Για τις εξελίξεις στην Ουκρανία (4)

Το αναντίρρητο γεγονός της γεωστρατηγικής σημασίας της Ουκρανίας έρχεται να επιβεβαιώσει ότι η Ουκρανική κρίση δε μπορεί παρά να αντιμετωπιστεί στο έδαφος των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και κατ’ επέκταση των ενδοαστικών αντιθέσεων, που δεν αφορούν μόνο στην ήδη διασπασμένη νεότευκτη αστική τάξη της Ουκρανίας αλλά και σε άλλες χώρες. Μόνο που στη δεύτερη περίπτωση αφορούν στο πως θα αντιδράσουν οι Δυτικές δυνάμεις απέναντι στη Ρωσία.

Θα ήταν λάθος, όμως, για να εξηγηθούν πλήρως οι εξελίξεις στην Ουκρανία, να μην πάρουμε υπόψη πλευρές, που έχουν να κάνουν με ένα ιστορικό βάθος, που αναδεικνύουν, όμως, και γεωστρατηγικούς στόχους, που έχουν σχέση με το μέλλον αυτής της χώρας και της ευρύτερης περιοχής.

Μια τέτοια πλευρά περιλαμβάνεται στη γεωστρατηγική οπτική των ΗΠΑ. Η Ουκρανία για τις ΗΠΑ δεν είναι μόνο μια περιοχή που θα επεκτείνουν την επιρροή τους. Είναι, ταυτόχρονα, και η απαρχή του «ξηλώματος» της ίδιας της Ρωσίας, της μετατροπής της σε μία Ομοσπονδία με τρία «χαλαρά» τμήματα, αυτό της Ευρωπαϊκής Ρωσίας, το δεύτερο της Σιβηρίας και το τρίτο της Άπω Ανατολικής περιοχής. Στην ουσία πρόκειται για κατατεμαχισμό της Ρωσίας.

Ταυτόχρονα, όμως, η γεωστρατηγική οπτική των ΗΠΑ, η οποία χτίζεται ενάντια στη Ρωσία και πάνω στον κατατεμαχισμό της, προκειμένου να εξασφαλίσουν οι ΗΠΑ την παγκόσμια ηγεμονία, προβλέπει ότι «η Ουκρανία είναι το προπύργιο της Δύσης ενάντια στην προσπάθεια αναγέννησης της Σοβιετικής Ένωσης». Αυτά μας τα εξηγεί ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Zbigniew Brzezinski στο γνωστό βιβλίο του «The Grand Chessboard: American Primacy and its Geostrategic Imperatives» (1997).

Και αυτή η ματαίωση κάθε προσπάθειας αναγέννησης της Σοβιετικής Ένωσης μπορεί να μη γίνεται ορατή άμεσα και δια «γυμνού οφθαλμού» αλλά υπάρχει και είναι παρούσα στα σημερινά γεγονότα της Ουκρανίας. Εκφράζεται από την πλευρά των ΗΠΑ με την Victoria Nuland, υφυπουργό εξωτερικών των ΗΠΑ και ανήκουσα στην κατηγορία των «γερακιών» της σχολής του Σικάγου, που πρακτικά υπηρετούν τη γεωστρατηγική αντίληψη του Zbigniew Brzezinski και που είναι για την περίπτωση της Ουκρανίας η εθνική στρατηγική των ΗΠΑ.

Από την άλλη η αναβίωση της Σοβιετικής Ένωσης εκφράζεται με τις θέσεις της Ένωσης Κομμουνιστών της Ουκρανίας και του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ουκρανίας. Το δεύτερο, ειδικότερα, προωθεί την ένταξη της Ουκρανίας στην Ευρωασιατική Ζώνη, που προσπαθεί να δημιουργήσει η Ρωσία, ένταξη η οποία, κατά το ΚΚΟυ, στην προοπτική της αποσκοπεί στην αναβίωση της Σοβιετικής Ένωσης. Η θέση αυτή προβλέπει αρχικά μια γεωγραφική αναβίωση την πρώην Σοβιετικής Ένωσης, ως καπιταλιστικής διακρατικής ζώνης.  

Αυτή η θέση του ΚΚΟυ, που είναι και κοινοβουλευτικό κόμμα, δεν είναι χωρίς σημασία, γιατί στηρίζεται σε μια λαϊκή βάση, που αναπολεί τη Σοβιετική Ένωση και που για όλες, σχεδόν, τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, που ανήκαν στην ΕΣΣΔ, είναι ζωντανή.

