Οι εξελίξεις στην Ουκρανία και το ΚΚΕ (1)

Η θέση του Κόμματος, που αφορά στις εξελίξεις στην Ουκρανία, τελικά, καταστάλαξε  και δόθηκε συμπυκνωμένη από τον Δημήτρη Κουτσούμπα στην ομιλία του στο Σπόρτιγκ. Παραθέτουμε το  σχετικό απόσπασμα για να έχουν άμεση πρόσβαση σ’ αυτό οι αναγνώστες μας και να διευκολυνθούν ως προς το σχολιασμό μας.

 ukr1

Φώτο 1. Μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην Κριμαία

«Η ΕΕ δείχνει το πιο αποκρουστικό της πρόσωπο στην περίπτωση της Ουκρανίας, με τη στήριξη που από κοινού με τις ΗΠΑ προσφέρει στην αντιδραστική κυβέρνηση, στην οποία συμμετέχουν ναζιστές και η οποία πρωτοστατεί στον αντικομμουνισμό, στον αντισοβιετισμό, στην καταστροφή των αντιφασιστικών μνημείων.

Οι σχέσεις συνεργασίας και ανταγωνισμού που έχει η ΕΕ και κυρίως ορισμένες χώρες της, όπως η Γερμανία, με τη Ρωσία δεν αλλάζουν την ουσία, ότι η ΕΕ είναι συνυπεύθυνη για το δράμα του ουκρανικού λαού. Αυτή είναι η αλήθεια, ό, τι και αν πουν οι γνωστοί ευρωλάγνοι, που επαναλαμβάνουν τα γνωστά, ότι η ΕΕ σύρεται πίσω από τις ΗΠΑ, δεν έχει δική της εξωτερική πολιτική και όλα τα άλλα φαιδρά που ακούμε από την εποχή του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία. Τι έχουν να πουν όλοι αυτοί για την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, που η ΕΕ επεμβαίνει μόνη της, χωρίς την άμεση συμμετοχή των ΗΠΑ;

Η στάση των ΗΠΑ, της ΕΕ και του ΝΑΤΟ σχετικά με τις εξελίξεις στην Ουκρανία και το δημοψήφισμα της Κριμαίας αποτελεί μνημείο υποκρισίας. Αφού είναι οι ίδιες δυνάμεις που πρωτοστάτησαν στο διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας, στην απόσπαση του Κοσσόβου από τη Σερβία, στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις σε Ιράκ, Αφγανιστάν, Λιβύη, στην οργάνωση πραξικοπημάτων εναντίον κυβερνήσεων που δεν τους είναι αρεστές, όπως πριν στη Συρία, τώρα στην Ουκρανία.

Βεβαίως, η ενσωμάτωση της Κριμαίας στη Ρωσία δεν αντιμετωπίζει αποτελεσματικά την επέμβαση, δε θα λύσει ουσιαστικά κανένα από τα πραγματικά προβλήματα του λαού της Κριμαίας, ούτε θα σημάνει καμία πραγματική εξομάλυνση της κατάστασης ή λύση ειρήνης και συνεργασίας για τους λαούς της περιοχής με ευημερία και πρόοδο. Γιατί και η Ρωσία και η Ουκρανία τη βαρβαρότητα του καπιταλισμού βιώνουν, η πλειοψηφία των λαών τους υποφέρει.

Θα ήταν διαφορετικό αν η Ρωσία ήταν μια σοσιαλιστική χώρα κι ο λαός της Κριμαίας είχε κάνει την επιλογή και ζητούσε την ένταξη σε μια σοσιαλιστική ένωση μαζί με τη Ρωσία, όπως έγινε με την ένταξη χωρών στην ΕΣΣΔ.

Χώρια που είναι υπαρκτός σήμερα ο κίνδυνος να “ανοίξει ο ασκός του Αιόλου” και σε άλλες περιοχές, ειδικά στα Βαλκάνια, να οδηγήσει και σε άλλες ενσωματώσεις περιοχών, όπως στην ενσωμάτωση του Κοσσόβου στη λεγόμενη “Μεγάλη Αλβανία”.

Ο λαός της Κριμαίας, ο ουκρανικός λαός, ο ρωσικός λαός έχουν ιστορικές μνήμες και εμπειρίες θετικές από τα χρόνια του σοσιαλισμού, που δε σβήνονται ακόμη και αν έχουν περάσει πάνω από 20 χρόνια από τις ανατροπές.

