Οι εξελίξεις στην Ουκρανία και το ΚΚΕ (2)

Στη δεύτερη συνέχεια του άρθρου μας θα ασχοληθούμε με ορισμένες άλλες πλευρές της στάσης του Κόμματος απέναντι στις εξελίξεις στην Ουκρανία. Και πριν απ’ όλα, κατά τη γνώμη μας το ζήτημα καθοριστικής σημασίας  που ενδιαφέρει να δούμε είναι το πως χειρίστηκε η ηγεσία του Κόμματος το σύστημα του συνόλου των αντιθέσεων που εκφράστηκαν στα γεγονότα της Ουκρανίας.

Πρέπει να σημειώσουμε ότι οι ανακοινώσεις και οι αναλύσεις που διαβάσαμε στον «Ρ» διακρίνονται από μία γενικότητα, παρά το γεγονός ότι φαίνονται, από μια πρώτη ματιά, να κινούνται στο έδαφος της «συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης». Γεγονός που καταδεικνύει ότι η ηγεσία του Κόμματος δε μπόρεσε τελικά να τοποθετηθεί με βάση αυτή τη θεμέλια θέση.

Γι’ αυτό το λόγο η κάθε τοποθέτηση που γινόταν πότε «έγερνε» από τη μια πλευρά και πότε από την άλλη. Που σημαίνει, πιο συγκεκριμένα, ότι πότε δινόταν μεγαλύτερο βάρος στις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και πότε στις ενδοαστικές, για να εγκαταλείψει, στο τέλος, η ανάλυση αυτές τις αντιθέσεις και να επικεντρωθεί αποκλειστικά και μόνο στη βασική αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας.

Και αυτό έγινε όταν έπρεπε να κατατεθεί μια συγκεκριμένη πρόταση, την ώρα που οι εξελίξεις ¨έτρεχαν¨ και έπρεπε να αντιμετωπιστεί ένα πραξικόπημα, που είχε ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση του προέδρου της χώρας και της κυβέρνησης. Πραξικόπημα που σχεδιάστηκε από τις ΗΠΑ, ενώ είχε υπογραφεί συμφωνία μεταξύ της κυβέρνησης Γιανουκόβιτς και των δυνάμεων της αντιπολίτευσης παρουσία των υπουργών εξωτερικών της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Πολωνίας, αλλά και του απεσταλμένου της Ρώσικης κυβέρνησης.

Και εδώ προκύπτουν οι ιδεολογικές και πολιτικές καθυστερήσεις του Κόμματος, ως αποτέλεσμα των γενικότερων  επεξεργασιών του, που αποτυπώθηκαν πιο συγκεκριμένα στο 19ο Συνέδριο, που τις τελικές τους συνέπειες τις εισπράττει το ίδιο το Κόμμα, που δεν μπορεί να παρακολουθήσει αποτελεσματικά τις άμεσες εξελίξεις και να τις εντάξει στη γενικότερη στρατηγική του.

Τις εισπράττουν και τα μέλη του Κόμματος που ακυρώνουν στην πράξη την ικανότητά τους  να αναπτύξουν τη δράση τους και να σταθούν αποφασιστικά απέναντι στις απαιτήσεις της ιδεολογικοπολιτικής αντιπαράθεσης, μετά, μάλιστα, την κατηγορία που εκτοξεύτηκε ενάντια στο Κόμμα, από διάφορες πλευρές, περί «ίσων αποστάσεων» απέναντι στο μπλοκ ΗΠΑ – Ευρωπαϊκής Ένωσης, από τη μια και Ρωσίας, από την άλλη.

Η «Νέα Σπορά» τόνισε ευθύς εξ αρχής, με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, ότι μια τοποθέτηση για τις εξελίξεις στην Ουκρανία δε μπορούσε παρά να γίνει πάνω στο έδαφος των ενδοϊμπεριαλιστικών και ενδοαστικών αντιθέσεων. Το πρόβλημα που προκύπτει εδώ είναι το πώς κατανοούνται αυτές ως πλαίσιο ανάλυσης και πως συνδυάζονται με τις άλλες αντιθέσεις, που δεν υπήρχαν και εμφανίστηκαν ως αποτέλεσμα της παλινόρθωσης του καπιταλισμού, όπως π.χ. οι εθνολογικές αντιθέσεις, οι εδαφικές κλπ.