Παράλληλα είναι συνδεδεμένη με το σοσιαλισμό και όχι μόνο με την ύπαρξη της Σοβιετικής Ένωσης ως μιας μεγάλης παγκόσμιας δύναμης (πλευρά που εκμεταλλεύεται ο Βλαντιμίρ Πούτιν παίζοντας και αυτός με τη σοσιαλιστική μνήμη), γιατί οι λαοί του πρώην σοσιαλιστικού συστήματος διαπιστώνουν, και το εκφράζουν σε αντίστοιχες δημοσκοπήσεις, ότι η παλινόρθωση του καπιταλισμού τους αφαίρεσε κατακτήσεις και ότι ζούσαν καλύτερα σε σοσιαλιστικό καθεστώς.

Με δυο λόγια η «μνήμη» είτε την πάρει κανείς από την πλευρά των ΗΠΑ, ως μη αναβίωση της Σοβιετικής Ένωσης είτε από την πλευρά των λαών του πρώην σοσιαλιστικού συστήματος, ως αναβίωση της Σοβιετικής Ένωσης, παίζει το γεωστρατηγικό της ρόλο και δε μπορεί να αγνοηθεί, γιατί από τη μια πλευρά είναι ενεργός γεωστρατηγική επιδίωξη των ΗΠΑ και από την άλλη πλευρά εκφράζει μια συγκεκριμένη στάση της πλειοψηφίας των λαϊκών μαζών.

Και να προσθέσουμε και κάτι ακόμη. Έχει σημασία ότι η σοσιαλιστική μνήμη, ως κοινωνική συνείδηση πλέον, συντηρείται σε μεγάλα ποσοστά, ότι οι λαοί αναπολούν τους κομμουνιστές ηγέτες τους και το σοσιαλισμό, παρά το γεγονός ότι έχουμε μπει στην τρίτη δεκαετία της καπιταλιστικής παλινόρθωσης και οι νέες γενιές δε γνωρίζουν τις συνθήκες ζωής επί σοσιαλισμού.

Θυμίζουμε, επίσης, ότι στην Ουκρανία ειδικά στις Νοτιανατολικές περιοχές αυθόρμητα οι εργαζόμενοι δημιούργησαν ομάδες περιφρούρησης των αγαλμάτων του Λένιν και των συμβόλων της Σοβιετικής Ένωσης, των μνημείων των πεσόντων στο Μεγάλο Πατριωτικό πόλεμο, ενώ στις λαϊκές κινητοποιήσεις επανεμφανίστηκαν τα Σοβιετικά λάβαρα, οι κόκκινες σημαίες με το σφυροδρέπανο και ειδικότερα στην Κριμαία επανεμφανίστηκε η σημαία του Σοβιετικού πολεμικού ναυτικού.

Οι μέχρι τώρα αναλύσεις προσπερνάνε ή ελάχιστα στέκονται σ’ αυτήν την πλευρά των Ουκρανικών γεγονότων, η οποία, βέβαια, στη σύγχρονη πραγματικότητα της Ουκρανίας φορτίζεται, πλέον, και με εθνολογικά αλλά και γεωγραφικά χαρακτηριστικά – Ρωσόφωνες  και Νοτιοανατολικές περιοχές, Ουκρανόφωνες και Δυτικές περιοχές.

Αυτή η τελευταία διάσταση των γεγονότων στην Ουκρανία με τη σύμφυση της σοσιαλιστικής μνήμης με την εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού της Ουκρανίας έθεσε  επί τάπητος και το ζήτημα της εθνικής ανεξαρτησίας της Ουκρανίας τροφοδοτώντας τα σενάρια διαμελισμού της. Εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ως προς το ζήτημα της εθνικής ανεξαρτησίας της Ουκρανίας σχεδόν όλοι οι αναλυτές είτε παρακάμπτουν την ιστορική πραγματικότητα είτε την αλλοιώνουν.

Παρουσιάζουν την Ουκρανία να έχει ζωή, ως ανεξάρτητη χώρα, 22 χρόνια, από το 1991, μετά την καπιταλιστική παλινόρθωση, πατώντας και πάνω στη συμφωνία εγγύησης της εθνικής ανεξαρτησίας της Ουκρανίας και των συνόρων της από τις ΗΠΑ, Ρωσία και Μ. Βρετανία το 1994.