Και αυτή η εμπειρία λέει ότι στις συνθήκες του σοσιαλισμού οι λαοί, οι εθνότητες στην ΕΣΣΔ ζούσαν αδελφωμένοι και προόδευαν με ειρήνη, ενώ τώρα χύνεται το εθνικιστικό – διχαστικό δηλητήριο. Αυτό τον άλλο δρόμο πρέπει να ακολουθήσουν αυτοί οι λαοί και όλοι οι λαοί σήμερα.

Σε όλους αυτούς που καλοπροαίρετα ρωτάνε, “μήπως οι εξελίξεις στην Ουκρανία αποδεικνύουν ότι η ΕΕ είναι ένα αναγκαίο κακό και ότι έξω από αυτό το μαντρί σε τρώει ο λύκος;”, απαντάμε:

Ο λύκος σε τρώει ακόμα καλύτερα κι ευκολότερα μέσα στο μαντρί. Μήπως δεν μας έφαγαν όλες τις αποταμιεύσεις, όλα τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων, τους μισθούς, τις συντάξεις, τα δικαιώματα, την περίθαλψη, την Υγεία, την Παιδεία; Ποιος τα έφαγε όλα αυτά; Μήπως η ΕΕ μας προστάτευσε τάχα από την κρίση; Το αντίθετο μάλιστα. Την έκανε πιο οδυνηρή. Μήπως η ΕΕ βοήθησε στην επίλυση των λεγόμενων εθνικών θεμάτων, τις γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο; Έλυσε το Κυπριακό; Τίποτε από όλα αυτά δεν έγινε. Και σήμερα, με τις πλάτες της ΕΕ, προετοιμάζεται ένα νέο καταστροφικό “σχέδιο Ανάν” που νομιμοποιεί τη διχοτόμηση, την τουρκική εισβολή και κατοχή» («Ρ» 17/03/2014).

Θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι το συγκεκριμένο απόσπασμα, «φρονίμως ποιούσα» και στριμωγμένη από τις ίδιες τις εξελίξεις η ηγεσία του Κόμματος, είναι με προσοχή διατυπωμένο ως προς τις «ίσες αποστάσεις» ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ευρωπαϊκή Ένωση από τη μια και Ρωσία από την άλλη, απόδειξη ότι δεν περιέχει καμία καταγγελία ενάντια στη Ρωσία, πέρα από αυτήν την ήπια αναφορά που σχετίζεται με τη «συνεργασία και τον ανταγωνισμό» της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ειδικότερα της Γερμανίας. Ούτε καν ονομάζει τη Ρωσία ιμπεριαλιστική χώρα.

Είναι φανερό ότι πρόκειται για μια προσπάθεια να «συμμαζευτούν τα πράγματα», σε σχέση με μια σειρά προηγούμενων ανακοινώσεων και άρθρων του Κόμματος. Την ίδια στιγμή, στο βασικό της περιεχόμενο, η τοποθέτηση αυτή δεν αρνείται τίποτα ως προς τις προηγούμενες θέσεις που πήρε η ηγεσία του Κόμματος. Και, όπως είναι φυσικό, όταν παίρνεις ως Κόμμα λάθος θέσεις, τις οποίες δεν θέλεις και να τις διορθώσεις, η συνέχεια δε μπορεί παρά να συσσωρεύει καινούργια λάθη.

Το άρθρο αυτό επιχειρεί να αντιμετωπίσει τα ζητήματα που προκύπτουν από τις θέσεις που έχει πάρει μέχρι τώρα η ηγεσία του Κόμματος γύρω από τις εξελίξεις στην Ουκρανική κρίση. Στην πρώτη συνέχεια θα επικεντρώσει στο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και του αποχωρισμού, έτσι όπως καθορίζεται αυτό στις σημερινές συνθήκες με δεδομένο το ρόλο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και του αποχωρισμού επιχειρείται να παρουσιαστεί ως ένα επίφοβο ζήτημα, ότι μπορεί να γίνει η αφορμή για ένα γενικευμένο αποχωρισμό, μια και ούτε λίγο – ούτε πολύ πολλές χώρες, και στην περιοχή των Βαλκανίων, αντιμετωπίζουν ανάλογα προβλήματα σαν και αυτό της Κριμαίας ̇  με την έννοια αυτή μια θέση υπεράσπισης του αποχωρισμού μπορεί να αξιοποιηθεί από την πλευρά των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για την αλλαγή των συνόρων των κρατών. Χρειάζεται να αποσαφηνίσουμε ότι η περίπτωση της Κριμαίας αποτελεί μια εξαιρετικά ιδιόμορφη περίπτωση κυρίως από το ρόλο της Ρωσίας ως ιμπεριαλιστικής δύναμης και του γεγονότος ότι ο αποχωρισμός της Κριμαίας από την Ουκρανία σημαίνει ταυτόχρονα και ένωσή της με τη Ρωσία.