Η παλινόρθωση του καπιταλισμού στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης είχε σαν αποτέλεσμα την επανεμφάνιση της βασικής αντίθεσης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Για τις χώρες αυτές η παλινόρθωση του καπιταλισμού σήμαινε, ταυτόχρονα, και μια μεγάλη καταστροφή της παραγωγικής τους βάσης, ενώ κατέστησαν, παράλληλα, και υπό διεκδίκηση ζωτικός χώρος των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Τον πρώτο λόγο, αρχικά, τον είχαν οι Δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, που αναβίωσαν «παλιούς» τους σχεδιασμούς και διεκδικήσεις, που δεν έπαψαν ποτέ να υπάρχουν, όπως π.χ. η Γερμανία (που διεκδικούσε ακόμη και εδάφη σε βάρος της Τσεχίας και Πολωνίας) ή οι ΗΠΑ που διεκδικούσαν να αυξήσουν την επιρροή τους στις χώρες αυτές, να τις εντάξουν στο ΝΑΤΟ και να τις καταστήσουν προγεφύρωμα ενάντια σε μια αποδυναμωμένη Ρωσία. Ειδικά οι ΗΠΑ «έβλεπαν» πολύ μακρύτερα. Επιδίωκαν να αντιμετωπίσουν, την ίδια στιγμή, και τον οποιοδήποτε «κίνδυνο» επιστροφής του σοσιαλισμού και επαναδημιουργίας της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.

Στην κατεύθυνση αυτή οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση – και από την Ευρωπαϊκή Ένωση ειδικότερα η Γερμανία, δε δίστασαν να χρησιμοποιήσουν ακόμη και φασιστικές δυνάμεις, να τις βοηθήσουν να αναδειχτούν στην κρατική εξουσία (περίπτωση Βαλτικών χωρών), να επιβάλουν την απαγόρευση της κομμουνιστικής ιδεολογίας, να την εξισώσουν με το ναζισμό και το φασισμό, να απαγορέψουν τη δράση των κομμουνιστικών κομμάτων και τα κομμουνιστικά σύμβολα, να καταστρέψουν τα μνημεία του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου και των κλασσικών του Μαρξισμού – Λενινισμού, να αναγνωρίσουν ως ήρωες όλους τους συνεργάτες των ναζιστικών στρατευμάτων, να στερήσουν δικαιώματα, ακόμη και της ψήφου, από τους Ρώσικους πληθυσμούς. Ταυτόχρονα άνοιγαν μέτωπα τύπου Γεωργίας, Τσετσενίας στις Νότιες περιοχές της Ρωσίας.

Από την πλευρά της η Ρωσία αντέδρασε σ’ αυτήν τη γεωστρατηγική των ΗΠΑ – Γερμανίας μέσα στο πλαίσιο του συσχετισμού των δυνάμεων που διαμορφώθηκε μετά την παλινόρθωση του καπιταλισμού, που τη φέρνει σε χειρότερη θέση σε σχέση με μια ισορροπία δυνάμεων που υπήρχε προηγούμενα, όταν δεν είχε διαλυθεί το σοσιαλιστικό σύστημα των Ευρωπαϊκών χωρών και η Σοβιετική Ένωση.

Βασική προσπάθεια της Ρωσίας, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την εγκατάσταση φιλοαμερικάνικων, κυρίως,  κυβερνήσεων στις υπόλοιπες σοσιαλιστικές χώρες, είναι να δημιουργήσει μια ζώνη επιρροής στα όρια, κατ’ αρχήν, της πρώην Σοβιετικής Ένωσης δια μέσου μιας νέας διακρατικής καπιταλιστικής ένωσης. Ταυτόχρονα η Ρωσία, στη συνέχεια,  προσπαθεί να δημιουργήσει έναν άξονα μεταξύ των αναδυόμενων χωρών: Βραζιλία, Κίνα, Ινδία, Νότια Αφρική και Ρωσία.