Διευκρινίζουμε σ’ αυτό το σημείο ότι η τότε αντεπαναστατική ηγεσία της Ρωσίας παραιτήθηκε από την επιστροφή της Κριμαίας στη Ρωσία. Στην Κριμαία δόθηκε καθεστώς μερικής αυτονομίας και κατοχυρώθηκε η παρουσία της στρατιωτικής ναυτικής βάσης της Ρωσίας, με βάση επίσημη συμφωνία μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, η οποία πρόσφατα ανανεώθηκε μέχρι το 2042.

Πρέπει, ωστόσο, για το ζήτημα της εθνικής ανεξαρτησίας να καταγράψουμε ότι η Σοβιετική Ένωση ήταν μια ένωση Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, δηλαδή κρατών με σοσιαλιστικό καθεστώς. Η Ουκρανία ως σοσιαλιστικό κράτος ήταν οργανικό μέλος της ΕΣΣΔ από το 1922, ως σοσιαλιστικό κράτος, όμως, σχηματίστηκε το 1917. Είχε δικό της σύνταγμα, δικό της κοινοβούλιο, το Ανώτατο Σοβιέτ της Ουκρανίας, που αποτελούταν από 650 βουλευτές και ως σοσιαλιστικό κράτος αντιπροσωπευόταν στο Σοβιέτ των Εθνοτήτων της ΕΣΣΔ με 32 αντιπροσώπους. Το 1954 εντάχθηκε διοικητικά στη Σοσιαλιστική Ουκρανία και η περιοχή της Κριμαίας, που ήταν Ρωσικό έδαφος και δεν ανήκε στην Ουκρανία.

Επομένως όλη αυτή η παραφιλολογία να ταυτιστεί η εθνική ανεξαρτησία ενός κράτους μόνο με τον καπιταλισμό, να θεωρείται ένα σοσιαλιστικό κράτος μη ανεξάρτητο, επειδή ανήκε σε μια ευρύτερη σοσιαλιστική ένωση κρατών εξυπηρετεί τη γεωστρατηγική και τους στόχους των ΗΠΑ.

Προσθέτουμε δε ότι στην περίπτωση της Ουκρανίας, σήμερα, εκτός από το γεγονός ότι η γεωστρατηγική των ΗΠΑ παρουσιάζει την Ουκρανία ως τον αδύνατο κρίκο της Ρωσίας, οι ίδιες οι ΗΠΑ παρουσιάζονται, ταυτόχρονα, ως υπερασπιστές της εθνικής ανεξαρτησίας της (!!!), την ώρα που από κοινού με την Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν ωμά επέμβει στα εσωτερικά της Ουκρανίας, έχουν στείλει μισθοφόρους ελεύθερους σκοπευτές από εταιρείες μισθοφόρων, που εδρεύουν στις ΗΠΑ, έχουν χρηματοδοτήσει και εκπαιδεύσει το ναζιστικό εσμό και τον έκαναν κυβέρνηση, έχουν ανατρέψει μια νόμιμη, στα αστικά πλαίσια, κυβέρνηση και έναν εκλεγμένο πρόεδρο. Δηλαδή, με εξωτερική επέμβαση έχουν διαπράξει ένα εσωτερικό πραξικόπημα.

Αυτή η παραφιλολογία συγκαλύπτει και μια άλλη πλευρά της γεωστρατηγικής των ΗΠΑ. Κάθε σοσιαλιστικό κράτος να χαρακτηρίζεται ως επικίνδυνο για την ασφάλεια των ΗΠΑ και να μην γίνεται σεβαστή η εθνική του ανεξαρτησία και από αυτό το γεγονός να νομιμοποιείται το «δικαίωμα» των ΗΠΑ να «μπουκάρουν» είτε στρατιωτικά, όπως έκαναν ακόμη και με την περίπτωση της μικρής Γρανάδας, είτε με άλλους τρόπους, με την απομόνωση π.χ., όπως στην περίπτωση της Κούβας.