Η «Νέα Σπορά» στη σειρά άρθρων που δημοσίευσε για τις εξελίξεις στην Ουκρανία, ειδικότερα στην τρίτη και τέταρτη συνέχεια, προσπάθησε να αποτυπώσει το πώς εξελίσσονται οι γεωστρατηγικές επιδιώξεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων – και  ιδιαίτερα των ΗΠΑ, της Γερμανίας και της Ρωσίας, και οι αντιθέσεις μεταξύ τους.

Ταυτόχρονα προσπάθησε να περιγράψει ποιο, κατά τη γνώμη της, θα έπρεπε να είναι το πλαίσιο της πολιτικής με βάση το οποίο όφειλε το Κομμουνιστικό Κίνημα της Ουκρανίας να αναπτύξει τη δράση του απέναντι στις αστικές κυβερνήσεις της Ουκρανίας, σε ότι αφορά την ανάπτυξη της ταξικής πάλης και την προοπτική ένταξης της χώρας είτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση είτε στην Ευρασιατική Οικονομική Ζώνη.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο πήρε θέση και για το ζήτημα της Κριμαίας τονίζοντας ότι έπρεπε να παραχωρηθεί πλατιά δημοκρατική αυτονομία στην Κριμαία, που θα σήμαινε στην πράξη και την αναγνώριση του δικαιώματος στο λαό  της Κριμαίας στην απόσχιση από την Ουκρανία, χωρίς να είναι βέβαιο ότι και θα πραγματοποιούταν αυτή.

Η συλλογιστική αυτής της θέσης βασίζεται στις Λενινιστικές απόψεις για το εθνικό ζήτημα: «Όσο το δημοκρατικό καθεστώς ενός κράτους βρίσκεται πιο κοντά προς την πλήρη ελευθερία του αποχωρισμού, τόσο πιο σπάνιες και πιο αδύνατες θα είναι στην πράξη οι τάσεις για αποχωρισμό…» (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμος 27, σελ. 259).

Ταυτόχρονα η θέση αυτή βασίζεται στο πρόσφατο παρελθόν του εδαφικού ζητήματος της Κριμαίας και το πώς εντάχθηκε στην Ουκρανία. Η Κριμαία δεν ήταν Ουκρανικό έδαφος. Ανήκε στη Ρωσία. Αυτό το γεγονός δεν αμφισβητείται ιστορικά από κανέναν. Η Κριμαία εντάχθηκε διοικητικά και μόνο στην Ουκρανία το 1954 και κάτω από τις συνθήκες ενός σοσιαλιστικού καθεστώτος και στο πλαίσιο της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτή η διοικητική ένταξη δε σήμαινε με κανένα τρόπο και την εδαφική ένταξη της Κριμαίας στη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ουκρανίας. Τέτοια πράξη – απόφαση της τότε ηγεσίας της Σοβιετικής Ένωσης δεν υπάρχει.

Η διοικητική διαίρεση στην τότε Σοβιετική Ένωση δεν πρέπει να συγχέεται με την ύπαρξη των ξεχωριστών κρατών, των Σοσιαλιστικών Σοβιετικών Δημοκρατιών, που συγκροτούσαν τη Σοβιετική Ένωση. Μάλιστα πρέπει να πούμε ότι το πρόβλημα του διοικητικού και οικονομικού χωρισμού το αντιμετώπισε και η ίδια η Ουκρανία. Ο ίδιος ο Β. Ι. Λένιν σε σημείωμά του γράφει: «Οι ουκρανοί σύντροφοι ανησυχούν σχετικά με το χωρισμό της Ουκρανίας σε οικονομικές περιφέρειες. Κατά την αντίληψή τους, πρέπει να διαφυλαχτεί η Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία της Ουκρανίας σαν ενιαίο σύνολο» (Β. Ι. Λένιν, Για τη διοικητική διαίρεση της Ουκρανίας, Άπαντα, Τόμος 54, σελ. 157).

Και πράγματι, απορρίφθηκε η πρόταση της διαίρεσης της Ουκρανίας σε δύο διοικητικές – οικονομικές περιφέρειες, η μία, με κέντρο το Κίεβο και η δεύτερη,  με κέντρο το Χάρκοβο, και η Ουκρανία παρέμεινε μία και ενιαία οικονομική περιφέρεια. Η πρόταση για το χωρισμό σε δύο περιφέρειες ήταν της Κρατικής Επιτροπής Σχεδίου.