Στη σημερινή φάση των εξελίξεων η Ρωσία βρίσκεται σε πολύ καλύτερη κατάσταση και από την άποψη της οικονομίας και της στρατιωτικής ισχύος απ’ ότι τα πρώτα χρόνια μετά την καπιταλιστική παλινόρθωση και παρεμβαίνει στις διεθνείς εξελίξεις πολύ πιο ενεργά, όπως μας έδειξε και η περίπτωση της Συρίας.

Η Ουκρανία για τη Ρωσία είναι στρατηγικής σημασίας περιοχή για την ασφάλειά της. Η Ουκρανία θεωρείται το αδύνατο σημείο για την άμυνα της Ρωσίας. Ο ρόλος της αυτός δεν αλλοιώθηκε ποτέ. Έτσι ήταν προεπαναστατικά για την Τσαρική αυτοκρατορία, ο ίδιος ήταν στον Α’ και στο Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, το ίδιο παραμένει και σήμερα.

Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζουν την Ουκρανία και οι ΗΠΑ αλλά και η Γερμανία. Ιδιαίτερα η Γερμανία  θεωρεί την Ουκρανία την πιο άμεση περιοχή ζωτικής σημασίας γι’ αυτήν, ζωτικό της χώρο, για την επέκτασή της προς την Ανατολική Ευρώπη. Ταυτόχρονα, όμως, στο έδαφος της Ουκρανίας ενοποιούνται και διαχωρίζονται οι διαφορετικές προσεγγίσεις από την πλευρά των ΗΠΑ και της Γερμανίας.

Αυτό φάνηκε πολύ καθαρά από το γεγονός ότι οι ΗΠΑ αγνόησαν πλήρως τη συμφωνία που υπογράφηκε μεταξύ της κυβέρνησης Γιανουκόβιτς και των δυνάμεων της αντιπολίτευσης και πραξικοπηματικά επέβαλαν τη λύση, που από καιρό είχαν προετοιμάσει ακολουθώντας το δικό τους γεωστρατηγικό σχεδιασμό.

Επομένως αυτό που παρατηρούμε στην περίπτωση της Ουκρανίας είναι ότι οι αντιθέσεις που συνυπάρχουν είναι:

  1. Η βασική αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, ως αποτέλεσμα της αλλαγής των σχέσεων παραγωγής. Μια αντίθεση, όμως, που δεν παρουσιάζεται τόσο ¨καθαρή¨ (αυτό ισχύει για όλες τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες) όπως στις άλλες καπιταλιστικές χώρες, γιατί είναι φορτισμένη και με την αντίθεση καπιταλισμού – σοσιαλισμού, με το «πριν» την παλινόρθωση και με το «μετά», μια και ο καπιταλισμός που υπάρχει σήμερα στην Ουκρανία  δεν ανέτρεψε τη φεουδαρχία, ένα ιστορικά προηγούμενο σύστημα, αλλά το σοσιαλισμό, ένα ιστορικά επόμενο σύστημα. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι η πλειοψηφία του Ουκρανικού πληθυσμού αναπολεί το σοσιαλισμό, γιατί βιώνει την καπιταλιστική πραγματικότητα, τις συνθήκες εκμετάλλευσης και φέρνει στη μνήμη του τις σοσιαλιστικές σχέσεις εργασίας και κατανομής. Τις σοσιαλιστικές κατακτήσεις.