Έχοντας υπόψη τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και πως αυτές εκλογικεύονται σε ενδοαστικές, τις οποίες περιγράψαμε στην τρίτη συνέχεια, το ζήτημα της εθνικής ανεξαρτησίας της Ουκρανίας,  έτσι όπως τοποθετείται σήμερα σε συνάρτηση με το ιστορικό της σοσιαλιστικό παρελθόν, τον προσανατολισμό που επιδιώκεται να έχει η Ουκρανία είτε προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ είτε προς τη Ρωσία – εκτός ΝΑΤΟ – και την Ευρωασιατική Ζώνη, τη ζωντανή σοσιαλιστική μνήμη και τη μνήμη του Μεγάλου Πατριωτικού πολέμου ενάντια στο φασισμό θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα ποια έπρεπε να είναι η θέση, που όφειλε να πάρει το Κομμουνιστικό Κίνημα απέναντι στην Ουκρανική κρίση.

Μια ανάλυση που θα στεκόταν μόνο και αποκλειστικά στις ενδοϊμπεριαλιστικές και ενδοαστικές αντιθέσεις, που, όμως, δε θα παίρνει υπόψη και τις σχέσεις των τάξεων στη σημερινή Ουκρανία – και διεθνώς, που θα αγνοεί ότι το προλεταριάτο δεν έχει κανένα συμφέρον να πάρει θέση υπέρ του ενός ή του άλλου ιμπεριαλιστή αλλά πρέπει, ταυτόχρονα, να εκμεταλλεύεται τις ενδοϊμπεριαλιστικές και ενδοαστικές αντιθέσεις για να διευκολύνει την πάλη του για τη δική του υπόθεση και να βελτιώνει τη θέση του σε όλα τα επίπεδα, τότε, περικλείει κινδύνους για δεξιά ή «αριστερή» παρέκκλιση.

Επομένως, παράλληλα,  πρέπει να ξεκαθαριστεί και το ποιες είναι οι σχέσεις των τάξεων και να προσδιοριστεί το τι κρίνεται αυτήν τη στιγμή στην Ουκρανία. Με την έννοια αυτή μπορεί να υπάρχει ζωντανή ακόμη και σήμερα η, σε όποιο βαθμό,  μνήμη για το σοσιαλισμό, αλλά αυτό που κρίνεται σήμερα στην Ουκρανία δεν είναι ο σοσιαλισμός, απόδειξη ότι η εργατική τάξη δεν έχει αναπτύξει την ταξική πάλη ούτε ακόμη και για οικονομικές διεκδικήσεις, που θα βελτίωναν το βιοτικό της επίπεδο, ενώ έμεινε μακριά από τα πρόσφατα γεγονότα.   

Από την άποψη αυτή μια θέση που περιορίζεται στην καταδίκη του ιμπεριαλισμού γενικά, που καταλήγει στη γενική παραδοχή «ούτε με τον έναν ούτε με τον άλλο ιμπεριαλιστή», «ούτε με τη μια αστική τάξη ούτε με την άλλη» είναι γενικά σωστή, αλλά, όταν δεν παίρνει υπόψη τις συγκεκριμένες συνθήκες που εξελίσσεται μια ιμπεριαλιστική επέμβαση και θεωρεί ότι η διέξοδος βρίσκεται στο σοσιαλισμό από τη σημερινή κατάσταση καταλήγει στην πρακτική της εφαρμογή να είναι λάθος θέση.

Θυμίζουμε, ως παράδειγμα, την Τροτσκιστική λογική και την αντίστοιχη θέση των Τροτσκιστών της χώρας μας στο Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Μια ανάλογη λογική και στην ίδια κατεύθυνση, έχουμε τη γνώμη, ότι αναπτύχθηκε από την Ένωση Κομμουνιστών της Ουκρανίας. Ούτε λίγο ούτε πολύ η Ένωση Κομμουνιστών της Ουκρανίας απάντησε στη σημερινή κατάσταση με το στόχο της κατάκτησης της εργατικής λαϊκής εξουσίας.  

Από την άλλη δε μπορεί να είναι απάντηση στην επεμβατική πολιτική των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και με τη μορφή που έγινε αυτή η επέμβαση, η θέση που πήρε το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ουκρανίας, που βασίστηκε κυρίαρχα στη μνήμη για το σοσιαλισμό, στη γεωγραφία και τη θέση της Ουκρανίας, στην εθνολογική σύνθεση, στο παρελθόν της Ουκρανίας ως μέρους της Σοβιετικής Ένωσης, στους δεσμούς της με τη Ρωσία ακόμη και από την εποχή της Τσαρικής Αυτοκρατορίας αλλά και μετά την καπιταλιστική παλινόρθωση, στην προοπτική μετεξέλιξης της Ευρωασιατικής Ζώνης σε σοσιαλιστική, που θα καταλήξει στην αναβίωση της Σοβιετικής Ένωσης.