Όταν γινόταν αυτός ο διοικητικός χωρισμός σε οικονομικές περιφέρειες στην τότε Σοβιετική Ένωση η Κριμαία δεν ανήκε στην Ουκρανία. Εδαφικά, διοικητικά και ως οικονομική περιφέρεια ανήκε στη Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία της Ρωσίας μέχρι το 1954.  

Η παλινόρθωση του καπιταλισμού στη Σοβιετική Ένωση είχε ως συνέπεια η διοικητική ένταξη της Κριμαίας να μετατραπεί σε εδαφική προσάρτηση της Κριμαίας στην Ουκρανία. Και μάλιστα να κατοχυρωθεί αυτή η προσάρτηση με διεθνή συμφωνία μεταξύ των ΗΠΑ, της Ρωσίας και της Μ. Βρετανίας το 1994, που θα ήταν και οι εγγυήτριες δυνάμεις της εθνικής ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας.

Η άνοδος, με πραξικοπηματικό τρόπο, στην κυβερνητική εξουσία του νέου μπλοκ δυνάμεων, που συμπεριλαμβάνει και ναζιστικές δυνάμεις, έφερε για την Κριμαία μια ουσιαστική αλλαγή. Την απαγόρευση της Ρωσικής γλώσσας, και όλων των άλλων γλωσσών που δεν ήταν επίσημες.

Για να αξιολογηθεί αυτή η απαγόρευση στις πραγματικές της διαστάσεις και να αποδοθεί ο αντίκτυπος που έχει στην πραγματική ζωή τόσο των Ρώσων όσο και των Ουκρανών πρέπει να αναφέρουμε ότι οι επίσημες γλώσσες στην Ουκρανία ήταν η Ουκρανική και η Ρωσική.

Την ίδια στιγμή μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας υπάρχει πληθυσμιακή διάχυση – ανέκαθεν υπήρχε από τον καιρό της Τσαρικής Αυτοκρατορίας μεταξύ κυρίως των γειτονικών περιοχών Ουκρανίας – Ρωσίας, με αποτέλεσμα μερικά εκατομμύρια Ρώσων να ζουν στην Ουκρανία και μερικά εκατομμύρια Ουκρανών να ζουν στη Ρωσία.

Η γλώσσα είναι ένα από τα βασικά στοιχεία – γνωρίσματα που συνθέτουν ένα έθνος. Η κατάργηση της Ρωσικής γλώσσας, στην πράξη, ισοδυναμούσε με την κατάργηση του Ρωσικής εθνότητας στην Ουκρανία. Αν τώρα πάρουμε υπόψη την ένταση με την οποία επανήλθε στο προσκήνιο όλη η προϊστορία της περιοχής της Κριμαίας και το εθνολογικό ζήτημα που δημιουργήθηκε στην Ανατολική Ουκρανία, που αντιστοιχεί εδαφικά στη μισή περίπου Ουκρανία, διαπιστώνουμε τη δύναμη ακόμη του εθνολογικού ζητήματος γενικά, το πώς επιβιώνει αυτό ανάμεσα στους λαούς και διαπερνάει τις λαϊκές μάζες, ότι ακόμη και σε σοσιαλιστικές συνθήκες δεν ξεπερνιέται καθόλου εύκολα και δεν είναι μια απλή υπόθεση συγχώνευσης των λαών.

Η παλινόρθωση δε του καπιταλισμού στην πρώην Σοβιετική Ένωση αναβίωσε το εθνολογικό ζήτημα και του έδωσε νέα ένταση με αποτέλεσμα να προκύψουν εδαφικές διεκδικήσεις, πάνω στις οποίες πάτησαν οι ΗΠΑ για να ξετυλίξουν και να εφαρμόσουν τη γεωστρατηγική τους στο πλαίσιο της επιδίωξης και εξασφάλισης της παγκόσμιας ηγεμονίας τους.

Ταυτόχρονα, ένα άλλο στοιχείο που έχει τη σημασία του, είναι η ίδια η εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού της Κριμαίας. Είναι ψευδής η εικόνα που προσπάθησαν να δώσουν ορισμένα αστικά ΜΜΕ ότι η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού είναι Ρώσοι. Η πραγματική σύνθεση του πληθυσμού είναι: 65% περίπου Ρώσοι, 20% περίπου Ουκρανοί, 12% περίπου Τάταροι και ο υπόλοιπος πληθυσμός αποτελείται από Έλληνες, Εβραίους, Αρμένιους κλπ.

Αν πάρουμε υπόψη τα αποτελέσματα του πρόσφατου δημοψηφίσματος στην Κριμαία με τη συμμετοχή του 87% του πληθυσμού και το 96.6% υπέρ της απόσχισης αυτό σημαίνει ότι το 50% περίπου των Ουκρανών και των Τατάρων τάχθηκαν υπέρ της απόσχισης.