  2. Οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων ΗΠΑ, Γερμανίας και Ρωσίας αλλά, ταυτόχρονα, και οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας και δίπλα σ’ αυτές και οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις μέσα στους βασικούς εταίρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τη Γαλλία στο πλευρό των ΗΠΑ και τη Γερμανία να αναζητάει να μη διαταραχτούν πέρα από ένα σημείο οι σχέσεις της με τη Ρωσία, εξ αιτίας των οικονομικών ανταλλαγών. Εδώ πρέπει να διευκρινιστεί ότι τις αντιθέσεις αυτές σημαντικό τμήμα του Ουκρανικού πληθυσμού δεν τις αντιλαμβάνεται ως τέτοιες, γιατί παρεμβαίνει η σοσιαλιστική μνήμη και αλλοιώνει το χαρακτήρα τους. Τον προσανατολισμό της χώρας προς τη Ρωσία τον αντιλαμβάνεται και ως προσπάθεια αναβίωσης της Σοβιετικής Ένωσης, ενώ, αντίθετα, ένα άλλο τμήμα του πληθυσμού αντιλαμβάνεται τον προσανατολισμό προς τις ΗΠΑ και τη Γερμανία ως την οριστική ματαίωση αυτής της αναβίωσης, δηλαδή, ό, τι ακριβώς επιδιώκει και η γεωστρατηγική των ΗΠΑ.

  3. Οι ενδοαστικές αντιθέσεις μέσα στην ίδια την Ουκρανία που έχουν να κάνουν με τον προσανατολισμό της χώρας και την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ ή την Ευρασιατική Οικονομική Ζώνη. Στην αντίθεση αυτή δεν παρεμβαίνουν μόνο οικονομικοί λόγοι, αλλά και πολιτικοί,  εθνολογικοί ακόμη και πολιτισμικοί. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η αντίθεση αυτή, που έχει πάρει οξύτατο χαρακτήρα, ώστε το ένα τμήμα της αστικής τάξης να στρέφεται ανοιχτά ενάντια στο άλλο, αναδεικνύει την εξάρτηση των τμημάτων της αστικής τάξης από τις διαφορετικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Η Ανατολική Ουκρανία π.χ., που διαθέτει και την πιο σημαντική οικονομική δραστηριότητα εξαρτάται από τη Ρωσία, γιατί διοχετεύει, κατά κύριο λόγο, τα προϊόντα της προς αυτήν, αλλά εξαρτάται και από την άποψη της ενέργειας. Το άλλο τμήμα της αστικής τάξης προσβλέπει στην πρόσδεση με την Ευρωπαϊκή Ένωση γιατί  ελπίζει στην οικονομική του ισχυροποίηση.

  4. Εθνολογικές και πολιτισμικές αντιθέσεις, οι οποίες αναβίωσαν και οξύνθηκαν με την καπιταλιστική παλινόρθωση και οι οποίες στη συνέχεια καλλιεργήθηκαν συστηματικά σε μια προσπάθεια να ξαναγραφτεί η ιστορία της Ουκρανίας. Το σημαντικότερο γεγονός που πρέπει, κατά τη γνώμη μας, να αναδειχτεί σ’ αυτήν την περίπτωση των αντιθέσεων είναι ότι αυτές προϋπήρχαν  και στην περίοδο του σοσιαλισμού, ότι η οικοδόμηση του σοσιαλισμού δεν είχε κατορθώσει να τις επιλύσει στο βαθμό που έπρεπε. Η αναβίωσή τους δεν αφορά αποκλειστικά την εθνολογική καταγωγή αλλά αποκαλύπτει και την καθυστέρηση της υλικής βάσης του σοσιαλισμού, τη μη επαρκή ανάπτυξή της, που δεν έφτασε στο επίπεδο εκείνο, ώστε να αποτελέσει το μοχλό εξάλειψης των εθνολογικών διαφορών.