Πρακτικά το Κομμουνιστικό Κόμμα Ουκρανίας με τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση, με την κάλυψη που έδινε στο Γιανουκόβιτς στην εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής του, με τη θέση του για δημοψήφισμα για το αν εάν η χώρα θα καταλήξει στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή στην Ευρωασιατική Ζώνη ακύρωνε στην πράξη κάθε του πολιτική παρέμβαση για την ανάπτυξη της ταξικής πάλης, για την αντιμετώπιση των άμεσων και καυτών προβλημάτων που αντιμετώπιζαν οι εργαζόμενοι, οι αγρότες και τα αναγεννημένα μικροαστικά στρώματα.

Παράλληλα παρουσίαζε έλλειμμα στην αντιμετώπιση προβλημάτων δημοκρατίας, εθνικής ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας, ενώ με τις θέσεις του έδινε τη δυνατότητα να οξυνθεί το εθνολογικό πρόβλημα, γιατί αντιμετώπιζε την κατάσταση από μια «φιλορωσική» οπτική, που είχε τη ρίζα της στο παρελθόν της Ουκρανίας αλλά και στο προσδοκώμενο μέλλον ως αναβίωση της Σοβιετικής Ένωσης.

Κατά τη γνώμη μας οι εξελίξεις στην Ουκρανία τινάζουν στον αέρα επεξεργασίες που είτε αναφέρονται στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα και παραποιούν τη Λενινιστική θεωρία για τον ιμπεριαλισμό είτε υποτιμούν την πάλη της εργατικής τάξης για τα άμεσα προβλήματά της, πάλη που θα είναι υποταγμένη στο στόχο της κατάκτησης της εργατικής εξουσίας και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού.

Με την έννοια αυτή το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ουκρανίας δεν έπρεπε να συμμετέχει στην κυβέρνηση Γιανουκόβιτς. Το έσχατο όριο της στάσης του απέναντι στην κυβέρνηση Γιανουκόβιτς θα έπρεπε να είναι η κριτική υποστήριξη με κυρίαρχο κριτήριο τη στάση της κυβέρνησης απέναντι στην εξέλιξη της γεωστρατηγικής των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ταυτόχρονα θα έπρεπε, το σύνολο των κομμουνιστικών δυνάμεων, να μπουν επικεφαλής της πάλης της εργατικής τάξης, της αγροτιάς και των αναγεννημένων μικροαστικών στρωμάτων ενάντια στην πολιτική της νεοπαγούς αστικής τάξης από όποια πολιτική δύναμη και εάν εκφραζόταν αυτή.

Να προσπαθήσουν με την πάλη των εργαζομένων να περισώσουν τις όποιες κατακτήσεις των εργαζομένων στην Ουκρανία, που ήταν κατακτήσεις του σοσιαλισμού, να βάλουν φρένο στην αντιλαϊκή πολιτική, να προστατέψουν τη λαϊκή περιουσία από την καταλήστευση εκ μέρους της αστικής τάξης, από τις ιδιωτικοποιήσεις, να διεκδικήσουν την άνοδο του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, να συμβάλουν στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας μετά από τις καταστροφικές συνέπειες της καπιταλιστικής παλινόρθωσης.

Να υπερασπιστούν την εθνική ανεξαρτησία της Ουκρανίας, τα δημοκρατικά και συνδικαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων, την εδαφική ακεραιότητα και ασφάλεια της χώρας, το δικαίωμα στη γλώσσα. Να αντιπαλέψουν την προσπάθεια της αστικής τάξης να προσδεθεί η χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, να αντιπαλέψουν το φασισμό και την αναβίωση φασιστικών κομμάτων. Να ζητήσουν μια ουσιαστική δημοκρατική αυτονομία στην Κριμαία, στο πλαίσιο της Ουκρανίας, παίρνοντας υπόψη την ιστορικότητα αυτής της περιοχής.

Την ίδια στιγμή θα έπρεπε να παλέψουν για την ενότητα του λαού της Ουκρανίας ανεξάρτητα από γλώσσα και καταγωγή, για το σεβασμό της ιστορικής παρακαταθήκης της Ουκρανίας, της πάλης ενάντια στη χιτλερική λαίλαπα και των διδαγμάτων που απέρρεαν από αυτήν, των ιστορικών δεσμών της Ουκρανίας με τη Ρωσία, την αναβίωση της Σοβιετικής Ένωσης, γεγονός, όμως, που δε θα σήμαινε και την ένταξη της χώρας στην Ευρωασιατική Ζώνη αλλά την ανάπτυξη αμοιβαία επωφελών οικονομικών σχέσεων με όλες τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και τις άλλες χώρες γείτονες ή όχι.