Το πρόβλημα της Κριμαίας, ως εθνολογικού ζητήματος, με τα στοιχεία που το συνθέτουν δεν αντιστοιχεί πλήρως στο εθνικό ζήτημα του αποχωρισμού ενός έθνους που καταπιέζεται από ένα άλλο έθνος και επιδιώκει τη συγκρότηση εθνικού κράτους, με συγκεκριμένα σύνορα, έτσι όπως αυτό παρουσιάστηκε στον 19ο και τον 20ο αιώνα και αντιμετωπίστηκε από το Κομμουνιστικό Κίνημα με τις Λενινιστικές επεξεργασίες. Διατηρεί, όμως, στοιχεία του εθνικού ζητήματος, παρά την ιδιομορφία που παρουσιάζει.

Η γενική Λενινιστική τοποθέτηση του εθνικού ζητήματος και του δικαιώματος του αποχωρισμού και της αυτοδιάθεσης από την πλευρά της προλεταριακής πολιτικής δίνεται από το παρακάτω απόσπασμα: «Ο σουηδός εργάτης μπορούσε, παραμένοντας σοσιαλδημοκράτης, να συμβουλεύσει τους νορβηγούς να ψηφίσουν ενάντια στον αποχωρισμό (το δημοψήφισμα στη Νορβηγία για το ζήτημα του αποχωρισμού έγινε στις 13 του Αυγούστου 1905 και έδοσε 368200 ψήφους υπέρ του αποχωρισμού και 184 κατά ̇ στην ψηφοφορία πήραν μέρος τα 80% περίπου των ψηφοφόρων).

Εκείνος όμως ο σουηδός εργάτης που, όμοια με τη σουηδική αριστοκρατία και την αστική τάξη, θα αρνιόταν το δικαίωμα των νορβηγών να λύσουν οι ίδιοι αυτό το ζήτημα, χωρίς τους σουηδούς, ανεξάρτητα από τη θέλησή τους, θα ήταν σοσιαλσωβινιστής και παλιάνθρωπος που δεν μπορεί να είναι ανεκτός στο Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα». (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, Τόμος 30, σελ. 104).

Το απόσπασμα αυτό βέβαια δεν καλύπτει με κανένα τρόπο όλη τη Λενινιστική αντίληψη για την πραγματοποίηση του αποχωρισμού και τους όρους που το προσδιορίζουν, ωστόσο τοποθετεί ως καθοριστικό όρο το κυρίαρχο δικαίωμα ενός έθνους που καταπιέζεται να αποχωριστεί από ένα άλλο έθνος που καταπιέζει.

Το ιστορικό παράδειγμα, όμως, του αποχωρισμού της Νορβηγίας είναι ένα «καθαρό» παράδειγμα. Στην περίπτωση της Κριμαίας υπεισέρχονται όροι που έχουν ιστορικό βάθος μεν, όπως είναι το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η Κριμαία ανήκε στη Ρωσία και με την καπιταλιστική παλινόρθωση προσαρτήθηκε στην Ουκρανία,  και πρόσφατοι όροι όπως είναι το γεωστρατηγικό παιχνίδι των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, που πρώτες και αδιάλειπτα καταστρατηγούν την εθνική ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα των κρατών, καθώς και η απαγόρευση της Ρωσικής γλώσσας και όλων των άλλων γλωσσών.

Από αυτήν την άποψη η θέση που θα έπρεπε να έχει πάρει το Κομμουνιστικό Κίνημα της Ουκρανίας, από τη συγκρότησή της ως ανεξάρτητης καπιταλιστικής χώρας, είναι ότι, στο πλαίσιο του αστικού δημοκρατισμού, θα έπρεπε να δοθεί στην Κριμαία η πλατιά δημοκρατική αυτονομία. Αυτός ο αστικός δημοκρατισμός θα έφτανε μέχρι και να αναγνωρίσει το δικαίωμα του αποχωρισμού της Κριμαίας. Ταυτόχρονα, αυτός ο ίδιος ο αστικός δημοκρατισμός θα ήταν το όριο της μη πραγματοποίησής του. Με τον τρόπο αυτό θα δικαιολογούταν ένας Ουκρανός κομμουνιστής να μπει στη θέση ενός Σουηδού σοσιαλδημοκράτη «να συμβουλεύει» τον κάτοικο της Κριμαίας «να ψηφίσει ενάντια στον αποχωρισμό» στο ενδεχόμενο που ο πληθυσμός της Κριμαίας ήθελε να ασκήσει το δικαίωμα του αποχωρισμού.