  5. Παραπέρα, το πλαίσιο των αντιθέσεων, πρέπει να το συμπληρώσουμε και με τις εδαφικές αντιθέσεις. Αυτές οι τελευταίες αφορούν στην περίπτωση της Κριμαίας, η οποία είχε αποκτήσει περιορισμένη αυτονομία και η οποία αποτελούσε Ρώσικο έδαφος. Παραχωρήθηκε διοικητικά στην Ουκρανία το 1954 με απόφαση της τότε ηγεσίας της Σοβιετικής Ένωσης. Δε νομίζουμε ότι πρέπει να ασχοληθούμε με το εάν η απόφαση αυτή της τότε ηγεσίας υπέκρυπτε ή όχι κάποια ιδιαίτερη σκοπιμότητα από την πλευρά του Νικήτα Χρουτσόφ, επειδή ήταν Ουκρανικής καταγωγής. Η γεωγραφική θέση της Κριμαίας μπορεί να δικαιολογεί, από πρώτη ματιά, μια διοικητική μεταφορά από τη Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία της Ρωσίας στη Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία της Ουκρανίας. Αυτό, όμως, που πρέπει να συγκρατήσουμε είναι ότι η Κριμαία κατέστη, με βάση τις πρόσφατες εξελίξεις, εδαφική διαφορά ανάμεσα στην Ουκρανία και τη Ρωσία. Ότι η διοικητική διαίρεση της Ουκρανίας, που τόσο ανησύχησε τον Β. Ι. Λένιν, που επιχειρήθηκε στα πρώτα χρόνια του σοσιαλισμού, δε μπορεί παρά να έλαβε υπόψη και τα εθνολογικά δεδομένα της τότε Ουκρανίας γι’ αυτό και κατέληξε να είναι η Ουκρανία μία και μοναδική διοικητική και οικονομική περιφέρεια και δε διαμοιράστηκε σε Δυτική με πρωτεύουσα το Κίεβο και Νοτιοανατολική με πρωτεύουσα το Χάρκοβο. Το δεύτερο που πρέπει να συγκρατήσουμε είναι ότι η οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε ένα πολυεθνικό κράτος δε μπορεί παρά να παίρνει πολύ σοβαρά υπόψη και τα εδαφικά όρια της κάθε ξεχωριστής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας, γιατί η συγχώνευση των εθνών είναι μια μακρά διαδικασία έως ότου απεγκλωβιστεί από τα εδαφικά όρια. Τέλος το τρίτο που πρέπει να συγκρατήσουμε είναι ότι η εδαφική διαφορά μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας σε ότι αφορά στην Κριμαία μεταφέρθηκε στο εσωτερικό της Ουκρανίας, σε περιοχές που κατοικούν Ρωσόφωνοι πληθυσμοί και που έχουν ήδη διατυπώσει το αίτημα της προσχώρησης στη Ρωσία.

  6. Τέλος θα πρέπει να σταθούμε και σε μια άλλη αντίθεση η οποία ουσιαστικά ανήκει στις ενδοαστικές αντιθέσεις και αφορά στη μορφή της αστικής διακυβέρνησης. Την ξεχωρίζουμε όμως, γιατί στην Ουκρανία χρησιμοποιήθηκαν ανοιχτά, σε μια επανάληψη, εκ μέρους των ΗΠΑ και της Γερμανίας, οι ναζιστικές δυνάμεις ως πολιορκητικός κριός ενάντια στο τμήμα της αστικής τάξης, που ήταν προσανατολισμένο προς τη Ρωσία και διέθετε κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Στην ουσία πραγματοποιήθηκε ένα πραξικόπημα, με εξωτερική παρέμβαση ακόμη και με αποστολή μισθοφόρων, το οποίο καλύφτηκε την ίδια στιγμή και με ένα κοινοβουλευτικό πραξικόπημα. Όλη αυτή η εξέλιξη έφερε στο προσκήνιο την αντιμετώπιση, στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας, του ναζιστικού κινδύνου. Και με αφορμή αυτό το γεγονός επανήλθε στο προσκήνιο, από ορισμένους σχολιογράφους, η ανάγκη δημιουργίας ενός αντιφασιστικού μετώπου.

Το ζήτημα που έχουμε να εξετάσουμε τώρα, σε σχέση με τις εξελίξεις στην Ουκρανία, είναι να προσδιορίσουμε ποιες από αυτές τις αντιθέσεις ήταν οι κυρίαρχες και με βάση τις οποίες θα μπορούσε να κινητοποιηθεί ο Ουκρανικός λαός, η εργατική τάξη πριν απ’ όλες τις κοινωνικές δυνάμεις.