Κανείς δε πρέπει να υποτιμήσει τις δυσκολίες αυτής της πάλης, όπως κανείς δεν πρέπει να υποτιμήσει και τα ιδιαίτερα ζητήματα, τα οποία προκύπτουν από την ανάπτυξη της γεωστρατηγικής των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή η γεωστρατηγική δεν είναι ένα θεωρητικό σχήμα στα μυαλά των «σκληρών» της σχολής του Σικάγου. Δοκιμάστηκε στη Γιουγκοσλαβία, στη Γεωργία δοκιμάζεται για δεύτερη φορά τώρα στην Ουκρανία. Είχε γίνει απόπειρα να δοκιμαστεί μέσα στην ίδια τη Ρωσία με τη διάσπασή της, με την προσπάθεια αναβίωσης μειονοτικών ζητημάτων.

Κανείς, επίσης, δε μπορεί να υποτιμήσει τα ιδιαίτερα ζητήματα και καθήκοντα που προκύπτουν για το προλεταριάτο και τις σύμμαχες κοινωνικές δυνάμεις από την ανάπτυξη της δεδηλωμένης και υπό εξέλιξη γεωστρατηγικής των ΗΠΑ, όπως είναι το ζήτημα της εθνικής ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας.

Το προλεταριάτο, σύμφωνα με τις υποδείξεις των Κλασσικών του Μαρξισμού – Λενινισμού βάζει μπροστά του ώριμους στόχους προς επίλυση. Αυτή τη στιγμή σε κανένα κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γενικότερα της Ευρώπης, για να περιοριστούμε μόνο σ’ αυτήν, δεν είναι ώριμο το αίτημα της κατάκτησης της εργατικής εξουσίας και της σοσιαλιστικής επανάστασης, από την άποψη του υποκειμενικού παράγοντα.

Με την έννοια αυτή το προλεταριάτο πρέπει να μάθει την τέχνη να προωθεί μέσα από μια ανάλογη τακτική της συσπείρωσης και της συγκέντρωσης λαϊκών, εργατικών δυνάμεων την επίλυση στόχων που θα υπηρετούν τη στρατηγική του. Να είναι έτοιμο ακόμη και για συμβιβασμούς, που θα του εξασφαλίζουν τις καλύτερες δυνατές συνθήκες δράσης.

Τα κορυφαία θέματα που αναδείχτηκαν με τις εξελίξεις στην Ουκρανία είναι η έξοδος από την οικονομική κρίση, η υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών και δικαιωμάτων του Ουκρανικού λαού, μπροστά και στην άνοδο φασιστικών δυνάμεων στην εξουσία, και το ζήτημα της εθνικής ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας της χώρας.

Πάνω σ’ αυτά τα ζητήματα, τα οποία είναι συναρτημένα και με όλα τα άμεσα αιτήματα των εργαζομένων για το βιοτικό τους επίπεδο, τους μισθούς, τις συντάξεις, τη θέρμανση, το δικαίωμα στη γλώσσα κλπ., έπρεπε να αναπτυχθεί η πάλη του ουκρανικού λαού και η εξασφάλιση διεθνών στηριγμάτων.

Στην κατεύθυνση αυτή η απόρριψη της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και της ένταξης στο ΝΑΤΟ θα ήταν και κατοχύρωση των συνόρων της Ουκρανίας με την ταυτόχρονη κατοχύρωση της ασφάλειας της Ρωσίας από μια πιθανή μετατροπή της Ουκρανίας σε βάση εκτόξευσης πυραύλων ενάντιά της.

Στη βάση αυτή θα ήταν απαίτηση και προς την πλευρά της Ρωσίας να παραμείνει η Ουκρανία εκτός της Ευρωασιατικής Ζώνης.  Αυτή η εξέλιξη στην πράξη θα σήμαινε μια συμφωνία με ένα συμβιβασμό που θα εξασφάλιζε το μείζον για την Ουκρανία και ταυτόχρονα την ασφάλεια για τη Ρωσία από μία προβλέψιμη εξέλιξη, η οποία η πρώτη απόπειρα να εφαρμοστεί ήταν η «πορτοκαλί επανάσταση».