Εδώ πλέον παρεμβαίνει η γεωστρατηγική επιδίωξη των ΗΠΑ πρωταρχικά και της Γερμανίας ειδικά, που οδηγεί στην άνοδο στην εξουσία ακόμη και ναζιστικών δυνάμεων με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην υπάρχει ένας στοιχειώδης αστικός δημοκρατισμός αλλά να καταργηθεί παντελώς, αφού πραξικοπηματικά αποπέμπεται ένας εκλεγμένος πρόεδρος και έξω από κάθε πλαίσιο αστικού κοινοβουλευτισμού, απαγορεύεται δια νόμου η δεύτερη επίσημη γλώσσα και όλες οι άλλες γλώσσες, στερώντας έτσι το δικαίωμα σε ένα πολύ μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της Ουκρανίας να μιλάει τη γλώσσα του. Η στέρηση της γλώσσας αποτελεί πολύ βασικό στοιχείο της εθνικής καταπίεσης ενός έθνους ή εθνοτήτων από ένα άλλο έθνος.

Θα μας επιτραπεί σ’ αυτό το σημείο να παραθέσουμε ολόκληρο το απόσπασμα που πρωτοχρησιμοποιήσαμε στην αρχή αυτού του άρθρου:  «Όσο το δημοκρατικό καθεστώς ενός κράτους βρίσκεται πιο κοντά προς την πλήρη ελευθερία του αποχωρισμού, τόσο πιο σπάνιες και πιο αδύνατες θα είναι στην πράξη οι τάσεις για αποχωρισμό, γιατί τα πλεονεκτήματα των μεγάλων κρατών είναι αναμφισβήτητα και από την άποψη της οικονομικής προόδου και από την άποψη των συμφερόντων της μάζας, και μάλιστα τα πλεονεκτήματα αυτά αυξάνουν με την ανάπτυξη του καπιταλισμού» (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, Τόμος 27, σελ. 259 – 260).

Στην περίπτωση της Ουκρανίας παρατηρήσαμε σε πολλές πόλεις της Νοτιοανατολικής Ουκρανίας να προσανατολίζονται σε δημοψηφίσματα που ουσιαστικά θα έθεταν το ίδιο ερώτημα με το δημοψήφισμα της Κριμαίας. Πρέπει να τονίσουμε ότι η Νοτιοανατολική περιοχή της Ουκρανίας είναι η πιο αναπτυγμένη βιομηχανικά περιοχή σε σχέση με τη Δυτική Ουκρανία που είναι αγροτική και λιγότερο αναπτυγμένη. Από αυτήν την άποψη διαπιστώνουμε ότι οι Ρωσόφωνοι (και όχι μόνο) πληθυσμοί αμέσως προσανατολίστηκαν προς τη Ρωσία.

Σ’ αυτόν τον προσανατολισμό και με δεδομένη και τη σύνθεση της Νοτιοανατολικής περιοχής της Ουκρανίας, ως ενισχυτικό στοιχείο, δεν υπάρχει τίποτα το παράξενο. Μας το εξηγεί ο Β. Ι. Λένιν: «Οι μάζες του πληθυσμού ξέρουν περίφημα από την οικονομική πείρα τη σημασία των γεωγραφικών και οικονομικών δεσμών, τα πλεονεκτήματα της μεγάλης αγοράς και του μεγάλου κράτους και θα τραβήξουν για αποχωρισμό μονάχα, όταν η εθνική καταπίεση και οι εθνικές προστριβές κάνουν τη συμβίωση ολότελα αβάστακτη και εμποδίζουν όλες τις οικονομικές σχέσεις. Και σε παρόμοια περίπτωση το συμφέρον της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της ελευθερίας της ταξικής πάλης θα είναι ακριβώς με το μέρος εκείνων που αποχωρίζονται» (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, Τόμος 25, σελ. 288).

Θα μπορούσε να μας αντιταχτεί σ’ αυτό το σημείο ότι η θέση αυτή του Β. Ι . Λένιν αφορά σε ένα μικρό έθνος που καταπιέζεται από ένα μεγάλο έθνος και που όταν «οι εθνικές προστριβές κάνουν τη συμβίωση ολότελα αβάστακτη» διεκδικεί τον αποχωρισμό του από το μεγάλο έθνος. Οι αντιστοιχίες, όμως, είναι σημαντικές. Στην Ουκρανία οι Ρωσόφωνοι πληθυσμοί αποτελούν μια μεγάλη μεν εθνότητα αλλά δεν παύουν να είναι μια μειοψηφία σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό. Αν περιοριστούμε στην Κριμαία ο Ρωσόφωνος πληθυσμός αποτελεί μια πολύ μικρή μειοψηφία σε σχέση με τον υπόλοιπο συνολικό πληθυσμό της Ουκρανίας.

