αναδεικνύουν την ανάγκη της υπεράσπισης της εθνικής ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας, της επίλυσης θεμάτων που άπτονται στην ειρηνική διαβίωση διαφορετικών εθνοτήτων, της κατοχύρωσης του δικαιώματος της γλώσσας, της ειρηνικής συνεργασίας ιδιαίτερα με τις γειτονικές χώρες. Δηλαδή, αναδεικνύουν την ανάγκη μιας προγραμματικής πρότασης που θα προβλέπει εκείνους τους στόχους γύρω από τους οποίους θα συσπειρωθούν εκείνες οι κοινωνικές δυνάμεις, που θα αντιστρατεύονται τον ιμπεριαλισμό και θα ανοίγουν το δρόμο για το σοσιαλισμό. Και μια τέτοια κοινωνική συσπείρωση, που στην πράξη θα ισοδυναμεί με τη δημιουργία ενός κοινωνικού μετώπου, δε μπορεί παρά να εκφραστεί πρωταρχικά μέσα από την πολιτική του Κομμουνιστικού Κινήματος της Ουκρανίας για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, γεγονός που θα κρίνει και το άνοιγμα του δρόμου για το σοσιαλισμό.

Αφήσαμε ένα τελευταίο ζήτημα, το οποίο αφορά στην αυτοδιάθεση της Κριμαίας. Από την αρθρογραφία της «Νέας Σποράς» έχουμε εξηγήσει όλη τη διαδικασία της διοικητικής μεταφοράς της Κριμαίας από τη Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία της Ρωσίας, της οποίας αποτελούσε έδαφος, στην αρμοδιότητα της Σοσιαλιστικής Σοβιετικής Δημοκρατίας Ουκρανίας, και μετά την καπιταλιστική παλινόρθωση, την προσάρτηση της Κριμαίας στην Ουκρανία.

Η Κριμαία απολάμβανε καθεστώς περιορισμένης αυτονομίας και συνολικά στην Ουκρανία υπήρχαν κατοχυρωμένες δύο επίσημες γλώσσες: η Ουκρανική και η Ρώσικη. Παράλληλα επιτρέπονταν και όλες οι άλλες γλώσσες όλων των μειονοτήτων, χωρίς να θεωρούνται επίσημες.

Από τη στιγμή που το πραξικόπημα είχε ως αποτέλεσμα την απαγόρευση όλων των άλλων γλωσσών, απαγόρευση που δε θα περιοριζόταν μόνο στη γλώσσα αλλά και στα υπόλοιπα δικαιώματα των εθνοτήτων, όπως γνωρίζουμε και από την εμπειρία των Βαλτικών χωρών, τότε, εγείρεται πράγματι ζήτημα αυτοδιάθεσης για την Κριμαία, παίρνοντας, ταυτόχρονα, υπόψη και όλο το ιστορικό φορτίο που αφορά ειδικά την Κριμαία.

Η ηγεσία του Κόμματος δε θεώρησε ότι θα λύσει κάποιο ουσιαστικό πρόβλημα για το λαό της Κριμαίας και για τον Ουκρανικό λαό γενικότερα η αυτοδιάθεση της Κριμαίας. Πολύ περισσότερο που γίνεται κάτω από τις σημερινές καπιταλιστικές συνθήκες. Διαφοροποίησε δε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης της Κριμαίας στην περίπτωση που ο λαός της το εξασκούσε για να αποσχιστεί και να ενωθεί με μια σοσιαλιστική Ρωσία. Προχώρησε δε ακόμη περισσότερο. Σύνδεσε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης της Κριμαίας με το ενδεχόμενο να εγερθούν ανάλογα ζητήματα σε άλλες περιοχές, όπως των Βαλκανίων, και μας θύμισε την περίπτωση του Κόσσοβου.

Η με αυτόν τον τρόπο αντιμετώπιση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης του αλλάζει χαρακτήρα. Δεν αμφισβητεί το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης αυτό καθεαυτό, αλλά το δέχεται μόνο στην περίπτωση που η εξάσκησή του οδηγεί στην προσχώρηση σε ένα σοσιαλιστικό κράτος.

Αλλά αυτού του είδους η αντιμετώπιση δεν παύει να είναι λάθος, γιατί αλλάζει την ιστορική εξέλιξη του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης. Η αυτοδιάθεση σχετίζεται με το δικαίωμα των εθνών να συγκροτήσουν το δικό τους κράτος. Με την έννοια αυτή το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση προηγείται από τη γέννηση του σοσιαλισμού. Δεν έπεται. Ακόμη και στην περίπτωση της Τσαρικής αυτοκρατορίας ο Β. Ι. Λένιν αναγνώρισε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης στα έθνη που την συγκροτούσαν πριν τη σοσιαλιστική επανάσταση. Η παλινόρθωση του καπιταλισμού στην Ουκρανία και στη Ρωσία δεν αλλάζει την ουσία του ζητήματος της αυτοδιάθεσης, παίρνοντας υπόψη πάντα τις ιδιομορφίες που παρουσιάζει.

Επομένως το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης δε μπορεί να αντιμετωπίζεται ως ένα κατ’ εξαίρεση δικαίωμα, το οποίο αφορά αποκλειστικά το σοσιαλισμό. Πολύ περισσότερο δε μπορεί να αντιμετωπίζεται με φοβικά σύνδρομα. Η αναφορά στην περίπτωση του Κόσσοβου είναι ατυχής, ως αποτρεπτικό παράδειγμα, γιατί είναι μια διαφορετική περίπτωση – μέσα από την οποία καταδεικνύεται η υποκριτική στάση του ιμπεριαλισμού για το πώς αντιμετωπίζει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης.

Με τη μέχρι τώρα αρθρογραφία της «Νέας Σποράς» γύρω από τις εξελίξεις στην Ουκρανία, πιστεύουμε ότι αναδείξαμε σημαντικά πολιτικά προβλήματα που αφορούν στις εξελίξεις στην Ουκρανία αλλά και τη χώρα μας και το Κόμμα μας. Απομένει να σχολιάσουμε τις θέσεις των άλλων πολιτικών δυνάμεων στη χώρα μας και ορισμένες απόψεις που εμφανίστηκαν, που, ενώ, υποτίθεται, προβάλλονται ως απόψεις που στηρίζονται στη μαρξιστικολενινιστική ανάλυση στην πραγματικότητα είναι ξένες προς αυτήν. Αυτό θα είναι το αντικείμενο της επόμενης συνέχειας και έτσι με αυτό το άρθρο θα κλείσουμε τον κύκλο της συγκεκριμένης αρθρογραφίας για τις εξελίξεις στην Ουκρανία, τουλάχιστον προς το παρόν.

COMMENTS