Μια τέτοια πολιτική από την πλευρά των κομμουνιστικών δυνάμεων θα πίεζε αποφασιστικά και την αστική κυβέρνηση Γιανουκόβιτς, θα μετέθετε τις ευθύνες για την εξασφάλιση της εθνικής ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας, που πρακτικά θα σήμαινε  και την άμβλυνση της αγωνίας της Ρωσίας για την ασφάλειά της, και στην ίδια τη Ρωσία.

Μια διχοτομημένη Ουκρανία, ακόμη και με προσαρτημένες της Νοτιοανατολικές περιοχές της στη Ρωσία, δε λύνει κανένα ουσιαστικό πρόβλημα για τη Ρωσία ως προς τη γεωστρατηγική των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντίθετα μια ανεξάρτητη, εκτός ΝΑΤΟ και Ευρωπαϊκής Ένωσης, και εδαφικά ακέραιη Ουκρανία εξασφάλιζε και την ίδια την Ουκρανία και την ασφάλεια της Ρωσίας.  

Μια τέτοια πολιτική θα κινητοποιούσε την εργατική τάξη συνολικά και τις άλλες σύμμαχες κοινωνικές δυνάμεις, θα άμβλυνε τις εθνολογικές διαφορές, θα ενίσχυε τη συσπείρωση και την ενότητα του λαού της Ουκρανίας, θα δυσκόλευε το άλλο τμήμα της αστικής τάξης, που ήταν προσανατολισμένο και εξαρτημένο από την πολιτική των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα δυσκόλευε την ανάπτυξη φασιστικών δυνάμεων, που καιροσκοπικά δημαγωγούσαν πάνω στην πολιτική Γιανουκόβιτς, θα εξασφάλιζε πολύ πιο ενεργά την αντίσταση της εργατικής τάξης στις καθοδηγούμενες από τα φασιστικά τάγματα εφόδου κινητοποιήσεις και στοχευμένες καταστροφές στο Κίεβο, θα αναδείκνυε το ρόλο του Κομμουνιστικού Κινήματος.

Δεν ισχυριζόμαστε ότι μια τέτοια πολιτική πρόταση a priori θα ματαίωνε τις γεωστρατηγικές επιδιώξεις των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμη και της Ρωσίας. Θα ήταν, όμως, ένα σοβαρό εμπόδιο στην πολιτική των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης να μετατρέψουν την Ουκρανία σε ένα νατοϊκό προτεκτοράτο, σε μια εξαρτημένη χώρα, να τη στείλουν στο ΔΝΤ, να της λεηλατήσουν τους φυσικούς της πόρους.

Θα ήταν μια πολιτική που θα στηριζόταν στις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων και θα τους κινητοποιούσε, θα εκμεταλλευόταν στο μέγιστο δυνατό βαθμό τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις για να εξασφαλιστεί η εθνική ανεξαρτησία της χώρας, η εδαφική της ακεραιότητα, η αντιμετώπιση του φασισμού και η δυνατότητα δράσης της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών δυνάμεων. Θα ήταν μια πολιτική που θα απελευθέρωνε το λαϊκό παράγοντα, την εργατική τάξη, θα συντελούσε στη χειραφέτησή της, στην οργάνωσή της, στην ενότητά της, στην άνοδο της πολιτικής της και ταξικής της συνείδησης, στο δρόμο για την κατάκτηση της εξουσίας για λογαριασμό των λαϊκών και κοινωνικών δυνάμεων, της εργατικής τάξης, της αγροτιάς και των άλλων μικροαστικών στρωμάτων, στο δρόμο για το σοσιαλισμό. 

Υ.Σ. Είχε γραφτεί αυτό το άρθρο, όταν έφτανε η είδηση ότι το κοινοβούλιο της Κριμαίας ψήφισε «Πράξη Ανεξαρτησίας». Την ίδια στιγμή ο Βίκτορ Γιανουκόβιτς σε νεότερη εμφάνισή του έριχνε τις ευθύνες για την εξέλιξη αυτή στο Κίεβο, υποστηρίζοντας και πάλι ότι είναι ο νόμιμος πρόεδρος της Ουκρανίας. Τίποτα δεν αλλάζει από την ουσία αυτού του άρθρου, έστω και μετά από αυτές τις εξελίξεις.  

COMMENTS