Με δεδομένη την απαγόρευση της γλώσσας και τον προσανατολισμό της νέας ηγεσίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, την προσφυγή που είναι έτοιμη να κάνει στο ΔΝΤ είναι φανερό ότι οι οικονομικές συνέπειες θα είναι πιο σημαντικές για τις Νοτιοανατολικές περιοχές που συνδέονται με τη Ρωσία. Τα μέτρα που προτείνει το ΔΝΤ «εμποδίζουν όλες τις οικονομικές σχέσεις» της Νοτιοανατολικής περιοχής με τη Ρωσία, ενώ η απαγόρευση της γλώσσας όξυνε «την εθνική καταπίεση και τις εθνικές προστριβές».

Στα παραπάνω πρέπει να προστεθούν δύο στοιχεία ακόμη. Η Νοτιοανατολική περιοχή της Ουκρανίας η οποία διοχετεύει τα προϊόντα της κυρίως προς τη Ρωσία θα είχε καλύτερες συνθήκες αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης που περνάει η Ουκρανία με τη βοήθεια της Ρωσίας με τα 15δισ. δολάρια, γιατί η Ρωσία δεν απαιτεί τα αντίστοιχα μέτρα που απαιτεί το ΔΝΤ.

Το δεύτερο είναι ότι οι μνήμες από την ύπαρξη της Σοβιετικής Ένωσης, η νοσταλγία γι’ αυτήν είναι πιο δυνατές στη Νοτιοανατολική περιοχή απ’ ότι στη Δυτική. Εδώ είδαμε να βγαίνουν τα κόκκινα λάβαρα, οι σημαίες της Σοβιετικής Ένωσης, να ζωντανεύουν οι μνήμες του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, να περιφρουρούνται τα αγάλματα του Β. Ι. Λένιν και τα μνημεία των πεσόντων στην αντιφασιστική εποποιία. Αυτό είναι ένα πολιτικό στοιχείο που οξύνει παραπέρα τις εθνολογικές προστριβές και τον προσανατολισμό των Ρωσόφωνων πληθυσμών προς τη Ρωσία, η οποία, βέβαια, από τη δικιά της πλευρά εκμεταλλεύεται αυτές τις μνήμες για τους δικούς της σκοπούς.

ukr2

Φώτο 2. Οι μνήμες είναι ζωντανές

Αυτό που η ¨Νέα Σπορά» υποστηρίζει είναι ότι με την καπιταλιστική παλινόρθωση στην Ουκρανία δημιουργήθηκε εθνικό πρόβλημα εξ αιτίας της γεωστρατηγικής παρέμβασης των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Γερμανίας ιδιαίτερα, η οποία παρέμβαση, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού με τη Ρωσία και της ματαίωσης κάθε σοσιαλιστικής παλινόρθωσης και επαναδημιουργίας της Σοβιετικής Ένωσης, ούτε τυχαία είναι ούτε και προσωρινή. Επομένως και το εθνικό πρόβλημα θα τροφοδοτείται συνεχώς και θα οξύνεται ακόμη περισσότερο.

Το γεγονός αυτό δεν αντιμετωπίζεται ούτε με την επίκληση του σοσιαλιστικού παρελθόντος της Ουκρανίας και της συμμετοχής της στη Σοβιετική Ένωση ούτε με την απόρριψη του δημοψηφίσματος που πραγματοποιήθηκε ήδη στην Κριμαία και μάλιστα με την αιτιολογική σκέψη ότι μπορεί να «ανοίξει ο ασκός του Αιόλου» για άλλες περιοχές με παρόμοια προβλήματα.

Πολύ περισσότερο δεν πρόκειται να το λύσει μια επίκληση στους λαούς της Ουκρανίας και όλους τους λαούς που συμμετείχαν στη Σοβιετική Ένωση να ακολουθήσουν το δρόμο της σοσιαλιστικής προοπτικής, γιατί αυτό που κρίνεται αυτή τη στιγμή δεν είναι ο σοσιαλισμός.