Αυτό που εντυπωσιάζει πάνω απ’ όλα στις εξελίξεις στην Ουκρανία είναι ότι από την πλευρά των δυνάμεων της συμπολίτευσης δεν επιχειρήθηκε σχεδόν καμία κινητοποίηση υπεράσπισης της κυβέρνησης απέναντι στις από κάθε άποψη ξεκάθαρες, στο χαρακτήρα τους, κινητοποιήσεις, που πραγματοποιήθηκαν από την πλευρά των δυνάμεων της αντιπολίτευσης με αιχμή τις ναζιστικές δυνάμεις.

Στην Ουκρανία φαινόταν καθαρά, και αποδείχτηκε από τις ίδιες τις εξελίξεις, ότι υπήρχε ένας συγκεκριμένος σχεδιασμός, με παρέμβαση των ΗΠΑ και της Γερμανίας που καθοδηγούσαν τις πολιτικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης, με μεταφερμένο κόσμο κυρίως από τη Δυτική Ουκρανία και επίκεντρο το Κίεβο, μικροαστικό κατά βάση στη σύνθεσή του, που κυριαρχούσαν σ’ αυτόν οι απόγονοι των ναζιστών και που δεν ξεπέρασε τις 25 χιλιάδες. Ο σχεδιασμός πρόβλεπε αιματοκύλισμα με ελεύθερους σκοπευτές, καταλήψεις κυβερνητικών κτιρίων, της βουλής, με συλλήψεις κυβερνητικών παραγόντων και με μετωπικές συγκρούσεις με τις δυνάμεις ασφαλείας.

Το γεγονός, όμως, που εντυπωσιάζει πιο πολύ είναι ότι η εργατική τάξη έμεινε έξω από αυτές τις εξελίξεις. Αυτό ακριβώς το γεγονός αποκαλύπτει και την κατάσταση που βρίσκεται αυτήν τη στιγμή το εργατικό κίνημα της Ουκρανίας. Μέσα από αυτήν την αποχή της εργατικής τάξης καταδεικνύεται και η σχέση του Κομμουνιστικού Κινήματος με την εργατική τάξη, οι αδύνατοι δεσμοί του γενικότερα με τους εργαζόμενους.

Δηλαδή αυτό που έλειψε παντελώς όλους αυτούς τους μήνες που μας απασχολούν οι εξελίξεις στην Ουκρανία είναι η αυτοτελής κινητοποίηση των εργαζομένων και των νεοδημιουργημένων μικροαστικών στρωμάτων κάτω από την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κινήματος της Ουκρανίας.

Από αυτήν την άποψη μια πρώτη παρατήρηση που πρέπει να γίνει ως προς το σύστημα των αντιθέσεων που εκφράστηκαν στις Ουκρανικές εξελίξεις είναι ότι δεν ήταν δυνατό να υπάρξει μια επίλυση της Ουκρανικής κρίσης, από την πλευρά του Κομμουνιστικού Κινήματος, που θα βασιζόταν στην άμεση επίλυση της βασικής αντίθεσης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας.

Πως αντέδρασε η ηγεσία του δικού μας Κόμματος στις εξελίξεις αυτές; Παραθέτουμε δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα, το ένα από ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου του Κόμματος και το δεύτερο από  ομιλία του Δ. Κουτσούμπα στις Βρυξέλλες, για να διαπιστώσουμε το πώς εκφράστηκε η θέση του Κόμματος:

•«Εκφράζουμε την αλληλεγγύη μας στους κομμουνιστές και τον εργαζόμενο λαό της Ουκρανίας και την πεποίθηση πως αυτός πρέπει να οργανώσει τη δική του αυτοτελή πάλη με κριτήριο τα συμφέροντά του και όχι με κριτήριο ποιον ιμπεριαλιστή επιλέγει το ένα ή άλλο τμήμα της ουκρανικής πλουτοκρατίας. Να χαράξει το δρόμο για το σοσιαλισμό, που αποτελεί τη μοναδική εναλλακτική λύση στα αδιέξοδα του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης» (Ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου του Κόμματος, 19/02/2014, υπογράμμιση δική μας).