Οι όροι που δημιούργησαν το εθνικό πρόβλημα στην Ουκρανία δεν έχουν αναιρεθεί. Και με βάση αυτό το κριτήριο πρέπει να κριθούν οι σημερινές εξελίξεις. Με την έννοια αυτή στην ιμπεριαλιστική επέμβαση στην Ουκρανία που έφερε την εθνική καταπίεση του Ρωσόφωνου πληθυσμού της Κριμαίας και των άλλων λαών, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η Κριμαία ήταν Ρωσικό έδαφος, που προσαρτήθηκε στην Ουκρανία κάτω από τις συνθήκες που ήδη περιγράψαμε, είναι μια δημοκρατική απάντηση η άσκηση του δικαιώματος στην απόσχιση της Κριμαίας από τη στιγμή που δεν εξασφαλίζονται ούτε οι όροι της περιορισμένης αυτονομίας που είχε η Κριμαία στο πλαίσιο της Ουκρανίας.

 ukr3

Φώτο 3. Πιστός στις παρακαταθήκες

Το εθνικό πρόβλημα, όμως, της Ουκρανίας δεν τελειώνει με την απόσχιση της Κριμαίας. Παραμένει για την υπόλοιπη Νοτιοανατολική περιοχή. Και εδώ θα μας επιτραπεί να επανέλθουμε στον Β. Ι. Λένιν που υπενθυμίζει το πώς αντιμετώπισε ο Μαρξ το εθνικό πρόβλημα της Ιρλανδίας σε σχέση με την Αγγλία. Σημειώνει ο Β. Ι. Λένιν:  «Η αναγνώριση της αυτοδιάθεσης δεν ισοδυναμεί με αναγνώριση της ομοσπονδίας σαν αρχής. Μπορεί να είναι κανείς αποφασιστικός αντίπαλος αυτής της αρχής και οπαδός του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, να προτιμάει όμως την ομοσπονδία από την εθνική ανισοτιμία, σαν το μοναδικό δρόμο προς ένα ολοκληρωμένο συγκεντρωτισμό. Ακριβώς απ’ αυτή την άποψη ο Μαρξ, ενώ ήταν συγκεντρωτιστής, προτιμούσε ακόμη και την ομοσπονδία της Ιρλανδίας με την Αγγλία από τη βίαιη υποταγή της Ιρλανδίας στους Άγγλους» (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, Τόμος 27, σελ. 260).

Δε νομίζουμε ότι μπορεί να υπάρξει καμία αμφιβολία ότι για τη Ρωσόφωνη εθνότητα θα υπάρξει η βίαιη υποταγή της από τους Ουκρανούς. Οι εξελίξεις στην Ουκρανία δε δείχνουν κάτι άλλο, τουλάχιστον αυτήν τη στιγμή.

Στην κατεύθυνση επίλυσης του εθνικού προβλήματος της Ουκρανίας ήδη το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ουκρανίας, το οποίο έχει κηρυχθεί παράνομο μαζί με την Ένωση Κομμουνιστών της Ουκρανίας, έχει καταθέσει πρόταση για τη δημιουργία ομοσπονδίας που θα αφορά τη Δυτική και αντίστοιχα τη Νοτιοανατολική περιοχή.

Από την πλευρά μας θεωρούμε ότι αυτή η πρόταση του Κομμουνιστικού Κόμματος δεν είναι σωστή και δεν αντιστοιχεί στις συνθήκες που αφορούσαν στο εθνικό πρόβλημα της Ιρλανδίας. Η Ουκρανία ήταν μία Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία με καθορισμένα σύνορα, με πολλές εθνότητες και γλώσσες, η οποία είχε κατορθώσει να επιλύσει το εθνικό της ζήτημα.

Η Ρώσικη εθνότητα που υπάρχει στην Ουκρανία ζει σ’ αυτήν τη χώρα από τον καιρό της Τσαρικής Αυτοκρατορίας και δεν είναι κατακτητικό δημιούργημα του Στάλιν. Η συγχώνευση των πληθυσμών μπορεί να μην ήταν η επιθυμητή αλλά  ήταν γεγονός. Όπως ακριβώς, αντίστοιχα, ζούσαν Ουκρανοί, και ζουν ακόμη και σήμερα, στη Ρωσία. Από την άποψη αυτή η ομοσπονδία δεν είναι λύση.

Κατά τη γνώμη μας αυτό που πρέπει να γίνει στη σημερινή Ουκρανία, εξ αιτίας της παλινόρθωσης του καπιταλισμού και μόνο, που έχει τροποποιήσει τους όρους επίλυσης του εθνικού ζητήματος, είναι να δοθεί διοικητική αυτονομία στις δύο περιοχές με τοπικά κοινοβούλια και αρμοδιότητες, με αντιπροσώπευση όλων των εθνοτήτων, με  κατοχύρωση των γλωσσών και όλων των δικαιωμάτων των εθνοτήτων, στο πλαίσιο μιας εθνικά ανεξάρτητης Ουκρανίας, που δεν θα έχει ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή στην Ευρασιατική Οικονομική Ζώνη.

COMMENTS