•«Τρανταχτή απόδειξη είναι τα αιματηρά γεγονότα στο Κίεβο της Ουκρανίας, που συνδέονται τόσο με την επέμβαση της ΕΕ και των ΗΠΑ στις εξελίξεις στην Ουκρανία, όσο και με την καπιταλιστική παλινόρθωση σ’ αυτή τη χώρα και την ένταση του σφοδρού ανταγωνισμού αυτών των δυνάμεων με τη Ρωσία, για τον έλεγχο των αγορών, των πρώτων υλών και των δικτύων μεταφοράς της χώρας. Λύση, όμως, για το λαό της Ουκρανίας δεν είναι ούτε η πρόσδεσή του στη σημερινή καπιταλιστική Ρωσία ούτε στην καπιταλιστική ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Λύση για το λαό της Ουκρανίας είναι να βαδίσει στο δρόμο του σοσιαλισμού, της ισότιμης συνεργασίας με τις γειτονικές χώρες, με όλες τις χώρες του κόσμου» (Από την ομιλία του Δ. Κουτσούμπα στις Βρυξέλλες, 21/02/2014, υπογράμμιση δική μας).

Όπως διαπιστώνουμε η λύση που προτείνει η ηγεσία του Κόμματος για την επίλυση της Ουκρανικής κρίσης είναι: «να χαράξει το δρόμο για το σοσιαλισμό ή να βαδίσει στο δρόμο του σοσιαλισμού». Και εάν πάρουμε υπόψη το πώς κατανοεί και εκλαϊκεύει «το δρόμο του σοσιαλισμού» η ηγεσία του Κόμματος στη χώρα μας αντιλαμβανόμαστε αμέσως ότι η επίλυση της Ουκρανικής λύσης είναι ο άμεσος σοσιαλισμός. Στη γενική της διατύπωση, όπως γίνεται κατανοητό, ως έναρξη μιας πορείας προσέγγισης του σοσιαλισμού, η θέση αυτή είναι σωστή. Από τη στιγμή, όμως, που θα πρέπει να συγκεκριμενοποιηθεί μετατρέπεται στο αντίθετό της. Γίνεται άμεσος σοσιαλισμός.

Μ’ αυτήν την αντιμετώπιση του συγκεκριμένου ζητήματος, εκ μέρους της ηγεσίας του Κόμματος, βρισκόμαστε μπροστά στο ίδιο πρόβλημα, τόσο στη χώρα μας όσο και στην Ουκρανία. Στη προβολή μιας γενικής τοποθέτησης για το δρόμο του σοσιαλισμού, που στην πράξη ισοδυναμεί με την άμεση προβολή του σοσιαλισμού ως απάντησης στην κρίση, την ώρα που ο υποκειμενικός παράγοντας δε μπορεί να ανταποκριθεί στην αμεσότητα του αιτήματος, την ώρα που, ταυτόχρονα, δεν απαντάει στις εξελίξεις που “τρέχουν” πάνω «στο δρόμο του σοσιαλισμού», που έντεχνα μπορεί να εκλαμβάνεται και ως δρόμος προς το σοσιαλισμό, που είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα από τον άμεσο σοσιαλισμό. Η «Νέα Σπορά» πάνω σ’ αυτό το θέμα έχει τοποθετηθεί σε προηγούμενες αναρτήσεις και δεν θα επανέλθει στο άρθρο αυτό.

Αυτό που απομένει να εξετάσουμε τώρα είναι το ζήτημα: πάνω σε ποιες αντιθέσεις θα έπρεπε να αναπτυχθεί η πάλη του Ουκρανικού λαού, κυρίαρχα της εργατικής τάξης και των νεοδημιουργημένων μικροαστικών στρωμάτων. Αλλά αυτό το ζήτημα θα το αναπτύξουμε στο επόμενο άρθρο μας.

COMMENTS